ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1195/98
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Παναγιώτας Μιχαήλ, εκ Λεμεσού
Αιτήτριας
- και -
Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
30 Μαρτίου, 2000
Για την αιτήτρια : κα Σ. Νικολάου για κ.κ. Παπαχαραλάμπους
και Αγγελίδη.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας
για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
H αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Λειτουργού για τις Εισπράξεις Φόρων, 1ης Τάξης, Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, που έγινε στις 24.9.1998.
Σε προηγούμενή της συνεδρία ημερ. 8.7.1998, μέσα στα πλαίσια επανεξέτασης για την πλήρωση δύο μόνιμων (Τακτικός Προϋπολογισμός) θέσεων Λειτουργού για τις Εισπράξεις Φόρων, 1ης Τάξης, Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, που παρέμειναν κενές ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής "η Επιτροπή") επέλεξε και προήγαγε τον Χαράλαμπο Αγγελίδη, αναδρομικά από 1.8.1995
.Παρέμεινε κενή μια θέση. Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 24.9.1998, προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσής της με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Στη συνεδρία παρευρισκόταν και ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, ο οποίος σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος, Κωνσταντίνο Κτενά. Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή, η Επιτροπή προχώρησε και αφού εξέτασε τα ενώπιόν της στοιχεία, μεταξύ των οποίων τους προσωπικούς φακέλους και τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψήφιων, επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος στο οποίο και προσέφερε προαγωγή, αναδρομικά από 1.5.1996.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους. Στη γραπτή της αγόρευση αναφέρεται στα τρία κριτήρια χωριστά.
Οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί δεν ευσταθούν και η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί. Η αιτήτρια δεν υπερέχει καθόλου του ενδιαφερόμενου μέρους. Ισχυρίζεται ότι κατ΄ αξία υπερέχει έκδηλα. Σύμφωνα ακόμα και με τη γραπτή της αγόρευση, για το 1991 και το 1993 η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, ενώ για το 1992 έχουν ελάχιστη διαφορά. Συγκεκριμένα για το 1991 τόσο η αιτήτρια, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκαν με οκτώ "πολύ ικανοποιητικά" και το 1993 και οι δύο με πέντε "εξαίρετος" και τρία "πολύ ικανοποιητικά". Για το 1992 η αιτήτρια αξιολογήθηκε με πέντε "εξαίρετος" και τρία "πολύ ικανοποιητικά", σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος που αξιολογήθηκε με τέσσερα "εξαίρετος" και τέσσερα "πολύ ικανοποιητικά".
Από τα πιο πάνω είναι φανερό ότι ισχυρισμός για υπεροχή, πολύ δε περισσότερο για έκδηλη υπεροχή, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Το γεγονός ότι σε μία μόνο χρονιά υπερέχει κατά ένα "εξαίρετος" του ενδιαφερόμενου μέρους, ουδόλως δείχνει υπεροχή. Και αυτό χωρίς να λάβουμε υπ΄ όψιν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του και τη σύσταση του Προϊστάμενου του Τμήματος. Ούτε όσα ισχυρίζεται για την πείρα της αλλάζουν τα πράγματα, όσον αφορά την αξία της, σε σύγκριση πάντα με το ενδιαφερόμενο μέρος και μέσα στα πλαίσια της απόδειξης του ισχυρισμού
για έκδηλη υπεροχή της.΄Οπως έχει επανειλημμένα λεχθεί η σύσταση του Προϊστάμενου του Τμήματος είναι ουσιώδες, ανεξάρτητο και ξεχωριστό στοιχείο προσδιορισμού της αξίας των υποψήφιων και δεν μπορεί, χωρίς ειδική αιτιολογία, να αγνοηθεί από την Επιτροπή (Νissiotis v. Republic
(1977) 3 C.L.R.388, 397, Republic v. Harris (1985) 3 C.L.R. 106 και Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390, 397).
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι υπερτερεί έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους στα προσόντα, αφού είναι κάτοχος απολυτηρίου Γυμνασίου και κατέχει το πτυχίο Accounting Higher L.C.C. από το 1979, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είναι κάτοχος μόνο απολυτηρίου Αγγλικού Κολλεγίου.
Τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα είναι πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Λειτουργού για τις Εισπράξεις Φόρων, 2ης Τάξης και επιτυχία στις εξετάσεις των Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών, των Κανονισμών Αποθηκών και των Γενικών Διατάξεων. Το δίπλωμα που κατέχει η αιτήτρια, ούτε ως πλεονέκτημα δεν προνοείται στο σχέδιο υπηρεσίας.
Προσόν που δεν προβλέπεται ως πλεονέκτημα, αλλά είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης, λαμβάνεται υπ΄ όψιν στην εκτίμηση της ικανότητας του υποψήφιου για την καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Κρίθηκε (Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 231/92, ημερ. 14.4.1993) ότι είναι παράγων, έστω και οριακός για επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου και η διορίζουσα αρχή δεν δικαιούται να παραγνωρίζει την κατοχή τέτοιου προσόντος, αλλά να το συνεκτιμά με τα υπόλοιπα στοιχεία στη γενική αξιολόγηση των υποψήφιων (βλέπε επίσης μεταξύ άλλων Αndreou v. Republic
(1979) 3 C.L.R. 379, Michaeloudis v. Republic (1982) 3 C.L.R. 963, Δημοκρατία ν. Ανδρέου και άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, 162).Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα πρόσθετα προσόντα δεν συνιστούν από μόνα τους έκδηλη υπεροχή (βλέπε
HjiIoannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041).Στο πρακτικό της Επιτροπής ημερ. 24.9.1998 αναγράφεται ότι η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπ΄ όψιν ότι μερικοί υποψήφιοι διαθέτουν πρόσθετα ακαδημαϊκά ή και άλλα προσόντα τα οποία όμως ούτε απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και αποτελούν πλεονέκτημα. Η Επιτροπή, σύμφωνα πάντα με το ίδιο πρακτικό, έδωσε στα προσόντα αυτά το ανάλογο βάρος συνεκτιμώντας τα με τα υπόλοιπα στοιχεία που έλαβε υπ΄ όψιν κατά την επιλογή της.
΄Οσον αφορά την αρχαιότητα, είναι η θέση της αιτήτριας ότι τόσο η ίδια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν προαχθεί στη θέση Λειτουργού για Εισπράξεις Φόρων 2ης Τάξης, από τις 15.6.1984. Αφήνεται έτσι να νοηθεί ότι στο κριτήριο αυτό η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ίσοι.
Στην πραγματικότητα το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει οριακά της αιτήτριας σε αρχαιότητα. Και οι δύο διορίστηκαν στη θέση Λειτουργού για τις Εισπράξεις Φόρων, 2ης Τάξης, την προηγούμενη της επίδικης θέσης την ίδια ημερομηνία, στις 15.6.1984, αλλά το ενδιαφερόμενο μέρος είχε καταλάβει τη θέση Λειτουργού για τις Εισπράξεις Φόρων, 3ης Τάξης, δύο μήνες πριν από την αιτήτρια. Αυτό βέβαια δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην επιλογή του.
Για να ευσταθήσει ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή υποψήφιου, ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να είναι αυταπόδεικτος και προφανής από την εξέταση των φακέλων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοια που να προκύπτει από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψήφιων. Θα πρέπει να προκύπτει ως αναντίρρητο γεγονός, τόσο πειστικό και αυταπόδεικτο που να εντυπωσιάζει από την πρώτη ματιά (βλέπε
HjiIoannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041, 1046).Η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει όχι μόνο έκδηλη υπεροχή μέσα στα πιο πάνω πλαίσια, αλλά ακόμα και απλή υπεροχή ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στην απαντητική της αγόρευση η αιτήτρια εγείρει θέμα εφαρμογής του άρθρου 45 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, και ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε με βάση το άρθρο αυτό να προτιμηθεί έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Το άρθρο 45 προβλέπει:-
45.(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η προαγωγή ενός υπαλλήλου σε μια θέση ακυρώνεται ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Επιτροπή μπορεί, αν κατά την επανεξέταση δεν αποφασίσει την εκ νέου προαγωγή του στη θέση αυτή και εφόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στο εδάφιο (2), να αποφασίσει την προαγωγή ή την υπεράριθμη προαγωγή του, ανάλογα με το αν υπάρχει ή όχι κενή θέση, σε θέση στην οποία κατά πάσα λογική πιθανότητα θα προαγόταν, αν δεν γινόταν η προαγωγή του που ακυρώθηκε.
(2) Η δυνάμει του εδαφίου (1) εξουσία της Επιτροπής ασκείται μόνο όταν αυτή πεισθεί ότι, ενόψει της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας του υπαλλήλου και του αριθμού των κενών θέσεων οι οποίες πληρώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της απόφασης αυτής και της ακύρωσης αυτής, επηρεάστηκε πράγματι η σταδιοδρομία του υπαλλήλου."
Είναι φανερό ότι η συγκεκριμένη πρόνοια δεν δημιουργεί προϋποθέσεις για προτίμηση της αιτήτριας. Απλά παρέχει την ευχέρεια στην Επιτροπή, αν κατά την επανεξέταση δεν αποφασίσει την εκ νέου προαγωγή υπαλλήλου να αποφασίζει την προαγωγή του ή την υπεράριθμη προαγωγή του, κατ΄ εξαίρεση και όχι κατά προτίμηση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £350.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ