ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υποθέσεις Αρ. 172/98 και 185/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Υπόθεση Αρ. 172/98

Μεταξύ:

Σωτήρη Μουστάκα, από τη Λευκωσία,

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως,

2. Αρχηγού Αστυνομίας,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

Υπόθεση Αρ. 185/98

Μεταξύ:

Ανδρέα Κυριάκου, από Λάρνακα,

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως,

2. Αρχηγού Αστυνομίας,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

25 Φεβρουαρίου 2000

Για τον αιτητή στην υπόθεση αρ. 172/98: Κ. Χατζησέργη.

Για τον αιτητή στην υπόθεση αρ. 185/98: Α. Κωνσταντίνου.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Γιωργαλλής.

Για τα ενδιαφερόμενα μέρη: Καμιά εμφάνιση.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου Αρ. 51, ημερ. 22 Δεκεμβρίου 1997, η πλήρωση με προαγωγή τριάντα κενών θέσεων Υπαστυνόμου. Με την προσφυγή αρ. 172/98 του Σωτήρη Μουστάκα προσβάλλεται η προαγωγή των Χρ. Τόφα, Κ. Σωτηρίου, Α. Κουτσοφτή και Κ. Γεωργίου. Με την προσφυγή αρ. 185/98 του Ανδρέα Κυριάκου προσβάλλεται η προαγωγή των δύο τελευταίων όπως και των Α. Σαββίδη, Α.Γ. Φιλιππίδη, Ζ. Μιχαηλίδη και Α. Φράγκου.

Ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989. Σύμφωνα με τον Καν. 6(2) & (3):

"(2) Η Επιτροπή Αξιολόγησης θα διεξέρχεται και μελετά τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία των υποψηφίων και θα αξιολογεί τούτους με βάση τα προσόντα που αναφέρονται στον Κανονισμό 3 των παρόντων Κανονισμών μαζί με αναφορά σε θέματα απόδοσης, ενεργητικότητας, κατάρτισης στα αστυνομικά καθήκοντα, προσωπικού κύρους και προσωπικότητας, αισθήματος πειθαρχίας, ικανότητας αποτελεσματικής διεκπεραίωσης καθηκόντων και ευθυνών και ικανότητας να εξασφαλίζει από τους άνδρες του το βέλτιστο και να αποφέρει αποτελέσματα:

Νοείται ότι κατά τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης η Επιτροπή Αξιολόγησης θα συμβουλεύεται τον υπεύθυνο Αξιωματικό πόλεως ή τον υπεύθυνο Αξιωματικό υπαίθρου ή τον υπεύθυνο Αξιωματικό του Κλάδου, ανάλογα με την περίπτωση, που υπηρετεί ο αξιολογούμενος υποψήφιος:

.................................. .................................................. ......"

 

"(3) Η Επιτροπή Αξιολόγησης θα συντάσσει αναφορικά με κάθε υποψήφιο για προαγωγή έκθεση αξιολόγησης πάνω σε ειδικό έντυπο που θα καθορίζεται από τον Αρχηγό και θα εγκρίνεται από τον Υπουργό, την οποία θα παραδίδει στον Αστυνομικό Διευθυντή της επαρχίας ή της Μονάδας που υπηρετεί ο αξιολογούμενος. Ακολούθως ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Διοικητής της Μονάδας, αφού ετοιμάσει κατάλογο όλων των προσοντούχων με αλφαβητική σειρά, τον υποβάλλει μαζί με τις εκθέσεις αξιολόγησης κάθε υποψηφίου στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως που αναφέρεται στον Κανονισμό 7 των παρόντων Κανονισμών."

 

Η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπλήρωσε το έργο της με την ετοιμασία των εκθέσεων αξιολόγησης σημειώνοντας για το κάθε ένα από τα προβλεπόμενα στοιχεία, με αναφορά σε πέντε διαβαθμίσεις από εξαίρετος μέχρι ανεπαρκής, την άποψη της σε αντίστοιχο τετραγωνάκι. Περιέχεται στην κάθε έκθεση και το εξής χειρόγραφο αλλά στερεότυπο πρακτικό:

"Η Επιτροπή αξιολόγησε τον υποψήφιο αφού διεξήλθε τον Προσωπικό του Φάκελλο και το Ατομικό του Δελτίο και αφού συμβουλεύθηκε τον άμεσα προϊστάμενο του (όνομα προϊσταμένου)".

 

Οι εκθέσεις αξιολόγησης, μαζί με κατάλογο όλων των προσοντούχων κατ' αλφαβητική σειρά, υποβλήθηκαν για τα περαιτέρω στο Συμβούλιο Κρίσεως. Το οποίο, σύμφωνα με τον Καν. 8(4), αφού και το ίδιο αξιολογήσει, καταρτίζει εν τέλει πίνακα των υποψηφίων τους οποίους συστήνει:

(4) Το Συμβούλιο Κρίσεως, αφού μελετήσει το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, των ατομικών δελτίων και τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης καθώς επίσης και τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων των υποψηφίων, αξιολογεί και βαθμολογεί κάθε υποψήφιο σε ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό και καταρτίζει πίνακα που περιέχει τα ονόματα όσων συνιστώνται για προαγωγή με αλφαβητική σειρά."

 

Το Συμβούλιο Κρίσεως προέβη σε αξιολόγηση υπό τύπο αριθμητικής αποτίμησης των υποψηφίων την οποία σημείωσε στο ειδικό έντυπο. Αποτελείτο από τρία μέρη τα οποία, ως ενιαίος πίνακας, ακολουθούσαν το εισαγωγικό μέρος όπου εκτίθεντο τα προσωπικά στοιχεία του καθενός. Το πρώτο αφορούσε την προσωπική συνέντευξη· το δεύτερο την Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης· και το τρίτο την αξιολόγηση του ιδίου του Συμβουλίου με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου. Μετά υπήρχε χώρος για "Παρατηρήσεις - Συστάσεις". Δεν σημειώθηκε όμως εκεί τίποτε για κανένα. Παραθέτω τον πίνακα:

Ι. ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

 

 

 

 

Ανώτατη

Βαθμολογία

 

Βαθμολογία

Υποψηφίου

(α) Ερωτήσεις πάνω σε θέματα:

(I) Αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής

(ΙΙ) Γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή

γεγονότα και γεγονότα που αφορούν

την Κύπρο.

 

(β) Ικανότητα εκφράσεως

(γ) Αυτοπεποίθηση/Αυτοέλεγχος

(δ) Εμφάνιση

 

(20)

 

 

(10)

 

(5)

(5)

(5)

 

 

(45)

 

ΙΙ. ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

- Διοικητικά προσόντα

- Νοημοσύνη, κρίση και ευθυκρισία

- Πειθαρχία

- Απόδοση

- Ενεργητικότητα

- Προσωπικό κύρος και προσωπικότητα

- Κατάρτιση και αστυνομικά καθήκοντα

- Ικανότητα αποτελεσματικής

διεκπεραίωσης καθηκόντων και ευθυνών

- Ικανότητα να εξασφαλίζει από τους

άνδρες του το βέλτιστο και να επιφέρει

αποτελέσματα

 

 

 

(5)

(5)

(5)

(5)

(5)

(5)

(5)

 

(5)

 

 

(5)

 

ΟΛΙΚΟ

(45)

 

ΙΙΙ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

(Με βάση τα στοιχεία του Προσωπικού

Φακέλου και ατομικού δελτίου)

 

 

 

(10)

 

ΤΕΛΙΚΗ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ

(100)

 

Η Ολομέλεια στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου και άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 325 θεώρησε ότι το εν χρήσει ειδικό έντυπο, που είναι το ίδιο και εδώ, δεν βρισκόταν σε δυσαρμονία προς τους Κανονισμούς. Ανέφερε συναφώς ότι δεν περιλαμβανόταν σε αυτό ο,τιδήποτε το εξωγενές και ότι "η επιμέρους ανώτατη βαθμολογία για κάθε στοιχείο, όπως καθορίζεται στο έντυπο, είναι εύλογος". Απασχόλησε εκεί ιδιαίτερα το ζήτημα των συνεντεύξεων. Σε σχέση με το οποίο η Ολομέλεια κατέληξε (α) ότι η συνέντευξη είναι επιτακτική· (β) ότι "Ο καταμερισμός της βαθμολογίας της απόδοσης των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις είναι προτιμητέος από μια αόριστη περιγραφική ή γενική αριθμητική εκτίμηση"· και (γ) ότι "Η νομολογιακή αρχή ότι η συνέντευξη έχει περιορισμένη βαρύτητα έναντι των άλλων εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η συνέντευξη δεν αποτελεί και προφορική εξέταση πάνω σε ουσιαστικά θέματα αναγκαία για την υπηρεσία ή όπου ο Νόμος προβλέπει διαφορετικά" ενώ "η λέξη `συνέντευξη΄ στον Καν. 8(2) σημαίνει συνέντευξη και προφορική εξέταση".

Ο λόγος λοιπόν της απόφασης στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου και άλλων (ανωτέρω) καλύπτει, πρώτο, την εν γένει εγκυρότητα του ειδικού εντύπου όπως και, δεύτερο, τα όσα αφορούν στις συνεντεύξεις περιλαμβανομένης της, καθώς κρίθηκε, επάρκειας της μόνο αριθμητικής βαθμολογίας για αυτές χωρίς καταγραφή των εντυπώσεων ώστε να εξηγούνται. Δεν εκτείνεται ο λόγος της είτε στην υπό του Συμβουλίου Κρίσεως αναγωγή του περιεχομένου της έκθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης σε αριθμητική βαθμολογία είτε στην αριθμητική έκφραση της αξιολόγησης στην οποία προβαίνει το ίδιο το Συμβούλιο.

Οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα πήραν την εξής αντίστοιχη βαθμολογία, σωρευτικά στο κάθε μέρος αλλά και τελική:

 

Υποψήφιος

Μέρος Ι

Μέρος ΙΙ

Μέρος ΙΙΙ

Τελική

Αιτητής στην 172/98

Αιτητής στην 185/98

Χρ. Τόφας

Κ. Σωτηρίου

Α. Κουτσοφτής

Κ. Γεωργίου

Α. Σαββίδης

Α.Γ. Φιλιππίδης

Ζ. Μιχαηλίδης

Α. Φράγκου

27.83

34.50

33.50

37.51

36.66

33

33.33

36

37.66

37.49

41

42

42

41

42

42

41

42

42

41

6.50

5.77

3.62

4.72

3.77

5

5.80

4.57

3.30

4.80

75.33

82.27

79.12

83.23

82.43

80

80.13

82.57

82.96

83.29

 

Στον πίνακα των τριάντα συστηνομένων, τον οποίο κατάρτισε το Συμβούλιο Κρίσεως, συγκαταλέγονταν ο αιτητής Α. Κυριάκου στην προσφυγή αρ. 185/98 και όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Ο αιτητής Σ. Μουστάκας στην προσφυγή αρ. 172/98 δεν συστήθηκε και επομένως αποκλείστηκε αφού, όπως ορίζει το άρθρο 13Α(5):

"Ο Αρχηγός προβαίνει στην επιλογή όσων θα προαχθούν από τους Πίνακες που καταρτίστηκαν από το Συμβούλιο Κρίσης."

 

Ως εκ τούτου ο Σ. Μουστάκας μπορεί να προσβάλει τη διαδικασία μόνο μέχρι το στάδιο καταρτισμού του πίνακα συστηνομένων. Δεν θα παραστεί όμως ανάγκη να με απασχολήσει εν προκειμένω η διαδικασία μετά τον πίνακα συστηνομένων ούτε στην άλλη προσφυγή. Κι αυτό διότι διεκπεραιώνεται με αναφορά στη θέση και των δύο πλευρών για πλημμέλεια λόγω έλλειψης αιτιολόγησης της βαθμολογίας.

Παρατηρώ κατ΄ αρχάς ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης βαθμολόγησε τους υποψηφίους αφού διεξήλθε τον προσωπικό φάκελο και το ατομικό δελτίο τους και αφού συμβουλεύτηκε τον άμεσα προϊστάμενο του καθενός. Παραμένει όμως εντελώς άγνωστο το τι ανέφερε ο προϊστάμενος του καθενός και το πώς επέδρασε στη διαμόρφωση της βαθμολογίας για τα διάφορα επί μέρους στοιχεία, όλα από τα οποία βαθμολογούνταν στις ετήσιες προσωπικές αναφορές. Σημειώνω ενδεικτικά, σε σχέση με τον αιτητή Α. Κυριάκου, ότι ενώ στις αναφορές για τα τελευταία τέσσερα χρόνια (1994-1997) είχε βαθμολογηθεί για το στοιχείο της κατάρτισης στα αστυνομικά καθήκοντα με "εξαίρετος", εντούτοις η Επιτροπή Αξιολόγησης τον βαθμολόγησε με μόνο "πολύ καλός". Ο προϊστάμενος του, τον οποίο συμβουλεύτηκε η Επιτροπή Αξιολόγησης, ήταν ο ίδιος (ο Α. Λαμπριανίδης) που για τα τελευταία δύο χρόνια τον είχε βαθμολογήσει στις αντίστοιχες αναφορές. Δεν υπάρχει ο,τιδήποτε που να εξηγεί τη μεταβολή από το "εξαίρετος" στο "πολύ καλός" ώστε να παρέχει δυνατότητα για δικαστικό έλεγχο. Η ίδια αδυναμία ενυπάρχει γενικά στην εν λόγω προσέγγιση της Επιτροπής Αξιολόγησης. Και δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να εικάσει το ένα ή το άλλο ως εξήγηση είτε για τη μια κατάληξη είτε για την άλλη.

Έπειτα, ως προς την βαθμολογία στην οποία προέβη το Συμβούλιο Κρίσεως με αναφορά στους χαρακτηρισμούς με τους οποίους σημειώνεται η αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης, θα μπορούσε κάποιος βάσιμα να υποθέσει ότι το "5" που είναι για το κάθε στοιχείο ο ανώτατος βαθμός, δίδεται για το "εξαίρετος". Δεν είναι όμως αυτόδηλη η λύση για τα πάρακατω. Αν υποτίθετο ότι για την κάθε επόμενη διαβάθμιση μειώνεται ο βαθμός κατά ένα έτσι ώστε για το "πολύ καλός" ο βαθμός να είναι 4, για το "καλός" 3, για το "μέτριος" 2 και για το "ανεπαρκής" 1, θα ετίθετο ερώτημα για το τελευταίο αφού δεν μπορεί να είναι αυτονόητο να παίρνει ο ανεπαρκής έστω και ένα βαθμό. Θα έπρεπε κατά την άποψη μου να υπήρχε μια εξήγηση για αυτή την αριθμητική αναγωγή.

Πολύ μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα που παρουσιάζει η γενική αριθμητική αποτίμηση όλων των στοιχείων του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου του κάθε υποψηφίου στην οποία προέβη το Συμβούλιο Κρίσεως. Παραμένει εντελώς άγνωστο το πώς κατέληγε στο βαθμό που έδιδε. Το πώς συσχέτισε τα διάφορα στοιχεία και σε ποια αριθμητική έκταση προσμετρούσε το καθετί.

Καθώς το έθεσε ο Κωνσταντινίδης Δ. στην Ευθυμίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 165/97 κ.α. ημερ. 14 Δεκεμβρίου 1998, με την προσέγγιση του οποίου συμφωνώ:

"Το Συμβούλιο Κρίσης απέδωσε αυτές τις επιπρόσθετες μονάδες με αναφορά, σύμφωνα με το έντυπο, στα "στοιχεία του προσωπικού φακέλλου και ατομικού δελτίου". Ποιά ήταν αυτά τα στοιχεία δεν προσδιορίστηκε. Αυτή η κρίσιμης σημασίας αξιολόγηση παρέμεινε εντελώς αναιτιολόγητη. Οι καθ΄ ων η αίτηση λέγουν πως η αιτιολογία προκύπτει ακριβώς από τους προσωπικούς φακέλλους και τα ατομικά δελτία. Αυτό ισοδυναμεί με πρόσκληση να ενδιατρίψουμε τώρα σ΄ αυτά για να κρίνουμε εμείς τί απ΄ όλα δικαιολογεί τη μια ή την άλλη βαθμολογία. Είναι σταθερά νομολογημένο πως οι φάκελλοι προσφέρονται ως αιτιολογικό έρεισμα μόνο αν προκύπτει από το περιεχόμενό τους, κατά τρόπο σαφή και αναντίλεκτο, τί ακριβώς οδήγησε στην ορισμένη κρίση. (βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 CLR 220 και Πιπερίδης ν. Δημοκρατία (1995) 3 ΑΑΔ 134).

Δεν παρέχεται τέτοια δυνατότητα εδώ. Η κάθε πλευρά επικαλείται τα δικά της και η όποια κρίση τώρα θα ήταν πρωτογενής, έξω από το δικαιοδοτικό πλαίσιο."

 

Η έλλειψη λοιπόν εξηγήσεων που να δικαιολογούσαν τη βαθμολογία στα Μέρη ΙΙ και ΙΙΙ του εντύπου αφήνει χωρίς έρεισμα τον πίνακα συστηνομένων που καταρτίστηκε με αναφορά στο ύψος της τελικής βαθμολογίας του καθενός. Και αφήνει βέβαια έκθετη την περαιτέρω διαδικασία.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση, σε ό,τι αφορά τα αναφερθέντα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και στις δύο προσφυγές, ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο