ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 4 ΑΑΔ 1323

9 Δεκεμβρίου, 1999

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 703/98)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και έλεγχος κατοχής των προσόντων ανήκει στην διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ..

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Προϊσταμένου — Δυνατότητα αναζήτησης πληροφοριών για τους υποψήφιους από τους άμεσα προϊσταμένους τους — Δεν υπάρχει υποχρέωση αποκάλυψης των πληροφοριών, ούτε καταγραφής της διανοητικής εργασίας του Προϊστάμενου για αξιολόγησή τους.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Προϊσταμένου — Αναφορά στα ασκηθέντα από τους συστηθέντες καθήκοντα δεν είναι επιτρεπτή για σκοπούς προτίμησης — Εφόσον έγινε για περιγραφικούς μόνο σκοπούς δεν πάσχει η σύσταση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Προϊσταμένου — Ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως της αξίας — Αιτιολογία — Η επάρκειά της αποτελεί ζήτημα πραγματικό το οποίο ελέγχεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε εξεταζόμενης υπόθεσης — Κριτήριο ελέγχου της νομιμότητας η συμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αιτιολογία — Δεν υπάρχει υποχρέωση για άμεση σύγκριση των υποψηφίων — Εφόσον γίνεται αναφορά στην γενική αξιολόγηση και σύγκρισή τους, στο περιεχόμενο των φακέλων, στην έρευνα στα προσόντα, στο πλεονέκτημα, στην αρχαιότητα και στην σύσταση, κατά τρόπο που να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, πλήρης αιτιολογία — Εφόσον δεν προκύπτει έκδηλη υπεροχή του αιτητή, η συστατική κρίση της Ε.Δ.Υ ως προς τους καταλληλότερους παραμένει ανέλεγκτη.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών στην μόνιμη θέση Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού, Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, αντί του ιδίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Η ερμηνεία και η εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας και ο έλεγχος της συνδρομής των αναγκαίων προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων αποτελούν αυτοτελές προκριματικό ζήτημα η λύση του οποίου δεν ανήκει στο Διευθυντή αλλά ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του οικείου οργάνου.

     Ο αιτητής δεν προσδιόρισε ποία κατά την άποψή του θα ήταν η ορθή διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής αλλά διατύπωσε ένα όλως γενικό και αόριστο παράπονο, δεν ανέφερε την ειδικότερη προσαπτόμενη πλημμέλεια στη διαδικασία, ούτε τέτοια πλημμέλεια είναι δυνατόν να συναχθεί από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής και ο λόγος αυτός ακύρωσης απορρίπτεται ως ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης ως προς την πραγματική του βάση.

2.  Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι ο Προϊστάμενος ενός Τμήματος κατά τη διενέργεια έρευνας προς διαμόρφωση κρίσης για την καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή είναι νόμιμο να αντλεί πληροφορίες από άλλες κατάλληλες και ασφαλείς πηγές, όπως είναι οι άμεσα προϊστάμενοι των υποψηφίων και βάσει αυτών να υποβάλλει συστάσεις.

     Η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή, ότι το περιεχόμενο των διαβουλεύσεων του Προϊσταμένου του Τμήματος με τους διοικητικά Προϊσταμένους των υποψηφίων όφειλε να αποτελέσει μέρος των επίσημων πρακτικών προς το σκοπό αντιπαραβολής με το περιεχόμενο των φακέλων, δεν ευσταθεί. Αποτελεί πάγια αρχή ότι, ενώ η καταγραφή του περιεχομένου της σύστασης του Διευθυντή είναι αναγκαία για σκοπούς δικαστικού ελέγχου, η καταγραφή των απόψεων των λειτουργών τους οποίους συμβουλεύθηκε και η νοητική διεργασία αξιολόγησης των πληροφοριών τις οποίες συνέλεξε προς διαμόρφωση τελικής άποψης για τους υποψηφίους δεν αποτελούν αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου.

3.  Ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη συστήθηκαν κυρίως λόγω του είδους των καθηκόντων τα οποία εκτελούσαν επίσης δεν ευσταθεί. Είναι εμφανές από το κείμενο της σύστασης ότι η αναφορά του Διευθυντή στα καθήκοντα τα οποία εκτελούσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη έγινε για περιγραφικούς και μόνο σκοπούς και δεν απετέλεσε, εν προκειμένω, τον αποχρώντα λόγο της προτίμησης αυτών, έναντι των υπολοίπων υποψηφίων.

4.  Η επάρκεια της αιτιολογίας της σύστασης, προς συμμόρφωση με τη νομοθετική επιταγή, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το οποίο ελέγχεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε εξεταζόμενης υπόθεσης.

     Η σύσταση του Διευθυντή, κατά πάγια νομολογία, αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως της αξίας των υποψηφίων για το λόγο ότι o Διευθυντής, ως καλός γνώστης εκ καθήκοντος των αναγκών της υπηρεσίας του, βρίσκεται σε μοναδική θέση να γνωμοδοτήσει επί των ικανοτήτων των υφισταμένων του προς επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Η προσωπική γνώση του Διευθυντή για τους υποψηφίους, η οποία εν προκειμένω τεκμηριώνεται από τα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων αιτητή και ενδιαφερομένων μερών, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτο παράγοντα διαμόρφωσης κρίσης, τέτοια γνώση όμως η οποία αποδίδει στους υπαλλήλους συγκεκριμένες ιδιότητες οι οποίες αντιστοιχούν σε ήδη βαθμολογημένα επί μέρους στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων δεν μπορεί να αποτελεί ανάπλαση της υπηρεσιακής εικόνας τους όπως αυτή προκύπτει από τις εκθέσεις και κριτήριο ελέγχου της νομιμότητάς της αποτελεί η συμφωνία του περιεχομένου της με τα στοιχεία των φακέλων. Εφόσον από τα στοιχεία των φακέλων δεν προκύπτει διαφορετική υπηρεσιακή εικόνα ως προς τα σημεία υπεροχής των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή, η σύσταση του Διευθυντή κρίνεται νόμιμη και η αιτιολογία της αξιολογικής του κρίσης επαρκής και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.

5.  Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η Επιτροπή ενήργησε δέσμια των συστάσεων του Διευθυντή, παρέλειψε να ενεργήσει επ' αυτών έλεγχο νομιμότητας και δεν ερεύνησε πρωτογενώς τα στοιχεία, δεν ευσταθεί.

     Ενώ, σύμφωνα με τη νομολογία δεν υφίσταται υποχρέωση της Επιτροπής για άμεση σύγκριση των υποψηφίων, προκύπτει από το σχετικό πρακτικό ότι η Επιτροπή εν προκειμένω, ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, ερεύνησε τα προσόντα, την κτήση του πλεονεκτήματος καθώς και την αρχαιότητά τους και έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή την οποία έκρινε, όπως ρητά ανέφερε, ως αιτιολογημένη.

     Εφόσον η οριακή υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Λουκαΐδη συνεκτιμήθηκε και συσταθμίστηκε τόσο από την Επιτροπή όσο και από το Διευθυντή και εφόσον οι λόγοι πρόκρισης των ενδιαφερομένων μερών εξειδικεύτηκαν ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της αιτιολογίας και από την αντιπαραβολή των στοιχείων των φακέλων δεν προκύπτει έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών, η κρίση της Επιτροπής ως προς τους καταλληλότερους υποψηφίους για προαγωγή, ως κρίση ουσιαστική, παραμένει ανέλεγκτη.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Prodromou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1540,

Δημοκρατία ν. Κυπρή (1989) 3 Α.Α.Δ. 2600,

Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 347,

Λυωνάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038,

Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480,

Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 4 Α.Α.Δ. 585,

Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728,

Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626,

Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422,

Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249,

Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833,

Κουάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742,

Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 327,

Πετρίδης ν. Ζεϊτουνσιάν κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 791,

Χ"Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755.

Προσφυγή.

Προσφυγή του αιτητή κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού, Κτηνιατρικές Υπηρεσίες από 1/7/98.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Θ. Μαυρομουστάκη, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Α. Παπαχαραλάμπους, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 2.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής στρέφεται κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών Ανδρέα Κάσπη και Φειδία Λουκαΐδη στη μόνιμη θέση Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού, Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, από 1/7/98.

Η Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης δύο κενών μόνιμων θέσεων προαγωγής Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού σε συνεδρίαση ημερ. 15/5/98.

Η Επιτροπή ασχολήθηκε αρχικά με το ζήτημα της κατοχής από τους υποψηφίους του προσόντος της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ή ειδικής εκπαίδευσης διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέματα της Κτηνιατρικής Επιστήμης, το οποίο σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης αποτελούσε πλεονέκτημα, και έκρινε ότι έντεκα υποψήφιοι το κατείχαν μεταξύ των οποίων ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Στη συνέχεια προσήλθε στη συνεδρίαση ο Διευθυντής Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ο οποίος ενημερώθηκε για τα πιο πάνω και στη διάθεση του οποίου τέθηκαν οι προσωπικοί φάκελοι και οι φάκελοι των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων.

Συστήνοντας τα ενδιαφερόμενα μέρη ο Διευθυντής ανέφερε τα ακόλουθα:-

"Γνωρίζω όλους τους υποψηφίους προσωπικά και έχω διαβουλευθεί με τους οικείους προϊσταμένους τους. Έχω επίσης μελετήσει τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων και με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια, αξία, προσόντα, αρχαιότητα, συστήνω για προαγωγή τους Κάσπη Ανδρέα και Λουκαΐδη Φειδία.

Ο Κάσπης είναι Επαρχιακός Κτηνιατρικός Λειτουργός Λάρνακας. Έχει την ευθύνη της προσφοράς κλινικών υπηρεσιών, της εφαρμογής προγραμμάτων καταπολέμησης ασθενειών, εφαρμογής προγραμμάτων για προστασία της δημόσιας υγείας και μέτρων για την παρεμπόδιση της εισόδου μεταδοτικών ασθενειών ζώων από το εξωτερικό και από τα κατεχόμενα.  Από την όλη προσφορά του θεωρώ ότι ο συστηνόμενος διαθέτει εκείνες τις διοικητικές ικανότητες που απαιτούνται για το συντονισμό της εργασίας και έχει κατορθώσει με το χαρακτήρα του, τη φιλοτιμία του και τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα προβλήματα, να βοηθά στην ορθή και γρήγορη επίλυσή τους. Πιστεύω ότι διαθέτει όλες τις αναγκαίες ιδιότητες και προσόντα για να μπορέσει να ανταποκριθεί καλύτερα από τους υπόλοιπους υποψηφίους στα καθήκοντα της θέσης του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού. Διαθέτει το πλεονέκτημα. Συστήνοντας τον Κάσπη, έλαβα υπόψη ότι αυτός υστερεί σε αρχαιότητα ένατι του Μιχαήλ Λοΐζου, ο οποίος όμως υστερεί σε αξία καθώς και στις ιδιότητες που ανέφερα.

Ο Λουκαΐδης Φειδίας έχει την ευθύνη για τον Κλάδο προστασίας της υγείας των χοίρων, έναν από τους σημαντικούς τομείς της κτηνοτροφίας μας που παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη.  Επιπρόσθετα με τα καθήκοντά του ασχολείται και με θέματα που έχουν σχέση με την επιμόρφωση του προσωπικού και την οργάνωση σεμιναρίων για όλες τις επιστημονικές εκδηλώσεις των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών. Υπερτερεί των άλλων υποψηφίων σε θέματα επικοινωνίας, συντονισμού και προγραμματισμού των εργασιών και έχει επίσης την ικανότητα να αντιμετωπίζει προβλήματα και κρίσεις σε σχέση με την αντιμετώπιση σοβαρών μεταδοτικών ασθενειών.  Διακρίνεται για τις διοικητικές του ικανότητες και μπορεί να επιβάλλεται στο προσωπικό και να εξαφαλίζει τη συνεργασία του.

Σε σύγκριση του συστηνομένου με τους Μιχαήλ Λοΐζο και Ιωάννου Ιωάννη, οι οποίοι υπερέχουν σε αρχαιότητα, βρίσκω ότι ο συστηνόμενος έχει ουσιαστική υπεροχή στον τρόπο και στις πρωτοβουλίες που αναπτύσσει κατά τη διεκπεραίωση της εργασίας του και επί πλέον υπερτερεί σε αξία.".

Στη συνέχεια η Επιτροπή ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη τα προσόντα και την αρχαιότητά τους καθώς επίσης τις κρίσεις και συστάσεις του Διευθυντή έκρινε, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν οι καταλληλλότεροι υποψήφιοι και αποφάσισε την προαγωγή τους στη θέση, από 1/7/98.

Η Επιτροπή ανέφερε περαιτέρω ότι,"έλαβε υπόψη ότι ο υπ' αρ. 1 υποψήφιος, Μιχαήλ Λοΐζος, υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι των δύο επιλεγέντων και ο υπ' αρ. 3 υποψήφιος, Ιωάννου Ιωάννης, υπερέχει έναντι του Λουκαΐδη Φειδία. Ωστόσο η Επιτροπή έκρινε ότι, και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, η αρχαιότητα αυτή, η οποία αναφέρεται στα τέλη της δεκαετίας του 60 και στις αρχές της δεκαετίας του 70, είναι πολύ οριακή και δεν μπορεί από μόνη της να υπερνικήσει τη γενική υπεροχή των επιλεγέντων, οι οποίοι υπερέχουν σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, διαθέτουν το πλεονέκτημα και επί πλέον έχουν την υπέρ τους αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή, η οποία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας.".

Ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή ότι ο Διευθυντής προσήλθε στη συνεδρίαση της Επιτροπής με προκατασκευασμένη προτίμηση υπέρ των ενδιαφερομένων μερών, ότι η ενημέρωσή του από την Επιτροπή ως προς το ποιοί από τους υποψηφίους κατείχαν τα αναγκαία προσόντα και το πλεονέκτημα έγινε μόλις κατά τη συνεδρίαση της 15/5/98 κατά την οποία λήφθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση και ότι η έρευνα των φακέλων των υποψηφίων από τον ίδιο έγινε εκεί, στιγμιαία και πρόχειρα, παρέμεινε ατεκμηρίωτος και αναπόδεικτος.

Η ερμηνεία και η εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας και ο έλεγχος της συνδρομής των αναγκαίων προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων αποτελούν αυτοτελές προκριματικό ζήτημα η λύση του οποίου δεν ανήκει στο Διευθυντή αλλά ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του οικείου οργάνου. (Βλ. Λοΐζος Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (1986) 3 C.L.R. 1540, 1549, Δημοκρατία ν. Θεοφανώ Κυπρή (1989) 3 Α.Α.Δ. 2600 και Δημοκρατία ν. Ηλία Υψαρίδη κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 347).

Ο αιτητής δεν προσδιόρισε ποία κατά την άποψή του θα ήταν η ορθή διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής αλλά διατύπωσε ένα όλως γενικό και αόριστο παράπονο, δεν ανέφερε την ειδικότερη προσαπτόμενη πλημμέλεια στη διαδικασία, ούτε τέτοια πλημμέλεια είναι δυνατόν να συναχθεί από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής και ο λόγος αυτός ακύρωσης απορρίπτεται ως ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης ως προς την πραγματική του βάση.

Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι ο Προϊστάμενος ενός Τμήματος κατά τη διενέργεια έρευνας προς διαμόρφωση κρίσης για την καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή είναι νόμιμο να αντλεί πληροφορίες από άλλες κατάλληλες και ασφαλείς πηγές, όπως είναι οι άμεσα προϊστάμενοι των υποψηφίων και βάσει αυτών να υποβάλλει συστάσεις.

Η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή, ότι το περιεχόμενο των διαβουλεύσεων του Προϊσταμένου του Τμήματος με τους διοικητικά Προϊσταμένους των υποψηφίων όφειλε να αποτελέσει μέρος των επίσημων πρακτικών προς το σκοπό αντιπαραβολής με το περιεχόμενο των φακέλων, δεν ευσταθεί. Αποτελεί πάγια αρχή ότι, ενώ η καταγραφή του περιεχομένου της σύστασης του Διευθυντή είναι αναγκαία για σκοπούς δικαστικού ελέγχου, η καταγραφή των απόψεων των λειτουργών τους οποίους συμβουλεύθηκε και η νοητική διεργασία αξιολόγησης των πληροφοριών τις οποίες συνέλεξε προς διαμόρφωση τελικής άποψης για τους υποψηφίους δεν αποτελούν αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου. (Βλ. Λυωνάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480 και Απόστολος Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 4 Α.Α.Δ. 585).

Περαιτέρω, η σχετική απόφαση στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος του αιτητή, Αναστάσιος Γρηγορίου ν. ΑΗΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 728, αφορούσε στις προσωπικές αντιλήψεις των μελών υπηρεσιακού συμβουλίου για τους υποψηφίους και όχι των άμεσα προϊσταμένων τους, οι οποίες είχαν αποτελέσει αυτοτελές στοιχείο κρίσεως της αξίας των υποψηφίων και δεν λήφθηκαν επικουρικά και μόνον υπόψη, τονίστηκε δε η ανάγκη καταγραφής, υπό μορφή αιτιολόγησης, των ευκαιριών τις οποίες είχαν τα μέλη του Συμβουλίου για παρακολούθηση του έργου και της υπηρεσιακής προσφοράς των υπαλλήλων τα οποία θα ήταν ικανά να τεκμηριώσουν την προσωπική τους γνώση.

Ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη συστήθηκαν κυρίως λόγω του είδους των καθηκόντων τα οποία εκτελούσαν επίσης δεν ευσταθεί.

Είναι εμφανές από το κείμενο της σύστασης ότι η αναφορά του Διευθυντή στα καθήκοντα τα οποία εκτελούσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη έγινε για περιγραφικούς και μόνο σκοπούς και δεν απετέλεσε, εν προκειμένω, τον αποχρώντα λόγο της προτίμησης αυτών, έναντι των υπολοίπων υποψηφίων. (Βλ. σχετικά, Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626).

Εμφανώς, η αιτιολογία της πρόκρισης των ενδιαφερομένων μερών ακολουθεί, στο ουσιαστικό μέρος της σύστασης, στο οποίο γίνεται μνεία των ιδιοτήτων εκείνων οι οποίες απετέλεσαν τους λόγους προτίμησής τους από το Διευθυντή έναντι των μη συστηθέντων υποψηφίων.

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη, γενική και αόριστη και αντίθετη προς τα στοιχεία των φακέλων εφόσον ο αιτητής δεν υστερούσε σε αξία, κατείχε το πλεονέκτημα και υπερείχε σε αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους Λουκαΐδη.

Η επάρκεια της αιτιολογίας της σύστασης, προς συμμόρφωση με τη νομοθετική επιταγή, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το οποίο ελέγχεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε εξεταζόμενης υπόθεσης. (Βλ. σχετικά, Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χριστοδούλου (1998) 3 Α.Α.Δ. 327).

Η σύσταση του Διευθυντή, κατά πάγια νομολογία, αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως της αξίας των υποψηφίων για το λόγο ότι ο Διευθυντής, ως καλός γνώστης εκ καθήκοντος των αναγκών της υπηρεσίας του, βρίσκεται σε μοναδική θέση να γνωμοδοτήσει επί των ικανοτήτων των υφισταμένων του προς επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. (Βλ. σχετικά, Δημοκρατία ν. Μιχαλάκη Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422).

Η προσωπική γνώση του Διευθυντή για τους υποψηφίους, η οποία εν προκειμένω τεκμηριώνεται από τα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων αιτητή και ενδιαφερομένων μερών, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτο παράγοντα διαμόρφωσης κρίσης, τέτοια γνώση όμως η οποία αποδίδει στους υπαλλήλους συγκεκριμένες ιδιότητες οι οποίες αντιστοιχούν σε ήδη βαθμολογημένα επί μέρους στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων δεν μπορεί να αποτελεί ανάπλαση της υπηρεσιακής εικόνας τους όπως αυτή προκύπτει από τις εκθέσεις και κριτήριο ελέγχου της νομιμότητάς της αποτελεί η συμφωνία του περιεχομένου της με τα στοιχεία των φακέλων. (Βλ. σχετικά, Τάκης Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249, Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, Κίκης Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833 και Αναστάσιος Κουάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742).

Η αναφορά του Διευθυντή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Κάσπης διέθετε τις διοικητικές ικανότητες οι οποίες απαιτούντο για το συντονισμό της εργασίας του και λόγω της φιλοτιμίας και του χαρακτήρα του είχε κατορθώσει να αντιμετωπίζει προβλήματα και να βοηθά στην ορθή και γρήγορη επίλυσή τους και η αναφορά του ιδίου ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Λουκαΐδης υπερτερούσε των υπολοίπων σε θέματα επικοινωνίας, συντονισμού και προγραμματισμού της εργασίας του, διέθετε την ικανότητα να αντιμετωπίζει προβλήματα και κρίσεις και διακρίνετο για τις διοικητικές του ικανότητες και τη δυνατότητά του να επιβάλλεται στο προσωπικό και να εξασφαλίζει τη συνεργασία του αποτελούν ιδιότητες οι οποίες δεν συγκρούονται αλλά βρίσκουν νόμιμο έρεισμα στα στοιχεία των φακέλων, σύμφωνα με τα οποία, αιτητής και ενδιαφερόμενα μέρη αξιολογούντο μεν ως εξαίρετοι σε όλα τα επί μέρους στοιχεία αξιολόγησης των υπηρεσιακών εκθέσεων των τελευταίων ετών πλην όμως ο αιτητής υστερούσε των ενδιαφερομένων μερών στις πλέον πρόσφατες εκθέσεις των ετών 1996 και 1997 στα στοιχεία της Διευθυντικής/Διοικητικής Ικανότητας και Πρωτοβουλίας, ιδιότητες οι οποίες απετέλεσαν και τη βάση πρόκρισης των ενδιαφερομένων μερών έναντι των υπολοίπων υποψηφίων, περιλαμβανομένου και του αιτητή.

Εφόσον από τα στοιχεία των φακέλων δεν προκύπτει διαφορετική υπηρεσιακή εικόνα ως προς τα σημεία υπεροχής των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή, η σύσταση του Διευθυντή κρίνεται νόμιμη και η αιτιολογία της αξιολογικής του κρίσης επαρκής και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων. (Βλ. σχετικά, Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χριστοδούλου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 327 και Κύπρος Πετρίδης ν. Γεωργίου Ζεϊτουνσιάν κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 791).

Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η Επιτροπή ενήργησε δέσμια των συστάσεων του Διευθυντή, παρέλειψε να ενεργήσει επ' αυτών έλεγχο νομιμότητας και δεν ερεύνησε πρωτογενώς τα στοιχεία, δεν ευσταθεί.

Ενώ, σύμφωνα με τη νομολογία δεν υφίσταται υποχρέωση της Επιτροπής για άμεση σύγκριση των υποψηφίων, προκύπτει από το σχετικό πρακτικό ότι η Επιτροπή εν προκειμένω, ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, ερεύνησε τα προσόντα, την κτήση του πλεονεκτήματος καθώς και την αρχαιότητά τους και έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή την οποία έκρινε, όπως ρητά ανέφερε, ως αιτιολογημένη. (Βλ. σχετικά, Παναγιώτης Χ"Βασιλείου ν. Α.Λ.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 755).

Εφόσον η οριακή υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Λουκαΐδη συνεκτιμήθηκε και συσταθμίστηκε τόσο από την Επιτροπή όσο και από το Διευθυντή και εφόσον οι λόγοι πρόκρισης των ενδιαφερομένων μερών εξειδικεύτηκαν ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της αιτιολογίας και από την αντιπαραβολή των στοιχείων των φακέλων δεν προκύπτει έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών, η κρίση της Επιτροπής ως προς τους καταλληλότερους υποψηφίους για προαγωγή, ως κρίση ουσιαστική, παραμένει ανέλεγκτη.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο