ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 251/97

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Μιχάλη Στυλιανού από τη Λευκωσία

Αιτητή

- και -

1. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου

2. Υπουργικού Συμβουλίου

Καθών η αίτηση

----------------------

Ημερομηνία: 14 Απριλίου, 2000

Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης

Για το καθού η αίτηση 1: Π. Πολυβίου

Για το καθού η αίτηση 2: Δ. Κούσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Α. Κωνσταντίνου

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Ρ.Ι.Κ. ή Ίδρυμα) επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος Παύλο Σωτηριάδη για τη θέση του Γενικού Διευθυντή. και τον διόρισε σ' αυτήν με σύμβαση διάρκειας τριών χρόνων. Τη θέση διεκδίκησε και ο αιτητής που ήταν, όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος, υπάλληλος του Ιδρύματος. Ζητήθηκε και δόθηκε η έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου για το διορισμό, όπως ακριβώς προνοούν οι διατάξεις του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικού) (αρ. 2) Νόμου του 1991 (ν. 238/91). Η πράξη διορισμού επικυρώθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 29/1/97 (απόφαση αρ. 45.486). Ακολούθησε η προσφυγή του αιτητή, που θεώρησε ότι ο ίδιος, για διάφορους λόγους, που θα εξετάσουμε, ήταν η καλύτερη επιλογή.

Μετά την προκήρυξη της θέσης, που είναι, σύμφωνα με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, πρώτου διορισμού, λήφθηκαν 12 αιτήσεις. Το Διοικητικό Συμβούλιο, αφού μελέτησε συνοπτικά σημειώματα που ετοίμασε ο προσωπάρχης με εντολή του για τα προσόντα και άλλα στοιχεία κάθε υποψηφίου, όπως και τους προσωπικούς φακέλους και εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων που ήταν μέλη του προσωπικού του Ιδρύματος, έκρινε και τους 12 προσοντούχους. Και υπέβαλε σε προφορική εξέταση 9 από αυτούς κατά το χρόνο που προγραμματίστηκε.

Όπως προκύπτει από το πρακτικό που τηρήθηκε, οι ερωτήσεις προς τους υποψηφίους είχαν ως πλαίσιο το σχέδιο υπηρεσίας και ήταν πανομοιότυπες. Στόχευαν "στη λεπτομερή διερεύνηση της αξίας και των προσόντων των υποψηφίων και γενικά της ικανότητας τους να εκτελούν μ' επιτυχία τα καθήκοντα της θέσης......." Η απόδοση αιτητή και ενδιαφερομένου κρίθηκε ως πολύ ικανοποιητική. Σε επόμενη συνεδρία του (16/12/96), το Δ.Σ. αξιολόγησε κάθε υποψήφιο χωριστά συγκρίνοντας τον συνάμα με τον καθένα από τους υπόλοιπους με βάση και πλαίσιο τα στοιχεία και την απόδοση τους στην προσωπική συνέντευξη. Κατέληξε ότι όλοι τηρούσαν τις προϋποθέσεις διεκδίκησης της θέσης. Με την ίδια ευκαιρία διαπιστώθηκε ότι οι δύο διέθεταν το πλεονέκτημα της υπηρεσίας σε διευθυντική θέση και επίσης το πλεονέκτημα της μακράς και ευδόκιμης πείρας στη ραδιοφωνία/τηλεόραση, για την οποία περιέχει πρόβλεψη το σχέδιο υπηρεσίας.

Στη συνέχεια καταρτίστηκε κατάλογος με τα ονόματα των πέντε επικρατέστερων υποψηφίων, που συνοδεύθηκε με παρατηρήσεις για τον καθένα αναφορικά με τα προσόντα του και την απόδοση στη συνέντευξη. Το σχόλιο για τους δύο διαδίκους, ήταν βασικά το ίδιο. Μόνο που για τον ενδιαφερόμενο σημειώθηκε η εξής πρόσθετη κρίση:

"Εξέφρασε (ο ενδιαφερόμενος) επίσης αξιόλογες απόψεις σχετικά με τα προγράμματα σε συνάρτηση με την εμπορική εκμετάλλευση τους και την εκπλήρωση της αποστολής του Ιδρύματος, ως φορέα της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης."

Πραγματοποιήθηκε νέα προσωπική συνέντευξη των πέντε στις 8/1/97. Ο ενδιαφερόμενος απέδωσε καλύτερα. Βαθμολογήθηκε με το χαρακτηρισμό "πολύ ικανοποιητικά" ενώ ο αιτητής απλώς "ικανοποιητικά". Οι ερωτήσεις του Δ.Σ. ήταν πάλι πανομοιότυπες. Έτσι αναγράφεται στο πρακτικό. Η δεύτερη συνέντευξη, όπως σημειώθηκε, αποσκοπούσε "στην περαιτέρω και λεπτομερή διερεύνηση" των ζητημάτων που υπήρξαν αντικείμενο της πρώτης συνέντευξης.

Κατά την κρίσιμη συνεδρίαση, το Δ.Σ. επέλεξε ομόφωνα και διόρισε με τριετή σύμβαση τον ενδιαφερόμενο. Ανάμεσα στους λόγους που ώθησαν το Δ.Σ. στην απόφαση του είναι ότι ο ενδιαφερόμενος:

"Ικανοποιεί πλήρως τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.

Διαθέτει τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματα της υπηρεσίας σε διευθυντική θέση και της μακράς και ευδόκιμης πείρας στη Ραδιοφωνία/Τηλεόραση.

Διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις και πείρα σε θέματα οικονομικού ελέγχου, οικονομικής διαχείρισης και διοίκησης.

Διακρίνεται για την ευρύτητα των γνώσεών του επί θεμάτων που αφορούν τη Ραδιοτηλεόραση και ειδικώτερα του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου."

Προέχει η εξέταση προδικαστικής ένστασης, που τέθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο (καθού αρ. 2), ότι η προσφυγή εναντίον του είναι απαράδεκτη. Κι αυτό γιατί η έγκριση της απόφασης του Ρ.Ι.Κ. δεν ήταν αποτέλεσμα άσκησης της αποφασιστικής αρμοδιότητας, η οποία παρέμεινε στο Ρ.Ι.Κ. Το αίτημα αυτό υποστήριξε και ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους. Για ενίσχυση της θέσης αυτής, εκτός αριθμού πρωτόδικων αποφάσεων, παρατέθηκε η απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 1990 Δημοκρατία ν. Νορβάν Χανιάν, ημερ. 18/9/98.

Παρόμοια ένσταση είχε εγερθεί στην υπόθεση αρ. 919/93 Αλίκη Γεωργίου ν. (1) Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας και (2) Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 4/2/2000 και έγινε αποδεκτή. Κρίθηκε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο έδωσε την έγκριση του σε διάταγμα απαλλοτρίωσης, που εξέδωσε το καθού η αίτηση 1, δεν μπορούσε να ήταν διάδικος. Σημασία έχει ποιό όργανο άσκησε την ουσιαστική αρμοδιότητα, που στην υπόθεση εκείνη ήταν το καθού 1. Αυτό είναι το αληθινό κριτήριο. Η εγκριτική πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου δεν επηρεάζει την αποφασιστική αρμοδιότητα του άλλου οργάνου. Η παραπάνω απόφαση μου παραπέμπει και στη μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2378 Ανδρέας Ηρακλέους Κονναρής κ.α. ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Πολυστύπου και της Δημοκρατίας μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 30/7/99, που κρίθηκε με το ίδιο πνεύμα και είχε το ίδιο αποτέλεσμα.

Κατά το άρθρ. 9(3)(4) και (5) του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου Κεφ. 300 Α, όπως τούτο εκτίθεται στον τροποποιητικό νόμο αρ. 238/91:

"(3) Η πλήρωση της θέσης του Γενικού Διευθυντή γίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος είτε με μόνιμο διορισμό στη θέση αυτή είτε με διορισμό με σύμβαση η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα χρόνια κάθε φορά.

(4) Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση.

(5) Αν το Υπουργικό Συμβούλιο δεν εγκρίνει τον πιο πάνω διορισμό πρέπει να αιτιολογήσει ειδικά την Απόφασή του."

Είναι πρόδηλο από τις παραπάνω διατάξεις ότι ούτε στην περίπτωση αυτή το Υπουργικό Συμβούλιο άσκησε ουσιαστική αρμοδιότητα υπό οποιαδήποτε μορφή. Η εξουσία επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου ανήκει στο Ρ.Ι.Κ. Η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου περιορίζεται στην έγκριση ή μη της απόφασης του Ρ.Ι.Κ. Επομένως η προδικαστική ένσταση γίνεται αποδεκτή. Η προσφυγή εναντίον του Υπουργικού Συμβουλίου απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

Οι λόγοι που προβάλλει ο αιτητής για ακύρωση της επίδικης απόφασης αφορούν κυρίως τα προσόντα του ενδιαφερόμενου. Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί:

"(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ισότιμο προσόν (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law) ή μέλος Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών.

(2) Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετής τουλάχιστο διοικητική ή/και εποπτική πείρα σε ανώτερη θέση. Υπηρεσία σε διευθυντική θέση ή μακρά και ευδόκιμη πείρα στη ραδιοφωνία/τηλεόραση θα αποτελεί πλεονέκτημα.

(3) Πολυμερής μόρφωση, ευρεία πολιτική ενημέρωση, άριστη γνώση των προβλημάτων της Κύπρου καθώς και άριστη γνώση της παγκόσμιας επικαιρότητας και των διεθνών προβλημάτων και εξελίξεων."

Εκείνο που αμφισβητείται είναι η κατοχή, από το ενδιαφερόμενο μέρος, των προσόντων: (α) της δεκαετούς πείρας σε υπεύθυνη θέση. (β) της πενταετούς τουλάχιστον διοικητικής ή/και εποπτικής πείρας σε ανώτερη θέση. και (γ) της πολυμερούς μόρφωσης κ.λ.π. που απαιτείται από την παράγραφο (3) του σχεδίου υπηρεσίας.

Κατά την εισήγηση του αιτητή, το ενδιαφερόμενο μέρος, που έγινε μέλος του Chartered Association of Certified Accountants το 1990, είχε επταετή μόνο πείρα σε υπεύθυνη θέση (1990-1996). Η υπηρεσία του στην Αγγλία δεν έπρεπε να προσμετρήσει για το σκοπό αυτό γιατί δεν είχε δικαίωμα υπογραφής των λογαριασμών. Εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε για το θέμα έρευνα. Περαιτέρω, αναφορικά με την πείρα λήφθηκαν υπόψη στοιχεία που ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε εκπρόθεσμα. Έτσι το Δ.Σ., στο στάδιο αξιολόγησης των αιτήσεων, δεν είχε κανένα στοιχείο για την πείρα του. Κρίθηκε προσοντούχος χωρίς να γίνει έρευνα τότε ή μεταγενέστερα.

Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός δεν είναι ορθός. Τα στοιχεία που στάληκαν με την επιστολή της 3/1/97 (συστατική επιστολή του οίκου που εργοδότησε το ενδιαφερόμενο μέρος στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και το ιστορικό της εκεί εργοδότησης του), βρίσκονταν ήδη στον προσωπικό του φάκελο από τον καιρό που προσλήφθηκε στο Ίδρυμα. Επομένως δεν πρόκειται για εκπρόθεσμα στοιχεία ούτε και λήφθηκε απόφαση, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, για τα προσόντα του ενδιαφερόμενου, χωρίς να υπάρχουν προς τούτο στοιχεία.

Ο αιτητής αμφισβητεί ότι η υπηρεσία του ενδιαφερόμενου σε λογιστικό οίκο του Ηνωμένου Βασιλείου μπορούσε να λογισθεί σαν υπηρεσία σε υπεύθυνη θέση. ΄Ομως δεν διαφωνεί ότι η περίπου 7χρονη υπηρεσία του ενδιαφερόμενου στο Ρ.Ι.Κ. έχει αυτή την ιδιότητα. Τα καθήκοντα που εκτέλεσε στην Αγγλία το ενδιαφερόμενο μέρος περιγράφονται από τον ίδιο στην τελευταία σελίδα του experience record, που συνόδευσε την επιστολή των εργοδοτών του ημερ. 31/10/89, τα οποία και πιστοποιούν ως ορθά. Η φύση και έκταση των καθηκόντων και δραστηριοτήτων του περιγράφονται ως εξής:

"Responsibility

As Partners assistant Ι have been responsible for planning and allocating work to staff. Liaising with clients at the highest levels co-ordinating and supervising subordinates work. Reviewing and reporting on subordinates work evaluating their performance and development. Attending meetings between my firm and clients in order to finalise accounts, or provide consultancy services.

Also planning and budgeting for audit assignments and generally managing audits, reporting finally to Partner."

Παραθέτω παρακάτω και την πιστοποίηση του εργοδότη, που περιλαμβάνεται στην επιστολή ημερ. 31/10/89:

"We would also confirm that the Experience Record submitted with his application for membership of the Assocation of Certified Accountants is an accurate record of the duties and work undertaken during his employment by this Firm."

H απόφαση της Ολομέλειας στις Α.Ε. 1963 και 1968 Θεοφάνης Σκαπούλης κ.α. ν. Κωνσταντίνου Λοϊζου κ.α., ημερ. 25/2/98, στην οποία με παρέπεμψε ο κ. Κωνσταντίνου είναι απόλυτα σχετική με το συζητούμενο ζήτημα. Δεν έγινε δεκτή ταυτόσημη εισήγηση ότι η περίοδος πριν από την απόκτηση του απαιτούμενου ακαδημαϊκού προσόντος δεν προσμετρά ως πείρα. Επισημαίνω ιδιαίτερα την εξής παρατήρηση:

"Αυτή η απασχόληση συνιστά πείρα που αποκτήθηκε ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν ακόμα μέλος του Ινστιτούτου (Institute of Chartered Accountants in England and Wales)......."

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας είναι αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου στην οποία το δικαστήριο δεν επεμβαίνει εφόσον η ερμηνεία είναι εύλογα επιτρεπτή: Α.Ε. 868 και 869 Δημοκρατία κ.α. ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α. ημερ. 13/12/90. Με βάση το υλικό που είχε στη διάθεση του το Δ.Σ. ήταν εύλογα επιτρεπτή η απόφαση του να πιστώσει το ενδιαφερόμενο μέρος με το εν λόγω προσόν της δεκαετούς πείρας σε υπεύθυνη θέση.

Αναφορικά με το (β) πιο πάνω δηλαδή "πενταετής τουλάχιστον διοικητική ή/και εποπτική πείρα σε ανώτερη θέση", ο αιτητής υποστήριξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν το κατέχει γιατί ως Εσωτερικός Ελεγκτής δεν διοικούσε κανένα υφιστάμενο, αφού το Τμήμα δεν ήταν στελεχωμένο. Τα στοιχεία όμως που είχε το Δ.Σ., και που αφορούσαν την υπηρεσία του ενδιαφερόμενου μέρους στην Αγγλία, περιέχουν υλικό με βάση το οποίο θεμιτά κρίθηκε πως είχε τέτοιας μορφής πείρα. Εξάλλου αυτό διαπιστώνεται και από τα καθήκοντα της θέσης Εσωτερικού Ελεγκτή που κατείχε, όπως περιγράφονται στο σχετικό σχέδιο υπηρεσίας, που επισυνάφθηκε στην αγόρευση του ενδιαφερόμενου μέρους. Συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί του αιτητή δεν ευσταθούν.

Αναφορικά με το στοιχείο (γ) την κατοχή, δηλαδή, των προσόντων της παραγράφου (3) των σχεδίων υπηρεσίας από το ενδιαφερόμενο μέρος, ο αιτητής υπέβαλε ότι η κατοχή τέτοιων προσόντων δεν υποστηρίζεται από τα δεδομένα του φακέλου. Και ότι το Δ.Σ. δε διερεύνησε το θέμα ούτε προέβη σε σχετικές διαπιστώσεις. Οι δικηγόροι του καθού 2 και του ενδιαφερόμενου μέρους με παρέπεμψαν στα πρακτικά των συνεδριών του Δ.Σ. από τα οποία προκύπτει πράγματι ότι το θέμα ερευνήθηκε στη διάρκεια των προσωπικών συνεντεύξεων (βλ. συνεδρίαση ημερ. 13/11/96). Εξάλλου με τον ίδιο τρόπο κρίθηκε η κατοχή του ίδιου προσόντος από τον αιτητή. Ο τρόπος διαπίστωσης της κατοχής των προσόντων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου: υπόθεση Γιαλλουρίδη, ανωτέρω.

Στρέφομαι στον επόμενο ισχυρισμό του αιτητή ότι δεν έγινε γραπτή εξέταση, όπως υπήρχε ευχέρεια, με βάση τον Καν. 9(2) των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγαί) Κανονισμών του 1987 (Κ.Δ.Π. 317/87). Μια τέτοια ενέργεια θα παρείχε κοινό και ίσο μέτρο κρίσης σε αντίθεση με τη συνέντευξη, που δεν είναι απαλλαγμένη υποκειμενικών κρίσεων. Έτσι η προσωπική συνέντευξη απέκτησε αποφασιστική σημασία, αφού στην απόφαση δε γίνεται αναφορά στην αρχαιότητα, προσόντα και αξία των υποψηφίων.

Η διαδικασία πλήρωσης της θέσης του Γενικού Διευθυντή, που είναι, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, πρώτου διορισμού, καθορίζεται από τον Καν. 9, που προνοεί ότι:

"9(1) Μετά την δημοσίευσιν κενής θέσης Πρώτου Διορισμού άπασαι αι διά την δημοσιευθείσαν θέσιν υποβληθείσαι αιτήσεις αποστέλλονται υπό του Γενικού Διευθυντού προς το Διοικητικόν Συμβούλιον.

(2) Το Διοικητικόν Συμβούλιον, λαμβάνον υπ' όψιν την αξίαν και τα προσόντα των αιτητών, προβαίνει εις διορισμόν του καταλληλοτέρου:

Νοείται ότι το Διοικητικόν Συμβούλιον κατά την υπ' αυτού κρίσιν της αξίας των αιτητών δύναται να απαιτήσει παρ' αυτών όπως υποστώσιν γραπτήν ή προφορικήν εξέτασιν ή αμφοτέρας".

Ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους και του καθού 2 υπέβαλαν ότι ο κανονισμός δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση του Γενικού Διευθυντή αφού, σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του Καν. 2, ο όρος "υπάλληλοι" δεν περιλαμβάνει το Γενικό Διευθυντή. Εξαιρείται ρητά από την εμβέλεια του όρου. Όμως μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 238/91 ο διορισμός του Γενικού Διευθυντή γίνεται από το Ρ.Ι.Κ. Πριν την τροποποίηση, την αρμοδιότητα (μετά τον πρώτο διορισμό από το Υπουργικό Συμβούλιο) ασκούσε το Υπουργικό Συμβούλιο ύστερα από συνεννόηση με το Ίδρυμα. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι ότι τα στοιχεία που προβλέπει ο Καν. 9, που επικαλέστηκε ο αιτητής, ήταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου, όπως φαίνεται από τα πρακτικά, και τεκμαίρεται πως λήφθηκαν υπόψη. Ιδιαίτερη αναφορά μπορεί να γίνει στα πρακτικά ημερ. 16/10/96 και 15/1/97. Οι προσωπικοί φάκελοι και οι υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων που ανήκαν στο προσωπικό του Ρ.Ι.Κ., ήταν στη διάθεση του Δ.Σ.

Ο διορισμός του Γενικού Διευθυντή γίνεται τώρα από το Δ.Σ., όπως και οι διορισμοί των υπαλήλων. Περαιτέρω, η θέση καθορίζεται από το σχέδιο υπηρεσίας ως θέση πρώτου διορισμού. Δεν θεωρώ όμως απαραίτητο να αποφασίσω οριστικά το θέμα που έχει εγείρει ο κ. Κωνσταντίνου. Αρκεί να λεχθεί ότι ο κανονισμός, στον οποίο αναφέρθηκε, δεν καθιστά υποχρεωτική τη γραπτή εξέταση. Το Δ.Σ. έχει πλήρη ευχέρεια να επιλέξει το είδος εξέτασης όπως καθορίζεται στον ίδιο τον κανονισμό.

Το παρακάτω απόσπασμα της απόφασης Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη, ανωτέρω, απαντά τις αιτιάσεις του αιτητή για το ρόλο της συνέντευξης:

"Η απόδοση των υποψηφίων έχει αυξημένη βαρύτητα στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και στις περιπτώσεις που η προσωπικότητα του υποψηφίου είναι σημαντικό στοιχείο για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης - διευθυντικές θέσεις - .............."

Θα πρόσθετα όμως ότι το αποτέλεσμα της συνέντευξης συσταθμίστηκε με τα λοιπά στοιχεία ενώπιον του Δ.Σ. (και το τεκμήριο της κανονικότητας δεν ανατράπηκε) προτού τούτο καταλήξει.

Άλλος ισχυρισμός που σχετίζεται με τις συνεντεύξεις είναι ότι η διαφορετική βαθμολόγηση τους αποτελεί αντινομική ενέργεια, η οποία αντέκειτο προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Περαιτέρω, ότι οι κρίσεις για τη δεύτερη συνέντευξη δεν περιέχουν ειδική αιτιολογία. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Γιαλλουρίδη, ανωτέρω, η επιλογή της μεθόδου αξιολόγησης των υποψηφίων εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δ.Σ. "ειδικά στις θέσεις πρώτου διορισμού". Εδώ μπορεί να λεχθεί ότι μετά τον καταρτισμό καταλόγου των επικρατέστερων ενδεικνυόταν η περαιτέρω εξέταση. Δε διαπιστώνεται αντινομία ή αντιφατική συμπεριφορά, όπως εισηγείται ο αιτητής. Δεν υπάρχει δε νομοθετική υποχρέωση αιτιολόγησης των κρίσεων για τη συνέντευξη και κατά μείζονα λόγο ειδικής αιτιολογίας για το αποτέλεσμα της δεύτερης συνέντευξης.

Ένα άλλο παράπονο του αιτητή, που ανάγεται σε λόγο ακύρωσης είναι ότι οι ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν δεν ήταν ακριβώς πανομοιότυπες, όπως αναγράφεται σε σχετικό πρακτικό. Εκείνος δεν ρωτήθηκε σχετικά με τα προγράμματα σε συνάρτηση με την εμπορική εκμετάλλευση τους και την εκπλήρωση της αποστολής του Ιδρύματος, ως φορέα της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης, όπως αναφέρεται στα πρακτικά ημερ. 16/12/96 για το ενδιαφερόμενο μέρος. Μάλιστα στο θέμα αυτό είχε υποβληθεί σχετική μελέτη από τον αιτητή τον Οκτώβριο του 1995.

Παρατηρώ πρώτα ότι δεν υπάρχει μαρτυρικό υλικό για την εξαγωγή συμπερασμάτων πως ο αιτητής έχει σ' αυτό δίκαιο. Τα δε πρακτικά, που αποτελούν την αυθεντική εικόνα, μιλούν για πανομοιότυπες ερωτήσεις. Πέραν τούτου θα ήθελα να παρατηρήσω ότι για τη διαπίστωση της κατάρτισης και της δυναμικότητας κάθε εξεταζόμενου η κοινή λογική, αλλά και η αρχή της ίσης μεταχείρισης, υπαγορεύουν μια κατά το δυνατό ομοιόμορφη εξέταση. Χωρίς όμως κατ' ανάγκη σχολαστική προσήλωση στη θεματολογία της. Έτσι και κάποια απόκλιση να υπήρχε, δε θα τη θεωρούσα λόγο εξουδετέρωσης του αποτελέσματος των συνεντεύξεων. Φτάνει να μην ανατρέπεται η ισορροπημένη υποβολή ερωτήσεων.

Απομένει ο ισχυρισμός που αφορά την αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει αιτιολογία γιατί το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε καταλληλότερο. Και ότι δεν μπορούσε το ενδιαφερόμενο μέρος να πλεονεκτεί έναντι του σε θέματα οικονομικού ελέγχου, ο οποίος ήταν ο προκάτοχος της θέσης Εσωτερικού Ελεγκτή πριν διοριστεί σ' αυτήν το ενδιαφερόμενο μέρος. Το δε ενδιαφερόμενο μέρος ως Εσωτερικός Ελεγκτής δεν είχε σχέση με οικονομική διαχείριση, η οποία βρίσκεται αποκλειστικά στο Λογιστήριο, του οποίου προϊσταται ο αιτητής.

Επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος, το Δ.Σ. ανέφερε, ανάμεσα σ' άλλα:

"Διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις και πείρα σε θέματα οικονομικού ελέγχου, οικονομικής διαχείρισης και διοίκησης."

Ανάμεσα στα καθήκοντα της θέσης Εσωτερικού Ελεγκτή, όπως περιγράφονται στο σχετικό σχέδιο υπηρεσίας, είναι και τα ακόλουθα:

"Έχει την ευθύνη για την άρτια και αποτελεσματική οργάνωση, λειτουργία και διεύθυνση του Τμήματος Εσωτερικού Ελέγχου και είναι υπεύθυνος για την συνεχή διεξαγωγή οικονομικού και γενικού ελέγχου όλων των τμημάτων και υπηρεσιών του Ιδρύματος.

Ελέγχει όλες τις υπηρεσίες για οικονομικά θέματα και φροντίζει για την συμμόρφωση των υπευθύνων στην ορθή εφαρμογή των δημοσιοοικονομικών και άλλων κανονισμών του Ιδρύματος.

Υποβάλλει στο Γενικό Διευθυντή και στο Διοικητικό Συμβούλιο εισηγήσεις για την βελτίωση της λειτουργίας των υφισταμένων συστημάτων για όλα τα τμήματα με σκοπό την οικονομικότερη και επαρκέστερη διεξαγωγή των εργασιών του Ιδρύματος."

Τα πιο πάνω, και ιδιαίτερα η υπογράμμιση, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε γνώσεις και πείρα για τα θέματα που ανέφερε το Δ.Σ. Ο αιτητής δεν απέδειξε ότι η συγκεκριμένη κρίση του Δ.Σ. είναι λανθασμένη. Εν πάση περιπτώσει, η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου σε περιπτώσεις όπως η παρούσα είναι ευρεία: Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη, ανωτέρω και Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, 54. Και όταν υπάρχει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η υποχρέωση για αιτιολόγηση παύει να είναι τόσο αυστηρή: 294/96 και 321/96 Ανδρέα Σκαρπάρη κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 11/11/99. Βλέπε επίσης Κυριακόπουλο "Διοικητικόν Ελληνικόν Δίκαιον" 4η έκδοση, Τόμος Β, σελ. 387.

Η υπό συζήτηση θέση είναι η ψηλότερη στην ιεραρχία του Ιδρύματος. Έχοντας υπόψη όσα εξέθεσα βρίσκω ότι, προβαίνοντας στο διορισμό,το Δ.Σ. δεν έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής εξουσίας του. Ούτε ο αιτητής απέδειξε έκδηλη υπεροχή.

Η προσφυγή ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί. Τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον του αιτητή.

 

Σ. Νικήτας,

Δ.

 

 

 

/Κασ

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο