ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 830
16 Ioυλίου,1999
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. CYPRUS COLLEGE ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Kαθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 649/97)
Ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος του 1996 (Ν. 67(1)/96) ― Άρθρα 68 και 70 ― Το καθοριζόμενο δικαίωμα για αξιολόγηση ― Πιστοποίηση κλάδου σπουδών θα καθορίζεται με Κανονισμούς ― Έκδοση Κ.Δ.Π. 160/98 δυνάμει της οποίας καθορίζονται τα δικαιώματα με αναδρομική ισχύ από χρόνο που καταλύπτονταν και οι αιτήσεις των αιτητών ― Επομένως ο καθορισμός των δικαιωμάτων από το Υπουργικό Συμβούλιο αποτελούσε πράξη εκδοθείσα αναρμοδίως και ήταν άκυρη για το λόγο αυτό.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Αυτεπάγγελτη εξέταση ― Αρμοδιότητα διοικητικού οργάνου ― Εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως ― Αναρμοδίως εκδοθείσα απόφαση που έλαβε οντότητα στο διοικητικό χώρο κηρύσσεται άκυρη.
Οι αιτητές προσέβαλαν την απόφαση των καθ' ων η αίτηση να καθορίσει τα δικαιώματα για πιστοποίηση των κλάδων σπουδών τους σε Λ.Κ.400 ανά αίτηση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως και αυτή την πτυχή, ενόψει Κανονισμών, οι οποίοι, ας σημειωθεί, θεσπίστηκαν μετά την καταχώριση της προσφυγής, την έθεσε το ίδιο το Δικαστήριο.
Υπό αναθεώρηση στην προσφυγή είναι ο καθορισμός των δικαιωμάτων και μόνο, τον οποίο η ίδια η διοίκηση ξεχώρισε από την αξιολόγηση - πιστοποίηση. Το ύψος των δικαιωμάτων δεν είναι, ως θέμα φύσης και περιεχομένου συναρτημένο προς την ίδια την αξιολόγηση - πιστοποίηση, είναι διαιρετό όπως ορθά εισηγήθηκαν οι αιτητές και υπόκειται σε αυτοτελή προσβολή. Το ερώτημα στο πλαίσιο της εφαρμογής του Ν. 67(1)/96 δεν είναι το κατά πόσο θα πρέπει να καταβληθεί πόσο ως δικαίωμα δυνάμει του Άρθρου 31. Το θέμα αφορά το ύψος του δικαιώματος όπως αυτό μπορεί να καθοριστεί σύμφωνα με το Νόμο. Τίθεται λοιπόν ζήτημα αρμοδιότητας. Αντίθετα προς τις εισηγήσεις των καθ' ων η αίτηση, θεωρείται ότι η θέσπιση της Κ.Δ.Π. 160/98 με αναδρομική ισχύ αφαιρεί κατ' ανάγκην το οποίο υπόβαθρο, από την άποψη της αρμοδιότητας, του προσβαλλόμενου καθορισμού. Η πρόσδοση αναδρομικότητας στους Κανονισμούς και η ρύθμιση πως, όπως ορίζεται, στις 3/5/96, θα καταβάλλεται δυνάμει τους το ποσό των Λ.Κ.400, μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα. Το ζήτημα του πληρωτέου δικαιώματος, από την περίοδο εκείνη, δεν είναι ζήτημα που θα μπορούσε να ρυθμιστεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ή άλλου. Δεν ανήκε σε διοικητικό όργανο που θα μπορούσε να λειτουργήσει αυτόνομα επ' αυτού. Η αρχή αναφορικά με τη διάσωση πράξης όταν διαπιστώνεται εναλλακτικό νομιμοποιητικό στήριγμά της, δεν είναι σχετική. Προϋποθέτει πράξη αρμοδίου οργάνου και εδώ, εξ ορισμού πλέον, με την αναδρομικότητα που προσδόθηκε στην Κ.Δ.Π. 160/98, ως προς αυτό το σημείο, δεν υπήρχε τέτοια αρμοδιότητα. Δεν είναι δυνατό να υπάρχει έγκυρος καθορισμός από το Υπουργικό Συμβούλιο, ενόψει Κανονισμού πως εκείνος ο καθορισμός γίνεται με Κανονισμούς. Το ένα αποκλείει το άλλο και, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, με τεκμαιρόμενη εδώ την εγκυρότητα των Κανονισμών τους οποίους οι ίδιοι οι καθ' ων η αίτηση επικαλούνται, ο καθορισμός από το Υπουργικό Συμβούλιο είναι άκυρος. Η άποψη πως θα είναι ανώφελη για τους αιτητές η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού θα παρέμενε σε ισχύ ο κανονισμός που επιβάλλει το ίδιο δικαίωμα, εισάγει υποθέσεις που δεν δικαιολογείται να αναμειχθούν στην εικόνα. Το κατά πόσο θα είναι υποχρεωμένοι οι αιτητές να καταβάλουν το ίδιο ποσό, δυνάμει των Κανονισμών πλέον, θα είναι ζήτημα που θα προκύψει, εφόσον αυτό αξιωθεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατ' επίκληση των Κανονισμών. Εδώ επιβλήθηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, αυτή την απόφαση, σαφώς με έννομο συμφέρον, προσβάλλουν οι αιτητές και οι διαπιστώσεις ως προς το ζήτημα της αρμοδιότητας δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν σε ακύρωσή τους, αφού απέκτησαν οντότητα στο διοικητικό χώρο.
H ÚÔÛÊ˘Á‹ ÂÈÙ˘Á¯¿ÓÂÈ Ì €ÍÔ‰·.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
A.C. Travel Planners College of Tourism and Hotel Management Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3455,
P.A. College Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1144,
Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452,
Παπαδόπουλος ν. ΡΙΚ (1996) 3 Α.Α.Δ. 1.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση για την επιβολή του ποσού των £400 ως δικαιώματος εξέτασης για εκπαιδευτική αξιολόγηση - πιστοποίηση κατά κλάδο σπουδών και κατά παράρτημα όπου ο κλάδος προσφέρεται από τη σχολή.
Α. Σ. Αγγελίδης και Σ. Δράκος, για τους Αιτητές.
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Δεκατρείς ιδιωτικές σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εγγεγραμμένες στο σχετικό μητρώο, (οι αιτητές), με γραπτή αίτησή τους ζήτησαν αξιολόγηση - πιστοποίηση αριθμού κλάδων σπουδών τους. Το Υπουργικό Συμβούλιο, με την απόφασή του αρ. 46.077, ημερομηνίας 21.5.97, ενέκρινε την καταβολή "ως δικαιώματος εξέτασης για εκπαιδευτικκή αξιολόγηση - πιστοποίηση", το ποσό των £400 "κατά κλάδο σπουδών και κατά παράρτημα όπου ο κλάδος προσφέρεται από τη σχολή". Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, με επιστολές του ενημέρωσε τους αιτητές και τους κάλεσε να καταβάλουν το ποσό που αναλογούσε. Προσβάλλεται το κύρος της απόφασης για την επιβολή του ποσού.
Στο πλαίσιο της συζήτησης έγινε εκτεταμένη αναφορά στο μακρύ ιστορικό του ζητήματος από την εποχή της ισχύος του περι Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμου του 1987 (Ν. 1/87). Οι αιτητές, όπως αναφέρουν, είχαν αποταθεί και τότε για αξιολόγηση - πιστοποίηση και είχαν καταβάλει τέλη που καθορίστηκαν. Σε σχέση, όμως, με τις αξιολογήσεις που ακολούθησαν, ασκήθηκαν προσφυγές και αυτές ακυρώθηκαν, επειδή Κανονισμοί των περι Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Εκπαιδευτική αξιολόγηση - Πιστοποίηση Κλάδων Σπουδών) Κανονισμών του 1992 (ΚΔΠ 201/92) θεσπίστηκαν ultra vires και ήταν αντισυνταγματικοί. (Βλ. Private Grammar and Modern Schools (PGMS) κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 266/95, ημερομηνίας 29.3.95 και A.C. Travel Planners College of Tourism and Hotel Management Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3455). Ακολούθησαν νέες προσφυγές για παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Πέτυχαν και αυτές. (βλ., μεταξύ άλλων P.A. College Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1144). Προσδιορίστηκε ως οφειλόμενη ενέργεια ενόψει του άρθρου 30(2) του Ν. 1/87, ο διορισμός από το Υπουργικό Συμβούλιο Επιτροπής που θα προχωρούσε στην εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση των κλάδων σπουδών.
Ενώ εκκρεμούσαν οι αμέσως πιο πάνω προσφυγές, θεσπίστηκε ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος του 1996 (Ν. 67(Ι)/96) με τoν οποίο καταργήθηκε ο Ν. 1/87 και στην κύρια αγόρευση των αιτητών αφήνεται να εννοηθεί πως εγείρουν ζήτημα κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης με αναφορά στη θέση τους πως
(α) κακώς λήφθηκε κατ' επίκληση του νέου νόμου αφού εξακολουθούσε να οφείλεται ενέργεια στο πλαίσιο του νόμου 1/87 και
(β) ο νέος νόμος, αφού "κατάργησε" την οφειλόμενη ενέργεια, παραβίασε το δεδικασμένο που τη διαπιστώνει και, πάντως, παρενέβη σε δικαστική ύλη κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Οι καθ' ων η αίτηση είχαν ένσταση στη συζήτηση τέτοιων ζητημάτων και ξεκαθάρισαν οι αιτητές με την απαντητική τους αγόρευση πως υπήρξε παρερμηνεία. Δεν τα έθεταν ως λόγο ακυρότητας αλλά για να καταστήσουν σαφές πως προσβάλλουν την απόφαση που λήφθηκε δυνάμει του νέου Νόμου, χωρίς να εγκαταλείπουν τη θέση τους, την οποία προωθούν σε άλλες εκκρεμούσες διαδικασίες, πως οι καθ' ων η αίτηση εξακολουθούν να έχουν καθήκον ενέργειας ενόψει των προηγηθέντων. Δεν θα εκφράσω, συνεπώς, άποψη πάνω σ' αυτά. Σημειώνω, όμως, πως η ένσταση των καθ' ων η αίτηση για συζήτηση τέτοιων θεμάτων, εκτός από το δικονομικό της σκέλος - δεν υπάρχει τέτοιο νομικό σημείο στην προσφυγή - είχε και το ουσιαστικό πως ήταν οι ίδιοι οι αιτητές που αποτάθηκαν για αξιολόγηση - πιστοποίηση δυνάμει του νέου νόμου.
Οι λόγοι ακυρότητας που προτάθηκαν αφορούσαν σε δυο θέματα. Το πρώτο άπτεται της αρμοδιότητας για τον καθορισμό του πληρωτέου ποσού. Η αρχική θέση των αιτητών ήταν πως από το σύνολο του νόμου προέκυπτε ότι την αρμοδιότητα την είχε ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού και όχι το Υπουργικό Συμβούλιο. Στη συνέχεια, διατύπωσαν την άποψη πως, ενόψει των άρθρων 68 και 70 του Νόμου 67(Ι)/96, ο καθορισμός θα έπρεπε να είχε γίνει με Κανονισμούς. Το δεύτερο, αναφέρεται στη Συμβουλευτική Επιτροπή του άρθρου 3 του Ν. 66(Ι)/96. Κατά την εισήγηση των αιτητών, παρανόμως δεν είχε ζητηθεί η συμβουλή της και για το θέμα του ύψους των δικαιωμάτων. Οι καθ' ων η αίτηση διαφωνούν και εξηγούν γιατί, αλλά πιστεύω πως οι νομοθετικές εξελίξεις καθιστούν ακαδημαϊκή την αναφορά στις λεπτομέρειες των εισηγήσεων.
Το άρθρο 31 του Ν. 66(Ι)/96 όριζε πως η αίτηση για αξιολόγηση - πιστοποίηση συνοδεύεται "από το καθοριζόμενο δικαίωμα" χωρίς άλλα. Με το Ν. 67(Ι)/97 προστέθηκε σ' αυτό πως το δικαίωμα "καθορίζεται με Κανονισμούς" και, ακριβώς, με την ΚΔΠ 160/98 έγινε τέτοιος καθορισμός. Αναδρομικός, όμως, ώστε να καλύπτονται χρονικά και οι αιτήσεις των αιτητών στην παρούσα διαδικασία.
Οι καθ' ων η αίτηση επικαλέστηκαν αυτές τις νομοθετικές παρεμβάσεις ως ενισχυτικές της άποψής τους πως η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί. Εισηγήθηκαν πως υπάρχει εναλλακτικό νομιμοποιητικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης και πως η ακύρωσή της δεν θα οφελήσει τους αιτητές αφού και οι Κανονισμοί καθόρισαν το ποσό των £400 κατά κλάδο σπουδών.
Είδα άλλες επιπτώσεις από την τροποποίηση του Νόμου και τη θέσπιση της ΚΔΠ 160/98 και ζήτησα τις απόψεις των μερών. Το ερώτημα που έθεσα αφορούσε στο κατά πόσο οι Κανονισμοί, αφού ανέτρεχαν ως αναδρομικής ισχύος στον ουσιώδη χρόνο, καθιστούσαν το ζήτημα ως εκτοτε μή υποκείμενο σε διοικητική ρύθμιση, χωρίς τη θέσπιση Κανονισμών. Οι αιτητές υποστήριξαν πως, πράγματι, και να εθεωρείτο, αντίθετα προς την εισήγησή τους, πως είχε αρμοδιότητα αρχικά το Υπουργικό Συμβούλιο, η ΚΔΠ 160/98 αφαιρούσε το όποιο υπόβαθρο της προσβαλλόμενης απόφασης, όσο και αν οι ίδιοι έχουν την άποψη πως δεν παρεχόταν από το Νόμο εξουσία για τέτοιας μορφής αναδρομική ρύθμιση. Οι καθ' ων η αίτηση επέμειναν στην αρχική τους αντίληψη ως προς τη σημασία της ΚΔΠ 160/98 αλλά πρόσθεσαν και άλλα επιχειρήματα. Λέγουν πως δεν δικαιούνται οι αιτητές να προβάλουν ισχυρισμούς κατ' επίκληση της ΚΔΠ 160/98 αφού δεν την περιέλαβαν στα νομικά σημεία της προσφυγής. Επίσης, πως στην πραγματικότητα οι αιτητές αποδέκτηκαν την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν νομιμοποιούνται να την προσβάλουν. Επιπλέον, πως οι ίδιοι παρανόμησαν και δεν μπορούν να αντλούν δικαιώματα από την παρανομία τους.
Το πρώτο από τα πιο πάνω σημεία των καθ' ων η αίτηση είναι προδήλως εσφαλμένο. Συζητούμε την αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου, αυτή ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως (βλ., μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452 και Χαρίλαος Παπαδόπουλος ν. ΡΙΚ (1996) 3 Α.Α.Δ. 1 και αυτή την πτυχή, ενόψει Κανονισμών οι οποίοι, ας σημειωθεί, θεσπίστηκαν μετά την καταχώριση της προσφυγής, την έθεσα ο ίδιος. Ως προς το δεύτερο και το τρίτο από τα πιο πάνω σημεία ζήτησα διευκρινίσεις και ο κ. Φλωρέντζος εξήγησε τη θέση του ως εξής: Το άρθρο 31 απαιτούσε να συνοδευόταν η αίτηση με το καθοριζόμενο δικαίωμα, δεν συνοδευόταν από αυτό και συνεπώς παρανόμως υπεβλήθη. Περαιτέρω, ενώ ήταν σαφές ότι ο προσβαλλόμενος καθορισμός συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη αυτή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την ίδια την αξιολόγηση - πιστοποίηση. Ακύρωση της μιας θα συμπαρασύρει και την ίδια την αξιολόγηση-πιστοποίηση που έγινε. Τελικά, αφού με την επιστολή που στάληκε στους αιτητές για τους κλάδους για τους οποίους εγκρίθηκε η αίτησή τους, τους αναφέρθηκε πως θα ειδοποιούνταν αργότερα για τα δικαιώματα που θα έπρεπε να καταβάλουν σύμφωνα με το άρθρο 31, αυτοί θα έπρεπε να αντιδράσουν. Η παράλειψη αντίδρασής τους σήμαινε αποδοχή του όποιου ποσού θα καθοριζόταν γιατί δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει αξιολόγηση - πιστοποίηση χωρίς καθορισμένο πληρωτέο δικαίωμα.
Δεν με βρίσκουν σύμφωνο αυτές οι απόψεις. Όταν οι αιτητές υπέβαλαν τις αιτήσεις τους δεν υπήρχε καθορισμένο δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 31 αλλά το κατά πόσο η διοίκηση μπορούσε, γι' αυτό το λόγο, προβάλλοντας τη δική της παράλειψη, να τις απορρίψει, απολήγει να είναι θεωρητικό ζήτημα. Η διοίκηση δέκτηκε τις αιτήσεις, έκαμε την αξιολόγηση - πιστοποίηση και με κανένα τρόπο δεν είναι επίδικο σ' αυτή τη διαδικασία το ζήτημα του κύρους αυτών των πράξεων. Υπό αναθεώρηση είναι ο καθορισμός των δικαιωμάτων και μόνο, τον οποίο η ίδια η διοίκηση ξεχώρισε από την αξιολόγηση - πιστοποίηση. Το ύψος των δικαιωμάτων δεν είναι, ως θέμα φύσης και περιεχομένου συναρτημένο προς την ίδια την αξιολόγηση - πιστοποίηση, είναι διαιρετό όπως ορθά εισηγήθηκαν οι αιτητές και υπόκειται σε αυτοτελή προσβολή. Επίσης δεν μπορώ να δεκτώ πως θεμελειώνεται, έστω εμμέσως, αποδοχή του καθορισμού που έγινε από τους αιτητές. Η διοίκηση καθόρισε τους όρους. Προέβη σε αξιολόγηση - πιστοποίηση με τον τρόπο που το έκαμε, επέλεξε να καθορίσει το ύψος του δικαιώματος μετά και δεν μπορεί να τίθεται θέμα αποδοχής του όποιου δικαιώματος θα επιβαλλόταν επειδή οι αιτητές δεν αντέδρασαν. Άλλωστε, όπως βλέπω το θέμα, το ερώτημα στο πλαίσιο της εφαρμογής του Ν. 67(Ι)/96 δεν είναι το κατά πόσο θα πρέπει να καταβληθεί ποσό ως δικαίωμα δυνάμει του άρθρου 31. Το θέμα αφορά στο ύψος του δικαιώματος όπως αυτό μπορεί να καθοριστεί σύμφωνα με το Νόμο. Επανέρχομαι, λοιπόν, στο ζήτημα της αρμοδιότητας.
Αντίθετα προς τις εισηγήσεις των καθ' ων η αίτηση, θεωρώ ότι η θέσπιση της ΚΔΠ 160/98 με αναδρομική ισχύ αφαιρεί κατ' ανάγκην το όποιο υπόβαθρο, από την άποψη της αρμοδιότητας, του προσβαλλόμενου καθορισμού. Η πρόσδοση αναδρομικότητας στους Κανονισμούς και η ρύθμιση πως, όπως ορίζεται, στις 3.5.96, θα καταβάλλεται δυνάμει τους το ποσό των £400, μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα. Το ζήτημα του πληρωτέου δικαιώματος, από την περίοδο εκείνη, δεν είναι ζήτημα που θα μπορούσε να ρυθμιστεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ή άλλου. Δεν ανήκε σε διοικητικό όργανο που θα μπορούσε να λειτουργήσει αυτόνομα επ' αυτού. Η αρχή αναφορικά με τη διάσωση πράξης όταν διαπιστώνεται εναλλακτικό νομιμοποιητικό στήριγμά της δεν είναι σχετική. Προϋποθέτει πράξη αρμοδίου οργάνου και εδώ, εξ ορισμού πλέον, με την αναδρομικότητα που προσδόθηκε στην ΚΔΠ 160/98, ως προς αυτό το σημείο δεν υπήρχε τέτοια αρμοδιότητα. Δεν είναι δυνατό να υπάρχει έγκυρος καθορισμός από το Υπουργικό Συμβούλιο ενόψει Κανονισμού πως εκείνος ο καθορισμός γίνεται με Κανονισμούς. Το ένα αποκλείει το άλλο και, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, με τεκμαιρόμενη εδώ την εγκυρότητα των Κανονισμών τους οποίους οι ίδιοι οι καθ' ων η αίτηση επικαλούνται, ο καθορισμός από το Υπουργικό Συμβούλιο είναι άκυρος. Η άποψη πως θα είναι ανώφελη για τους αιτητές η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης αφού θα παρέμενε εν ισχύει ο Κανονισμός που επιβάλλει το ίδιο δικαίωμα, εισάγει υποθέσεις που δεν νομίζω ότι δικαιολογείται να αναμειχθούν στην εικόνα. Το κατά πόσο θα είναι υποχρεωμένοι οι αιτητές να καταβάλουν το ίδιο ποσό, δυνάμει των Κανονισμών πλέον, θα είναι ζήτημα που θα προκύψει, εφόσο αυτό αξιωθεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατ' επίκληση των Κανονισμών. Εδώ επιβλήθηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, αυτή την απόφαση, σαφώς με έννομο συμφέρον, προσβάλουν οι αιτητές, και οι διαπιστώσεις ως προς το ζήτημα της αρμοδιότητας δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν σε ακύρωσή τους, αφού απέκτησαν οντότητα στο διοικητικό χώρο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.