ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 744/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Κώστα Πετρίδη, &# 9;Αιτητή,

και

Της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Καθ΄ης η αίτηση.

- - - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 31.3.2000

Για τον αιτητή: κ. Σ. Ρήγας

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Καλλίγερος

Για το ενδιαφ. μέρος: Καμμία εμφάνιση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:

"Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 1098 ημερομηνίας 4.7.97 με την οποίαν έχουν προάξει την Αλεξάνδρα Πολυκάρπου στην μόνιμη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών αναδρομικά από την 1.2.95 αντί του αιτητή είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οιουδήποτε αποτελέσματος."

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφαση του ημερομηνίας 15.4.97 στις προσφυγές 328/95 και 332/95 ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής "η καθ΄ης η αίτηση") ημερομηνίας 29.12.94 σ΄ότι αφορά την από 1.2.95 προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στην παρούσα προσφυγή, στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών, Γενικό Λογιστήριο. Θεώρησε ότι, κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης του, το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τη θέση Λογιστικού Λειτουργού 2ης Τάξης, κατόπιν ακύρωσης της προαγωγής του στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης, με απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 14.2.96 στην προσφυγή 1075/94.

Η καθ΄ης η αίτηση ειδοποίησε το ενδιαφερόμενο μέρος με επιστολή της ημερομηνίας 23.5.97 ότι επανέρχεται στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης που κατείχε προηγουμένως.

Ακολούθως, στη συνεδρίαση της ημερομηνίας 27.5.97, επανεξέτασε το θέμα της προαγωγής στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών.

Μελέτησε την πιό πάνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθώς και σχετική επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 8.5.97 με την οποία της εισηγήθηκε "να γίνει επανεξέταση και να επισημάνει το γεγονός ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στηρίχθηκε σε εσφαλμένο πραγματικό υπόβαθρο και να επαναβεβαιώσει την προηγούμενη απόφαση της για προαγωγή της Πολυκάρπου Αλεξάνδρας στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών".

Διαπίστωσε ότι στις 29.12.94 ημερομηνία κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση, το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης στην οποία επαναπροάχθηκε αναδρομικά από 15.10.84 ύστερα από επανεξέταση που έγινε στις 9.11.94.

Περαιτέρω, διαπίστωσε ότι και στις 15.4.97, ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η αναφερόμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης στην οποία επαναπροάχθηκε αναδρομικά από 15.10.84 ύστερα από επανεξέταση που έγινε στις 10.1.97.

Με βάση τα πιο πάνω έκρινε ότι η αναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 15.4.97 στηρίχθηκε σε εσφαλμένο πραγματικό υπόβαθρο και αποφάσισε να επαναβεβαιώσει την προηγούμενη απόφαση της ημερομηνίας 29.12.94 και να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος στην επίδικη θέση αναδρομικά από 1.2.95.

Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι υπάρχει παραβίαση του δεδικασμένου. Η καθ΄ης η αίτηση είχε υποχρέωση να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση. Eπίσης πρόβαλε ότι η επίδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας.

Η δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση αντίκρουσε τον ισχυρισμό του αιτητή για παραβίαση του δεδικασμένου, αναφέροντας ότι το Δικαστήριο τελούσε κάτω από πλάνη όσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα, δηλ. όσον αφορά το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης, θέση στην οποία επαναπροάχθηκε από 15.10.84 ύστερα από επανεξέταση.

Ανέφερε ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου στην ακυρωτική απόφαση περιορίζονται στο γεγονός ότι η Πολυκάρπου δεν κατείχε τη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης. Είναι η θέση της ότι αφού αποδεικνύεται πως το εν λόγω εύρημα του Δικαστηρίου ήταν εσφαλμενο, μπορούσε η καθ΄ης η αίτηση κατά την επανεξέταση του θέματος να καταλήξει στην επίδικη απόφαση, παραπέμποντας σχετικά στην υπόθεση Γαβά ν. Δημοκρατίας (1984) 3 C.L.R. 1391, σελ. 1395:

". . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Upon re-examination of a case, the Administration is precluded from making a diferent assessment of the facts covered by an operative finding unless they conduct a fresh inquiry and new facts emerge in the context there of justifying such reassessment . . . . . "

Aντικρούοντας τον ισχυρισμό του αιτητή για έλλειψη αιτιολογίας, πρόβαλε ότι είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί. Επιπλέον εισηγήθηκε ότι υπάρχει επαρκής αιτιολογία στο κείμενο της επίδικης απόφασης της καθ΄ης η αίτηση.

Έχοντας εξετάσει τον ισχυρισμό του αιτητή για παραβίαση του δεδικασμένου, έχω τη γνώμη ότι δεν ευσταθεί και πρέπει να απορριφθεί. Παραπέμπω σχετικά στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, 229/92, ημερομηνίας 31.5.93, σελ. 11-12:

"Από τις αποφάσεις που εκδίδονται από το Ανώτατο Δικαστήριο σε προσφυγές πηγάζει δεδικασμένο το οποίο καλύπτει, τόσο το ακυρωτικό αποτέλεσμα που διατυπωένται στο διατακτικό, όσο και τα "διοικητικής φύσεως" ζητήματα που κρίθηκαν με σκέψεις οι οποίες διατυπώνονται στην αιτιολογία της απόφασης.

Αναφορικά με τα "διοικητικής φύσεως" ζητήματα πρέπει να συντρέχουν οι συνήθεις προϋποθέσεις του δεδικασμένου: ταυτότητα προσώπου, ταυτότητα διαφοράς, δηλαδή, διαφοράς που έχει τα ίδια πραγματικά ή νομικά δεδομένα. (ΣΕ 1429/1986). "Διοικητικής φύσεως" ζητήματα είναι τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που ρυθμίζονται από κανόνες του Διοικητικού Δικαίου και αναφέρονται στη μείζονα ή την ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού της απόφασης, εφόσον ήταν αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης και βρίσκονται σε συνάρτιση με το συμπέρασμα που έγινε αποδεκτό από την απόφαση (ακύρωση της πράξης), δηλαδή, αποτελούν το στήριγμα του συμπεράσματος αυτού (ΣΕ 813/1981, 1429/1986).

Το δεδικασμένο ισχύει για κάθε διοικητική αρχή η δε παράβαση του με νέα διοικητική πράξη θεμελιώνει λόγο ακυρώσεως της."

Επιβάλλεται επομένως να διαπιστωθεί η ταυτότητα της διοικητικής πράξης. Αν δηλαδή η δεύτερη πράξη είναι όμοια ακριβώς προς την ακυρωθείσα. Για να επιτευχθεί αυτό υπάρχει ανάγκη λεπτομερούς σύγκρισης των στοιχείων της ακυρωθείσας πράξης προς τη δεύτερη.

Παραπέμπω σχετικά στο σύγγραμμα της Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου "Αι συνέπεια της ακυρώσεως διοικητικής πράξης έναντι της Διοικήσεως" στη σελ. 41:

". . . . . . . . . η διαπίστωσις της ταυτότητος της διοικητικής πράξεως δεν είναι ποτέ αυτόματος. Δια να εξευρεθή εάν η δευτέρα πράξις είναι ομοία ακριβώς προς την ακυρωθείσαν, υπάρχει ανάγκη λεπτομερούς συγκρίσεως των στοιχείων της ακυρωθείσης πράξεως προς την δευτέραν πράξιν. Απαιτείται λεπτομερής παραλληλισμός της δευτέρας πράξεως προς την αιτιολογίαν της ακυρωτικής αποφάσεως, ήτοι προς το αναγκαίον στήριγμα του διατακτικού της αποφάσεως, προκειμένου να διαπιστωθή εάν και κατά πόσον επαναλαμβάνεται η παρανομία της ακυρωθείσης πράξεως εις την δευτέραν πράξιν, ήτοι ο ειδικός λόγος δια τον οποίον ηκυρώθη η πράξις.

Άνευ της τοιαύτης συγκρίσεως δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθή εάν υπάρχη επάνοδος ή μη επί του κριθέντος ζητήματος, το οποίον επέλυσεν ο δικαστής με δύναμιν δεδικασμένου και επί του οποίου δεν δύναται να επανέλθη η Διοίκησις. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθή εάν πρόκειται ακριβώς περί ομοίας ή όχι πράξεως προς την ακυρωθείσαν.

Συνεπώς, το κρισιμώτερον στοιχείον της εννοίας της ομοίας ή μη πράξεως προς την ακυρωθείσαν ευρίσκεται εις συνάρτησιν με τον λόγον δια τον οποίον ηκυρώθη η πράξις. Δια να κριθή μία διοικητική πράξις ομοία ακριβώς προς την ακυρωθείσαν, δεν αρκεί να επάγεται τα αυτά ως και η ακυρωθείσα έννομα αποτελέσματα, αλλά εκδοθείσα υπό τα αυτά πραγματικά περιστατικά και υπό το αυτό νομικόν καθεστώς (ταυτότης πραγματικής και νομικής αιτίας), θα πρέπει να φέρη και την αυτήν εξωτερικήν ή εσωτερικήν παρανομίαν (ταυτότης νομικής πλημμελείας)."

Μελετώντας την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 15.4.97 παρατηρώ ότι η επίδικη προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους ακυρώθηκε μόνο για το λόγο ότι απώλεσε το νόμιμο υπόβαθρο της. Στηρίχθηκε στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Πολυκάρπου δεν κατείχε τη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης.

Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία συνάγεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε επαναπροαχθεί στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης. Αυτό όμως το πραγματικό γεγονός δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση των υποθέσεων 328/95 και 332/95 από την οποία λήφθηκε η ακυρωτική απόφαση.

Παρατηρώ ότι η δεύτερη πράξη της καθ΄ ης η αίτηση η επίδικη δηλαδή πράξη, δεν είναι όμοια με την ακυρωθείσα, όπως αυτή τέθηκε στο Δικαστήριο. Η επίδικη πράξη έχει το νόμιμο υπόβαθρο κατοχής της θέσης Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης.

Η αρχή του δεδικασμένου δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση στην οποία δεν υπάρχει ταυτότητα γεγονότων.

Στην κρινόμενη υπόθεση, η επαναπροαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης μετά από επανεξέταση, είναι στοιχείο που υπήρχε κατά το χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης αλλά δεν εκτιμήθηκε από το Δικαστήριο γιατί, όπως λεχθηκε πιο πάνω, δεν τέθηκε ενώπιον του. Δεν συμφωνώ με την παραπομπή της δικηγόρου της καθ΄ης η αίτηση. Στην κρινόμενη υπόθεση δεν έγινε νέα έρευνα από την καθ΄ης η αίτηση ούτε ανευρέθηκαν νέα στοιχεία.

Ο δεύτερος ισχυρισμός του αιτητή για έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης απόφασης επίσης απορρίπτεται. Η αιτιολογία που περιέχεται σ΄αυτή είναι επαρκής και ο δικαστικός έλεγχος αυτής εφικτός.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

 

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο