ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 1244
11 Νοεμβρίου, 1999
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 294/96)
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΚΑΡΠΑΡΗΣ,
2. ΗΛΙΑΣ ΗΛΙΑΔΗΣ,
3. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΥΡΙΔΗΣ,
4. ΠΑΥΛΟΣ Χ" ΤΤΟΦΗΣ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 321/96)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 294/96, 321/96)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Απαραίτητο μεταπτυχιακό προσόν ― Δέουσα έρευνα ― Ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή αλλά ούτε και η Ε.Δ.Υ. προέβησαν σε έρευνα αναφορικά με το προσόν αυτό, ούτε και από τον προσωπικό φάκελο της υποψηφίου φανερώνεται επίπεδο του τίτλου ― Λόγος ακύρωσης της προαγωγής.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας ― Απόφαση ότι τεκμαίρεται η κατοχή του ― Ανεπίτρεπτη χωρίς δέουσα έρευνα ― Το σχέδιο υπηρεσίας της προηγούμενης θέσης απαιτούσε "Πολύ καλή" γνώση ― Το επίπεδο της "άριστης γνώσης" δεν μπορεί να τεκμαίρεται ― Έλλειψη δέουσας έρευνας.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Αιτιολογία ― Σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν απαιτείται αιτιολογία ― Η έκφραση απόψεων του Προϊσταμένου αναφορικά με την απόδοση των υποψήφιων στην συνέντευξη, δεν αντίκειται στις διατάξεις του νόμου ― Δεν είναι όμως νόμιμο στοιχείο κρίσεως ούτε δύναται να ληφθεί υπόψη από την Ε.Δ.Υ. ως τέτοιο.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Γενικός Διευθυντής Υπουργείου θεωρείται προϊστάμενος, εφόσον η θέση δεν υπάγεται σε τμήμα ― Άρθρο 2 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90).
Διοικητικά Όργανα ― Συλλογικά ― Σύνθεση συνεδριάσεων ― Απουσία μέλους σε όλες τις συνεδριάσεις μετά την πρώτη στην οποία ήταν παρών δεν επηρεάζει την νομιμότητα της σύνθεσης ― Αντικατάσταση μέλους από άλλο, ο οποίος ενημερώθηκε πλήρως και συμφώνησε με τα αποφασισθέντα, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αιτιολογία ― Μεγαλύτερη η σημασία των συνεντεύξεων σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία ― Ευρύτερη για τον ίδιο λόγο είναι και η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. για επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.
Οι αιτητές προσέλαβαν με τις προσφυγές τους τις προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών στην θέση Πληρεξουσίου Υπουργού, Εξωτερικές Υπηρεσίες.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας εν μέρει την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Στην προσφυγή υπ' αρ. 321/96 προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος 4 Ερατώ Μαρκουλλή-Κοζάκου δεν διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, όπως προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας και ως εκ τούτου δεν κατέχει τα απαραίτητα για διορισμό στη θέση προσόντα. Εναλλακτικά ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα για διαπίστωση του κατά πόσο το Ε.Μ. 4 κατείχε ή όχι τα προσόντα.
Από το φάκελο της υπόθεσης φαίνεται καθαρά ότι ούτε η Συμβουλευτική, αλλά ούτε και η Επιτροπή, παρά την υποχρέωση που είχε η τελευταία, προέβηκαν σε οποιαδήποτε έρευνα για να διαπιστωθεί αν το Ε.Μ.4 κατείχε ή όχι μεταπτυχιακό δίπλωμα. Καμιά προσπάθεια δεν έγινε για να εξακριβωθεί το επίπεδο του συγκεκριμένου διπλώματος, παρά το γεγονός ότι η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου ήταν απαραίτητο προσόν για διορισμό. Σημειώνεται ότι κανένα από τα έγγραφα που περιέχονται στον προσωπικό της φάκελο (ειδικότερα τα ερυθρά 136-148 στα οποία παρέπεμψε ο συνήγορός της) δεν αποδεικνύει το επίπεδο του τίτλου της.
Από τον αιτητή στην προσφυγή υπ' αρ. 321/96 εκφράζονται αμφιβολίες για το επίπεδο του συγκεκριμένου διπλώματος, ακόμα και στη χώρα έκδοσής του. Κρίνεται ότι, αφού η έλλειψη δέουσας έρευνας αρκεί για ακύρωση του διορισμού του Ε.Μ.4, δεν είναι απαραίτητο το Δικαστήριο να υπεισέλθει στο θέμα του επιπέδου του διπλώματος.
2. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός εκ μέρους των αιτητών και στις δύο προσφυγές ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη 2, 4 και 5 Σταύρος Επαμεινώνδας, Ερατώ Μαρκουλλή και Ανδρέας Μαυρογιάννης είχαν την απαιτούμενη άριστη γνώση της αγγλικής.
Στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφέρεται ότι σε ό,τι αφορά την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για άριστη γνώση της αγγλικής (όπως και την άπταιστη γνώση της ελληνικής που επίσης απαιτείται), κρίθηκε ότι κατά τεκμήριο όλοι οι υποψήφιοι που υπηρετούν στο Υπουργείο Εξωτερικών έχουν τα εν λόγω προσόντα. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας υιοθέτησε το πιο πάνω πόρισμα της Συμβουλευτικής. Η νομολογία στο θέμα αυτό έχει τοποθετηθεί με σαφήνεια και κατ' επανάληψη. Τονίστηκε η αναγκαιότητα για έρευνα στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν τα αδιάσειστα εκείνα ενδεικτικά που καταδεικνύουν την επάρκεια γνώσης μιας γλώσσας. Το συμπέρασμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής για κατοχή της απαιτούμενης άριστης γνώσης της αγγλικής γλώσσας κατ' επίκληση τεκμηρίου δεν ήταν επιτρεπτό. Διερωτάται κανένας πως μπορεί να συναχθεί κατά τεκμήριο η άριστη γνώση μιας γλώσσας. Η Επιτροπή άσκησε τα καθήκοντά της κατά τρόπο εξ ίσου πλημμελή, υιοθετώντας απλώς τα όσα η Συμβουλευτική ανέφερε στην έκθεσή της. Όφειλε η ίδια, ως η αρμόδια αρχή, να προβεί στη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσο οι υποψήφιοι πληρούσαν ή όχι τη συγκεκριμένη απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας. Έγινε αναφορά στο ότι το σχέδιο υπηρεσίας προηγούμενης θέσης και συγκεκριμένα της θέσης ακόλουθου, απαιτούσε την πολύ καλή γνώση της αγγλικής και συνεπώς δημιουργείται τεκμήριο κατοχής της. Όμως στην υπό εξέταση θέση απαιτείται άριστη και όχι πολύ καλή γνώση της αγγλικής συνεπώς κανένα τεκμήριο δεν δημιουργείται. Εξ άλλου το Δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες κατά πόσο η αρχή αυτή, τυγχάνει εφαρμογής και στις περιπτώσεις πρώτου διορισμού.
3. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 2 Αθηνούλλα Μαυρονικόλα και Σταύρος Επαμεινώνδας, άνκαι δεν κατείχαν το πρόσθετο προσόν που προέβλεπε το σχέδιο υπηρεσίας προήχθηκαν χωρίς να παρασχεθεί ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του αιτητή στην προσφυγή υπ' αρ. 321/96 που το κατείχε.
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η διοίκηση μπορεί να παραγνωρίσει προσόν που θεωρείται από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα, αλλά έχει την υποχρέωση να παράσχει ειδική προς τούτο αιτιολογία. Οι κανόνες της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το ευεργέτημα του πρόσθετου προσόντος ανθυποψήφιου εκείνου που επιλέγεται. Θεωρείται ότι η αιτιολογία που παρέθεσε η Επιτροπή δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της νομολογίας. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπ' όψιν ότι και οι δύο επιτυχόντες υποψήφιοι και ο αιτητής στην προσφυγή υπ' αρ. 321/96 αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή ως "πάρα πολύ καλοί", ενώ από τη Συμβουλευτική, ο αιτητής βαθμολογήθηκε το ίδιο με την κα Μαυρονικόλα (93%) και ο κ. Επαμεινώνδας χαμηλότερα (με 92%) .
4. Προβάλλεται περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει, γιατί ελλείπει οποιαδήποτε αιτιολογία στην απόφασή του να συστήσει τα ενδιαφερόμενα μέρη. Επειδή η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, ισχύουν οι πρόνοιες του Άρθρου 34 (9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, που δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση του προϊστάμενου.
Αντίθετα σε θέσεις προαγωγής, για τις οποίες εφαρμόζεται το Άρθρο 35(4), οι συστάσεις απαιτείται να είναι αιτιολογημένες.
Το θέμα της αξιολόγησης από το Γενικό Διευθυντή της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που προσήλθαν ενώπιον της Επιτροπής έχει αποφασιστεί από τη νομολογία. Στην υπόθεση Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, αναφέρεται ότι παρ' όλον ότι σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90 η αξιολόγηση από το Διευθυντή της επίδοσης των υποψηφίων κατά τις προφορικές εξετάσεις δεν αποτελεί στοιχείο κρίσης, εν τούτοις η έκφραση τέτοιων απόψεων δεν αντίκειται στις διατάξεις του νόμου και υποβοηθεί την Επιτροπή στη διαμόρφωση της δικής της κρίσης. Σύμφωνα πάντα με τη νομολογία, η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής από το Γενικό Διευθυντή δεν ελέγχεται. Συνεπώς το επιχείρημα των αιτητών στερείται βάσης.
5. Προβάλλεται περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών ήταν αναρμόδιος να προβεί σε συστάσεις γιατί δεν ήταν «ο Προϊστάμενος Τμήματος». Η σύσταση του προϊστάμενου του τμήματος είναι απαραίτητη (Άρθρο 34(9) του Νόμου). Σύμφωνα με το Άρθρο 2 ο Γενικός Διευθυντής Υπουργείου θεωρείται ως ο Προϊστάμενος του Τμήματος αναφορικά με τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται σε τμήμα του Υπουργείου. Η υπό εξέταση θέση δεν υπάγεται σε κανένα τμήμα και συνεπώς ορθά ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών παρουσιάστηκε ενώπιον της Επιτροπής και προέβη στις συστάσεις.
6. Στην προσφυγή υπ' αρ. 321/96 προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι παράνομη. Ούτε o ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Διορίστηκαν πέντε μέλη, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 32 του Νόμου. Η Συμβουλευτική συνεδρίασε στις 20.9.1995, 7.12.1995, 8.12.1995 και 12.12.1995. Ένα από τα μέλη, ο κ. Μιχαήλ Ερωτόκριτος, παρέστη μόνο στην πρώτη συνεδρία της 20.9.1995, αλλά, λόγω απουσίας του στο εξωτερικό, δεν παρευρέθηκε στις υπόλοιπες. H απουσία του κ. Ερωτόκριτου δεν αποτελούσε κώλυμα για την περαιτέρω λειτουργία της Συμβουλευτικής, αφού αυτή μπορούσε να λειτουργήσει με τα υπόλοιπα τέσσερα της μέλη. Το μέλος της Επιτροπής κ. Αβραάμ Λούκα αντικαταστάθηκε, ύστερα από δική του επιθυμία που εκφράστηκε με επιστολή του ημερ. 14.11.1995, από τον κ. Αναστασιάδη. Ο κ. Αναστασιάδης δεν έλαβε μέρος στην πρώτη συνεδρία. Αλλά σ' αυτή δεν ελήφθη οποιαδήποτε ουσιαστική απόφαση. Απλά αποφασίστηκε ποιοι υποψήφιοι κατείχαν εκ πρώτης όψεως τα απαιτούμενα προσόντα. Στην επόμενη συνεδρία της 7.12.1995 έγινε πλήρης ενημέρωση του κ. Αναστασιάδη, ο οποίος υιοθέτησε τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί. Κρίνεται ότι η ενέργεια αυτή της Συμβουλευτικής είναι πλήρως νομότυπη και σύμφωνη με τη νομολογία. Στην προσφυγή υπ' αρ. 294/96- προβάλλεται η θέση ότι την έκθεση της Συμβουλευτικής υπέγραψε και ο κ. Ερωτόκριτος, παρ' όλον ότι δεν συμμετείχε στις συνεδριάσεις. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος, αφού με μια ματιά στη σελ. 11 της έκθεσης διαπιστώνεται ότι την έκθεση δεν υπογράφει ο κ. Ερωτόκριτος, αλλά μόνο τα άλλα τέσσερα μέλη της.
7. Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι η αξιολόγηση της Επιτροπής πάσχει. Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Αφού τόσον ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 321/96, όσο και ο επιλεγείς Αλέξανδρος Ζήνων διέθεταν το πλεονέκτημα, δεν απαιτείτο για τη μη επιλογή του αιτητή οποιαδήποτε ειδική αιτιολογία. Ειδική αιτιολογία απαιτείται μόνο όταν ο επιλεγείς δεν διαθέτει το πλεονέκτημα που διαθέτουν άλλοι υποψήφιοι.
Ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του Ζήνωνος. Δεν απέδειξε καν απλή υπεροχή. Ο κ. Ζήνων διαθέτει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή που αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία ουσιώδες κριτήριο επιλογής που ενισχύει την αξία ενός υποψήφιου. Περαιτέρω, υπερέχει σαφώς σε αρχαιότητα του αιτητή και τουλάχιστον ισοβαθμεί με αυτόν στα πρόσθετα προσόντα.. Όσον αφορά τις ετήσιες εκθέσεις, τόσο ο αιτητής όσο και το Ε.Μ.3 έχουν εξαίρετη γενική βαθμολογία, ενώ η υπεροχή του αιτητή για το 1992 κατά τρεις μονάδες δεν μπορεί να ανατρέψει την εικόνα.
8. Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι η συνέντευξη ήταν το αποκλειστικό και/ή αποφασιστικό κριτήριο επιλογής. Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Τα πρακτικά που κατατέθηκαν δεν συνηγορούν υπέρ ενός τέτοιου συμπεράσματος. Εξ άλλου το Άρθρο 34 κατατάσσει την απόδοση στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής μεταξύ των ουσιωδών στοιχείων που η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπ' όψιν κατά την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής. Μεγάλη σημασία στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις ενώπιον του διορίζοντας οργάνου, όταν η θέση που θα πληρωθεί είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, δίδεται επίσης και από τη νομολογία.
9. Το τελευταίο επιχείρημα αναφέρεται στην έλλειψη αιτιολογίας της τελικής απόφασης της Επιτροπής. Όπως είδαμε, ο διορισμός ή η προαγωγή των τεσσάρων από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έχει ήδη ακυρωθεί και ο λόγος αυτός εξετάζεται μόνο αναφορικά με την προαγωγή του κ. Ζήνωνος. Ανάγνωση των πρακτικών που τηρήθηκαν καταδεικνύει ότι η αιτιολογία της Επιτροπής ως προς τον κ. Ζήνωνος είναι επαρκής. Η υπό εξέταση θέση βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία και γι' αυτό η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντας οργάνου είναι ευρύτατη. Όπως έχει νομολογηθεί όσο μεγαλύτερη η διακριτική ευχέρεια ενός διοικητικού οργάνου, τόσο λιγότερη η αιτιολογία που απαιτείται.
10. Εν όψει όλων των πιο πάνω, η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών 1 και 2 Αθηνούλλας Μαυρονικόλα και Σταύρου Επαμεινώνδα και o διορισμός των ενδιαφερομένων μερών 4 και 5 Ερατούς Μαρκουλλή- Κοζάκου και Ανδρέα Μαυρογιάννη ακυρώνεται, ενώ η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους 3 Αλέξανδρου Ζήνωνος επικυρώνεται. Οι προσφυγές επιτυγχάνουν μερικώς. Τα έξοδα της διαδικασίας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, θα βαρύνουν τους καθ' ων η αίτηση.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,
Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2674,
Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 4 Α.Α.Δ. 1015,
Στυλιανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1995) 4 Α.Α.Δ. 1873,
Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,
Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,
Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347,
Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1,
Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 234,
Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 975,
Thalassinos v. Republic (1973) 3 C.L.R 386,
Thalassinos v. Republic (1974) 3 C.L.R 290,
Xαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1503,
Χ" Χάννας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2720,
Κολιός ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2825,
Τρυφωνίδης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1997) 4 Α.Α.Δ. 2501,
Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,
Καραγιώργης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669,
Ττοουλής ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1682,
Μυλωνάς ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1203.
Προσφυγή.
Προσφυγή των αιτητών κατά του διορισμού/προαγωγής πέντε ενδιαφερομένων μερών στη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού, Εξωτερικές Υπηρεσίες η οποία ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στην Υπόθεση αρ. 294/96.
Γ. Κορφιώτης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση αρ. 321/96.
Π. Κληρίδης, για τους Καθ' ων η αίτηση.
A. Πολυδώρου για Χρυσοστομίδη (και στις δύο υποθέσεις), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 1.
Μ. Κωνσταντίνου για Ηλιάδη και Πασχαλίδη (και στις δύο υποθέσεις), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 2.
Α. Κωνσταντίνου (και στις δύο υποθέσεις), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 3.
Π. Πολυβίου (και στις δύο υποθέσεις), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη αρ. 4 και 5.
Cur. adv. vult.
NIKOΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις παρούσες συνεκδικασθείσες προσφυγές, οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής "η Επιτροπή") ημερ. 22.1.1996 με την οποία διορίστηκαν ή προήχθηκαν τα πέντε ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού (Τακτικός Προϋπολογισμός), Εξωτερικές Υπηρεσίες, από 1.2.1996. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας οι αιτητές 2 και 4 της προσφυγής υπ' αρ. 294/96 απέσυραν την προσφυγή τους.
Η θέση Πληρεξούσιου Υπουργού είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Οι αιτητές στην προσφυγή υπ' αρ. 294/96 διεκδίκησαν τη θέση ως θέση προαγωγής, ενώ ο αιτητής στην προσφυγή υπ' αρ. 321/96 τη διεκδίκησε ως θέση πρώτου διορισμού. Τα ενδιαφερόμενα μέρη 1, 2 και 3, Αθηνούλλα Μαυρονικόλα, Σταύρος Επαμεινώνδας και Αλέξανδρος Ζήνων, διεκδίκησαν τη θέση ως θέση προαγωγής, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη 4 και 5, Ερατώ Κοζάκου-Μαρκουλλή και Ανδρέας Μαυρογιάννης, ως πρώτου διορισμού.
Ορισμένοι λόγοι προβάλλονται εναντίον του διορισμού όλων, ενώ άλλοι εναντίον ορισμένων μόνο ενδιαφερομένων μερών. Για λόγους ευκολίας θα ασχοληθώ πρώτα με τους ισχυρισμούς που αναφέρονται σε μεμονωμένα ενδιαφερόμενα μέρη και στη συνέχεια με τους λόγους που στρέφονται εναντίον όλων.
Στην προσφυγή υπ' αρ. 321/96 προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος 4 Ερατώ Μαρκουλλή-Κοζάκου δεν διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, όπως προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας και ως εκ τούτου δεν κατέχει τα απαραίτητα για διορισμό στη θέση προσόντα. Εναλλακτικά ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα για διαπίστωση του κατά πόσο το Ε.Μ. 4 κατείχε ή όχι τα προσόντα.
Η κα Μαρκουλλή διεκδίκησε, όπως είδαμε, τη θέση ως πρώτου διορισμού. Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας για πρώτο διορισμό απαιτείται, μεταξύ άλλων, πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος σε κατάλληλο θέμα, π.χ. τη Νομική, τις Πολιτικές, Οικονομικές και Κλασσικές Επιστήμες, καθώς και συναφές μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος.
Η κα Μαρκουλλή διαθέτει πτυχίο Νομικής, καθώς και το Certificate of the Degree of Licentiate of Social Sciences του Πανεπιστημίου του Helsinki. Σε κατάλογο στον οποίο παρουσιάζονται τα προσόντα των υποψήφιων που κατατέθηκε με την ένσταση των καθ' ων η αίτηση, αναφέρεται έναντι του ονόματός της ότι το συγκεκριμένο δίπλωμα κοινώς εκτιμάται ότι αντιστοιχεί σε αμερικανικό διδακτορικό δίπλωμα.
Επί του συγκεκριμένου σημείου καμιά εξήγηση δεν δίδεται ούτε στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση, αλλά ούτε και από το ίδιο το ενδιαφερόμενο μέρος, αφού δεν καταχωρήθηκε αγόρευση για λογαριασμό της. Υιοθετήθηκε απλώς η αγόρευση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση. Κάποια αναφορά έγινε κατά τη διάρκεια των προφορικών διευκρινήσεων από το δικηγόρο της.
Από το φάκελο της υπόθεσης φαίνεται καθαρά ότι ούτε η Συμβουλευτική, αλλά ούτε και η Επιτροπή, παρά την υποχρέωση που είχε η τελευταία, προέβηκαν σε οποιαδήποτε έρευνα για να διαπιστωθεί αν το Ε.Μ.4 κατείχε ή όχι μεταπτυχιακό δίπλωμα. Καμιά προσπάθεια δεν έγινε για να εξακριβωθεί το επίπεδο του συγκεκριμένου διπλώματος, παρά το γεγονός ότι η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου ήταν απαραίτητο προσόν για διορισμό. Σημειώνεται ότι κανένα από τα έγγραφα που περιέχονται στον προσωπικό της φάκελο (ειδικότερα τα ερυθρά 136-148 στα οποία παρέπεμψε ο συνήγορός της) δεν αποδεικνύει το επίπεδο του τίτλου της.
Από τον αιτητή στην προσφυγή υπ' αρ. 321/96 εκφράζονται αμφιβολίες για το επίπεδο του συγκεκριμένου διπλώματος, ακόμα και στη χώρα έκδοσής του. Κρίνω ότι, αφού η έλλειψη δέουσας έρευνας αρκεί για ακύρωση του διορισμού του Ε.Μ.4, δεν είναι απαραίτητο να υπεισέλθω στο θέμα του επιπέδου του διπλώματος.
Στο σχέδιο υπηρεσίας ένα από τα απαιτούμενα προσόντα τόσο για πρώτο διορισμό, όσο και για προαγωγή, είναι και η άριστη γνώση της αγγλικής, ενώ καλή γνώση της γαλλικής ή άλλης ξένης γλώσσας αποτελεί επιπρόσθετο προσόν.
Προβάλλεται ο ισχυρισμός εκ μέρους των αιτητών και στις δύο προσφυγές ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη 2, 4 και 5 Σταύρος Επαμεινώνδας, Ερατώ Μαρκουλλή και Ανδρέας Μαυρογιάννης είχαν την απαιτούμενη άριστη γνώση της αγγλικής.
Στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφέρεται ότι σε ό,τι αφορά την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για άριστη γνώση της αγγλικής (όπως και την άπταιστη γνώση της ελληνικής που επίσης απαιτείται), κρίθηκε ότι κατά τεκμήριο όλοι οι υποψήφιοι που υπηρετούν στο Υπουργείο Εξωτερικών έχουν τα εν λόγω προσόντα, αφού για εκπλήρωση των καθηκόντων τους, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης υπηρεσίας τους, απαιτείται άπταιστη γνώση της ελληνικής και άριστη γνώση της αγγλικής. Τα καθήκοντα αυτά περιλαμβάνουν την ετοιμασία εκθέσεων και υπομνημάτων και τη συμμετοχή σε συνέδρια ή διεθνείς οργανισμούς. Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι οι υποψήφιοι κατέχουν απολυτήριο ελληνικού γυμνασίου και πτυχίο ή τίτλο ελληνόφωνου ή αγγλόφωνου πανεπιστημίου. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας υιοθέτησε το πιο πάνω πόρισμα της Συμβουλευτικής.
Η νομολογία στο θέμα αυτό έχει τοποθετηθεί με σαφήνεια και κατ' επανάληψη (βλέπε ενδεικτικά Χρυστάλλα Χατζηγιάννη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, 337, Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2674). Τονίστηκε η αναγκαιότητα για έρευνα στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν τα αδιάσειστα εκείνα ενδεικτικά που καταδεικνύουν την επάρκεια γνώσης μιας γλώσσας (Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 4 Α.Α.Δ. 1015, Στυλιανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1995) 4 Α.Α.Δ. 1873 και Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145).
Το συμπέρασμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής για κατοχή της απαιτούμενης άριστης γνώσης της αγγλικής γλώσσας κατ' επίκληση τεκμηρίου δεν ήταν επιτρεπτό. Διερωτάται κανένας πως μπορεί να συναχθεί κατά τεκμήριο η άριστη γνώση μιας γλώσσας. Η Επιτροπή άσκησε τα καθήκοντά της κατά τρόπο εξ ίσου πλημμελή, υιοθετώντας απλώς τα όσα η Συμβουλευτική ανέφερε στην έκθεσή της. Όφειλε η ίδια, ως η αρμόδια αρχή, να προβεί στη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσο οι υποψήφιοι πληρούσαν ή όχι τη συγκεκριμένη απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Ε.Μ.4 και 5 κατέθεσε κατά τη διάρκεια των διευκρινίσεων δύο τεκμήρια που κατά τη γνώμη του αποδεικνύουν την άριστη γνώση της αγγλικής. Κατ' αρχήν και τα δύο τεκμήρια φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της κρινόμενης απόφασης και συνεπώς δεν μπορούν να ληφθούν υπ' όψιν, αφού δεν ήταν ενώπιον της Επιτροπής. Περαιτέρω διερωτώμαι κατά πόσο θα ήταν εν πάση περιπτώσει ικανοποιητικά, αφού είναι αμφίβολη η σχέση των συντακτών τους με το αντικείμενο.
Έγινε αναφορά στο ότι το σχέδιο υπηρεσίας προηγούμενης θέσης και συγκεκριμένα της θέσης ακολούθου, απαιτούσε την πολύ καλή γνώση της αγγλικής και συνεπώς δημιουργείται τεκμήριο κατοχής της (βλέπε Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422). Όμως στην υπό εξέταση θέση απαιτείται άριστη και όχι πολύ καλή γνώση της αγγλικής και συνεπώς κανένα τεκμήριο δεν δημιουργείται. Εξ άλλου διατηρώ αμφιβολίες κατά πόσο η αρχή που τέθηκε με την υπόθεση Πογιατζής τυγχάνει εφαρμογής και στις περιπτώσεις πρώτου διορισμού.
Εν όψει των πιο πάνω η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους 2 και ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών 4 και 5 θα πρέπει να ακυρωθεί. Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 2 Αθηνούλλα Μαυρονικόλα και Σταύρος Επαμεινώνδας, άνκαι δεν κατείχαν το πρόσθετο προσόν που προέβλεπε το σχέδιο υπηρεσίας προήχθηκαν χωρίς να παρασχεθεί ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του αιτητή στην προσφυγή υπ' αρ. 321/96 που το κατείχε.
Στην απόφασή της η Επιτροπή αναφέρει ότι έλαβε υπ' όψιν ότι οι μη επιλεγέντες υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής στην προσφυγή υπ' αρ. 321/96, διαθέτουν το πρόσθετο προσόν είτε της καλής γνώσης της γαλλικής ή άλλης ξένης γλώσσας, είτε της πείρας σε θέματα συναφή με τις δραστηριότητες του Υπουργείου Εξωτερικών, ενώ οι επιλεγέντες Επαμεινώνδας και Μαυρονικόλα δεν το διαθέτουν. Ωστόσο, συνεχίζει το σχετικό πρακτικό, η Επιτροπή έκρινε ότι η κατοχή του πρόσθετου προσόντος δεν είναι αρκετή για να υπερνικήσει τα υπόλοιπα κριτήρια τα οποία σε συνεκτίμηση καθιστούν υπέρτερους τους επιλεγέντες.
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η διοίκηση μπορεί να παραγνωρίσει προσόν που θεωρείται από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα, αλλά έχει την υποχρέωση να παράσχει ειδική προς τούτο αιτιολογία (βλέπε Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & Άλλου (Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347, 358). Οι κανόνες της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το ευεργέτημα του πρόσθετου προσόντος ανθυποψήφιου εκείνου που επιλέγεται (Χατζηγιάννη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Θεωρώ ότι η αιτιολογία που παρέθεσε η Επιτροπή δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της νομολογίας. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπ' όψιν ότι και οι δύο επιτυχόντες υποψήφιοι και ο αιτητής στην προσφυγή υπ' αρ. 321/96 αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή ως "πάρα πολύ καλοί", ενώ από τη Συμβουλευτική, ο αιτητής βαθμολογήθηκε το ίδιο με την κα Μαυρονικόλα (93%) και ο κ. Επαμεινώνδας χαμηλότερα (με 92%) (βλέπε Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε ο κ. Επαμεινώνδας, ούτε η κα Μαυρονικόλα αντικρούουν τους ισχυρισμούς του αιτητή, είτε όσον αφορά την αιτιολογία της μη κατοχής του πρόσθετου προσόντος, είτε την άριστη γνώση της αγγλικής στην περίπτωσή της κας Μαυρονικόλα. Εν όψει των πιο πάνω και η προαγωγή των Ε.Μ. 1 και 2 Αθηνούλλας Μαυρονικόλα και Σταύρου Επαμεινώνδα θα πρέπει να ακυρωθεί.
Προβάλλεται περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει γιατί ελλείπει οποιαδήποτε αιτιολογία στην απόφασή του να συστήσει τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ ελλείπει αιτιολογία για την αριθμητική αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξή τους ενώπιον της Επιτροπής.
Επειδή η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, ισχύουν οι πρόνοιες του άρθρου 34 (9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, που δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση του προϊστάμενου. Αντίθετα σε θέσεις προαγωγής, για τις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 35(4), οι συστάσεις απαιτείται να είναι αιτιολογημένες (Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 234).
Το θέμα της αξιολόγησης από το Γενικό Διευθυντή της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που προσήλθαν ενώπιον της Επιτροπής έχει αποφασιστεί από τη νομολογία. Στην υπόθεση Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 975, αναφέρεται ότι παρ' όλον ότι σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90 η αξιολόγηση από το Διευθυντή της επίδοσης των υποψηφίων κατά τις προφορικές εξετάσεις δεν αποτελεί στοιχείο κρίσης, εν τούτοις η έκφραση τέτοιων απόψεων δεν αντίκειται στις διατάξεις του νόμου και υποβοηθεί την Επιτροπή στη διαμόρφωση της δικής της κρίσης (Βλέπε επίσης Thalassinos v. Republic (1973) 3 C.L.R. 386, 389, 390 και Thalassinos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 290, 293).
Σύμφωνα πάντα με τη νομολογία, η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής από το Γενικό Διευθυντή δεν ελέγχεται. Συνεπώς το επιχείρημα των αιτητών στερείται βάσης (βλέπε Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1503, Κώστας Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4499, Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 975).
Στην υπόθεση Καντούνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 800, κρίθηκε ότι η γνώμη του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών για την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις δεν είναι νόμιμο στοιχείο και ότι η εντύπωση που σχημάτισε ο Γενικός Διευθυντής, σαφώς εντάχτηκε στα στοιχεία κρίσης.
Η παρούσα υπόθεση όμως διαφοροποιείται. Στους παράγοντες που η Επιτροπή έλαβε υπ' όψιν, (πρακτικό ημερ. 22.1.1996) δεν περιλαμβάνεται και η αξιολόγηση του Γενικού Διευθυντή.
Η μόνη αναφορά που γίνεται σχετικά με την κρίση του Διευθυντή είναι στο ακόλουθο απόσπασμα:
"H Eπιτροπή, συνεχίζοντας την εξέταση του θέματος, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Γενικού Διευθυντή, αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων που προσήλθαν σε ενώπιόν της προφορική εξέταση κατά τις συνεδριάσεις της με ημερομηνίες 22.12.1995, 15.1.1996 και 16.1.1996."
Δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης αν ο Γενικός Διευθυντής σύστησε τους συγκεκριμένους υποψήφιους υπό την επίδραση και την εντύπωση που ο ίδιος σχημάτισε κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής. Ούτε ελέγχεται η υποκειμενική κρίση του αξιολογούντος προϊσταμένου για την απόδοση των υποψηφίων στην εν λόγω εξέταση. Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Ε.Μ.3 Αλέξανδρου Ζήνωνος δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.
Προβάλλεται περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών ήταν αναρμόδιος να προβεί σε συστάσεις γιατί δεν ήταν "ο Προϊστάμενος Τμήματος". Η σύσταση του προϊστάμενου του τμήματος είναι απαραίτητη (άρθρο 34(9) του Νόμου). Σύμφωνα με το άρθρο 2 ο Γενικός Διευθυντής Υπουργείου θεωρείται ως ο Προϊστάμενος του Τμήματος αναφορικά με τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται σε τμήμα του Υπουργείου. Η υπό εξέταση θέση δεν υπάγεται σε κανένα τμήμα και συνεπώς ορθά ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών παρουσιάστηκε ενώπιον της Επιτροπής και προέβη στις συστάσεις (βλέπε σχετικά Χ" Χάννας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2720, Κολιός ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2825).
Στην προσφυγή υπ' αρ. 321/96 προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι παράνομη. Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Διορίστηκαν πέντε μέλη, όπως προβλέπεται από το άρθρο 32 του Νόμου. Η Συμβουλευτική συνεδρίασε στις 20.9.1995, 7.12.1995, 8.12.1995 και 12.12.1995. Ένα από τα μέλη, ο κ. Μιχαήλ Ερωτόκριτος, παρέστη μόνο στην πρώτη συνεδρία της 20.9.1995, αλλά, λόγω απουσίας του στο εξωτερικό, δεν παρευρέθηκε στις υπόλοιπες. Η απουσία του κ. Ερωτόκριτου δεν αποτελούσε κώλυμα για την περαιτέρω λειτουργία της Συμβουλευτικής, αφού αυτή μπορούσε να λειτουργήσει με τα υπόλοιπα τέσσερα της μέλη.
Το μέλος της Επιτροπής κ. Αβραάμ Λούκα αντικαταστάθηκε, ύστερα από δική του επιθυμία που εκφράστηκε με επιστολή του ημερ. 14.11.1995, από τον κ. Αναστασιάδη.
Ο κ. Αναστασιάδης δεν έλαβε μέρος στην πρώτη συνεδρία. Αλλά σ' αυτή δεν ελήφθη οποιαδήποτε ουσιαστική απόφαση. Απλά αποφασίστηκε ποιοι υποψήφιοι κατείχαν εκ πρώτης όψεως τα απαιτούμενα προσόντα. Στην επόμενη συνεδρία της 7.12.1995 έγινε πλήρης ενημέρωση του κ. Αναστασιάδη, ο οποίος υιοθέτησε τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί. Κρίνω ότι η ενέργεια αυτή της Συμβουλευτικής είναι πλήρως νομότυπη και σύμφωνη με τη νομολογία (βλέπε Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 370).
Στην προσφυγή υπ' αρ. 294/96 προβάλλεται η θέση ότι την έκθεση της Συμβουλευτικής υπέγραψε και ο κ. Ερωτόκριτος, παρ' όλον ότι δεν συμμετείχε στις συνεδριάσεις. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος, αφού με μια ματιά στη σελ. 11 της έκθεσης διαπιστώνεται ότι την έκθεση δεν υπογράφει ο κ. Ερωτόκριτος, αλλά μόνο τα άλλα τέσσερα μέλη της.
Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι η αξιολόγηση της Επιτροπής πάσχει. Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Αφού τόσον ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 321/96, όσο και ο επιλεγείς Αλέξανδρος Ζήνων διέθεταν το πλεονέκτημα, δεν απαιτείτο για τη μη επιλογή του αιτητή οποιαδήποτε ειδική αιτιολογία. Ειδική αιτιολογία απαιτείται μόνο όταν ο επιλεγείς δεν διαθέτει το πλεονέκτημα που διαθέτουν άλλοι υποψήφιοι.
Ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του Ζήνωνος. Δεν απέδειξε καν απλή υπεροχή. Ο κ. Ζήνων διαθέτει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή που αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία ουσιώδες κριτήριο επιλογής που ενισχύει την αξία ενός υποψήφιου. Περαιτέρω, υπερέχει σαφώς σε αρχαιότητα του αιτητή και τουλάχιστον ισοβαθμεί με αυτόν στα πρόσθετα προσόντα. Όσον αφορά τις ετήσιες εκθέσεις, τόσο ο αιτητής όσο και το Ε.Μ.3 έχουν εξαίρετη γενική βαθμολογία, ενώ η υπεροχή του αιτητή για το 1992 κατά τρεις μονάδες δεν μπορεί να ανατρέψει την εικόνα.
Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι η συνέντευξη ήταν το αποκλειστικό και/ή αποφασιστικό κριτήριο επιλογής. Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Τα πρακτικά που κατατέθηκαν δεν συνηγορούν υπέρ ενός τέτοιου συμπεράσματος. Εξ άλλου το άρθρο 34 κατατάσσει την απόδοση στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής μεταξύ των ουσιωδών στοιχείων που η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπ' όψιν κατά την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής. Μεγάλη σημασία στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις ενώπιον του διορίζοντος οργάνου, όταν η θέση που θα πληρωθεί είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, δίδεται επίσης και από τη νομολογία.
Το τελευταίο επιχείρημα αναφέρεται στην έλλειψη αιτιολογίας της τελικής απόφασης της Επιτροπής. Όπως είδαμε, ο διορισμός ή η προαγωγή των τεσσάρων από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έχει ήδη ακυρωθεί και ο λόγος αυτός εξετάζεται μόνο αναφορικά με την προαγωγή του κ. Ζήνωνος. Ανάγνωση των πρακτικών που τηρήθηκαν καταδεικνύει ότι η αιτιολογία της Επιτροπής ως προς τον κ. Ζήνωνος είναι επαρκής. Χρήσιμη παραπομπή για την αιτιολόγηση απόφασης μπορεί να γίνει στην υπόθεση Τρυφωνίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2501.
Η υπό εξέταση θέση βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία και γι' αυτό η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρύτατη (Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, 54, Καραγιώργης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669). Όπως έχει νομολογηθεί όσο μεγαλύτερη η διακριτική ευχέρεια ενός διοικητικού οργάνου, τόσο λιγότερη η αιτιολογία που απαιτείται (Κυριάκος Ττοουλής ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1682, Μυλωνάς ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1203).
Εν όψει όλων των πιο πάνω η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών 1 και 2 Αθηνούλλας Μαυρονικόλα και Σταύρου Επαμεινώνδα και ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών 4 και 5 Ερατούς Μαρκουλλή-Κοζάκου και Ανδρέα Μαυρογιάννη ακυρώνεται, ενώ η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους 3 Αλέξανδρου Ζήνωνος επικυρώνεται. Οι προσφυγές επιτυγχάνουν μερικώς. Τα έξοδα της διαδικασίας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, θα βαρύνουν τους καθ' ων η αίτηση.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν μερικώς με έξοδα.