ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 1004
7 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΙΚΥ ΑΣΙΗΚΑΛΗ,
Αιτήτρια,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 428/96)
Σχέδια Υπηρεσίας ― Τροποποίηση ― Η αρμόδια υπηρεσία διατηρεί δικαίωμα τροποποίησής τους ― Δεν υπάρχει κεκτημένο δικαίωμα μη τροποποίησης σχεδίων υπηρεσίας ― Η παρέλευση εύλογου χρόνου για τροποποίησή τους, με σκοπό να ανοίξει ο δρόμος της προαγωγικής διαδικασίας, δεν ισοδυναμεί με παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αντικείμενο ― Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας ― Δεν νοείται για πράξεις διακριτικής ευχέρειας, παρά μόνο για δέσμιας αρμοδιότητας ― Δεν υπάρχει υποχρέωση πρόσδοσης αναδρομικής ισχύος σε προαγωγή ― Αντίκειται στην αρχή της μη αναδρομικότητας των διοικητικών πράξεων.
Η αιτήτρια προσέβαλε με την προσφυγή της την απόφαση της καθ' ης η αίτηση, να καθορίσει ως ημερομηνία προαγωγής της, την 1/5/96 και όχι αναδρομική ημερομηνία από τον Δεκέμβριο του 1994, που η επίδικη θέση εγκρίθηκε από τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό του έτους 1994.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτονται την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Τα Σχέδια Υπηρεσίας αποτελούν το μέσο για την όσο το δυνατό καλύτερη στελέχωση δημόσιας αρχής ή οργάνου. Ο καταρτισμός τους σχετίζεται άμεσα με την εκτίμηση των λειτουργικών αναγκών της υπηρεσίας και η ετοιμασία τους αποβλέπει στην ευόδωση του διοικητικού έργου των φορέων της εκτελεστικής λειτουργίας. Η τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας ήταν υπό τις περιστάσεις αναγκαία για να ανοίξει ο δρόμος της προαγωγικής διαδικασίας, η οποία οδήγησε στην προαγωγή της αιτήτριας στη συγκεκριμένη θέση. Ο χρόνος που χρειάστηκε για την επίτευξη της τροποποίησης δεν ήταν υπό τις περιστάσεις παράλογα υπερβολικός και η μη αναδρομική προαγωγή της αιτήτριας ουδόλως συνδέεται με αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους της Αρχής, που ισοδυναμεί, κατά την αιτήτρια, με παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
2. Η «παράλειψη» για να είναι αντικείμενο προσφυγής, πρέπει να αναφέρεται σε πράξη ή απόφαση την οποία η διοίκηση άνκαι είναι υποχρεωμένη από το νόμο να εκδόσει ή να λάβει εντούτοις παραλείπει. Παράλειψη της διοίκησης να ασκήσει εξουσία που ανάγεται στη διακριτική της ευχέρεια, δεν θεμελιώνει δικαίωμα για άσκηση δικαστικού ελέγχου. Έτσι, η άρνηση της διοίκησης να διορίσει ή να προάξει ή να μεταθέσει κάποιο υπάλληλο, δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, αλλά αρνητική πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτήτρια ενδεχομένως να είχε έννομο συμφέρον αυτοτελούς προσβολής στον κατάλληλο χρόνο της ισχυριζόμενης παράλειψης της Αρχής, αναφορικά με το θέμα της τήρησης των προθεσμιών που προβλέπει ο Καν. 13(1)(α) της Κ.Δ.Π. 291/86 οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, εφόσον αναφέρονται στη διοίκηση, είναι ενδεικτικές και όχι ανατρεπτικές. Αντί αυτού, η αιτήτρια κατ' επίκληση της «απρόσβλητης παράλειψης» επιδιώκει ακύρωση της απόφασης για τη μη αναδρομική προαγωγή της. Πρόκειται για αξίωση η οποία αντίκειται στον κανόνα της μη αναδρομικής ισχύος των διοικητικών πράξεων, εφόσον η συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στις περιπτώσεις όπου κατ' εξαίρεση δίνεται αναδρομική ισχύς σε διοικητική πράξη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χατζηπαύλου v. Α.Η.Κ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 11,
Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196,
Λουκά v. Α.Η.Κ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 789,
Τουμάζου v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2935,
Costeas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 115,
Argyrou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 474,
Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181,
Χ"Γεωργίου κ.ά. v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 42.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου με την οποία καθόρισε ως ημερομηνία έναρξης της ισχύος της προαγωγής της αιτήτριας στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογράφησης, Οικονομικές Υπηρεσίες, την 1.5.96 αντί αναδρομικά από Δεκέμβριο 1994.
Α. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια.
Κ. Στιβαρού για Κακογιάννη, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, με την παρούσα προσφυγή ζητά:
"(Α) Δήλωση και/ή Διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 9.4.1996 με την οποία οι καθ' ων η αίτηση καθόρισαν την ημερομηνία προαγωγής της αιτήτριας στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογραφήσεως Κλίμακα Α11+2, Οικονομικές Υπηρεσίες, από 1.5.1996 αντί από Δεκέμβριον 1994, ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να είχε τοποθετηθεί η αιτήτρια είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη εννόμου αποτελέσματος, παν δε το παραλειφθέν δεν θα έπρεπε να ελάμβανε χώραν.
(Β) Δήλωση και/ή Διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να προάγουν την αιτήτρια στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογραφήσεως, Κλίμακα Α11+2, Οικονομικές Υηρεσίες από Δεκέμβριον 1994 είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Η λεπτομερής παράθεση των γεγονότων κρίνεται αναγκαία ενόψει των θεμάτων που θα συζητηθούν και που έχουν σχέση με την ισχυριζόμενη παράλειψη της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου.
Η αιτήτρια προσλήφθηκε στην υπηρεσία της ΑΗΚ την 1.3.1983 στη θέση Προγραμματιστή ΙΙ, Οικονομικές Υπηρεσίες Κεντρικά Γραφεία. Η πιο πάνω θέση καταργήθηκε και η αιτήτρια τοποθετήθηκε στη θέση Λειτουργού Μηχανογραφήσεως 2ας τάξεως από 1.4.1985. Ύστερα από αναθεώρηση του Σχεδίου Υπηρεσίας η αιτήτρια πήρε θέση Λειτουργού Μηχανογράφησης, κλίμακα Α10 από 1.3.1988.
Η επίδικη θέση Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογραφήσεως, Κλίμακα Α11+2, εγκρίθηκε στο συμπληρωματικό προϋπολογισμό του 1994 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 9.12.1994.
Βασικά η αιτήτρια επιδιώκει την ανατροπή της απόφασης της ΑΗΚ ημερομηνίας 9.4.96 με την οποία η Αρχή καθόρισε ως ημερομηνία έναρξης της ισχύος της προαγωγής της αιτήτριας την 1.5.96 αντί αναδρομικά από Δεκέμβριο 1994. Η αιτήτρια συνδέει την αξίωσή της για αναδρομική ισχύ της προαγωγής της με την ισχυριζόμενη καθυστέρηση προώθησης της προαγωγικής διαδικασίας στη συγκεκριμένη θέση, καθυστέρηση η οποία κατά την άποψή της, ισοδυναμεί με παράλειψη.
Έτσι, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η ΑΗΚ παρέλειψε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια αφού άφησε να παρέλθη άπρακτη η προθεσμία που καθορίζουν οι σχετικές διατάξεις και/ή παρέλειψε να προβεί στην οφειλόμενη ενέργεια εντός ευλόγου χρόνου. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού της επικαλείται τον Κανονισμό 13(1)(α) της Κ.Δ.Π. 291/96 που προβλέπει:
"Η Αρχή προκηρύσσει δια πλήρωσιν πάσαν κενήν θέσιν ως καθορίζεται κατωτέρω:
(α) Αμα τη κενώσει η εν αναμονή κενώσεως οιασδήποτε θέσεως η επί δημιουργίας νέας τοιαύτης η Αρχή μετά πάσης σπουδής χωρεί εις την προκήρυξιν της θέσεως ταύτης."
Σύμφωνα με το Λεξικό της Πρωΐας, που επίσης επικαλείται η αιτήτρια, "Σπουδή: είναι η αφηρημένη έννοια του σπεύδω. Εν σπουδή ή μετά σπουδής σημαίνει ταχέως, εσπευσμένως ή προθύμως".
Είναι λοιπόν η θέση της αιτήτριας ότι η Αρχή όφειλε "ταχέως" και "προθύμως" να προβεί στην προκήρυξη της θέσης και όχι να επικαλείται δικές της παραλείψεις και σφάλματα τα οποία είχε απεριόριστο χρόνο να ελέγξει και αναθεωρήσει.
Το τότε σε ισχύ Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης απαιτούσε μεταξύ άλλων "ευδόκιμον υπηρεσία εις την θέσιν Λειτουργού Μηχανογραφήσεως 1ης Τάξεως διαρκείας ουχί μικροτέρας των 2 ετών". Ομως, η θέση του Λειτουργού Μηχανογραφήσεως 1ης Τάξεως είχε καταργηθεί από την Οργανική Διάρθρωση της Αρχής από 1.3.88 και ενόψει αυτού του γεγονότος, κανένας υπάλληλος δεν είχε την απαιτούμενη υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Μηχανογραφήσεως 1ης Τάξεως. Αυτό θεωρήθηκε πως αποτελούσε πρόβλημα σχετιζόμενο με την προαγωγική διαδικασία και εξαιτίας τούτου αναστάληκε η δημοσίευση για την πλήρωση της θέσης, ενώ παράλληλα, άρχισε η διαδικασία για την τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας. Τα γεγονότα που μεσολάβησαν από την αρχή μέχρι το τέλος της διαδικασίας αποκαλύπτουν ότι ο χρόνος που χρειάστηκε μέχρι να καταρτισθεί το τροποποιημένο σχέδιο υπηρεσίας και να αρχίσει και συμπληρωθεί η προαγωγική διαδικασία αν και ήταν μακρύς εντούτοις, δεν ήταν παράλογα υπερβολικός ενόψει της ανάγκης επίλυσης των ζητημάτων που είχαν προκύψει στην πορεία και πλήρωσης των προϋποθέσεων που λογικά θα έπρεπε να ικανοποιηθούν έτσι ώστε η όλη διαδικασία από την αρχή μέχρι το τέλος να βρίσκεται στα πλαίσια της νομιμότητας. Δεν περιέπεσε ο,τιδήποτε στην αντίληψή μου που να δημιουργεί έστω υποψίες για ύπαρξη σκοπιμοτήτων που αορίστως υπαινίσσεται η αιτήτρια.
Τα Σχέδια Υπηρεσίας αποτελούν το μέσο για την όσο το δυνατό καλύτερη στελέχωση δημόσιας αρχής ή οργάνου. Ο καταρτισμός τους σχετίζεται άμεσα με την εκτίμηση των λειτουργικών αναγκών της υπηρεσίας και η ετοιμασία τους αποβλέπει στην ευόδωση του διοικητικού έργου των φορέων της εκτελεστικής λειτουργίας. Βλ. Χατζηπαύλου ν. Α.Η.Κ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 11 και Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196.
Στην Βάσος Λουκά ν. Α.Η.Κ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 789 λέχθηκε ότι:
"... η αρμόδια αρχή διατηρεί την ευχέρεια τροποποίησης των σχεδίων υπηρεσίας και ότι δεν υπάρχει κεκτημένο δικαίωμα μη τροποποίησης των σχεδίων υπηρεσίας."
Πάνω στο ίδιο θέμα, της τροποποίησης ή αντικατάστασης ενός Σχεδίου Υπηρεσίας ο Δικαστής Πικής αναφέρει τα πιο κάτω στην Τουμάζου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2935:
"Το ουσιαστικό ερώτημα είναι αν η αρμόδια Αρχή, το Υπουργικό Συμβούλιο, κωλυόταν να τροποποιήσει ή να αντικαταστήσει το παλιό σχέδιο υπηρεσίας - το σχέδιο υπηρεσίας του 1983. Η απάντηση είναι αρνητική. Αποφασίστηκε στην υπόθεση Georghios Economides v. Republic (1972) 3 Α.Α.Δ. 506 και επικυρώθηκε στο σημείο αυτό από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλέπε Georghios Economides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 419) ότι δεν υπήρχε νομικό κώλυμα στην τροποποίηση σχεδίων υπηρεσίας. Η ίδια αρχή έτυχε εφαρμογής και στην υπόθεση Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332 στην οποία διατυπώνεται η άποψη ότι ο περιορισμός του δικαιώματος τροποποίησης των σχεδίων υπηρεσίας θα αποστερούσε την αρμόδια αρχή από την ευχέρεια να προσαρμόσει τις προδιαγραφές για τη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας στα σύγχρονα δεδομένα και απαιτήσεις και θα καθήλωνε το νομοθετικό καθεστώς για ανέλιξη στη δημόσια υπηρεσία, στα δεδομένα του παρελθόντος.
Ο διορισμός στη Δημόσια Υπηρεσία δεν εξασφαλίζει ούτε κατοχυρώνει δικαίωμα για προαγωγή. Δικαίωμα για προαγωγή απορρέει αποκλειστικά από τα εκάστοτε σε ισχύ σχέδια Υπηρεσίας.
Η προσδοκία για προαγωγή δεν πρέπει να συγχύζεται με την ύπαρξη κεκτημένου δικαιώματος για προαγωγή. (Stavrou and Another v. Republic (1978) 3 Α.Α.Δ. 276 δηλαδή δικαιώματος που έχει αποκρυσταλλωθεί βάσει της νομοθεσίας και κτηθεί από πρόσωπο που το διεκδικεί.
Τί συνιστά κεκτημένο δικαίωμα αναλύεται στην υπόθεση Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 418, 428, 429. "Δεν υπάρχει κεκτημένο δικαίωμα για τη μη τροποποίηση των σχεδίων υπηρεσίας όπως δεν υπάρχει κεκτημένο δικαίωμα για τη μη τροποποίηση της νομοθεσίας που διέπει τα αστικά δικαιώματα των πολιτών· και στις δύο περιπτώσεις η προσδοκία για την απόκτηση δικαιώματος δεν εξισώνεται με τη κτήση του."
Κατόπιν των ανωτέρω, καταλήγω στο συμπέρασμα πως η τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας ήταν υπό τις περιστάσεις αναγκαία για να ανοίξει ο δρόμος της προαγωγικής διαδικασίας η οποία οδήγησε στην προαγωγή της αιτήτριας στη συγκεκριμένη θέση. Ο χρόνος που χρειάστηκε για την επίτευξη της τροποποίησης δεν ήταν υπό τις περιστάσεις παράλογα υπερβολικός και η μη αναδρομική προαγωγή της αιτήτριας ουδόλως συνδέεται με αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους της Αρχής που ισοδυναμεί, κατά την αιτήτρια, με παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
Εξάλλου η "παράλειψη" για να είναι αντικείμενο προσφυγής πρέπει να αναφέρεται σε πράξη ή απόφαση την οποία η διοίκηση άνκαι είναι υποχρεωμένη από το νόμο να εκδόσει ή να λάβει εντούτοις παραλείπει. Παράλειψη της διοίκησης να ασκήσει εξουσία που ανάγεται στη διακριτική της ευχέρεια δεν θεμελιώνει δικαίωμα για άσκηση δικαστικού ελέγχου. Έτσι, η άρνηση της διοίκησης να διορίσει ή να προάξει ή να μεταθέσει κάποιο υπάλληλο δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας αλλά αρνητική πράξη. Βλ. Costeas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 115, Argyrou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 474 και Στασινόπουλος "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών", Εκδ. 1964, σελ. 195, καθώς και "Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959", σελ. 243 όπου αναφέρεται:
"Της ενέργειας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής διά την διοίκησιν, η παράλειψις της Διοικήσεως να ενεργήση και η εκ της παραλείψεως τεκμαιρομένη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις, άλλως τεκμαίρεται, ότι η ενεργεία ανήκει εις την διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως, εντός της σφαίρας της οποίας δεν είναι νοητή παράλειψις οφειλομένης ενεργείας."
Στην προκείμενη περίπτωση η αιτήτρια ενδεχομένως να είχε έννομο συμφέρον αυτοτελούς προσβολής στον κατάλληλο χρόνο της ισχυριζόμενης παράλειψης της Αρχής αναφορικά με το θέμα της τήρησης των προθεσμιών που προβλέπει ο Καν. 13(1)(α) της Κ.Δ.Π. 291/86 (ανωτέρω) οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, εφόσον αναφέρονται στη διοίκηση είναι ενδεικτικές και όχι ανατρεπτικές. Βλ. Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181. Αντί αυτού η αιτήτρια κατ' επίκληση της "απρόσβλητης παράλειψης" επιδιώκει ακύρωση της απόφασης για τη μη αναδρομική προαγωγή της. Πρόκειται για αξίωση η οποία αντίκειται στον κανόνα της μη αναδρομικής ισχύος των διοικητικών πράξεων εφόσον η συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στις περιπτώσεις όπου κατ' εξαίρεση δίνεται αναδρομική ισχύς σε διοικητική πράξη. Βλ. Τάκης Χ"Γεωργίου κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 42.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει. Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.