ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 925
11 Αυγούστου, 1999
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧHΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 411/98)
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ―Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Επανεξέταση ― Συστάσεις αποβιώσαντος Διευθυντή ― Νόμιμα λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση εφόσον ο λόγος ακύρωσης της απόφασης δεν αφορούσε τις συστάσεις ― Η παράνομη συγκρότηση του διοικητικού συμβουλίου δεν παρασύρει σε ακυρότητα την σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση Διευθυντή ― Αιτιολογία ―Δεν απαιτείται παράθεση της αιτιολογίας σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(4) της Κ.Δ.Π. 291/86 ― Η συμφωνία της σύστασης με το περιεχόμενο των φακέλων την καθιστά νόμιμη.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπηρεσιακές Εκθέσεις ― Εσωτερική εγκύκλιος για τον καταρτισμό τους ― Τονίζει την ανάγκη ομοιόμορφης και ορθολογιστικής εφαρμογής των Κανονισμών Αξιολόγησης ― Δεν είναι αντίθετη με τους Κανονισμούς.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Δέουσα Έρευνα ― Ζήτημα γεγονότων της υπόθεσης κάθε φορά ― Υπό τις περιστάσεις, έγινε η δέουσα έρευνα ως προς τα προσόντα του προαχθέντος.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του, την απόφαση της καθ' ης η αίτηση να προάξει μετά από επανεξέταση το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί τον ιδίο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί, ότι κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης, δεν επιτρέπεται η παρουσίαση νέων συστάσεων από τον προϊστάμενο ή το Διευθυντή εκτός εάν οι συστάσεις είχαν κηρυχθεί ως άκυρες.
Με βάση τα πιο πάνω η αρχική σύσταση του πρώην Γενικού Διευθυντή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε κηρυχθεί ως ανύπαρκτη λόγω ουσιώδους νομικού κωλύματος. Η παράνομη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου δεν μπορεί να παρασύρει σε ακυρότητα τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Έπεται ότι η καθ' ης η αίτηση δεν είχε υποχρέωση να καλέσει το νέο Γενικό Διευθυντή για να παρουσιάσει συστάσεις.
2. Αναφορικά με την έλλειψη αιτιολογίας στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(4) της Κ.Δ.Π. 291/86, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν απαιτεί και την παράθεση αιτιολογίας.
Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων μια προσεκτική εξέταση των στοιχείων που περιέχονται στους σχετικούς φακέλους, δείχνει ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Ειδικότερα, από τις Ετήσιες Εκθέσεις φαίνεται ότι στις Ετήσιες Αξιολογήσεις ο αιτητής δεν υπερέχει σε κανένα έτος του ενδιαφερομένου μέρους. Αντίθετα φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είτε υπερέχει είτε ισοβαθμεί με τον αιτητή. Αναφορικά με την αρχαιότητα φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει έστω και οριακά. Η ίδια εικόνα παρουσιάζεται και για τα προσόντα όπου φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει έστω και οριακά. Τα επιπρόσθετα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους, έστω και αν δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, έχουν κάποια βαρύτητα αφού μπορούν να ληφθούν υπόψη ως στοιχείο σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων. Η απόδοση ικανότητα και επίδοση του ενδιαφερομένου μέρους φαίνεται στις ετήσιες εκθέσεις του, όπου η εργασία και απόδοσή του χαρακτηρίζεται ως «εξαιρετική από όλες τις απόψεις», ή «εξαιρετική τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα». Όσον αφορά την πείρα πρέπει να σημειωθεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έχει 17 συνεχή χρόνια πείρας στο Εκτελεστικό Τμήμα (στο οποίο υπάγεται και η επίδικη θέση) σε αντίθεση με τον αιτητή, που έχει μόνο 11 χρόνια πείρα. Από τα στοιχεία δε που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι η αναφορά του Γενικού Διευθυντή σε υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε πείρα, δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, αφού μπορούσε να ληφθεί υπόψη και η πείρα ενός υποψήφιου που δεν περιορίζεται στην τελευταία θέση.
3. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις πάσχουν γιατί αντί να ετοιμαστούν σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς, ετοιμάστηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες της εσωτερικής εγκυκλίου 1/90 που εισάγει διαφοροποιήσεις που δεν συνάδουν με τους σχετικούς Κανονισμούς. Στην υπόθεση Αναστασιάδη ν. Α.Η.Κ., τονίστηκε ότι:
«Η εγκύκλιος δεν περιέχει οποιεσδήποτε οδηγίες για τον τρόπο αξιολόγησης των υπαλλήλων είτε σε αντίθεση με τους Κανονισμούς, είτε σε αντίθεση με οποιονδήποτε προηγούμενη εγκύκλιο. Απλώς τονίζεται η ανάγκη για ομοιόμορφη και πιο ορθολογιστική εφαρμογή των Κανονισμών Αξιολόγησης Προσωπικού. Εν πάση περιπτώσει ο ισχυρισμός είναι πολύ γενικός και δεν φαίνεται με ποιο τρόπο ο αιτητής επηρεάστηκε δυσμενώς από την εφαρμογή της εγκυκλίου.»
Το παράπονο του αιτητή ότι οι εκθέσεις πάσχουν γιατί βασίστηκαν σε εγκύκλιο δεν γίνεται αποδεκτό. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω μπορεί να λεχθεί ότι το παράπονο είναι γενικό και αόριστο χωρίς να έχει αποδειχθεί ότι ο αιτητής επηρεάστηκε δυσμενώς από την εφαρμογή της εγκυκλίου.
4. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ' ων παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα έρευνα και προήγαγαν κάποιον που δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας και πιο συγκεκριμένα ότι ο κάτοχος της θέσης θα έπρεπε να διαμένει σε απόσταση 30 λεπτών από τη βάση του. Είναι ορθό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν διέμενε στη Λάρνακα. Αντίθετα σύμφωνα με ισχυρισμό του αιτητή, το ενδιαφερόμενο μέρος διέμενε στη Λακατάμια. Το πρόβλημα που εγείρεται είναι κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος θα μπορούσε να καλύψει την απόσταση Λακατάμιας-Λάρνακας σε 30 λεπτά. Δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε προς τούτο μαρτυρία και έχοντας υπόψη το σχετικό βάρος της απόδειξης που έχει ο αιτητής, η εισήγηση παραμένει ατεκμηρίωτη.
Το ερώτημα αν μια διοικητική πράξη είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και περιέχει την απαραίτητη αιτιολογία είναι θέμα γεγονότων. Στην παρούσα περίπτωση το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ' ης η αίτηση προτού πάρει τη σχετική απόφαση έλαβε υπόψη τις συστάσεις της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής για Προαγωγή Επιστημονικού Προσωπικού, τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, τις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή, τα προσόντα σε σχέση με τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, την πείρα, αξία, ικανότητα και αρχαιότητα των υποψηφίων, όπως επίσης και το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων. Με βάση τα πιο πάνω συμπεραίνεται ότι η καθ' ης η αίτηση είχε προβεί στη δέουσα έρευνα και ότι παρά τη σύντομη διατύπωσή της η επίδικη απόφαση δίνει την ευχέρεια στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητά της και από το περιεχόμενο των φακέλων.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Λυώνας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038,
Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330,
Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376,
Δημοκρατία ν. Αδάμου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153,
Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 1067,
Αναστασιάδη ν. Α.Η.Κ., Υπ. Αρ. 893/96, ημερ. 14.5.98.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκε, μετά από επανεξέταση, στη θέση του Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Εκτελεστικός) στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου/Λάρνακας από 1.2.97.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Aιτητή.
Κ. Κακουλλή, εκ μέρους Γ. Κακογιάννη, για την Καθ' ης η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα.
Εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους (Μιχάλη Χ"Νικολάου), στη θέση του Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Εκτελεστικός) Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου/Λάρνακας, ο αιτητής, καταχώρησε την υπ' αρ. 372/97 προσφυγή ζητώντας την κήρυξη της πιο πάνω προαγωγής ως άκυρης. Μετά από σχετική δήλωση των δικηγόρων της καθ' ης η αίτηση ότι η πιο πάνω απόφαση ήταν αποτέλεσμα παράνομης συγκρότησης του προηγούμενου Διοικητικού Συμβουλίου, εκδόθηκε απόφαση σύμφωνα με την οποία η προαγωγή ακυρώθηκε.
Το θέμα της πλήρωσης της θέσης επενεξετάστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ' ης η αίτηση που αποφάσισε όπως παραπέμψει το θέμα ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής για Θέματα Προσωπικού. Η πιο πάνω Υπεπιτροπή αφού επιλήφθηκε του θέματος με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς όπως ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση, αποφάσισε να συστήσει το ενδιαφερόμενο μέρος. Το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ' ης η αίτηση σε συνεδρία που ακολούθησε αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση του Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Εκτελεστικός) στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου/Λάρνακας από 1.2.97.
Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια την πιο πάνω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ' ης η αίτηση.
«Η παρούσα περίπτωση αφορά την επανεξέταση του θέματος πλήρωσης της θέσης του Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Εκτελεστικός), Κλίμακα Α14, στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου-Λάρνακας, μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 372/97, μεταξύ Αντώνη Γρηγορίου και Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημερομηνίας 8 Δεκεμβρίου, 1997. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, η προσβαλλόμενη απόφαση της Αρχής να προάξει τον 8127 Μιχάλη Χατζηνικολάου στη θέση του Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Εκτελεστικός), Κλίμακα Α14, στο γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου-Λάρνακας από την 1 Φεβρουαρίου, 1997 ακυρώνεται λόγω του ότι, κατά το χρόνο της λήψης της ήταν παράνομη η συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Ηλεκτρισμού.
Τέθηκαν ενώπιον της Αρχής και μελετήθηκαν με μεγάλη προσοχή τα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού με ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου, 1998, με όλα τα σχετικά στοιχεία που αναφέρονται σ' αυτά, δηλαδή, η πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 8 Δεκεμβρίου, 1997, οι αιτήσεις όλων των υποψηφίων που έχουν αποταθεί για προαγωγή, όπως αναφέρονται στον κατάλογο χρώματος λευκού, οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων με τα υπηρεσιακά τους στοιχεία, οι εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων και το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Εκτελεστικός).
Η Αρχή ενεργούσα σύμφωνα με τον Κανονισμό 13(2) και 23 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, επιλήφθηκε εκ νέου όλων των αιτήσεων των υποψηφίων που υπέβαλαν εμπρόθεσμα αίτηση για την πλήρωση της θέσης με βάση τη Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων αρ. 17/96 και οι οποίοι πληρούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Η Αρχή μελέτησε προσεκτικά και αξιολόγησε όλα τα στοιχεία και δεδομένα που αφορούν τους υποψηφίους και ανάγονται στο νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου της λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε. Συγκεκριμένα η Αρχή προέβη σε ενδελεχή έρευνα των υπηρεσιακών στοιχείων του καθενός υποψηφίου, των προσωπικών τους φακέλων, της πείρας, αξίας, ικανότητας, αρχαιότητας στην Αρχή, των προσόντων τους σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και της επίδοσης κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία, όπως αυτά αναφέρονται εκτενέστερα στην παράγραφο 23(2) των Κανονισμών.
Στη συνέχεια η Αρχή έλαβε εκ νέου δεόντως υπόψη τις ήδη δοθείσες συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων Διευθυντών των υποψηφίων, όπως αυτές είναι καταγραμμένες στα πρακτικά της συνεδρίασης της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής για Προαγωγές του Επιστημονικού Προσωπικού ημερομηνίας 16 Οκτωβρίου, 1996, καθώς επίσης την Εισήγηση της εν λόγω Επιτροπής Επιλογής με ημερομηνία 4 Νοεμβρίου, 1996. Τα πρακτικά της συνεδρίασης ημερομηνίας 16.10.1996 και η Εισήγηση της Επιτροπής Επιλογής ημερομηνίας 4.11.1996, έχουν τεθεί ενώπιον της Αρχής.
Η Αρχή έλαβε επίσης δεόντως υπόψη τις ομόφωνες συστάσεις και απόψεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού που περιέχονται στα πρακτικά της συνεδρίας με ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου, 1998, τα οποία έχουν τεθεί ενώπιον της Αρχής. Η Αρχή έλαβε επίσης υπόψη τις συστάσεις και απόψεις του εκλιπόντος και τέως Αρχιμηχανικού & Γενικού Διευθυντή της Αρχής κ. Ανδρέα Χατζηπασχάλη, ο οποίος πρότεινε για προαγωγή στην πιο πάνω θέση τον 8127 Μιχαήλ Χατζηνικολάου, όπως καταγράφονται στα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού ημερομηνίας 20.12.1996 και 21.12.1996, οι οποίες συστάσεις και απόψεις έχουν τεθεί ενώπιον της Αρχής και καταγράφονται πιο κάτω:
Συστάσεις Διευθυντή.
Ο Διευθυντής δηλώνει ότι κατά την άποψή του ο 8126 Χατζηνικολάου Μιχάλης, ο οποίος επελέγη ομόφωνα από τη Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής ως ένας από τους τρεις επικρατέστερους υποψηφίους και με την οποία γνώμη συμφωνεί, υπερτερεί σε πείρα, αξία, ικανότητα, απόδοση και επίδοση στην υπηρεσία των άλλων επικρατεστέρων υποψηφίων και ως εκ τούτου κρίνεται κατάλληλος και τον συστήνει για προαγωγή.
Στη συνέχεια η Αρχή μελέτησε με προσοχή τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων που αναφέρονται και καλύπτουν την επίδοσή τους μέχρι τον ουσιώδη χρόνο.
Αφού η Αρχή προέβη σε ενδελεχή έρευνα όλων των πιο πάνω ενώπιον της στοιχείων, έκρινε ότι ο καταλληλότερος υποψήφιος για προαγωγή στη θέση του Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Εκτελεστικός), σε σύγκριση με τους υπόλοιπους υποψηφίους είναι ο 8126 Χατζηνικολάου Μιχάλης, και
Η ΑΡΧΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΟΜΟΦΩΝΑ
την προαγωγή του 8126 Χατζηνικολάου Μιχάλη στη θέση του Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Εκτελεστικός), Κλίμακα Α14, στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου-Λάρνακας, αναδρομικά από την 1 Φεβρουαρίου, 1997.»
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η σχετική απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί:
(1) Λανθασμένα λήφθηκε υπόψη η σύσταση που είχε δοθεί από τον πρώην Γενικό Διευθυντή κ. Α. Χ"Πασχάλη που είχε αποβιώσει,
(2) Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων,
(3) Οι υπηρεσιακές εκθέσεις πάσχουν αφού βασίστηκαν σε εγκύκλιο και όχι πάνω στους σχετικούς κανονισμούς,
(4) Δεν είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και δεν υπάρχει η απαραίτητη αιτιολογία.
(β) Λανθασμένα λήφθηκε υπόψη η σύσταση που είχε δοθεί από τον πρώην Γενικό Διευθυντή κ. Α. Χ"Πασχάλη που είχεν ήδη αποβιώσει.
Όπως φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά ο τότε Γενικός Διευθυντής κ. Α. Χ"Πασχάλης προσήλθε και παρουσίασε τις δικές του συστάσεις στα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Θέματα Προσωπικού στις 20.12.96, και ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ' ης η αίτηση στις 31.1.97. Είναι η θέση του αιτητή ότι η παράνομη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής συμπαρασύρει και τη σύσταση του τότε Γενικού Διευθυντή και ότι θα έπρεπε το θέμα να παραπεμφθεί εκ νέου ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Θέματα Προσωπικού, όπου θα έπρεπε να δοθούν οι συστάσεις του νέου Γενικού Διευθυντή αφού ο κ. Α. Χ"Πασχάλης είχε εν τω μεταξύ πεθάνει. Προς υποστήριξη της πιο πάνω εισήγησης έγινε επίκληση των αποφάσεων Λυώνας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038 και Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω εισήγηση. Οι αποφάσεις που έχει επικαλεστεί ο αιτητής δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην παρούσα περίπτωση γιατί στις πιο πάνω υποθέσεις κλήθηκε να παρουσιάσει συστάσεις ο νέος Γενικός Διευθυντής (αφού ο προηγούμενος είχεν ήδη αφυπηρετήσει), εφόσον εν τω μεταξύ οι συστάσεις των προηγούμενων Διευθυντών έχουν κριθεί νομικώς ως ανύπαρκτες λόγω ουσιώδους νομικού ελαττώματος. Όπως ορθά παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ' ης η αίτηση, οι αποφάσεις στις πιο πάνω υποθέσεις υποδεικνύουν ότι,
(1) Οι συστάσεις που είχαν δοθεί έπασχαν,
(2) Ο προηγούμενος προϊστάμενος είχεν αφυπηρετήσει,
(3) Κλήθηκε εξ ανάγκης ο νέος προϊστάμενος για να δώσει συστάσεις με βάση το καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, και
(4) Οι ενστάσεις κρίθηκαν έγκυρες.
Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης, δεν επιτρέπεται η παρουσίαση νέων συστάσεων από τον προϊστάμενο ή το Διευθυντή εκτός εάν οι αρχικές ενστάσεις είχαν κηρυχθεί ως άκυρες. (Ίδε Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376.)
Με βάση τα πιο πάνω η αρχική σύσταση του πρώην Γενικού Διευθυντή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε κηρυχθεί ως ανύπαρκτη λόγω ουσιώδους νομικού κωλύματος. Η παράνομη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου δεν μπορεί να παρασύρει σε ακυρότητα τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Έπεται ότι η καθ' ης η αίτηση δεν είχε υποχρέωση να καλέσει το νέο Γενικό Διευθυντή για να παρουσιάσει συστάσεις.
(γ) Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων.
Ο αιτητής εισηγείται ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί σε πείρα, αξία, ικανότητα και απόδοση και επίδοση στην υπηρεσία, δεν είναι ορθό. Αντίθετα όπως υποστηρίζει ο αιτητής «είναι ο αιτητής που υπερτερεί τουλάχιστο σε πείρα, όπως φαίνεται από τους φακέλους τους αλλά και από τις συστάσεις που περιέχονται στη σελ. 2 του παραρτήματος 4». Επιπρόσθετα υποβάλλεται ότι ο Γενικός Διευθυντής αγνόησε την πείρα του αιτητή που είναι απόλυτα σχετική και αναγκαία με τα απαιτούμενα προσόντα. Ο αιτητής υποβάλλει επίσης ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος «υπερτερεί» του αιτητή χωρίς να προσφέρεται οποιαδήποτε αιτιολογία, καθιστά τη σχετική απόφαση ως πάσχουσα.
Αναφορικά με την έλλειψη αιτιολογίας στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή θα ήθελα να αναφέρω ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(4) της Κ.Δ.Π. 291/86, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν απαιτεί και την παράθεση αιτιολογίας.
Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων μια προσεκτική εξέταση των στοιχείων που περιέχονται στους σχετικούς φακέλους δείχνει ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί.
Ειδικότερα από τις Ετήσιες Εκθέσεις φαίνεται ότι στις Ετήσιες Αξιολογήσεις ο αιτητής δεν υπερέχει σε κανένα έτος του ενδιαφερομένου μέρους. Αντίθετα φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είτε υπερέχει είτε ισοβαθμεί με τον αιτητή. Αναφορικά με την αρχαιότητα φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει έστω και οριακά. Η ίδια εικόνα παρουσιάζεται και για τα προσόντα όπου φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει έστω και οριακά. Τα επιπρόσθετα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους, έστω και αν δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, έχουν κάποια βαρύτητα αφού μπορούν να ληφθούν υπόψη ως στοιχείο σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων. (Ίδε Δημοκρατία ν. Αδάμου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153.) Η απόδοση ικανότητα και επίδοση του ενδιαφερομένου μέρους φαίνεται στις ετήσιες εκθέσεις του όπου η εργασία και απόδοσή του χαρακτηρίζεται ως «εξαιρετική από όλες τις απόψεις», ή «εξαιρετική τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα». Για την Ποιότητα και Ποσότητα Εργασίας το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογήθηκε με "Α" στο στοιχεία της Ποσότητας Εργασίας για τα χρόνια 1991, 1992, 1993, 1994 και 1995 και με "Α" στο στοιχείο της Ποσότητας Εργασίας για τα χρόνια 1991, 1992 και 1993. Αντίθετα ο αιτητής δεν βαθμολογήθηκε σε καμιά περίπτωση με "Α" αλλά μόνο με "Β+". Όσον αφορά την πείρα πρέπει να σημειωθεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έχει 17 συνεχή χρόνια πείρας στο Εκτελεστικό Τμήμα (στο οποίο υπάγεται και η επίδικη θέση) σε αντίθεση με τον αιτητή, που έχει μόνο 11 χρόνια πείρα. Από τα στοιχεία δε που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι η αναφορά του Γενικού Διευθυντή σε υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε πείρα δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, αφού μπορούσε να ληφθεί υπόψη και η πείρα ενός υποψήφιου που δεν περιορίζεται στην τελευταία θέση. Η εισήγηση του αιτητή ότι από τις αναφορές των προϊσταμένων των διαδίκων στη Μεικτή Επιτροπή Επιλογής προκύπτει ότι ο αιτητής υπερτερεί σε πείρα, δεν είναι ορθή. Η πείρα του αιτητή στο Τμήμα Μελετών περιορίζεται στην Περιφέρεια Λάρνακας/Αμμοχώστου ενώ η πείρα του ενδιαφερομένου μέρους στο Τμήμα Μελετών και Προδιαγραφών και στον Τομέα Κατασκευών και Συντήρησης των Κεντρικών Γραφείων σε παγκύπριο βάση.
Από τα πιο πάνω μπορεί να λεχθεί ότι η αναφορά του Γενικού Διευθυντή σε υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε πείρα δεν συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων.
(δ) Οι υπηρεσιακές εκθέσεις πάσχουν αφού βασίστηκαν πάνω σε εγκύκλιο και όχι στους σχετικούς κανονισμούς.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις πάσχουν γιατί αντί να ετοιμαστούν σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς, (Κ.Δ.Π. 155/90), ετοιμάστηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες της εσωτερικής εγκυκλίου 1/90 που εισάγει διαφοροποιήσεις που δεν συνάδουν με τους σχετικούς Κανονισμούς.
Το ίδιο ακριβώς θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 1067, από την απόφαση της οποίας κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τα πιο κάτω, τα οποία υιοθετώ πλήρως για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας:
«Προσεκτική εξέταση των προνοιών της πιο πάνω εγκυκλίου καταδείχνει ότι δεν περιέχουν οδηγίες για τον τρόπο αξιολόγησης των υπαλλήλων πέρα από τους Κανονισμούς. Αντίθετα τονίζουν την ανάγκη ομοιομορφίας κατά την αξιολόγηση των διαφόρων κριτηρίων και την ανάγκη για εφαρμογή των Κανονισμών Αξιολόγησης πάνω σε πιο ορθολογιστική φιλοσοφία. Είναι δε πρόδηλο από την τελευταία παράγραφο της εγκυκλίου ότι η εφαρμογή των ομοιόμορφων κριτηρίων αξιολόγησης δεν θα οδηγούσε κατ' ανάγκη σε μείωση της βαθμολογίας αλλά και σε αύξηση της. Κατά την κρίση μου είναι απόλυτα θεμιτό για την διοίκηση να επιδιώκει την εφαρμογή ομοιόμορφων και ορθολογιστικών κριτηρίων αξιολόγησης. Μια τέτοια ομοιομορφία θα έχει σαν συνέπεια την ίση μεταχείρηση όλων των υπαλλήλων η οποία - ίση μεταχείρηση - συνάδει όχι μόνο με την αρχή της ισότητας, που διασφαλίζεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος αλλά και με τις αρχές της χρηστής διοικήσεως. Οι αξιολογήσεις λαμβάνονται υπόψη κατά τις προαγωγές. Με την ομοιόμορφη και ορθολογιστική μέθοδο αξιολογήσεως εξυπηρετούνται στον ύψιστο δυνατό βαθμό οι αρχές της επιλογής του πιό κατάλληλου υποψηφίου και κατ' επέκταση το δημόσιο συμφέρον. Από την στιγμή που δεν έχει υποδειχθεί ότι η πιό πάνω εγκύκλιος παραβιάζει οποιοδήποτε νόμο ή κανονισμό ή τις αρχές του διοικητικού δικαίου, θεωρώ ότι η προτροπή της διοικήσεως για υιοθέτηση ομοιόμορφων και ορθολογιστικών κριτηρίων κατά την αξιολόγηση των υπαλλήλων δεν καθιστά παράνομη και ανίσχυρη την πιο πάνω εγκύκλιο.»
Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Αναστασιάδη ν. Α.Η.Κ. (Υπ. Αρ. 893/96 της 14.5.98), όπου τονίστηκε ότι,
«Η εγκύκλιος δεν περιέχει οποιεσδήποτε οδηγίες για τον τρόπο αξιολόγησης των υπαλλήλων είτε σε αντίθεση με τους Κανονισμούς, είτε σε αντίθεση με οποιανδήποτε προηγούμενη εγκύκλιο. Απλώς τονίζεται η ανάγκη για ομοιόμορφη και πιο ορθολογιστική εφαρμογή των Κανονισμών Αξιολόγησης Προσωπικού. Εν πάση περιπτώσει ο ισχυρισμός είναι πολύ γενικός και δεν φαίνεται με ποιό τρόπο ο αιτητής επηρεάστηκε δυσμενώς από την εφαρμογή της εγκυκλίου.»
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι οι Ετήσιες Εκθέσεις πάσχουν από παρανομία γιατί δεν θεσπίστηκαν κανονισμοί που θα ρύθμιζαν τον τρόπο σύνταξης και το περιεχόμενό τους είναι ανεδαφικός αφού έχουν εκδοθεί σχετικοί κανονισμοί (Κ.Δ.Π. 77/96), που ρυθμίζουν το θέμα αναδρομικά από το 1990.
Το παράπονο του αιτητή ότι οι εκθέσεις πάσχουν γιατί βασίστηκαν σε εγκύκλιο δεν γίνεται αποδεκτό. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω μπορεί να λεχθεί ότι το παράπονο είναι γενικό και αόριστο χωρίς να έχει αποδειχθεί ότι ο αιτητής επηρεάστηκε δυσμενώς από την εφαρμογή της εγκυκλίου.
(ε) Δεν είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και δεν υπάρχει η απαραίτητη αιτιολογία.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ' ων παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα έρευνα και προήγαγαν κάποιο που δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας και πιο συγκεκριμένα ότι ο κάτοχος της θέσης θα έπρεπε να διαμένει σε απόσταση 30 λεπτών από τη βάση του. Είναι ορθό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν διέμενε στη Λάρνακα. Αντίθετα σύμφωνα με ισχυρισμό του αιτητή, το ενδιαφερόμενο μέρος διέμενε στη Λακατάμια. Το πρόβλημα που εγείρεται είναι κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος θα μπορούσε να καλύψει την απόσταση Λακατάμιας-Λάρνακας σε 30 λεπτά. Δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε προς τούτο μαρτυρία και έχοντας υπόψη το σχετικό βάρος της απόδειξης που έχει ο αιτητής, η εισήγηση παραμένει ατεκμηρίωτη.
Το ερώτημα αν μια διοικητική πράξη είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και περιέχει την απαραίτητη αιτιολογία είναι θέμα γεγονότων. Στην παρούσα περίπτωση το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ' ης η αίτηση προτού πάρει τη σχετική απόφαση έλαβε υπόψη τις συστάσεις της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής για Προαγωγή Επιστημονικού Προσωπικού, τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, τις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή, τα προσόντα σε σχέση με τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, την πείρα, αξία, ικανότητα και αρχαιότητα των υποψηφίων, όπως επίσης και το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων.
Με βάση τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η καθ' ης η αίτηση είχε προβεί στη δέουσα έρευνα και ότι παρά τη σύντομη διατύπωσή της η επίδικη απόφαση δίνει την ευχέρεια στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητά της και από το περιεχόμενο των φακέλων.
Ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή σε βάρος του ενδιαφερομένου μέρους που πρέπει να τονισθεί ότι είχεν υπέρ του την αιτολογημένη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Κάτω από τις περιστάσεις έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση για την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Ο αιτητής καταδικάζεται να καταβάλει τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.
∏ ÚÔÛÊ˘Á‹ ·ÔÚÚ›ÙÂÙ·È Ì €ÍÔ‰·.