ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 507
20 Mαΐου, 1999
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 875/96)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΩΝΔΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 883/96)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1035/96)
1. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,
2. ΜΙΧΑΗΛ Ν. ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
3. ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΚΚΟΛΟΣ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1036/96)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Μ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.
875/96, 883/96, 1035/96, 1036/96)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Κριτήρια Επιλογής ― Δέουσα έρευνα ― Εξυπακούει αντίληψη των σχετικών στοιχείων αναφορικά με την αξία, προσόντα, αρχαιότητα και πείρα, αποκλειομένης της πλάνης περί τα πράγματα και της υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας ― Η επάρκειά της φαίνεται στα πρακτικά.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Υποχρέωση επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου ― Διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. ― Το δικαστήριο δεν υποκαθιστά την δική του κρίση στην κρίση της Ε.Δ.Υ., όταν η απόφαση είναι εύλογα επιτρεπτή ― Βάρος απόδειξης της έκδηλης υπεροχής του, έχει ο ίδιος ο αιτητής.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Κριτήρια επιλογής ― Αξία, προσόντα, αρχαιότητα, πείρα ― Άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) ― Καθοριστικό κριτήριο η αξία ― Τα άλλα κριτήρια δεν έχουν αφεαυτά πρωταρχική σημασία ― Ιδιαίτερα σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία ― Κλίνουν όμως την πλάστιγγα όταν οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι σε αξία.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσωπικές Συνεντεύξεις ― Η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ των άλλων κριτηρίων επιλογής σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) ― Απαιτείται καταγραφή στα πρακτικά της εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. καθώς και αιτιολόγησή της ― Η αιτιολογία απαιτείται να είναι ρητή ― Η απόδοση στη συνέντευξη δεν αποτελεί ξεχωριστό κριτήριο επιλογής χωρίς να μπορεί να της αποδοθεί υπέρμετρη σημασία ― Η παραγνώριση της υπεροχής υποψηφίου σε όλα τα κριτήρια επιλογής και απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην συνέντευξη, εκφεύγει των ορίων της χρηστής διοίκησης.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αιτιολογία ― Απαιτείται να καταγράφεται με σαφήνεια στο πρακτικό και να μην εξαντλείται στην καταγραφή της γενικής εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. στις συνεντεύξεις.
Oι αιτητές προσέβαλαν με τις προσφυγές τους την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, αντί των ιδίων, στη θέση Γενικού Διευθυντή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας μερικώς την απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η αρχή η οποία επιτάσσει δέουσα έρευνα συνιστά βέβαια θεμελιακό αξίωμα στο διοικητικό δίκαιο και δε χρειάζεται ανάπτυξη. Εξυπακούει δε τόσο αντίληψη όλων των σχετικών στοιχείων, στην προκειμένη περίπτωση καθ' όσον αφορούσαν την αξία, προσόντα, αρχαιότητα και πείρα των υποψηφίων, ως τα νομολογιακά καθιερωμένα κριτήρια επιλογής, όσο και ορθή αξιολόγησή τους, αποκλειομένης έτσι πλάνης περί τα πράγματα και υπέρβασης των ορίων της διακριτικής εξουσίας του διοικητικού οργάνου. Η δε επάρκεια της έρευνας, πρέπει να αντανακλάται στα πρακτικά του διοικητικού οργάνου. Το ίδιο ισχύει βέβαια για την αιτιολογία της απόφασης, η οποία συνήθως ακολουθεί επί της επάρκειας της έρευνας και της ορθής αξιολόγησης των στοιχείων.
2. Οι αρχές περί δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ανάγονται στην υποχρέωση του διοικητικού οργάνου να επιλέξει τον καλύτερο. Και το ίδιο το Άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, επιβάλλει την υποχρέωση στην Ε.Δ.Υ. να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο. Το διοικητικό όργανο όμως ασκεί διακριτική εξουσία και εφόσον ενεργεί εντός των πιο πάνω πλαισίων και η επιλογή του ήταν εύλογα επιτρεπτή επί των ενώπιόν του στοιχείων, το δικαστήριο δε θα υποκαταστήσει τη δική του κρίση με εκείνη του διοικητικού οργάνου ως προς τον καλύτερο υποψήφιο. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν διαπιστώσει παράβαση των πιο πάνω αρχών, προς τις οποίες συναρτάται όπως παρατηρήθηκε και η έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του επιλεγέντος, το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει βέβαια ο αιτητής ως ισχυριζόμενος αυτή.
Η έννοια της έκδηλης υπεροχής έχει επεξηγηθεί στη νομολογία. Όπως το έθεσε ο Πικής, Δ., στην υπόθεση Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76, στη σελ. 78:
"Αs the expression 'striking superiority' suggests, a party's superiority, to validate an allegation of this kind, must be self-evident and apparent from a perusal of the files of the candidates. Superiority must be of such a nature as to emerge on any view of the combined effect of the merits, qualifications and seniority of the parties competing for promotion; in other words, it must emerge as an unquestionable fact; so telling, as to strike one at first sight. Disregard of such superiority, where extant, constitutes in itself evidence of abuse of power by the appointing authority. A heavy burden lies on the party seeking to justify its disregard."
Το απόσπασμα αυτό έχει υιοθετηθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ίδε Ηadjioannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041).
3. H oρθή προσέγγιση του διοικητικού οργάνου προς τα κριτήρια επιλογής έχει τύχει ευρείας νομολογιακής επεξεργασίας και διατύπωσης. Τα καθιερωμένα κριτήρια είναι η αξία, τα προσόντα, η αρχαιότητα και η πείρα των υποψηφίων, τα οποία πρέπει να συσταθμίζονται για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου. Τα κριτήρια αυτά εμπεριέχονται και στο Άρθρο 34(9), στην αναφορά του στα στοιχεία των υποψηφίων όπως προκύπτουν από τους φακέλους, που περιλαμβάνουν όλα τα πιο πάνω. Πρωταρχικής σημασία είναι βέβαια το κριτήριο της αξίας, αφού η αξία έχει άμεση συνάρτηση προς την έννοια του καλύτερου ως έμπρακτη έκφραση της εν λόγω ιδιότητας μέσα από τα νενομισμένα επί μέρους στοιχεία αξιολόγησης που συνθέτουν και την όλη εικόνα. Τα άλλα κριτήρια, προσόντα, αρχαιότητα, πείρα, έχουν τη σημασία τους, αφού και αυτά είναι ενδεικτικά της αξίας, δεν έχουν όμως αφ΄ εαυτά πρωταρχική ή καθοριστική σημασία αφού συνιστούν ένα γενικό υπόβαθρο και τεκμήριο αξίας μάλλον, παρά άμεση και πραγματική εκτίμησή της. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε περιπτώσεις θέσεων οι οποίες είναι υψηλά στην ιεραρχία και μάλιστα θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής όπου η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. είναι ευρεία. Εν πάση περιπτώσει όμως πρέπει να συνεκτιμούνται με την αξία ως σύνολο και μπορούν να κλίνουν την πλάστιγγα όταν κατά τα άλλα οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι σε αξία.
4. Συνδεδεμένο με τα κριτήρια επιλογής είναι και το θέμα της προσωπικής συνέντευξης. Το ίδιο το Άρθρο 34(9) περιλαμβάνει την απόδοση των υποψηφίων μεταξύ των δεδομένων τα οποία η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει δεόντως υπόψη στην επιλογή της, όπως εξ άλλου αναγνωρίζεται και στη νομολογία. Αναφορά από την Ε.Δ.Υ. στη προσωπική συνέντευξη δε συνιστά επομένως εισαγωγή εξωγενούς στοιχείου στη διαδικασία. Είναι βέβαια επάναγκες, όπως προνοεί στο Άρθρο 34(10), όπως η γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ. όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη καταγράφεται στα πρακτικά και αιτιολογείται, όπως εξάλλου οφείλει να αιτιολογείται και βάσει της γενικής αρχής της δέουσας αιτιολογίας. Η απαίτηση όμως να αιτιολογείται στα πρακτικά η εντύπωση της Ε.Δ.Υ., καθιστά απαραίτητο η αιτιολογία να είναι ρητή και σε αναφορά με τους όρους του νόμου, και όχι απλώς να είναι δυνατό να προκύπτει από τους φακέλους, με αποτέλεσμα η απόφαση να υπόκειται σε ακύρωση, αν δεν καταγράφεται η απαιτούμενη αιτιολογία. Το ουσιαστικό θέμα όμως, όπως εγείρεται και από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους, αφορά τη βαρύτητα η οποία είναι ορθό να δίδεται από την Ε.Δ.Υ. στην εντύπωσή της από την προσωπική συνέντευξη. Η προσωπική συνέντευξη δε συνιστά ενιαία και πανομοιότυπη εξέταση με τη γνωσιολογική έννοια, ούτε έλεγχο της αξίας των υποψηφίων, όπως αυτή έχει ήδη καθορισθεί μέσα από τα στοιχεία τα οποία συνιστούν την αξιολόγησή τους στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και τα οποία, ως εκ τούτου, δεν επιδιώκει ούτε μπορεί και μάλιστα με τα περιορισμένα χρονικά και άλλα δεδομένα της και την έλλειψη ειδικής γνώσης των μελών της Ε.Δ.Υ. να επιβεβαιώσει, μετριάσει ή ανατρέψει. Συνιστά μάλλον, όπως είναι και ο ίδιος ο όρος που αναφέρεται στο νόμο, γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ. με αναφορά στην όλη προσωπικότητα και αντίκρυση του υποψηφίου, σε συσχετισμό με την καταλληλότητά του για τα καθήκοντα και τις ευθύνες της εν λόγω θέσης. Ως τέτοια δεν αποτελεί χωριστό και πρόσθετο κριτήριο επιλογής, αλλά μια άποψη των πραγμάτων που θα συνεκτιμηθεί με τα κριτήρια επιλογής. Ως εκ τούτου, η νομολογία αναγνωρίζει μεν τη θέση της στη συνολική στάθμιση στην οποία προβαίνει η Ε.Δ.Υ., τονίζει όμως την ανάγκη να μην δίδεται σε αυτή υπέρμετρη σημασία.
5. Οι πιο πάνω αρχές διέπουν την εξέταση του θέματος όσον αφορά κάθε αιτητή σε σχέση με κάθε ενδιαφερόμενο μέρος. Η γενική προσέγγιση της Ε.Δ.Υ., ήταν ότι «η γενική υπεροχή των Πούρου και Παιονίδη διαφαίνεται μέσα από τη συνεκτίμηση όλων των ενώπιόν της στοιχείων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα, πείρα, απόδοση στην προφορική εξέταση) σ' ό,τι αφορά ένα έκαστο από τους υποψηφίους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και όχι μόνο των επί μέρους στοιχείων στα οποία μπορεί κάποιοι να υπερτερούν».
(α) Όσον αφορά στον ισχυρισμό περί υπεροχής του κ. Πετρώνδα σε αξία, βλέποντας τους συγκριτικούς πίνακες προκύπτει ότι τα συμπεράσματα της Ε.Δ.Υ. δεν ήσαν πεπλανημένα αφού στο σύνολο των αξιολογήσεων καμιά υπεροχή του αιτητή δεν αποκαλύπτεται έναντι του κ. Πούρου ή έναντι του κ. Παιονίδη κατά τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ η υπεροχή του αιτητή έναντι του κ. Παιονίδη κατά τα τρία προηγούμενα χρόνια είναι τόσο περιορισμένη που να μην μπορεί να θεωρηθεί ως αξιοσημείωτη ή ως αποκαλύπτουσα πλάνη της Ε.Δ.Υ.
(β) Όσον αφορά στον ισχυρισμό περί υπεροχής του κ. Πετρώνδα σε πρόσθετα προσόντα, προκύπτει ότι η Ε.Δ.Υ. δεν απέτυχε να διεξάγει έρευνα όσον αφορά τα προσόντα των υποψηφίων και να προβεί σε διαπιστώσεις. Κρίνοντας την προσέγγισή της όσον αφορά τον κ. Πούρο, αυτός είχε μεταπτυχιακό τίτλο του επιπέδου εκείνου του κ. Πετρώνδα ώστε να μην αποκαλύπτετο υπεροχή του κ. Πετρώνδα. Όσον αφορά τον κ. Παιονίδη και αυτός είχε μεταπτυχιακό τίτλο έστω και αν δεν ήταν του επιπέδου του κ. Πετρώνδα, πράγμα το οποίο διαπίστωσε η Ε.Δ.Υ., η υπεροχή δε δεν ήταν τέτοιας έκτασης που να μπορούσε να χαρακτηριστεί σημαντική.
(γ) Όσον αφορά στον ισχυρισμό περί υπεροχής του κ. Πετρώνδα σε αρχαιότητα, σε σχέση με τον κ. Παιονίδη, στο στάδιο των διευκρινήσεων έγινε δεκτό από όλες τις πλευρές, ότι ο κ. Παιονίδης είχε την κλίμακα Α16 ενώ οι άλλοι είχαν την κλίμακα Α15, κατά το σχετικό χρόνο. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 49 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, και ιδιαίτερα το Άρθρο 49(4), αυτό όντως του έδιδε υπεροχή σε αρχαιότητα έναντι όλων, όπως έγινε δεκτό από όλες τις πλευρές. Όσον αφορά τον κ. Πούρο, δεν αποκαλύπτεται πλάνη της Ε.Δ.Υ. Η Ε.Δ.Υ. απευθύνθηκε στο θέμα της αρχαιότητας και διαπίστωσε ότι ο κ. Πούρος έπετο άλλων υποψηφίων σε αρχαιότητα, όπως όντως έπετο του κ. Πετρώνδα και στάθμισε την αρχαιότητα μαζί με τα άλλα κριτήρια, λέγοντας ότι δεν της αποδίδει καθοριστική σημασία.
(δ) Όσον αφορά στον ισχυρισμό ότι παρεγνωρίσθη η υπερέχουσα πείρα του κ. Πετρώνδα, για τον κ. Πούρο η Ε.Δ.Υ. ανέφερε ότι είχε μακρά πείρα στη δημόσια υπηρεσία, μέρος της οποίας σε διευθυντική θέση, ενώ για τον κ. Παιονίδη ειδικά ανάφερε ότι είχε μακρά πείρα στη διοίκηση ενός μεγάλου και σημαντικού Τμήματος της δημόσιας υπηρεσίας, και οι δύο είχαν δε το πλεονέκτημα της διευθυντικής θέσης. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν ήσαν λανθασμένες όσον αφορά τους κ. Πούρο και Παιονίδη, χωρίς να παραγνωρίζεται ότι μακρά πείρα, περιλαμβανομένης σε διευθυντική θέση, όπως και το πλεονέκτημα της διευθυντικής θέσης, είχαν και άλλοι υποψήφιοι, περιλαμβανομένου και του κ. Πετρώνδα.
Συσταθμίζοντας και συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω δεδομένα, αφού το θέμα πρέπει να αντικρισθεί συνολικά, δεν τεκμηριώνεται η θέση του κ. Πετρώνδα για έκδηλη υπεροχή του έναντι είτε του κ. Πούρου είτε του κ. Παιονίδη. Ο μόνος τομέας στον οποίο υπερείχε ο κ. Πετρώνδας του κ. Πούρου, η αρχαιότητα, δεν εκρίθη καθοριστικής σημασίας από την Ε.Δ.Υ. προκειμένου δε ιδιαίτερα περί της υψηλότερης θέσης στη δημόσια υπηρεσία δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση αυτή και σίγουρα, λαμβανομένης υπόψη και της όλης εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. από την προσωπική συνέντευξη, η αρχαιότητα του κ. Πετρώνδα δεν μπορεί να θεμελιώσει έκδηλη υπεροχή του έναντι του κ. Πούρου, ούτε να καταστήσει την επιλογή της Ε.Δ.Υ. μη εύλογα επιτρεπτή. Με όλα τα πιο πάνω δεδομένα δε και ιδιαίτερα αφού οι κύριοι Πούρος και Πετρώνδας ήσαν ισοδύναμοι σε αξία και προσόντα, δεν μπορεί να λεχθεί ούτε ότι εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην προσωπική συνέντευξη. Σε σχέση με τον κ. Παιονίδη η υπεροχή του κ. Πετρώνδα σε αξία και προσόντα είναι τόσο περιορισμένη που να μην μπορεί να θεωρηθεί ως αξιοσημείωτη, ενώ ο κ. Παιονίδης υπερτερούσε σε αρχαιότητα και πείρα. Με αυτά τα δεδομένα και πάλι, καμιά έκδηλη υπεροχή του κ. Πετρώνδα ένατνι του κ. Παιονίδη δεν αποκαλύπτεται που να καθιστά την επιλογή της Ε.Δ.Υ. μη εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένης υπόψη και της εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. από την προσωπική συνέντευξη στην οποία, ως εκ των ως άνω δεν εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα.
6. Όσον αφορά τον κ. Αριστοτέλους, ισχύουν βέβαια οι γενικές παρατηρήσεις αναφορικά με τον κ. Πετρώνδα σε σχέση με την έρευνα και τις διαπιστώσεις της Ε.Δ.Υ. για τα κριτήρια επιλογής. Και στη δική του περίπτωση, οι υπηρεσιακές εκθέσεις δείχνουν ότι είναι ισοδύναμος του κ. Πούρου σε αξία (ο κ. Αριστοτέλους δεν προσβάλλει το διορισμό του κ. Παιονίδη) που συνάδει με την άποψη της Ε.Δ.Υ. Αλλά ούτε όσον αφορά τα προσόντα προκύπτει πλάνη της Ε.Δ.Υ. αφού ο κ. Πούρος, ο οποίος είχε M.Sc. υπερείχε έστω και όχι σημαντικά του κ. Αριστοτέλους ο οποίος είχε μεταπτυχιακό δίπλωμα αλλά όχι του επιπέδου του M.Sc.. Δεν ευσταθεί λοιπόν η θέση ότι ο κ. Αριστοτέλους υπερείχε του κ. Πούρου σε αξία και προσόντα και ότι η Ε.Δ.Υ. τελούσε υπό πλάνη διότι δεν ερεύνησε επαρκώς τα εν λόγω θέματα και δεν αιτιολόγησε την απόφασή της. Σε σχέση με την αρχαιότητα έγινε εισήγηση ότι η Ε.Δ.Υ. τελούσε υπό πλάνη αφού ο κ. Αριστοτέλους κατείχε θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού από το 1985. Η υπεροχή αυτή όμως του κ. Αριστοτέλους δεν παρεγνωρίσθη αλλά ελήφθη υπόψη από την Ε.Δ.Υ., το ίδιο ισχύει δε επακόλουθα σε σχέση και με την οποιαδήποτε υπέρτερη πείρα του κ. Αριστοτέλους ως εκ της αρχαιότητάς του, αφού κατά τα άλλα καμιά υπέρτερη πείρα του κ. Αριστοτέλους έναντι του κ. Πούρου δεν αποκαλύπτεται. Σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα και ιδιαίτερα αφού οι δύο ήσαν ισοδύναμοι σε αξία ενώ ο κ. Πούρος υπερείχε κάπως σε προσόντα, σε συχετισμό και με την εντύπωση της Ε.Δ.Υ. από την προσωπική συνέντευξη, ο κ. Αριστοτέλους, ο οποιος φέρει και το σχετικό βάρος της απόδειξης, δεν έχει καταδείξει έκδηλη υπεροχή του έναντι του κ. Πούρου που να θεμελιώνει υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας της Ε.Δ.Υ. στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, ή οποιαδήποτε πλάνη της Ε.Δ.Υ. ως αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας ή που να καθιστά την επιλογή της Ε.Δ.Υ. αναιτιολόγητη. Η υπεροχή του κ. Αριστοτέλους σε αρχαιότητα, που είναι και το μόνο στοιχείο υπεροχής του, ελήφθη υπ' όψη, η δε μη απόδοση ρυθμιστικής σημασίας σε αυτή, όπως η ίδια η Ε.Δ.Υ. αναφέρει, δεν αντίκειται προς τη νομολογία και δεν συνιστά νομική πλάνη, προκειμένου μάλιστα περί θέσεως τόσο υψηλά στην ιεραρχία. Ούτε, ως εκ των ως άνω, μπορεί να λεχθεί ότι η βαρύτητα η οποία εδόθη στην προσωπική συνέντευξη, στην οποία ο κ. Πούρος υπερείχε, ήταν υπέρμετρη.
7. Όσον αφορά τον κ. Κκολό ισχύουν και πάλι τα όσα ελέχθησαν στην περίπτωση του κ. Πετρώνδα, που καταδεικνύουν ότι η Ε.Δ.Υ. ερεύνησε τα στοιχεία που άπτοντο των κριτηρίων επιλογής. Ούτε δε και στη δική του περίπτωση ευσταθεί η θέση ότι ο κ. Κκολός υπερείχε έκδηλα σε αξία και προσόντα των κυρίων Πούρου και Παιονίδη. Αναδρομή στις υπηρεσιακές εκθέσεις, δείχνει ότι καμιά τέτοια πλάνη της Ε.Δ.Υ. δεν διαπιστώνεται όσον αφορά την αξία, αφού αυτές αποκαλύπτουν υπεροχή του κ. Πούρου και οριακή έστω υπεροχή του κ. Παιονίδη έναντι του κ. Κκολού. Αλλά και σε σχέση με τα προσόντα, ο κ. Κκολός και ο κ. Πούρος είχαν M.Sc. και ήσαν ισοδύναμοι, ενώ για τον κ. Παιονίδη, ο οποίος είχε μεταπτυχιακό δίπλωμα, ισχύουν τα όσα ελέχθησαν για τον κ. Πετρώνδα, ότι δηλαδή η υπεροχή του κ. Κκολού δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σημαντική. Σε αρχαιότητα ο κ. Κκολός όντως υπερείχε αισθητά του κ. Πούρου αλλά όχι του κ. Παιονίδη. Στη στάθμιση όλων των δεδομένων και κριτηρίων, αναφορικά με τον κ. Παιονίδη δεν τίθεται καθόλου θέμα έκδηλης υπεροχής του κ. Κκολού, με βάση την ίδια προσέγγιση όπως στην περίπτωση του κ. Πετρώνδα, τοσούτω μάλλον αφού ο κ. Παιονίδης υπερείχε, έστω και οριακά, του κ. Κκολού σε αξία. Σε σχέση με τον κ. Πούρο, δεν μπoρεί να λεχθεί ότι η όντως αισθητή υπεροχή του κ. Κκολού ήταν από μόνη της ικανή να προσδώσει στον κ. Κκολό συνολικά έκδηλη υπεροχή έναντι του κ. Πούρου. Ο κ. Πούρος υπερείχε σε αξία, που είναι το βασικό κριτήριο, του κ. Κκολού, και υπό τοιαύτες συνθήκες δεν θεωρείται ότι η έστω και μακρά αρχαιότητα του κ. Κκολού μπορούσε να αντισταθμίσει έκδηλα τα πράγματα, προκειμένου περί της υψηλότερης θέσης στη δημόσια υπηρεσία και δοθείσας της ευνοϊκότερης εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. για τον κ. Πούρο στην προσωπική συνέντευξη. Η επιλογή της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογα επιτρεπτή και καμιά αρχή δεν παρεβιάσθη.
8. Όσον αφορά τον κ. Αντωνίου, οι υπηρεσιακές εκθέσεις δείχνουν, σε σχέση με την αξία, ότι τα τελευταία δύο χρόνια δεν υπάρχει οποιαδήποτε υπεροχή του έναντι του κυρίου Πούρου και οποιαδήποτε αισθητή υπεροχή του έναντι του κ. Παιονίδη. Τα τρία προηγούμενα χρόνια υπάρχει μια οριακή υπεροχή του κ. Αντωνίου έναντι του κ. Πούρου που όμως δεν καθιστά την άποψη της Ε.Δ.Υ. πεπλανημένη, αλλά μια πιο εμφανής υπεροχή του κ. Αντωνίου έναντι του κ. Παιονίδη, που εμπίπτει στα πλαίσια της αναγνώρισης από την Ε.Δ.Υ. ότι ο κ. Παιονίδης υστερεί άλλων σε αξία. Σε σχέση με τα προσόντα, ο κ. Αντωνίου, ο οποίος είχε μεταπτυχιακό δίπλωμα όπως ο κ. Παιονίδης, δεν υπερείχε αλλά ήταν ισοδύναμος του κ. Παιονίδη και υστερούσε, έστω και όχι σημαντικά, του κ. Πούρου ο οποίος είχε M.Sc. Ούτε εδώ υπάρχει πλάνη της Ε.Δ.Υ.. Σε αρχαιότητα τώρα, ο κ. Παιονίδης βέβαια υπερείχε του κ. Αντωνίου ενώ ο κ. Αντωνίου υπερείχε του κ. Πούρου. Με αυτά τα δεδομένα, η άποψη του Δικαστηρίου είναι ότι αναφορικά με τον κ. Πούρο και πάλι δεν προκύπτει έκδηλη υπεροχή του κ. Αντωνίου που να καθιστά την επιλογή της Ε.Δ.Υ. μη εύλογα επιτρεπτή. Η οριακή υπεροχή του κ. Αντωνίου το 1992 και το 1993 (το 1991 υπερείχε ο κ. Πούρος) δεν είναι ούτε αξιοσημείωτη ούτε της τάξεως που, συνεκτιμούμενη με την αρχαιότητα του κ. Αντωνίου, να του έδιδε έκδηλη υπεροχή, λαμβανομένης υπόψη και της υπεροχής, έστω και μη σημαντικής, του κ. Πούρου σε προσόντα και της εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. από την προσωπική συνέντευξη, χωρίς να της προσδίδεται υπέρμετρη βαρύτητα. Αναφορικά με τον κ. Παιονίδη, είναι γεγονός ότι υπήρχε υπεροχή του κ. Αντωνίου σε αξία το 1991, 1992 και 1993. Η Ε.Δ.Υ. όμως δεν παραγνώρισε αλλά αναγνώρισε το γεγονός ότι ο κ. Παιονίδης υστερούσε άλλων υποψηφίων σε αξία. Η συνεκτίμηση του κριτηρίου αυτού μαζί με τα άλλα κριτήρια όμως, και εφ' όσον ο κ. Παιονίδης ήταν ισοδύναμος σε προσόντα του κ. Αντωνίου και υπερτερούσε σε αρχαιότητα και επακόλουθη πείρα (έστω και αν περιορισμένη μόνο βαρύτητα εδόθη στο κριτήριο αυτό), είχε δε ευνοϊκότερη εντύπωση στην προσωπική συνέντευξη, οδηγά στο συμπέρασμα ότι δεν καταδεικνύεται έκδηλη υπεροχή του κ. Αντωνίου έναντι του κ. Παιονίδη που να καθιστά την επιλογή της Ε.Δ.Υ. μη εύλογα επιτρεπτή και εκτός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της, εφ' όσον υπήρξε και δέουσα έρευνα και αιτιολογία.
9. Όσον αφορά τον κ. Πελεκάνο, ο κ. Λεμονάρης ορθώς υποδεικνύει ότι υπερείχε σε αξία τόσο του κ. Πούρου όσο και του κ. Παιονίδη. Οι υπηρεσιακές εκθέσεις αποκαλύπτουν ότι ο κ. Πελεκάνος είχε αξιολογηθεί ως εξαίρετος συνολικά και σε κάθε επί μέρους τομέα κατά τα τελευταία πέντε χρόνια που απασχόλησαν και την Ε.Δ.Υ.. Η υπεροχή του είναι εμφανής έναντι του κ. Πούρου, ο οποίος μόνο τα τελευταία δύο χρόνια έχει αξιολογηθεί εξαίρετος σε κάθε τομέα, και έκδηλη έναντι του κ. Παιονίδη, ο οποίος μόνο τον τελευταίο χρόνο έχει αξιολογηθεί εξαίρετος σε κάθε τομέα. Αυτό εγείρει το θέμα της δέουσας έρευνας και πλάνης εκ μέρους τη Ε.Δ.Υ.. Η αντίληψη της Ε.Δ.Υ. είναι ορθή μόνον όσον αφορά τα χρόνια 1994 και 1995 και είναι πεπλανημένη όσον αφορά τα χρόνια 1991, 1992 και 1993. Εάν δεν έλαβε δε υπ΄όψη της τα χρόνια 1991, 1992 και 1993, προκύπτει ότι δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα, αφού δεν αντίκρισε την όλη σταδιοδρομία των δύο υποψηφίων τουλάχιστον από το 1991, που και οι δύο είχαν την κλίμακα 15 και διευθυντική θέση ώστε οι συγκρίσεις να ήσαν ίσες. Για δε τον κ. Παιονίδη, η πλάνη και το αναιτιολόγητο της αξιολόγησης της ΕΔΥ είναι ακόμα πιο καθαρά. Το ότι ο κ. Παιονίδης παρουσιάζει χρόνο με το χρόνο βελτίωση δεν αλλοιώνει την όλη συγκριτική εικόνα των αξιολογήσεων. Ούτε, ισχυόντων των όσων ελέχθησαν σε σχέση και με τον κ. Πούρο για την αόριστη αναφορά στα "τελευταία χρόνια" και το ποια έλαβε υπ' όψη της η ΕΔΥ, μπορεί να λεχθεί ότι ο κ. Παιονίδης δεν υστερεί ή υστερεί "πολύ οριακά" του κ. Παιονίδη, και ότι "δεν υστερεί ή, αν υστερεί, η διαφορά δεν είναι καθοριστική". Η αδυναμία της προσέγγισης αυτής δεν έγκειται μόνο στο ασαφές, αντιφατικό και αναιτιολόγητο των διαζευκτικών θέσεων "δεν υστερεί" και "αν υστερεί, υστερεί οριακά", αλλά και στο ότι μια τέτοια διαπίστωση είναι, επί των στοιχείων, πεπλανημένη. Όλα αυτά καθιστούν την απόφαση της ΕΔΥ τρωτή, όσον αφορά τόσο τον κ. Πούρο όσο και τον κ. Παιονίδη.
Όσον αφορά τον ίδιο αιτητή, τέθηκε ισχυρισμός ότι οι προαχθέντες δεν είχαν την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας πενταετή πείρα σε διευθυντική θέση. Αυτό όμως δεν αντανακλά ορθά τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας, το οποίο απαιτεί όχι πενταετή πείρα σε διευθυντική θέση αλλά όπως πενταετής πείρα της απαιτούμενης δεκαετούς πείρας σε ανώτερη θέση είναι στη "διεύθυνση, εποπτεία, καθοδήγηση, εκπαίδευση προσωπικού, τον προγραμματισμό, συντονισμό και έλεγχο εργασίας", και ότι υπηρεσία σε διευθυντική θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία, θα αποτελεί πλεονέκτημα. Η Ε.Δ.Υ. ορθώς διαπίστωσε και έλαβε υπ΄όψη της ότι οι κύριοι Πούρος και Παιονίδης είχαν την πενταετή αυτή πείρα, όπως και το πλεονέκτημα της διευθυντικής θέσης στη Δημόσια Υπηρεσία, το οποίο είχε και ο κ. Πελεκάνος.
Σε σχέση με την αρχαιότητα, έγινε εισήγηση ότι ο κ. Πελεκάνος είχε σημαντική αρχαιότητα έναντι τόσο του κ. Πούρου όσο και έναντι του κ. Παιονίδη. Για τον κ. Παιονίδη το θέμα έχει όμως διευκρινισθεί, ότι είχε αρχαιότητα έναντι όλων. Για τον κ. Πούρο όμως είναι γεγονός ότι ο κ. Πελεκάνος προηγείτο, και μάλιστα κατά μια δεκαετία, σε αρχαιότητα και ακόλουθη της αρχαιότητας πείρα. Το στοιχείο αυτό πλήττει έτι περαιτέρω την ήδη τρωτή προσέγγιση της Ε.Δ.Υ. στην αξία σε σχέση με τον κ. Πούρο αφού, παρά το ότι η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπ΄όψη ότι ο κ. Πούρος έπετο άλλων σε αρχαιότητα, τα κριτήρια επιλογής συνεκτιμήθησαν από την Ε.Δ.Υ. και δεν είναι δυνατό, παρά μόνο μέσω ανεπίτρεπτης εικασίας, να κριθεί ποια θα ήταν η απόφαση της Ε.Δ.Υ. αν δεν είχε υπάρξει πλάνη ως προς ένα κριτήριο.
10. Και τέλος, όσον αφορά τον κ. Δημητριάδη. Η εικόνα εδώ είναι ακόμα πιο καθαρή. Ο κ. Δημητριάδης υπερείχε σε αξία του κ. Πούρου όσο και του κ. Παιονίδη με τον ίδιο τρόπο που υπερείχε αυτών ο κ. Πελεκάνος, ισχύουν δε και στην περίπτωση του κ. Δημητριάδη όλα όσα ελέχθησαν στην περίπτωση του κ. Πελεκάνου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. είναι τρωτή ως ληφθείσα υπό πλάνη, άνευ της δέουσας έρευνας και αναιτιολόγητη. Στην περίπτωση του κ. Δημητριάδη, όμως, το τρωτό της απόφασης της Ε.Δ.Υ. επεκτείνεται και στο κριτήριο των προσόντων. Στον τομέα αυτό, η υπεροχή του κ. Δημητριάδη, ο οποίος είχε τον ανώτατο ακαδημαϊκό τίτλο σπουδών, το διδακτορικό τίτλο Ph.D., είναι εμφανής έναντι του κ. Πούρου, ο οποίος είχε το M.Sc., και εμφανέστατη έναντι του κ. Παιονίδη, ο οποίος είχε μεταπτυχιακές σπουδές μόνο στο επίπεδο του Diploma. Σίγουρα, η υπεροχή αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί "οριακή" όπως τη χαρακτηρίζει η Ε.Δ.Υ. σε σχέση με τον κ. Πούρο, ούτε, ως εκ τούτου, μπορεί να λεχθεί ότι της απεδόθη η δέουσα βαρύτητα την οποία η ίδια η Ε.Δ.Υ. είπε ότι θα απέδιδε στα πρόσθετα μεταπτυχιακά προσόντα ως χρήσιμα σε σχέση με την ευρύτητα γνώσης και αντίληψης που προσδίδουν στους κατόχους. Η πλάνη και η έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. προσλαμβάνει δε τις πλήρεις διαστάσεις της στην προσέγγισή της όσον αφορά τη συνεκτίμηση όλων των κριτηρίων επιλογής. Ο κ. Δημητριάδης υπερείχε του κ. Πούρου σε κάθε ένα από τα κριτήρια επιλογής - αξία, προσόντα, αρχαιότητα και πείρα, και μόνο στην προσωπική συνέντευξη, η οποία δεν αποτελεί καν χωριστό κριτήριο επιλογής, η Ε.Δ.Υ. έκρινε κατά την υποκειμενική της κρίση, ότι υπερείχε ο κ. Πούρος. Το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι η Ε.Δ.Υ. όχι μόνο πλανάται και δεν αιτιολογεί την άποψή της ότι ο κ. Πούρος υπερείχε γενικά στα κριτήρια επιλογής, αλλά και ότι απέδωσε υπέρμετρη και μάλιστα αποκλειστική βαρύτητα στην άποψη που σχημάτισε από την προσωπική συνέντευξη, για τη διεξαγωγή της οποίας εξάλλου και δεν ετηρήθησαν ή δεν υπάρχουν ενώπιον του δικαστηρίου πρακτικά που να διαφωτίζουν το υπόβαθρο επί του οποίου εστηρίχθησαν τα σχόλια της Ε.Δ.Υ., το βαθμό ομοιομορφίας των ερωτήσεων της Ε.Δ.Υ. προς ένα έκαστο υποψήφιο και τις απαντήσεις των υποψηφίων. Η Ε.Δ.Υ. μετέτρεψε έτσι την προσωπική συνέντευξη σε αυτοτελές κριτήριο και μάλιστα υπερκριτήριο επιλογής, προσδίδοντας του καθοριστική βαρύτητα έναντι όλων των καθιερωμένων κριτηρίων επιλογής στα οποία ο κ. Δημητριάδης υπερείχε του κ. Πούρου και επί μέρους και συνολικά. Η προσέγγιση αυτή αντίκειται προς την αντίληψη της νομολογίας όσον αφορά το ρόλο της προσωπικής συνέντευξης και αποκαλύπτει τους κινδύνους που θα προέκυπταν αν η νομολογία επέτρεπε να δοθεί τέτοια βαρύτητα στο ανασφαλές και υποκειμενικό στοιχείο της προσωπικής συνέντευξης, αφού η δυνατότητα τουλάχιστον πλάνης της Ε.Δ.Υ. από τις ευνοϊκές υποκειμενικές εντυπώσεις που θα διαπίστωνε ή θα διατύπωνε για κάποιο υποψήφιο θα την παρέσυρε, όπως στην προκειμένη περίπτωση, σε παραγνώριση κάθε αντικειμενικού και ανεγνωρισμένου κριτηρίου επιλογής. Το ότι η θέση βρίσκεται πολύ ψηλά στην ιεραρχία της δημόσιας υπηρεσίας δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για να παρέχεται στην Ε.Δ.Υ. η άδεια να προσδίδει στην προσωπική συνέντευξη τέτοια υπέρμετρη βαρύτητα που να καθιστά την επιλογή της ουσιαστικά και πρακτικά ανεξέλεγκτη. Το δικαστήριο δεν είναι διατεθειμένο να προσυπογράψει τέτοια ευρύτητα διακίνησης - και όχι πλέον πραγματικής επιλογής - στην Ε.Δ.Υ. και την επακόλουθη παραίτησή του από το καθήκον του ελέγχου της χρηστής διοίκησης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη που όλοι οι Αιτητές και όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη της προσφυγής είναι δημόσιοι υπάλληλοι και έτσι η Ε.Δ.Υ. έχει ενώπιόν της τα ίδια δεδομένα αναφορικά με το κάθε ένα και η σύγκριση είναι καθ' όλα δυνατή, ενιαία και επί ίσοις όροις.
11. Ούτε η ίδια η γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ. είναι επαρκώς αιτιολογημένη, όπως απαιτεί η νομολογία αλλά και ιδιαίτερα το Άρθρο 34(10). Η ρητή νομοθετική απαίτηση για αιτιολογία καθιστά μάλιστα, όπως ήδη παρατηρήθη, την αιτιολογία απαραίτητο στοιχείο που πρέπει να φαίνεται στο ίδιο το σώμα της απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση τα καταγραφέντα από την Ε.Δ.Υ. δεν φαίνονται ουσιαστικά να προχωρούν πέραν της ίδιας της καταγραφής της γενικής εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. και δεν υπεισέρχονται σε αυτή καθ' αυτή την αιτιολογία της γενικής εντύπωσης, τουλάχιστον με επάρκεια. Ούτε, όπως ελέχθη, είναι ενώπιον του δικαστηρίου οποιαδήποτε πρακτικά των προσωπικών συνεντεύξεων που να συνιστούσαν μέρος της αιτιολογίας των σχολίων της ΕΔΥ και να παρείχαν δυνατότητα κρίσης επί των σχολίων αυτών.
12. Όλα όσα ελέχθησαν για τον κ. Πούρο ισχύουν και για τον κ. Παιονίδη. Αν και ο κ. Παιονίδης είχε υπέρτερη αρχαιότητα - και ακόλουθη πείρα - έναντι του κ. Δημητριάδη, στην οποία εν πάση περιπτώσει η Ε.Δ.Υ. τόνισε ότι δεν απέδιδε ουσιαστική παρά μόνο περιορισμένη σημασία, ο κ. Δημητριάδης υπερείχε ακόμα πιο έκδηλα του κ. Παιονίδη σε αξία και προσόντα. Δεδομένου ότι η Ε.Δ.Υ. αναγνωρίζει ότι ο κ. Παιονίδης υστερεί στους τομείς αυτούς, και δεδομένου ότι δηλώνει ότι περιορισμένη σημασία αποδίδει στην αρχαιότητά του, το βέβαιο συμπέρασμα και πάλι είναι ότι η Ε.Δ.Υ. δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα κριτήρια της αξίας - ως το βασικό - και των προσόντων και απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην εντύπωσή της από την προσωπική συνέντευξη. Αυτό καθιστά και στην περίπτωση του κ. Παιονίδη τρωτή την απόφαση της Ε.Δ.Υ. όσον αφορά τον κ. Δημητριάδη.
13. Η κατάληξη αναφορικά με κάθε προσφυγή είναι:
Η προσφυγή 875/96 του κ. Πετρώνδα αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η προσφυγή 883/96 του κ. Πελεκάνου επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η προσφυγή 1035/96 επιτυγχάνει καθ' όσον αφορά τον κ. Δημητριάδη και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, και αποτυγχάνει και απορρίπτεται όσον αφορά τον κ. Αντωνίου και τον κ. Κκολό.
Η προσφυγή 1036/96 του κ. Αριστοτέλους αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του κ. Δημητριάδη και του κ. Πελεκάνου, οι δε κύριοι Πετρώνδας, Αντωνίου, Κκολός και Αριστοτέλους θα καταβάλουν ανά ένα τέταρτο έκαστος τα έξοδα της Δημοκρατίας.
¢È·Ù·Á‹ ˆ˜ ·ÓˆÙ€Úˆ.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μαχλουζαρίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 936/97, ημερ. 3/5/99,
Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 549,
Theodosiou v. Republic 2 R.S.C.C. 44,
Christou v. Republic 4 R.S.C.C. 1,
Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74,
Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852,
Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76,
Hjioannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041,
Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070,
Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,
Paschalis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1897,
Partellides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 480,
Piperi v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306,
Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081,
Βιολάρης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1501,
Duncan v. Republic (1977) 3 C.L.R. 153,
Triantafyllides v. Republic (1970) 3 C.L.R. 235,
Myrtiotis v. Republic (1975) 3 C.L.R. 58,
Karamontani v. Republic (1985) 3 C.L.R. 423,
Papadopoulos v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1423,
Kalos v. Republic (1986) 3 C.L.R. 942,
Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081,
Public Service Commission v. Potoudes (1987) 3 C.L.R. 1591,
Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,
Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου - Vantieghem (1995) 3 Α.Α.Δ. 119,
Republic v. Maratheftis (1986) 3 C.L.R. 1407.
Προσφυγές.
Προσφυγές εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οπία τα ενδιαφερόμενα μέρη προήχθηκαν στη θέση Γενικού Διευθυντή, αντι των αιτητών.
Ε. Ελευθερίου για Τ. Παπαδόπουλο & Σία, για τον Αιτητή στην Υπόθεση αρ. 875/96.
Γεωργίου για Λεμονάρη, για τον Αιτητή στην Υπόθεση αρ. 883/96.
Χ"Μιχαήλ, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις αρ. 1035/96 και 1036/96.
Λ. Κουρσουμπά, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Χρ. Χριστοφίδης για Λ. Παπαφιλίππου & Σία, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Λ. Παιονίδη στις Υποθέσεις αρ. 875/96, 883/96 και 1035/96.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Π. Πούρο σε όλες τις προσφυγές.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι Αιτητές στις συνενωμένες αυτές προσφυγές ζητούν την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας η οποία δημοσιεύθηκε στις 18.10.1996 και με την οποία οι κύριοι Πούρος και Παιονίδης προήχθησαν στη θέση Γενικού Διευθυντή.
Το ιστορικό του πράγματος ανάγεται σε απόφαση της Ε.Δ.Υ. της 11.9.1995 να προβεί στην πλήρωση μιας θέσης Γενικού Διευθυντή. Σε ανταπόκριση της δημοσίευσης της θέσης, υποβλήθησαν 27 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων και των Αιτητών, οι οποίες εξετάσθησαν από την Ε.Δ.Υ. , ακολούθως δε η Ε.Δ.Υ. κάλεσε σε προφορική εξέταση 23 υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και οι Αιτητές, που θεώρησε ότι είχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Η προφορική εξέταση κάθε κληθέντος υποψηφίου έγινε, κατά το πέρας αυτών δε η Ε.Δ.Υ. απεφάσισε να πληρώσει άλλη μια θέση Γενικού Διευθυντή, η οποία αναμένετο να κενωθεί σύντομα, στα πλαίσια της ήδη εν εξελίξει διαδικασίας. Στη συνεδρία της της 17.9.1996 η Ε.Δ.Υ. απεφάσισε να επιλέξει για προαγωγή στις εν λόγω δύο θέσεις τους κυρίους Πούρο και Παιονίδη, αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και αφού προέβη στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση και τα ενώπιόν της στοιχεία των φακέλων τους. Παραθέτω αυτούσια τα σχόλια της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με την απόδοση του κάθε σχετιζομένου με τις προσφυγές υποψηφίου στην προφορική εξέταση, όπως περιέχονται στα πρακτικά της συνεδρίας της 17.9.1996:
"1. Αντωνίου Μιχαήλ: Σχεδόν πολύ καλός (72)
Αρκετές γνώσεις για τη νομοθεσία τη σχετική με τη δημόσια υπηρεσία. Περιορισμένες γνώσεις για αρχές διοίκησης. Πολύ καλό επίπεδο έκφρασης, χωρίς όμως επαρκή τεκμηρίωση και υποστήριξη των θέσεών του για να γίνεται πειστικός. Ενίοτε υπεκφεύγει. Παρουσίασε μέσο επίπεδο κρίσης και αντίληψης. Σοβαρός και ευγενικός.
2. Αριστοτέλους Παναγιώτης: Πάρα πολύ καλός (83)
Πάρα πολύ καλό επίπεδο γνώσεων, περιλαμβανομένων θεμάτων νομοθεσίας σχετικών με τη δημόσια υπηρεσία και αρχών διοίκησης. Θετικός, με άνεση και σαφήνεια στην επικοινωνία. Επικεντρώνεται στο θέμα και τεκμηριώνει ικανοποιητικά τις θέσεις του. Παρουσίασε αρκετά καλό επίπεδο κρίσης. Ώριμος, άνετος και ευγενικός, του λείπει όμως ο δυναμισμός.
4. Δημητριάδης Ευριπίδης: Πάρα πολύ καλός (81).
Πολύ καλές γνώσεις σε όλα τα θέματα, περιλαμβανομένων των θεμάτων που σχετίζονται με τη διοίκηση. Σε αμφιλεγόμενα θέματα αποφεύγει να τοποθετηθεί. Ολοκληρώνει, ενίοτε όμως γενικεύει. Επικοινωνεί με άνεση και εκφράζεται με σαφήνεια. Παρουσίασε ικανοποιητικό επίπεδο κρίσης και αντίληψης. Ώριμος, με αυτοπεποίθηση και ευγένεια.
6. Κκολός Ευτύχιος: Πάρα πολύ καλός (84)
Ψηλό επίπεδο γνώσεων σε όλα τα θέματα. Λακωνικός στις απαντήσεις, αλλά πάντοτε επί του θέματος και ορθός. Ενίοτε δεν ολοκληρώνει και δεν τεκμηριώνει. Παρουσίασε πάρα πολύ καλό επίπεδο κρίσης και αντίληψης και επέδειξε ωριμότητα και ανεξαρτησία σκέψης. Ευγενικός, άνετος και ειλικρινής, με συναίσθηση ευθύνης και όραμα.
11. Παιονίδης Λουκάς: Πάρα πολύ καλός + (87)
Πάρα πολύ ψηλό επίπεδο γνώσεων σε όλα τα θέματα, περιλαμβανομένων θεμάτων που σχετίζονται με αρχές διοίκησης και με τη νομοθεσία για τη δημόσια υπηρεσία. Επικεντρώνεται στα θέματα, σαφής στην έκφραση, ολοκληρώνει και τεκμηριώνει τις θέσεις του με πειστικότητα. Παρουσίασε ψηλό επίπεδο κρίσης, αντίληψης και ανεξαρτησία σκέψης. Ώριμος, άνετος και ευγενικός με αυτοπεποίθηση και συναίσθηση ευθύνης.
13. Πελεκάνος Δημήτριος: Πάρα πολύ καλός + (85)
Πάρα πολύ καλές γνώσεις σε όλα τα θέματα περιλαμβανομένων θεμάτων νομοθεσίας για τη δημόσια υπηρεσία και αρχών διοίκησης. Πολύ καλός στη διατύπωση θέσεων, ολοκληρώνει και τεκμηριώνει, παρόλο που ενίοτε αποφεύγει να τοποθετηθεί σε αμφιλεγόμενα θέματα. Παρουσίασε καλό επίπεδο κρίσης και αντίληψης. Σοβαρός, άνετος, με αυτοπεποίθηση και συναίσθηση ευθύνης.
14. Πετρώνδας Ανδρέας: Πολύ καλός (79)
Αρκετές γνώσεις σε όλα τα θέματα. Ενίοτε δεν εμβαθύνει και γενικεύει. Πολύ καλή έκφραση και σαφήνεια στη διατύπωση θέσεων. Ολοκληρώνει τις απόψεις και τις θέσεις που υποστηρίζει. Παρουσίασε καλό επίπεδο κρίσης και αντίληψης. Άνετος, ώριμος και ευγενικός με συναίσθηση ευθύνης.
15. Πούρος Πανίκος: Εξαίρετος (93)
Εξαίρετο επίπεδο γνώσεων σε όλα τα θέματα και ιδιαίτερα σε θέματα πολιτικής και τρόπου αντιμετώπισης και επίλυσης σύνθετων προβλημάτων. Σαφής στην έκφραση με πλούσιο λεξιλόγιο και ορθότητα στην ορολογία. Ολοκληρώνει και τεκμηριώνει τις θέσεις του. Αναλυτικός, με ταχύτητα σκέψης και πάντοτε επί της ουσίας. Παρουσίασε ψηλό επίπεδο κρίσης και αντίληψης, ωριμότητα και ανεξαρτησία σκέψης. Άνετος, ευγενικός με αυτοπεποίθηση. Τον διακρίνει ειλικρίνεια και όραμα. Πειστικός και ευχάριστος."
Παραθέτω επίσης αυτούσια τα πρακτικά της συνεδρίας της 17.9.1996 καθ' όσον αναφέρονται στο όλο σκεπτικό της ΕΔΥ:
"Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβε δεόντως υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των αιτήσεων των υποψηφίων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς επίσης και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση που είχε διάρκεια περίπου μιας ώρας για κάθε υποψήφιο.
Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια. Όσον αφορά τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις που υποβλήθηκαν για το 1990, η Επιτροπή τις προσήγγισε με βάση τη γενική απόφαση που πήρε στη συνεδρία της με ημερομηνία 7.10.91, στο βαθμό που συνάδει με τα στοιχεία της παρούσας διαδικασίας.
Σ' ό,τι αφορά στην αξία των υποψηφίων, όπως αντανακλάται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, η Επιτροπή σημείωσε ότι οι αξιολογούντες λειτουργοί ή οι ομάδες αξιολόγησης στις πλείστες περιπτώσεις διαφέρουν από υποψήφιο σε υποψήφιο και κάποιες διαφορές αποδίδονται και στις διαφορετικές προσεγγίσεις και στα διαφορετικά μέτρα κρίσης.
Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη την αρχαιότητα των υποψηφίων, όπως φαίνεται στον ενώπιόν της κατάλογο των υποψηφίων. Σ' ό,τι αφορά στο στοιχείο αυτό, η Επιτροπή σημείωσε ότι η αρχαιότητα, παρόλο που λαμβάνεται υπόψη, εντούτοις δεν είναι ουσιαστικής σημασίας δεδομένου του επιπέδου της θέσης, που είναι η ανώτατη στη δημόσια υπηρεσία, καθώς επίσης και του γεγονότος ότι η θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, η οποία διεκδικείται και από υποψηφίους που είναι εκτός δημόσιας υπηρεσίας.
Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκταση και την ποιότητα της πείρας που οι υποψήφιοι απέκτησαν είτε στη δημόσια υπηρεσία είτε στο ευρύτερο κρατικό ή ιδιωτικό τομέα, την αφομοίωση της πείρας από ένα έκαστο των υποψηφίων, όπως η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει μέσα από την προφορική εξέταση, και τη δυνατότητα αξιοποίησής της.
Η Επιτροπή είχε το δύσκολο έργο να επιλέξει τους καταλληλότερους μεταξύ πολλών αξιόλογων και ικανών υποψηφίων που προέρχονται τόσο από τη δημόσια υπηρεσία όσο και από τον ευρύτερο κρατικό ή ιδιωτικό τομέα. Η Επιτροπή προβληματίστηκε ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά στη σημασία και στη βαρύτητα που θα έπρεπε να αποδώσει στα επί μέρους στοιχεία, εξασφαλίζοντας παράλληλα το ενιαίο μέτρο κρίσης, έχοντας υπόψη ότι ορισμένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι κοινά για όλους τους υποψηφίους - π.χ. για τους υποψηφίους που δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι δεν προσφέρεται για σύγκριση το στοιχείο των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων.
Ενόψει των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει η διαδικασία, η Επιτροπή μελέτησε και αντάλλαξε απόψεις σ' ό,τι αφορά στην αξία των υποψηφίων, όπως αυτή προβάλλει μέσα από την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τη σχετική αξιολόγηση ενός εκάστου από τους υποψηφίους, καθώς και των λοιπών κριτηρίων, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των προσόντων πέραν των απαιτούμενων, της ποιότητας και του περιεχομένου της πείρας των υποψηφίων, των αξιολογήσεων και της αρχαιότητας των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως και όλων των λοιπών ενώπιόν της στοιχείων.
Σχετικά με τα προσόντα των υποψηφίων, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, παρά το επίπεδο της θέσης που είναι στην κορυφή της δομής της δημόσιας υπηρεσίας, το βασικό προσόν που απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας είναι πτυχίο πανεπιστημίου ή ισότιμο προσόν. Ενόψει τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι τα οποιαδήποτε πρόσθετα μεταπτυχιακά προσόντα που κατείχαν οι υποψήφιοι είναι χρήσιμα στο βαθμό που προσδίδουν στους κατόχους τους ευρύτητα γνώσης και αντίληψης και απέδωσε σ' αυτά τη δέουσα βαρύτητα.
Κατά την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, η Επιτροπή έκρινε ότι οι Πούρος Πανίκος και Παιονίδης Λουκάς, οι οποίοι διαθέτουν το πλεονέκτημα της υπηρεσίας σε διευθυντική θέση, κατά προτίμηση στη δημόσια υπηρεσία, υπερέχουν γενικά των υπόλοιπων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους.
Συγκρίνοντας τους Πούρο και Παιονίδη με τους υποψήφιους Κωνσταντινίδη Μιχαήλ, Κωνσταντίνου Κώστα και Ιωσηφίδη Χρίστο, η Επιτροπή σημείωσε ότι δεν είναι δυνατή η σύγκριση στα κριτήρια αξία και αρχαιότητα. Οι Κωνσταντινίδης και Κωνσταντίνου δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ ο Ιωσηφίδης, ο οποίος διορίστηκε στη δημόσια υπηρεσία το 1995 με αναδρομική ισχύ από το 1990, δεν έχει αξιολογήσεις μέχρι και το 1995, αφού η υπηρεσία του είναι πλασματική.
Σ' ό,τι αφορά τον Πούρο, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτός, σε σύγκριση με τους υποψήφιους Κωνσταντινίδη, Κωνσταντίνου και Ιωσηφίδη, κατέχει μεταπτυχιακό προσόν σε επίπεδο M.Sc., δεν υστερεί δηλαδή αυτών στο επίπεδο των προσόντων (εκτός του Ιωσηφίδη, που κατέχει πέραν του ενός πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα μέχρι και το επίπεδο D.E.A.), βαθμολογήθηκε σε ψηλότερο επίπεδο και υπερτερεί των τριών για την απόδοσή του στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση και διαθέτει ουσιαστική πείρα στη δημόσια υπηρεσία, από την οποία μέρος σε διευθυντική θέση, που του προσδίδει την προτίμηση του πλεονεκτήματος.
Όσον αφορά τον Παιονίδη, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτός υστερεί οριακά στο επίπεδο των πρόσθετων προσόντων του Κωνσταντινίδη και του Κωνσταντίνου (ο Παιονίδης έχει μεταπτυχιακές σπουδές ενός ακαδημαϊκού έτους σε επίπεδο Diploma, ενώ οι άλλοι δύο σε επίπεδο M.Sc.), ενώ έναντι του Ιωσηφίδη υστερεί στα πρόσθετα προσόντα δεδομένου ότι αυτός κατέχει πέραν του ενός και μέχρι το επίπεδο του D.E.A. Ο Παιονίδης απέδωσε όμως στην προφορική εξέταση στο ίδιο γενικό επίπεδο με τον Κωνσταντινίδη και σε ψηλότερο των Ιωσηφίδη και Κωνσταντίνου και έχει εκτενή πείρα στη δημόσια υπηρεσία, από την οποία μέρος στη διεύθυνση ενός μεγάλου και σημαντικού Τμήματος, που του προσδίδει την προτίμηση του πλεονεκτήματος.
Συγκρίνοντας τους Πούρο και Παιονίδη με τους λοιπούς υποψηφίους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει τα ακόλουθα:
- Σ' ό,τι αφορά τον υποψήφιο Πούρο, αυτός δεν υστερεί στα πρόσθετα προσόντα παρά μόνο οριακά έναντι των υποψήφιων Δημητριάδη Ευριπίδη και Σεργίου Σέργιου (ο Δημητριάδης κατέχει διδακτορικό τίτλο και ο Σεργίου δύο μεταπτυχιακά προσόντα ενώ ο Πούρος κατέχει ένα μεταπτυχιακό τίτλο) και, ως προς την αρχαιότητα, έπεται έναντι ορισμένων υποψηφίων - στο στοιχείο αυτό όμως, όπως έχει πιο πάνω αναλυθεί, δεν αποδίδεται ουσιαστική βαρύτητα.
- Σ' ό,τι αφορά τον υποψήφιο Παιονίδη, αυτός έναντι μερικών από τους υποψηφίους υστερεί στα πρόσθετα προσόντα (το μεταπτυχιακό προσόν του - παρ΄όλο που αποκτήθηκε ύστερα από σπουδές ενός ακαδημαϊκού έτους - είναι στο επίπεδο του Diploma, ενώ των υποψηφίων αυτών στο επίπεδο Μ.Α. ή Μ.Sc. και ενός Ph.D. επίσης, ο Παιονίδης έναντι μερικών υποψηφίων υστερεί σε αξία, στοιχείο για το οποίο - καίτοι σημαντικό - σημειώνεται ότι παρουσιάζει χρόνο με το χρόνο βελτίωση σε βαθμό που τα τελευταία χρόνια να μην υστερεί ή να υστερεί πολύ οριακά.
Η Επιτροπή όμως έκρινε ότι η γενική υπεροχή των Πούρου και Παιονίδη διαφαίνεται μέσα από τη συνεκτίμηση όλων των ενώπιόν της στοιχείων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα, πείρα, απόδοση στην προφορική εξέταση) σ' ό,τι αφορά ένα έκαστο από τους υποψηφίους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και όχι μόνο των επί μέρους στοιχείων στα οποία μπορεί κάποιοι να υπερτερούν.
Συγκεκριμένα, ο Πούρος, παρ' όλο που έπεται άλλων υποψηφίων σε αρχαιότητα, απέδωσε σε ψηλότερο βαθμό έναντι όλων και αξιολογήθηκε στο επίπεδο του "Εξαίρετος" κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, έχει μεταπτυχιακά προσόντα στο επίπεδο του M.Sc., έχει μακρά πείρα στη δημόσια υπηρεσία, μέρος της οποίας σε διευθυντικό επίπεδο, και, κατά τα τελευταία χρόνια, έχει καθ' όλα "εξαίρετες" αξιολογήσεις και δεν υστερεί ουδενός.
Ο Παιονίδης απέδωσε σε ψηλότερο επίπεδο από όλους τους υποψηφίους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση (εκτός μερικών περιπτώσεων που αξιολογήθηκε στο ίδιο γενικό επίπεδο με ψηλότερη όμως βαθμολογία, πλην του υποψήφιου Τριανταφυλλίδη Κυριάκου που βαθμολογήθηκε ελάχιστα πιο πάνω), έχει εν πάση περιπτώσει μεταπτυχιακά προσόντα και ως προς την αξία - κατά τα τελευταία έτη - δεν υστερεί ή, αν υστερεί, η διαφορά δεν είναι καθοριστική. Περαιτέρω αυτός υπερτερεί όλων σε αρχαιότητα (έστω και αν στο στοιχείο αυτό αποδόθηκε περιορισμένη σημασία) και έχει μακρά πείρα στη διοίκηση ενός μεγάλου και σημαντικού Τμήματος της δημόσιας υπηρεσίας.
Συνοπτικά, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, έκρινε ότι οι υποψήφιοι ΠΑΙΟΝΙΔΗΣ Λουκάς και ΠΟΥΡΟΣ Πανίκος υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτούς προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο (Διοίκηση Υπουργείων, Γραφείου Προγραμματισμού και Γενικής Διεύθυνσης Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Υπουργείο Εξωτερικών)."
Ευάριθμα νομικά σημεία προβάλλονται στις Αιτήσεις ως στηρίζοντα λόγους ακύρωσης. Πολλά από αυτά είτε είναι τόσο γενικά διατυπωμένα που να μην θεωρούνται ως επαρκώς εγείροντα λόγους ακύρωσης και έτσι να μην μπορούν να εξετασθούν (ίδε Μαχλουζαρίδης ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 936/97, ημερ. 3.5.1999), ούτε αναπτύσσονται δε στις αγορεύσεις, είτε συνιστούν επανάληψη. Τα ουσιαστικά παράπονα των Αιτητών τα οποία διατυπώνονται και επαρκώς ώστε να μπορούν να εξετασθούν, είναι αυτά που αναπτύσσονται στις αγορεύσεις, με τις επιφυλάξεις που ακολουθούν. Στη γραπτή αγόρευσή του, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή κ. Πετρώνδα στην προσφυγή 875/96 αναπτύσσει τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης ως ακολούθως:
1. Η ΕΔΥ δεν προέβη στη δέουσα έρευνα αναφορικά με τα προσόντα, την αξία, την αρχαιότητα και την πείρα του κ. Πετρώνδα και έτσι πεπλανημένα θεώρησε ότι οι προαχθέντες υπερείχαν αυτού, αφού δεν έγινε σύγκριση των τριών υποψηφίων ούτε και αναφορά στα στοιχεία που αποκάλυπταν την υπερέχουσα αξία, προσόντα, αρχαιότητα και πείρα του κ. Πετρώνδα. Τα πρακτικά δεν αποκαλύπτουν τι ελήφθη υπ' όψη και τι όχι, αφού μόνο επιγραμματικά αναφέρεται σε αυτό η ΕΔΥ, χωρίς σαφώς να διευκρινίζει σχετικά.
2. Η απόφαση είναι ακόλουθα και αναιτιολόγητη αφού δεν αποκαλύπτει επαρκώς τους λόγους για την επιλογή των προαχθέντων και είναι αντιφατική ως προς τα πραγματικά στοιχεία και αφ' εαυτής.
3. Η εντύπωση της ΕΔΥ από την ενώπιόν της συνέντευξη είναι αναιτιολόγητη, καθ' όσον είναι παντελώς άγνωστο βάσει ποίων κριτηρίων δόθησαν οι βαθμολογίες, σε ποια στοιχεία στηρίχθησαν και με πόσους αναλογικά βαθμούς, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να ελεγχθεί ο τρόπος αξιολόγησης των υποψηφίων. Περαιτέρω, η εν λόγω αξιολόγηση είναι αυθαίρετη καθ' όσον δεν προβλέπεται στο νόμο, με αποτέλεσμα να συνιστούσε εισαγωγή εξωγενούς στοιχείου στη διαδικασία.
4. Εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη, όπως προκύπτει από τα ίδια τα σχετικά σχόλια της ΕΔΥ, στην ουσία καθιστώντας την εντύπωση της ΕΔΥ καθοριστικής σημασίας για την επιλογή της και έτσι παραγνωρίζοντας το πρωταρχικό καθήκον της να συνεκτιμήσει τα καθιερωμένα κριτήρια επιλογής.
Την έκδηλη υπεροχή του Αιτητή κ. Πελεκάνου στην προσφυγή 883/96 ως προς κάθε τομέα εισηγείται και πραγματεύεται κατά κύριο λόγο ο ευπαίδευτος συνήγορός του στη γραπτή αγόρευσή του, η παραγνώριση της οποίας, λέγει, στερεί την απόφαση και της δέουσας αιτιολογίας. Περαιτέρω, ο κ. Λεμονάρης εισηγείται ότι οι προαχθέντες δεν είχαν τα απαιτούμενα από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντα, αφού ο μεν κ. Πούρος δεν είχε πλήρη πενταετή τουλάχιστον πείρα σε διευθυντική θέση ο δε κ. Παιονίδης δεν κατείχε καθόλου διευθυντική θέση. Και ο κ. Λεμονάρης επιχειρηματολογεί εναντίον της προσωπικής συνέντευξης ως εξωγενούς στοιχείου, υποκειμενικά κρινομένου και κακώς θεωρηθέντος ως καθοριστικού. Η τελευταία εισήγηση του κ. Λεμονάρη ότι υπήρξε διαφοροποίηση στη σύνθεση της ΕΔΥ κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας δεν μπορεί να εξετασθεί καθ' όσον δεν εγείρεται στα νομικά σημεία αλλά και διότι δεν εξειδικεύεται.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Αιτητές κυρίους Δημητριάδη, Αντωνίου και Κκολό στην προσφυγή 1035/96 και Αριστοτέλους στην προσφυγή 1036/96 αναπτύσσει κατά κύριο λόγο τη θέση ότι αυτοί υπερέχουν έκδηλα των προαχθέντων σε αναφορά με όλα τα κριτήρια επιλογής, αξία, προσόντα, αρχαιότητα και πείρα. Προβαίνει δε σε λεπτομερή ανάλυση των στοιχείων για να καταδείξει ότι δεν υπήρξε η δέουσα έρευνα και ότι η απόφαση στερείται ακόλουθα και της δέουσας αιτιολογίας. Η κα. Χατζημιχαήλ εισηγείται επίσης ότι κακώς η ΕΔΥ στηρίχθηκε ιδιαίτερα στην αξιολόγησή της των υποψηφίων κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, στις οποίες και μόνες υπερτερούν οι προαχθέντες, ως καθοριστικού παράγοντα, παραγνωρίζοντας τα καθιερωμένα από τη νομολογία κριτήρια και υποκαθιστώντας έτσι την υποκειμενική της κρίση για αυτά. Τέλος, η κα. Χατζημιχαήλ εγείρει θέμα διαφοροποίησης της σύνθεσης της ΕΔΥ σε διάφορα στάδια της διαδικασίας ως εκ της απουσίας μελών, το οποίο και εξειδικεύει. Δεν μπορεί όμως να εξετασθεί αυτό το θέμα αφού δεν περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται η Αίτηση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, στη γραπτή αγόρευσή της η οποία είναι η ίδια σε όλες τις προσφυγές, απαντά στα πιο πάνω. Αναφορικά με τα εγειρόμενα από τον κ. Παπαδόπουλο, λέγει ότι η αξιολόγηση από την ΕΔΥ των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις αιτιολογείται με βάση τα καταγραφέντα για κάθε υποψήφιο, και ότι ορθώς εδόθη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις, σύμφωνα με τη νομολογία, λαμβανομένου ιδιαίτερα υπόψη ότι επρόκειτο για θέση υψηλά στην ιεραρχία. Εξάλλου, η ΕΔΥ, εισηγείται η κα. Κουρσουμπά, δεν βασίσθηκε αποκλειστικά στις προσωπικές συνεντεύξεις αλλά, εκτός αυτών, αξιολόγησε και στάθμισε όλα τα νενομισμένα κριτήρια επιλογής, περιλαμβανομένων της αξίας, των προσόντων, της αρχαιότητας και της πείρας, στο βαθμό που προσφέροντο για σύγκριση, με ιδιαίτερο προβληματισμό όπως προκύπτει από τα πρακτικά και παρέχοντας αναλυτικά τη διεργασία της επιλογής και την αιτιολογία της. Προκύπτει λοιπόν, λέγει η κα. Κουρσουμπά, ότι και δέουσα έρευνα υπήρξε και δέουσα αιτιολογία εδόθη.
Αναφορικά με τα εγειρόμενα από τον κ. Λεμονάρη, η κα. Κουρσουμπά απαντά ότι από τα στοιχεία δεν προκύπτει έκδηλη υπεροχή του κ. Πελεκάνου από οποιαδήποτε άποψη, ότι η απαιτούμενη από τα σχέδια υπηρεσίας πενταετής πείρα δεν χρειάζεται να είναι σε διευθυντική θέση και ότι η αναφορά στις προσωπικές συνεντεύξεις δεν συνιστά εισαγωγή εξωγενούς στοιχείου στη διαδικασία.
Τέλος, αναφορικά με τα εγειρόμενα από την κα. Χατζημιχαήλ, η κα. Κουρσουμπά απαντά ότι δεν στοιχειοθετείται η ισχυριζόμενη έκδηλη υπεροχή των κυρίων Δημητριάδη, Αντωνίου, Κκολού και Αριστοτέλους, με βάση τη συνολική αξιολόγηση των κριτηρίων και σύγκριση των υποψηφίων. Κατά τα λοιπά, ισχύουν τα λεχθέντα σε απάντηση προς τον κ. Παπαδόπουλο όσο αφορά την αξιολόγηση της απόδοσης στις προσωπικές συνεντεύξεις και τη δέουσα έρευνα και αιτιολογία.
Ανάλογες θέσεις αναπτύσσονται και από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των Ενδιαφερομένων Μερών κυρίων Πούρου και Παιονίδη.
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, στο επίκεντρο όλων των προσφυγών είναι το βασικό θέμα της δέουσας έρευνας, προς το οποίο συνδέεται και εκείνο της δέουσας αιτιολογίας, ιδιαίτερα σε αναφορά με τη θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων ότι οι Αιτητές υπερείχαν έκδηλα των Ενδιαφερομένων Μερών. Η αρχή η οποία επιτάσσει δέουσα έρευνα συνιστά βέβαια θεμελιακό αξίωμα στο διοικητικό δίκαιο και δεν χρειάζεται ανάπτυξη. Εξυπακούει δε τόσο αντίληψη όλων των σχετικών στοιχείων, στην προκειμένη περίπτωση καθ΄όσον αφορούσαν την αξία, προσόντα, αρχαιότητα και πείρα των υποψηφίων ως τα νομολογιακά καθιερωμένα κριτήρια επιλογής, όσο και ορθή αξιολόγηση τους, αποκλειομένης έτσι πλάνης περί τα πράγματα και υπέρβασης των ορίων της διακριτικής εξουσίας του διοικητικού οργάνου. Η δε επάρκεια της έρευνας πρέπει να αντανακλάται στα πρακτικά του διοικητικού οργάνου αφού, όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 549:
"..... το πρακτικό πρέπει να είναι εύλογα σαφές για να καθίσταται εφικτή η εξαγωγή, κατά το δικαστικό έλεγχο, συμπεράσματος αναφορικά με την επάρκεια της έρευνας που έχει διεξαχθεί ....."
Το ίδιο ισχύει βέβαια για την αιτιολογία της απόφασης, η οποία συνήθως ακολουθεί επί της επάρκειας της έρευνας και της ορθής αξιολόγησης των στοιχείων.
Οι ανωτέρω αρχές ανάγονται στην υποχρέωση του διοικητικού οργάνου να επιλέξει τον καλύτερο. Όπως ελέχθη από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Theodosiou v. Republic 2 R.S.C.C. 44, στη σελ. 47:
"In the opinion of the Court the paramount duty of the Public Service Commission in effecting appointments or promotions is to select the candidate most suitable, in all the circumstances of each particular case, for the post in question."
Kαι το ίδιο το άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 επιβάλλει την υποχρέωση στην ΕΔΥ να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο. To διοικητικό όργανο όμως ασκεί διακριτική εξουσία και, εφ' όσον ενεργεί εντός των πιο πάνω πλαισίων και η επιλογή του ήταν εύλογα επιτρεπτή επί των ενώπιόν του στοιχείων, το δικαστήριο δεν θα υποκαταστήσει τη δική του κρίση για εκείνη του διοικητικού οργάνου ως προς τον καλύτερο υποψήφιο. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνον αν διαπιστώσει παράβαση των πιο πάνω αρχών, προς τις οποίες συναρτάται, όπως παρετηρήθη, και η έκδηλη υπεροχή του Αιτητή έναντι του επιλεγέντος, το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει βέβαια ο Αιτητής ως ισχυριζόμενος αυτή. Όπως ελέχθη από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Christou v. Republic 4 R.S.C.C. 1, στη σελ. 6:
"The Court has laid down more than once that where a person appointed to a post is duly qualified under the relevant scheme of service this Court will not, on the issue of suitability, substitute its own discretion for that of the Commission provided that the Commission's discretion has been properly exercised: in other words, the mere fact that the Court, has it been in the position of the Commission, might possibly not have selected for appointment the same candidates as the Commission, is not in itself sufficient ground for the Court to interfere with the decision of the Commission."
Και στην υπόθεση Georgiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, από τον Τριανταφυλλίδη, Π., στη σελ. 83:
"... when an organ, such as the Public Service Commission, selects a candidate on the basis of comparison with others, it is not necessary to show, in order to justify his selection, that he was strikingly superior to the others. On the other hand, an administrative Court cannot intervene in order to set aside the decision regarding such selection unless it is satisfied, by an applicant in a recourse before it, that he was an eligible candidate who was strikingly superior to the one who was selected, because only in such a case the organ which has made the selection for the purpose of an appointment or promotion is deemed to have exceeded the outer limits of its discretion and, therefore, to have acted in excess or abuse of its powers; also, in such a situation the complained of decision of the organ concerned is to be regarded as either lacking due reasoning or as based on unlawful or erroneous or otherwise invalid reasoning."
Στην υπόθεση Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, και πάλι ο Τριανταφυλλίδης, Π., συνόψισε τις βασικές αρχές ως ακολούθως στη σελ. 855:
"First, that an administrative court does not annul a decision of an appointing authority, such as the appellant Commission, which, in accordance with the law applicable to, and the facts of, a particular case, was reasonably open to such authority (see, inter alia, Georghiou v. The Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 82 and more recently Petrides v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 341, 350, Constantinou v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 502, Efthymiou v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 1171, 1174 and Papadopoullos v. The Public Service Commission (1985) 3 C.L.R. 405, 413).
Secondly, that an administrative court does not, in a case of this nature, substitute its own descretion as regards the choice of the most suitable candidate for promotion or appointment in the place of the discretion of the competent organ (see, in this respect, Christou v. The Republic 4 R.S.C.C. 1, 6, Georghiades v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 257, 268 and Piperi v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 1306, 1311)."
Η έννοια της έκδηλης υπεροχής έχει επεξηγηθεί στη νομολογία. Όπως το έθεσε ο Πικής Δ., στην υπόθεση Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76, στη σελ. 78:
"As the expression "striking superiority" suggests, a party's superiority, to validate an allegation of this kind, must be self-evident and apparent from a perusal of the files of the candidates. Superiority must be of such a nature as to emerge on any view of the combined effect of the merits, qualifications and seniority of the parties competing for promotion; in other words, it must emerge as an unquestionable fact; so telling, as to strike one at first sight. Disregard of such superiority, where extant, constitutes in itself evidence of abuse of power by the appointing authority. A heavy burden lies on the party seeking to justify its disregard."
Το απόσπασμα αυτό έχει υιοθετηθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ίδε: Hjiioannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041).
Η ορθή προσέγγιση του διοικητικού οργάνου προς τα κριτήρια επιλογής έχει τύχει ευρείας νομολογιακής επεξεργασίας και διατύπωσης. Τα καθιερωμένα κριτήρια είναι η αξία, τα προσόντα, η αρχαιότητα και η πείρα των υποψηφίων τα οποία πρέπει να συσταθμίζονται για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου. Τα κριτήρια αυτά εμπεριέχονται και στο άρθρο 34(9) στην αναφορά του στα στοιχεία των υποψηφίων όπως προκύπτουν από τους φακέλους, που περιλαμβάνουν όλα τα πιο πάνω. Πρωταρχικής σημασίας είναι βέβαια το κριτήριο της αξίας, αφού η αξία έχει άμεση συνάρτηση προς την έννοια του καλύτερου, ως έμπρακτη έκφραση της εν λόγω ιδιότητας μέσα από τα νενομισμένα επί μέρους στοιχεία αξιολόγησης που συνθέτουν και την όλη εικόνα (ίδε: Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070). Τα άλλα κριτήρια, προσόντα, αρχαιότητα, πείρα, έχουν τη σημασία τους αφού και αυτά είναι ενδεικτικά της αξίας, δεν έχουν όμως αφ' εαυτά πρωταρχική ή καθοριστική σημασία αφού συνιστούν ένα γενικό υπόβαθρο και τεκμήριο αξίας μάλλον παρά άμεση και πραγματική εκτίμηση της. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε περιπτώσεις θέσεων οι οποίες είναι υψηλά στην ιεραρχία, και μάλιστα θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπου η διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ είναι ευρεία (ίδε: Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, Paschalis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1897). Εν πάση περιπτώσει όμως πρέπει να συνεκτιμούνται με την αξία ως σύνολο και μπορούν να κλίνουν την πλάστιγγα όταν κατά τα άλλα οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι σε αξία (ίδε: Hjioannou v. Republic, ανωτέρω, Partellides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 480, Theodosiou v. Republic, ανωτέρω, Piperi v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306).
Συνδεδεμένο με τα κριτήρια επιλογής είναι και το θέμα της προσωπικής συνέντευξης. Το ίδιο το άρθρο 34(9) περιλαμβάνει την απόδοση των υποψηφίων μεταξύ των δεδομένων τα οποία η ΕΔΥ λαμβάνει δεόντως υπ' όψη στην επιλογή της, όπως εξ άλλου αναγνωρίζεται και στη νομολογία (ίδε: Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081). Αναφορά από την Ε.Δ.Υ. στην προσωπική συνέντευξη δεν συνιστά επομένως εισαγωγή εξωγενούς στοιχείου στη διαδικασία. Είναι βέβαια επάναγκες, όπως προνοεί το άρθρο 34(10), όπως η γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ. όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη καταγράφεται στα πρακτικά και αιτιολογείται, όπως εξάλλου οφείλει να αιτιολογείται και βάσει της γενικής αρχής της δέουσας αιτιολογίας. Η απαίτηση όμως να αιτιολογείται στα πρακτικά η εντύπωση της ΕΔΥ καθιστά απαραίτητο η αιτιολογία να είναι ρητή και σε αναφορά με τους όρους του νόμου, και όχι απλώς να είναι δυνατό να προκύπτει από τους φακέλους, με αποτέλεσμα η απόφαση να υπόκειται σε ακύρωση αν δεν καταγράφεται η απαιτούμενη αιτιολογία (ίδε: Βιολάρης κ.ά. ν Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1501). Το ουσιαστικό θέμα όμως, όπως εγείρεται και από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους, αφορά τη βαρύτητα η οποία είναι ορθό να δίδεται από την Ε.Δ.Υ. στην εντύπωσή της από την προσωπική συνέντευξη. Η προσωπική συνέντευξη δεν συνιστά ενιαία και πανομοιότυπη εξέταση με τη γνωσιολογική έννοια, ούτε έλεγχο της αξίας των υποψηφίων όπως αυτή έχει ήδη καθορισθεί μέσα από τα στοιχεία τα οποία συνιστούν την αξιολόγησή τους στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και τα οποία, ως εκ τούτου, δεν επιδιώκει ούτε μπορεί, και μάλιστα με τα περιορισμένα χρονικά και άλλα δεδομένα της και την έλλειψη ειδικής γνώσης των μελών της ΕΔΥ, να επιβεβαιώσει, μετριάσει ή ανατρέψει. Συνιστά μάλλον, όπως είναι και ο ίδιος ο όρος που αναφέρεται στο νόμο, γενική εντύπωση της ΕΔΥ, με αναφορά στην όλη προσωπικότητα και αντίκρυση του υποψηφίου σε συσχετισμό με την καταλληλότητα του για τα καθήκοντα και τις ευθύνες της εν λόγω θέσης. Ως τέτοια, δεν αποτελεί χωριστό και πρόσθετο κριτήριο επιλογής, αλλά μια άποψη των πραγμάτων που θα συνεκτιμηθεί με τα κριτήρια επιλογής. Ως εκ τούτου, η νομολογία αναγνωρίζει μεν τη θέση της στη συνολική στάθμιση στην οποία προβαίνει η ΕΔΥ (ίδε Duncan v. Republic (1977) 3 C.L.R. 153), τονίζει όμως την ανάγκη να μην δίδεται σε αυτή υπέρμετρη σημασία. Όπως ελέχθη από τον Τριανταφυλλίδη, Δ. (ως ήτο τότε), στην υπόθεση Triantafyllides v. Republic (1970) 3 C.L.R. 235, στη σελ. 245:
"It should be observed that it was not right to treat the performance at the interviews as something apart from the merits, qualifications and exprerience of the candidates; it was only a way of forming an opinion about the possession by the candidates of the said basic criteria; and not the most safe way because, inter alia, of the necessarily rather short duration of each interview and of the undeniable possibilities of an adroit candidate making the Commission think more highly of him than he deserves or of a timid or nervous candidate not being able to show his real merit."
Περαιτέρω αναφορά γίνεται από τον Χατζηαναστασίου, Δ., στην υπόθεση Myrtiotis v. Republic (1975) 3 C.L.R. 58 και Savva v. Republic, από το Μαλαχτό, Δ., στην υπόθεση Karamontani v. Republic (1985) 3 C.L.R. 423 και από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε) στην υπόθεση Papadopoulos v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1423, ο οποίος είπε τα ακόλουθα στη σελ. 1428:
"Although the impressions gained at an interview as to the personality of a candidate are relevant to the choice of candidates for promotion, especially if the post carries, as the post of a District Officer does, serious administrative responsibilities, it cannot be decisive and, certainly, does not outweight the merits of a candidate as they emerge from his confidential reports. (See Stylianou & Another v. The Republic - Public Service Commission (1980) 3 C.L.R. 11; Savva v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 675; Marathevtou and Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 1088)."
Kαι ο Σαββίδης, Δ., δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Kalos v. Republic (1986) 3 C.L.R. 942 (που αφορούσε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής πάλι ψηλά στην ιεραρχία), συνόψισε το πράγμα ως εξής στη σελ. 954:
"As it has been held time and again by this Court interviews do not constitute a criterion by itself separate from the merit, qualifications and experience of the candidates but merely a means of forming an opinion and evaluating their merits notwithstanding the fact that it is not the safest one. (See Triantafyllides and Others v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 235 at p. 245; Savva v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 675; Papadopoulos v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1423 at p. 1428"
Περαιτέρω αναφορά γίνεται και στις αποφάσεις της Ολομέλειας Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081 και Public Service Commission v. Potoudes (1987) 3 C.L.R. 1591.
Οι αρχές αυτές διέπουν την εξέταση του θέματος όσον αφορά κάθε Αιτητή σε σχέση προς κάθε Ενδιαφερόμενο Μέρος. Η γενική προσέγγιση της ΕΔΥ ήταν ότι "η γενική υπεροχή των Πούρου και Παιονίδη διαφαίνεται μέσα από τη συνεκτίμηση όλων των ενώπιόν της στοιχείων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα, πείρα, απόδοση στην προφορική εξέταση) σ' ό,τι αφορά ένα έκαστο από τους υποψηφίους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και όχι μόνο των επί μέρους στοιχείων στα οποία μπορεί κάποιοι να υπερτερούν". Περαιτέρω αναφορά η οποία γίνεται στα επί μέρους στοιχεία θα εξετασθεί στη συνέχεια στο κατάλληλο στάδιο.
Όσον αφορά τον κ. Πετρώνδα, ο κ. Παπαδόπουλος αναφέρει ότι η ΕΔΥ δεν ερεύνησε και δεν συνέκρινε τις υπηρεσιακές εκθέσεις του κ. Πετρώνδα και των κυρίων Πούρου και Παιονίδη, οι οποίες αποκαλύπτουν ότι ο κ. Πετρώνδας υπερέχει σε αξία. Είναι γεγονός ότι η ΕΔΥ δεν κάνει λεπτομερή αναφορά στην αξία των υποψηφίων όπως αυτή προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, παρά μόνον αναφέρει ότι έλαβε δεόντως υπ' όψη, μεταξύ άλλων, τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Αναφέρει όμως για μεν τον κ. Πούρο γενικά ότι έχει καθ' όλα εξαίρετες αξιολογήσεις και δεν υστερεί ουδενός, για δε τον κ. Παιονίδη ότι, στο βαθμό που υστερεί, η διαφορά δεν είναι καθοριστική και η αξιολόγηση του δείχνει βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Είναι επομένως καθαρό ότι η ΕΔΥ απευθύνθηκε στην αξία των υποψηφίων και την ερεύνησε μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, έστω και αν δεν αναφέρεται ειδικά σε σύγκριση των κυρίων Πούρου και Παιονίδη με τον κ. Πετρώνδα, βλέποντας δε τους συγκριτικούς πίνακες, τους οποίους παραθέτει και ο κ. Παπαδόπουλος, προκύπτει ότι και τα συμπεράσματά της δεν ήσαν πεπλανημένα αφού στο σύνολο των αξιολογήσεων καμιά υπεροχή του Αιτητή δεν αποκαλύπτεται έναντι του κυρίου Πούρου, ή έναντι του κ. Παιονίδη κατά τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ η υπεροχή του Αιτητή έναντι του κ. Παιονίδη κατά τα τρία προηγούμενα χρόνια είναι τόσο περιορισμένη που να μην μπορεί να θεωρηθεί ως αξιοσημείωτη ή ως αποκαλύπτουσα πλάνη της ΕΔΥ.
Ο κ. Παπαδόπουλος εισηγείται επίσης ότι η ΕΔΥ παρεγνώρισε τα υπερέχοντα προσόντα του κ. Πετρώνδα. Και πάλι, είναι γεγονός ότι η ΕΔΥ δεν παραθέτει λεπτομερώς τα προσόντα αυτά, αναφέροντας γενικά ότι έλαβε υπ' όψη τα προσόντα των υποψηφίων. Παρατηρεί όμως η ΕΔΥ ότι, παρά το υψηλό επίπεδο της θέσης, το βασικό προσόν που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας είναι πανεπιστημιακό δίπλωμα, το οποίο διαπίστωσε ότι είχαν οι υποψήφιοι, και περαιτέρω ότι τα οποιαδήποτε πρόσθετα μεταπτυχιακά προσόντα των υποψηφίων ήσαν χρήσιμα στο βαθμό που τους προσέδιδαν ευρύτητα γνώσης και αντίληψης και τους απεδόθη η δέουσα βαρύτητα. Συγκρίνοντας δε τον κ. Πούρο με τους λοιπούς υποψηφίους αναφορικά με τα πρόσθετα προσόντα, διαπιστώνει ότι δεν υστερεί παρά μόνο οριακά έναντι του κ. Δημητριάδη, ο οποίος είχε διδακτορικό τίτλο ενώ ο κ. Πούρος M.Sc. Συγκρίνοντας δε τον κ. Παιονίδη με τους λοιπούς υποψηφίους αναφορικά με τα πρόσθετα προσόντα, διαπιστώνει ότι υστερεί έναντι τινών, αφού έχει μόνο μεταπτυχιακό δίπλωμα έναντι Μ.Α., M.Sc. και Ph.D. άλλων. Και πάλι λοιπόν προκύπτει ότι η ΕΔΥ δεν απέτυχε να διεξάγει έρευνα όσον αφορά τα προσόντα των υποψηφίων και να προβεί σε διαπιστώσεις. Κρίνοντας την προσέγγισή της όσον αφορά τον κ. Πούρο, αυτός είχε μεταπτυχιακό τίτλο του επιπέδου εκείνου του κ. Πετρώνδα ώστε να μην αποκαλύπτετο υπεροχή του κ. Πετρώνδα. Όσον αφορά τον κ. Παιονίδη, και αυτός είχε μεταπτυχιακό τίτλο έστω και αν δεν ήταν του επιπέδου του κ. Πετρώνδα, πράγμα το οποίο διαπίστωσε η ΕΔΥ, θα έλεγα δε ότι η υπεροχή δεν ήταν τέτοιας έκτασης που να μπορούσε να χαρακτηρισθεί σημαντική.
Ο κ. Παπαδόπουλος επικαλείται και υπεροχή του κ. Πετρώνδα σε αρχαιότητα η οποία παραγνωρίσθηκε από την ΕΔΥ. Και πάλι, συμφωνώ ότι η ΕΔΥ δεν εξέθεσε αναλυτικά την υπηρεσία των υποψηφίων για να καταδειχθεί η αρχαιότητα. Αναφέρει όμως ρητά ότι την έλαβε υπ' όψη με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία, μη αποδίδοντάς της όμως ουσιαστική ή καθοριστική παρά μόνο περιορισμένη σημασία, δεδομένου και του επιπέδου της θέσης ως της ανωτάτης στη δημόσια υπηρεσία. Διαπίστωσε δε ότι ο κ. Πούρος έπετο έναντι ορισμένων υποψηφίων ενώ ο κ. Παιονίδης υπερτερούσε όλων σε αρχαιότητα. Ο κ. Παπαδόπουλος υποδεικνύει ότι ο κ. Πεντρώνδας κατείχε θέση Διευθυντή από το 1984 ενώ ο μεν κ. Παιονίδης από το 1989 ο δε κ. Πούρος από το 1991. Οι παρατηρήσεις αυτές εγείρουν βέβαια κατ' αρχή το θέμα της δέουσας έρευνας εκ μέρους της ΕΔΥ αφού εισηγούνται ότι η ΕΔΥ τελούσε υπό πλάνη ως προς την αντίληψη της για την αρχαιότητα των κυρίων Πούρου και Παιονίδη. Όσον αφορά τον κ. Παιονίδη, το θέμα δεν τίθεται πλέον αφού στο στάδιο των διευκρινίσεων έγινε δεκτό από όλες τις πλευρές ότι ο κ. Παιονίδης είχε την κλίμακα Α16, ενώ οι άλλοι είχαν την κλίμακα Α15, κατά το σχετικό χρόνο. Σύμφωνα δε με το άρθρο 49 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, και ιδιαίτερα το άρθρο 49(4), αυτό όντως του έδιδε υπεροχή σε αρχαιότητα έναντι όλων, όπως έγινε δεκτό από όλες τις πλευρές. Όσον αφορά τον κ. Πούρο, δεν θεωρώ ότι αποκαλύπτεται πλάνη της ΕΔΥ. Η ΕΔΥ απευθύνθηκε στο θέμα της αρχαιότητας και διαπίστωσε ότι ο κ. Πούρος έπετο άλλων υποψηφίων σε αρχαιότητα, όπως όντως έπετο του κ. Πετρώνδα, και στάθμισε την αρχαιότητα μαζί με τα άλλα κριτήρια, λέγοντας ότι δεν της αποδίδει καθοριστική σημασία.
Τέλος, ο κ. Παπαδόπουλος εισηγείται ότι παρεγνωρίσθη η υπερέχουσα πείρα του κ. Πετρώνδα. Η ΕΔΥ όντως δεν αναλύει ειδικά τα στοιχεία που συνιστούν την πείρα εκάστου υποψηφίου. Τα είχε όμως υπ' όψη της και αναφέρει ότι έλαβε υπ' όψη της την έκταση και την ποιότητα της πείρας εκάστου υποψηφίου καθώς και το βαθμό αφομοίωσής της όπως διαπιστώθηκε από τις προσωπικές συνεντεύξεις. Για τον κ. Πούρο ειδικά ανάφερε ότι είχε μακρά πείρα στη δημόσια υπηρεσία, μέρος της οποίας σε διευθυντική θέση, ενώ για τον κ. Παιονίδη ειδικά ανάφερε ότι είχε μακρά πείρα στη διοίκηση ενός μεγάλου και σημαντικού Τμήματος της δημόσιας υπηρεσίας, και οι δυο είχαν δε το πλεονέκτημα της διευθυντικής θέσης. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν ήσαν λανθασμένες όσον αφορά τους κυρίους Πούρο και Παιονίδη, χωρίς να παραγνωρίζεται ότι μακρά πείρα, περιλαμβανομένης σε διευθυντική θέση, όπως και το πλεονέκτημα της διευθυντικής θέσης, είχαν και άλλοι υποψήφιοι, περιλαμβανομένου και του κ. Πετρώνδα.
Συνσταθμίζοντας και συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω δεδομένα, αφού το θέμα πρέπει να αντικρισθεί συνολικά, δεν βρίσκω ότι τεκμηριώνεται η θέση του κ. Πετρώνδα για έκδηλη υπεροχή του έναντι είτε του κ. Πούρου είτε του κ. Παιονίδη. Ο μόνος τομέας στον οποίο υπερείχε ο κ. Πετρώνδας του κ. Πούρου, η αρχαιότητα, δεν εκρίθη καθοριστικής σημασίας από την ΕΔΥ, προκειμένου δε ιδιαίτερα περί της υψηλότερης θέσης στη δημόσια υπηρεσία δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση αυτή και σίγουρα, λαμβανομένης υπ' όψη και της όλης εντύπωσης της ΕΔΥ από την προσωπική συνέντευξη, η αρχαιότητα του κ. Πετρώνδα δεν μπορεί να θεμελιώσει έκδηλη υπεροχή του έναντι του κ. Πούρου ούτε να καταστήσει την επιλογή της ΕΔΥ μη εύλογα επιτρεπτή. Με όλα τα πιο πάνω δεδομένα δε, και ιδιαίτερα αφού οι κύριοι Πούρος και Πετρώνδας ήσαν ισοδύναμοι σε αξία και προσόντα, δεν μπορεί να λεχθεί ούτε ότι εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην προσωπική συνέντευξη. Σε σχέση με τον κ. Παιονίδη, έχω ήδη αναφέρει ότι η υπεροχή του κ. Πετρώνδα σε αξία και προσόντα είναι τόσο περιορισμένη που να μην μπορεί να θεωρηθεί ως αξιοσημείωτη, ενώ ο κ. Παιονίδης υπερτερούσε σε αρχαιότητα και πείρα. Με αυτά τα δεδομένα, και πάλι καμιά έκδηλη υπεροχή του κ. Πετρώνδα έναντι του κ. Παιονίδη δεν αποκαλύπτεται που να καθιστά την επιλογή της ΕΔΥ μη εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένης υπ' όψη και της εντύπωσης της ΕΔΥ από την προσωπική συνέντευξη στην οποία, ως εκ των ως άνω, και δεν θεωρώ ότι εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα.
Όσον αφορά τον κ. Αριστοτέλους, ισχύουν βέβαια οι γενικές παρατηρήσεις που έκανα αναφορικά με τον κ. Πετρώνδα σε σχέση με την έρευνα και τις διαπιστώσεις της ΕΔΥ για τα κριτήρια επιλογής. Και στη δική του περίπτωση, οι υπηρεσιακές εκθέσεις δείχνουν ότι είναι ισοδύναμος του κ. Πούρου σε αξία (ο κ. Αριστοτέλους δεν προσβάλλει το διορισμό του κ. Παιονίδη), που συνάδει με την άποψη της Ε.Δ.Υ.. Αλλά ούτε όσον αφορά τα προσόντα προκύπτει πλάνη της Ε.Δ.Υ. αφού ο κ. Πούρος, ο οποίος είχε M.Sc., υπερείχε έστω και όχι σημαντικά του κ. Αριστοτέλους ο οποίος είχε μεταπτυχιακό δίπλωμα αλλά όχι του επιπέδου του M.Sc. Δεν ευσταθεί λοιπόν η θέση της κας. Χατζημιχαήλ ότι ο κ. Αριστοτέλους υπερείχε του κ. Πούρου σε αξία και προσόντα και ότι η Ε.Δ.Υ. τελούσε υπό πλάνη διότι δεν ερεύνησε επαρκώς τα εν λόγω θέματα και δεν αιτιολόγησε την απόφαση της. Σε σχέση με την αρχαιότητα, και η κυρία Χατζημιχαήλ εισηγείται ότι η Ε.Δ.Υ. τελούσε υπό πλάνη αφού ο κ. Αριστοτέλους κατείχε θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού από το 1985. Η υπεροχή αυτή όμως του κ. Αριστοτέλους δεν παρεγνωρίσθη αλλά ελήφθη υπ' όψη από την Ε.Δ.Υ., όπως προαναφέρθηκε, το ίδιο ισχύει δε επακόλουθα σε σχέση και με την οποιαδήποτε υπέρτερη πείρα του κ. Αριστοτέλους ως εκ της αρχαιότητάς του, αφού κατά τα άλλα καμιά υπέρτερη πείρα του κ. Αριστοτέλους έναντι του κ. Πούρου δεν αποκαλύπτεται. Σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα, και ιδιαίτερα αφού οι δύο ήσαν ισοδύναμοι σε αξία ενώ ο κ. Πούρος υπερείχε κάπως σε προσόντα, σε συσχετισμό και με την εντύπωση της Ε.Δ.Υ. από την προσωπική συνέντευξη, δεν θεωρώ ότι ο κ. Αριστοτέλους, ο οποίος φέρει και το σχετικό βάρος της απόδειξης, έχει καταδείξει έκδηλη υπεροχή του έναντι του κ. Πούρου που να θεμελιώνει υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας της Ε.Δ.Υ. στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, ή οποιαδήποτε πλάνη της Ε.Δ.Υ. ως αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας ή που να καθιστά την επιλογή της Ε.Δ.Υ. αναιτιολόγητη. Η υπεροχή του κ. Αριστοτέλους σε αρχαιότητα, που είναι και το μόνο στοιχείο υπεροχής του, ελήφθη υπ' όψη, η δε μη απόδοση ρυθμιστικής σημασίας σε αυτή, όπως η ίδια η Ε.Δ.Υ. αναφέρει, δεν αντίκειται προς τη νομολογία και δεν συνιστά νομική πλάνη, προκειμένου μάλιστα περί θέσεως τόσο υψηλά στην ιεραρχία. Ούτε, ως εκ των ως άνω, μπορεί να λεχθεί ότι η βαρύτητα η οποία εδόθη στην προσωπική συνέντευξη, στην οποία ο κ. Πούρος υπερείχε, ήταν υπέρμετρη.
Όσον αφορά τον κ. Κκολό ισχύουν και πάλι τα όσα ελέχθησαν στην περίπτωση του κ. Πετρώνδα που καταδεικνύουν ότι η Ε.Δ.Υ. ερεύνησε τα στοιχεία που άπτοντο των κριτηρίων επιλογής. Ούτε δε και στη δική του περίπτωση μπορώ να δω πως ευσταθεί η θέση της κας. Χατζημιχαήλ ότι ο κ. Κκολός υπερείχε έκδηλα σε αξία και προσόντα των κυρίων Πούρου και Παιονίδη. Αναδρομή στις υπηρεσιακές εκθέσεις, συγκριτικό πίνακα των οποίων παραθέτει και η ίδια η κα. Χατζημιχαήλ, δείχνει ότι καμιά τέτοια πλάνη της Ε.Δ.Υ. δεν διαπιστώνεται όσον αφορά την αξία, αφού αυτές αποκαλύπτουν υπεροχή του κ. Πούρου και οριακή έστω υπεροχή του κ. Παιονίδη έναντι του κ. Κκολού. Αλλά και σε σχέση με τα προσόντα, ο κ. Κκολός και ο κ. Πούρος είχαν M.Sc. και ήσαν ισοδύναμοι, ενώ για τον κ. Παιονίδη, ο οποίος είχε μεταπτυχιακό δίπλωμα, ισχύουν τα όσα ελέχθησαν για τον κ. Πετρώνδα, ότι δηλαδή η υπεροχή του κ. Κκολού δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σημαντική. Σε αρχαιότητα ο κ. Κκολός όντως υπερείχε αισθητά του κ. Πούρου αλλά όχι του κ. Παιονίδη. Στη στάθμιση όλων των δεδομένων και κριτηρίων, αναφορικά με τον κ. Παιονίδη δεν τίθεται καθόλου θέμα έκδηλης υπεροχής του κ. Κκολού, με βάση την ίδια προσέγγιση όπως στην περίπτωση του κ. Πετρώνδα, τοσούτω μάλλον αφού ο κ. Παιονίδης υπερείχε, έστω και οριακά, του κ. Κκολού σε αξία. Σε σχέση με τον κ. Πούρο, δεν μπορώ να πω ότι η όντως αισθητή υπεροχή του κ. Κκολού ήταν από μόνη της ικανή να προσδώσει στον κ. Κκολό συνολικά έκδηλη υπεροχή έναντι του κ. Πούρου. Ο κ. Πούρος υπερείχε σε αξία, που είναι το βασικό κριτήριο, του κ. Κκολού, και υπό τοιαύτες συνθήκες δεν θεωρώ ότι η έστω και μακρά αρχαιότητα του κ. Κκολού μπορούσε να αντισταθμίσει έκδηλα τα πράγματα, προκειμένου περί της υψηλότερης θέσης στη δημόσια υπηρεσία και δοθείσας της ευνοϊκότερης εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. για τον κ. Πούρο στην προσωπική συνέντευξη. Η επιλογή της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογα επιτρεπτή και καμιά αρχή δεν παρεβιάσθη.
Όσον αφορά τον κ. Αντωνίου. Οι υπηρεσιακές εκθέσεις δείχνουν, σε σχέση με την αξία, ότι τα τελευταία δύο χρόνια δεν υπάρχει οποιαδήποτε υπεροχή του έναντι του κυρίου Πούρου και οποιαδήποτε αισθητή υπεροχή του έναντι του κ. Παιονίδη. Τα τρία προηγούμενα χρόνια υπάρχει μια οριακή υπεροχή του κ. Αντωνίου έναντι του κ. Πούρου που όμως δεν καθιστά την άποψη της ΕΔΥ πεπλανημένη, αλλά μια πιο εμφανής υπεροχή του κ. Αντωνίου έναντι του κ. Παιονίδη, που εμπίπτει στα πλαίσια της αναγνώρισης από την ΕΔΥ ότι ο κ. Παιονίδης υστερεί άλλων σε αξία. Σε σχέση με τα προσόντα, ο κ. Αντωνίου, ο οποίος είχε μεταπτυχιακό δίπλωμα όπως ο κ. Παιονίδης, δεν υπερείχε αλλά ήταν ισοδύναμος του κ. Παιονίδη και υστερούσε, έστω και όχι σημαντικά, του κ. Πούρου ο οποίος είχε M.Sc. Ούτε εδώ υπάρχει πλάνη της ΕΔΥ. Σε αρχαιότητα τώρα, ο κ. Παιονίδης βέβαια υπερείχε του κ. Αντωνίου ενώ ο κ. Αντωνίου υπερείχε του κ. Πούρου. Με αυτά τα δεδομένα, η άποψή μου είναι ότι αναφορικά με τον κ. Πούρο και πάλι δεν προκύπτει έκδηλη υπεροχή του κ. Αντωνίου που να καθιστά την επιλογή της ΕΔΥ μη εύλογα επιτρεπτή. Η οριακή υπεροχή του κ. Αντωνίου το 1992 και το 1993 (το 1991 υπερείχε ο κ. Πούρος) δεν είναι ούτε αξιοσημείωτη ούτε της τάξεως που, συνεκτιμούμενη με την αρχαιότητα του κ. Αντωνίου, να του έδιδε έκδηλη υπεροχή, λαμβανομένης υπόψη και της υπεροχής, έστω και μη σημαντικής, του κ. Πούρου σε προσόντα και της εντύπωσης της ΕΔΥ από την προσωπική συνέντευξη, χωρίς να της προσδίδεται υπέρμετρη βαρύτητα. Αναφορικά με τον κ. Παιονίδη, είναι γεγονός ότι υπήρχε υπεροχή του κ. Αντωνίου σε αξία το 1991, 1992 και 1993. Η ΕΔΥ όμως δεν παραγνώρισε αλλά αναγνώρισε το γεγονός ότι ο κ. Παιονίδης υστερούσε άλλων υποψηφίων σε αξία. Η συνεκτίμηση του κριτηρίου αυτού μαζί με τα άλλα κριτήρια όμως, και εφ' όσον ο κ. Παιονίδης ήταν ισοδύναμος σε προσόντα του κ. Αντωνίου και υπερτερούσε σε αρχαιότητα και επακόλουθη πείρα (έστω και αν περιορισμένη μόνο βαρύτητα εδόθη στο κριτήριο αυτό), είχε δε ευνοϊκότερη εντύπωση στην προσωπική συνέντευξη, οδηγά στο συμπέρασμα ότι δεν καταδεικνύεται έκδηλη υπεροχή του κ. Αντωνίου έναντι του κ. Παιονίδη που να καθιστά την επιλογή της ΕΔΥ μη εύλογα επιτρεπτή και εκτός των ορίων της διακριτικής ευχέρειάς της, εφ' όσον υπήρξε και δέουσα έρευνα και αιτιολογία.
Όσον αφορά τον κ. Πελεκάνο, ο κ. Λεμονάρης ορθώς υποδεικνύει ότι υπερείχε σε αξία τόσο του κ. Πούρου όσο και του κ. Παιονίδη. Οι υπηρεσιακές εκθέσεις αποκαλύπτουν ότι ο κ. Πελεκάνος είχε αξιολογηθεί ως εξαίρετος συνολικά και σε κάθε επί μέρους τομέα κατά τα τελευταία πέντε χρόνια που απασχόλησαν και την ΕΔΥ. Η υπεροχή του είναι εμφανής έναντι του κ. Πούρου, ο οποίος μόνο τα τελευταία δύο χρόνια έχει αξιολογηθεί εξαίρετος σε κάθε τομέα, και έκδηλη έναντι του κ. Παιονίδη, ο οποίος μόνο τον τελευταίο χρόνο έχει αξιολογηθεί εξαίρετος σε κάθε τομέα. Αυτό εγείρει το θέμα της δέουσας έρευνας και πλάνης εκ μέρους τη ΕΔΥ. Για τον κ. Πούρο, η ΕΔΥ ανάφερε ότι "κατά τα τελευταία δύο χρόνια έχει καθ' όλα "εξαίρετες" αξιολογήσεις και δεν υστερεί ουδενός". Η ΕΔΥ βέβαια δεν διευκρινίζει τι εννοεί λέγοντας "κατά τα τελευταία χρόνια", αφήνοντας έτσι αμφιβολίες για την ευρύτητα της έρευνάς της. Η αντίληψή της είναι ορθή δε μόνον όσον αφορά τα χρόνια 1994 και 1995 και είναι πεπλανημένη όσον αφορά τα χρόνια 1991, 1992 και 1993. Εάν δεν έλαβε δε υπ' όψη της τα χρόνια 1991, 1992 και 1993, προκύπτει ότι δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα αφού δεν αντίκρισε την όλη σταδιοδρομία των δύο υποψηφίων τουλάχιστον από το 1991 που και οι δύο είχαν την κλίμακα 15 και διευθυντική θέση ώστε οι συγκρίσεις να ήσαν ίσες. Για δε τον κ. Παιονίδη, η πλάνη και το αναιτιολόγητο της αξιολόγησης της ΕΔΥ είναι ακόμα πιο καθαρά. Η ΕΔΥ κάνει δύο σχετικές αναφορές στον κ. Παιονίδη, λέγοντας ότι "έναντι μερικών υποψηφίων υστερεί σε αξία, στοιχείο για το οποίο - καίτοι σημαντικό - σημειώνεται ότι παρουσιάζει χρόνο με το χρόνο βελτίωση σε βαθμό που τα τελευταία χρόνια να μην υστερεί ή να υστερεί πολύ οριακά". Και ότι "κατά τα τελευταία έτη δεν υστερεί ή, αν υστερεί, η διαφορά δεν είναι καθοριστική". Το ότι ο κ. Παιονίδης παρουσιάζει χρόνο με το χρόνο βελτίωση δεν αλλοιώνει την όλη συγκριτική εικόνα των αξιολογήσεων. Ούτε, ισχυόντων των όσων ελέχθησαν σε σχέση και με τον κ. Πούρο για την αόριστη αναφορά στα "τελευταία χρόνια" και το ποια έλαβε υπ' όψη της η Ε.Δ.Υ., μπορεί να λεχθεί ότι ο κ. Παιονίδης δεν υστερεί ή υστερεί "πολύ οριακά" του κ. Παιονίδη, και ότι "δεν υστερεί ή, αν υστερεί, η διαφορά δεν είναι καθοριστική". Η αδυναμία της προσέγγισης αυτής δεν έγκειται μόνο στο ασαφές, αντιφατικό και αναιτιολόγητο των διαζευκτικών θέσεων "δεν υστερεί" και "αν υστερεί, υστερεί οριακά", αλλά και στο ότι μια τέτοια διαπίστωση είναι, επί των στοιχείων, πεπλανημένη. Όλα αυτά καθιστούν την απόφαση της ΕΔΥ τρωτή, όσον αφορά τόσο τον κ. Πούρο όσο και τον κ. Παιονίδη.
Η κατάληξη αυτή δεν καθιστά αναγκαία την περαιτέρω εξέταση των εγειρομένων θεμάτων στην προσφυγή του κ. Πελεκάνου. Τα θέματα όμως έχουν σε έκταση και προτίθεμαι να τα εξετάσω.
Σε σχέση με τα προσόντα, ο κ. Λεμονάρης δεν εγείρει θέμα υπέρτερων ακαδημαϊκών προσόντων του κ. Πελεκάνου, και όντως τα στοιχεία των φακέλων δεν αποκαλύπτουν τέτοια έναντι είτε του κ. Πούρου είτε του κ. Παιονίδη. Λέγει όμως ότι οι προαχθέντες δεν είχαν την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας πενταετή πείρα σε διευθυντική θέση. Αυτό όμως δεν αντανακλά ορθά τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας, το οποίο απαιτεί όχι πενταετή πείρα σε διευθυντική θέση αλλά όπως πενταετής πείρα της απαιτούμενης δεκαετούς πείρας σε ανώτερη θέση είναι στη "διεύθυνση, εποπτεία, καθοδήγηση, εκπαίδευση προσωπικού, τον προγραμματισμό, συντονισμό και έλεγχο εργασίας", και ότι υπηρεσία σε διευθυντική θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία, θα αποτελεί πλεονέκτημα. Η ΕΔΥ ορθώς διαπίστωσε και έλαβε υπ' όψη της ότι οι κύριοι Πούρος και Παιονίδης είχαν την πενταετή αυτή πείρα, όπως και το πλεονέκτημα της διευθυντικής θέσης στη Δημόσια Υπηρεσία το οποίο είχε και ο κ. Πελεκάνος, ενώ κανένα στοιχείο δεν υπάρχει που να δείχνει ότι οι θέσεις που κατείχαν από το 1984 και το 1982 αντίστοιχα, και που εκρίθησαν από την ΕΔΥ ως ανώτερες θέσεις καθιστούσες αυτούς προσοντούχους για σκοπούς του σχεδίου υπηρεσίας (ίδε σελ. 16 και σελ. 17 των πρακτικών της συνεδρίας της 8.12.1995) δεν ανταποκρίνοντο στις ανωτέρω πρόνοιές του.
Σε σχέση με την αρχαιότητα, ο κ. Λεμονάρης εισηγείται ότι ο κ. Πελεκάνος είχε σημαντική αρχαιότητα έναντι τόσο του κ. Πούρου όσο και έναντι του κ. Παιονίδη. Για τον κ. Παιονίδη το θέμα έχει όμως διευκρινισθεί, ότι είχε αρχαιότητα έναντι όλων. Για τον κ. Πούρο όμως είναι γεγονός ότι ο κ. Πελεκάνος προηγείτο, και μάλιστα κατά μια δεκαετία, σε αρχαιότητα και ακόλουθη της αρχαιότητας πείρα. Το στοιχείο αυτό πλήττει έτι περαιτέρω την ήδη τρωτή προσέγγιση της Ε.Δ.Υ. στην αξία σε σχέση με τον κ. Πούρο αφού, παρά το ότι η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπ' όψη ότι ο κ. Πούρος έπετο άλλων σε αρχαιότητα, τα κριτήρια επιλογής συνεκτιμήθησαν από την Ε.Δ.Υ. και δεν είναι δυνατό, παρά μόνο μέσω ανεπίτρεπτης εικασίας, να κριθεί ποια θα ήταν η απόφαση της Ε.Δ.Υ. αν δεν είχε υπάρξει πλάνη ως προς ένα κριτήριο.
Και τέλος, όσον αφορά τον κ. Δημητριάδη. Η εικόνα εδώ είναι ακόμα πιο καθαρή. Ο κ. Δημητριάδης υπερείχε σε αξία του κ. Πούρου όσο και του κ. Παιονίδη με τον ίδιο τρόπο που υπερείχε αυτών ο κ. Πελεκάνος, ισχύουν δε και στην περίπτωση του κ. Δημητριάδη όλα όσα ελέχθησαν στην περίπτωση του κ. Πελεκάνου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Τα υιοθετώ και τα επαναλαμβάνω, καταλήγοντας και πάλι στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι τρωτή ως ληφθείσα υπό πλάνη, άνευ της δέουσας έρευνας και αναιτιολόγητη. Στην περίπτωση του κ. Δημητριάδη, όμως, το τρωτό της απόφασης της Ε.Δ.Υ. επεκτείνεται και στο κριτήριο των προσόντων. Στον τομέα αυτό, η υπεροχή του κ. Δημητριάδη, ο οποίος είχε τον ανώτατο ακαδημαϊκό τίτλο σπουδών, το διδακτορικό τίτλο Ph.D., είναι εμφανής έναντι του κ. Πούρου, ο οποίος είχε το M.Sc., και εμφανέστατη έναντι του κ. Παιονίδη, ο οποίος είχε μεταπτυχιακές σπουδές μόνο στο επίπεδο του Diploma. Σίγουρα, η υπεροχή αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί "οριακή" όπως τη χαρακτηρίζει η Ε.Δ.Υ. σε σχέση με τον κ. Πούρο, ούτε, ως εκ τούτου, μπορεί να λεχθεί ότι της απεδόθη η δέουσα βαρύτητα την οποία η ίδια η Ε.Δ.Υ. είπε ότι θα απέδιδε στα πρόσθετα μεταπτυχιακά προσόντα ως χρήσιμα σε σχέση με την ευρύτητα γνώσης και αντίληψης που προσδίδουν στους κατόχους τους (ίδε: Δημοκρατία ν. Ανδρέου (1993) 3 Α.Α.Δ. 153). Η πλάνη και η έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση της ΕΔΥ προσλαμβάνει δε τις πλήρεις διαστάσεις της στην προσέγγισή της όσον αφορά τη συνεκτίμηση όλων των κριτηρίων επιλογής. Η Ε.Δ.Υ. αναφέρει ότι "η γενική υπεροχή των Πούρου και Παιονίδη διαφαίνεται μέσα από τη συνεκτίμηση όλων των ενώπιόν της στοιχείων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα, πείρα, απόδοση στην προφορική εξέταση) σ' ό,τι αφορά ένα έκαστο από τους υποψηφίους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και όχι μόνο των επί μέρους στοιχείων στα οποία μπορεί κάποιοι να υπερτερούν". Ο κ. Δημητριάδης όμως υπερείχε του κ. Πούρου σε κάθε ένα από τα κριτήρια επιλογής - αξία, προσόντα, αρχαιότητα και πείρα, και μόνο στην προσωπική συνέντευξη, η οποία δεν αποτελεί καν χωριστό κριτήριο επιλογής, η Ε.Δ.Υ. έκρινε κατά την υποκειμενική της κρίση, ότι υπερείχε ο κ. Πούρος. Το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι η Ε.Δ.Υ. όχι μόνο πλανάται και δεν αιτιολογεί την άποψή της ότι ο κ. Πούρος υπερείχε γενικά στα κριτήρια επιλογής, αλλά και ότι απέδωσε υπέρμετρη και μάλιστα αποκλειστική βαρύτητα στην άποψη που σχημάτισε από την προσωπική συνέντευξη, για τη διεξαγωγή της οποίας εξάλλου και δεν ετηρήθησαν ή δεν υπάρχουν ενώπιον του δικαστηρίου πρακτικά που να διαφωτίζουν το υπόβαθρο επί του οποίου εστηρίχθησαν τα σχόλια της Ε.Δ.Υ., το βαθμό ομοιομορφίας των ερωτήσεων της Ε.Δ.Υ. προς ένα έκαστο υποψήφιο και τις απαντήσεις των υποψηφίων. Η Ε.Δ.Υ. μετέτρεψε έτσι την προσωπική συνέντευξη σε αυτοτελές κριτήριο και μάλιστα υπερκριτήριο επιλογής, προσδίδοντάς του καθοριστική βαρύτητα έναντι όλων των καθιερωμένων κριτηρίων επιλογής στα οποία ο κ. Δημητριάδης υπερείχε του κ. Πούρου και επί μέρους και συνολικά. Η προσέγγιση αυτή αντίκειται προς την αντίληψη της νομολογίας όσον αφορά το ρόλο της προσωπικής συνέντευξης και αποκαλύπτει τους κινδύνους που θα προέκυπταν αν η νομολογία επίτρεπε να δοθεί τέτοια βαρύτητα στο ανασφαλές και υποκειμενικό στοιχείο της προσωπικής συνέντευξης, αφού η δυνατότητα τουλάχιστον πλάνης της Ε.Δ.Υ. από τις ευνοϊκές υποκειμενικές εντυπώσεις που θα διαπίστωνε ή θα διατύπωνε για κάποιο υποψήφιο θα την παρέσυρε, όπως στην προκειμένη περίπτωση, σε παραγνώριση κάθε αντικειμενικού και ανεγνωρισμένου κριτηρίου επιλογής. Το ότι η θέση βρίσκεται πολύ ψηλά στην ιεραρχία της δημόσιας υπηρεσίας δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για να παρέχεται στην Ε.Δ.Υ. η άδεια να προσδίδει στην προσωπική συνέντευξη τέτοια υπέρμετρη βαρύτητα που να καθιστά την επιλογή της ουσιαστικά και πρακτικά ανεξέλεγκτη. Το δικαστήριο δεν είναι διατεθειμένο να προσυπογράψει τέτοια ευρύτητα διακίνησης - και όχι πλέον πραγματικής επιλογής - στην Ε.Δ.Υ. και την επακόλουθη παραίτησή του από το καθήκον του ελέγχου της χρηστής διοίκησης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη που όλοι οι Αιτητές και όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη της προσφυγής είναι δημόσιοι υπάλληλοι και έτσι η ΕΔΥ έχει ενώπιόν της τα ίδια δεδομένα αναφορικά με το κάθε ένα και η σύγκριση είναι καθ' όλα δυνατή, ενιαία και επί ίσοις όροις.
Ούτε μπορώ να πω ότι η ίδια η γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ. είναι επαρκώς αιτιολογημένη, όπως απαιτεί η νομολογία αλλά και ιδιαίτερα το άρθρο 34(10). Η ρητή νομοθετική απαίτηση για αιτιολογία καθιστά μάλιστα, όπως ήδη παρατηρήθη, την αιτιολογία απαραίτητο στοιχείο που πρέπει να φαίνεται στο ίδιο το σώμα της απόφασης. Σχετική είναι η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, αναφορικά με το ίδιο το άρθρο 34(10), στην οποία ο Νικολαΐδης, Δ., παρατήρησε, στη σελ. 580, τα ακόλουθα:
"Ο Νόμος επιβάλλει ρητά την υποχρέωση της δέουσας αιτιολόγησης της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η ρητή απαίτηση του άρθρου 34(6) για αιτιολόγηση δεν αποσκοπεί μόνο στην πλήρη διαφάνεια που πρέπει να υπάρχει ακόμα και στο στάδιο κάθε προπαρασκευαστικής πράξης αλλά καθιστά την αιτιολογία ουσιώδη τύπο της πράξης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αιτιολογία πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της διοικητικής πράξης σαν συστατικό της στοιχείο, ενώ η παράλειψη αναφοράς της αιτιολογίας στο ίδιο το έγγραφο της πρότασης καθιστά την πρόταση ελλιπή ως προς τον τύπο της (βλ. Τζιακούρη ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3946).
Ένας από τους προφανείς λόγους για την ανάγκη αιτιολόγησης είναι και η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της απόφασης. Είναι φανερό ότι αν δεν υπάρχει αιτιολόγηση, το Δικαστήριο αδυνατεί να ελέγξει αν η απόφαση είναι εύλογα επιτρεπτή. Απλή αναφορά που καταλήγει σε κοινοτυπία δεν αποτελεί αιτιολογία ενώ η απλή απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπ' όψιν δεν παρέχει καμιά πληροφορία για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της απόφασης και δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Για να είναι νοητός ο έλεγχος θα πρέπει η πραγματική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση να είναι γνωστή. Η ανυπαρξία οποιωνδήποτε στοιχείων μέσα στο έγγραφο της απόφασης της αρμόδιας αρχής την καθιστά αναιτιολόγητη και κατά συνέπεια την απόφαση ακυρώσιμη."
Και ο Αρτεμίδης, Δ., δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου-Vantieghem (1995) 3 Α.Α.Δ. 119, στη σελ. 126:
"Δεν κρίνουμε ορθό να κάμουμε νύξη ως προς το πως, κατά την άποψή μας, θα ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του Νόμου αναφορικά με την αιτιολογία. Εναπόκειται τα αρμόδια όργανα να διατυπώνουν την αιτιολογία της απόφασής τους σύμφωνα με το νόμο, έχοντας πάντα υπόψη πως βασικός σκοπός της αιτιολογίας είναι ο έλεγχος της απόφασης από το Δικαστήριο.
Αντιλαμβανόμαστε πως τα διοικητικά όργανα επιφορτίζονται με ένα βαρύ και δύσκολο έργο, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν, όπως και στην παρούσα υπόθεση, πάρα πολλοί υποψήφιοι. Είμαστε όμως όλοι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουμε πιστά τις διατάξεις του νόμου."
Στην προκειμένη περίπτωση όμως τα καταγραφέντα από την ΕΔΥ δεν φαίνονται ουσιαστικά να προχωρούν πέραν της ίδιας της καταγραφής της γενικής εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. και δεν υπεισέρχονται σε αυτή καθ' αυτή την αιτιολογία της γενικής εντύπωσης, τουλάχιστον με επάρκεια. Ούτε, όπως ελέχθη, είναι ενώπιον του δικαστηρίου οποιαδήποτε πρακτικά των προσωπικών συνεντεύξεων που να συνιστούσαν μέρος της αιτιολογίας των σχολίων της Ε.Δ.Υ. και να παρείχαν δυνατότητα κρίσης επί των σχολίων αυτών. Το θέμα ηγέρθη στην υπόθεση Republic v. Maratheftis (1986) 3 C.L.R. 1407, στην οποία η Ε.Δ.Υ. δεν τήρησε πρακτικά συγχρόνως με τη διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης, στη δε διατύπωση της γενικής εντύπωσης της των υποψηφίων προέβη απλώς σε χαρακτηρισμούς και σχόλια αναφορικά με την καθολική απόδοση, την προσέγγιση και την προσωπικότητα του κάθε υποψηφίου, ουσιαστικά όπως και στην προκειμένη περίπτωση. Αυτό δεν εκρίθη αρκετό, η δε απουσία ταυτόχρονων πρακτικών σε συνδυασμό με την πάροδο πολλού χρόνου από τις συνεντεύξεις μέχρι το διορισμό, θεωρήθηκε ότι καθιστούσε την απόφαση τρωτή, περαιτέρω δε η απόφαση ήταν τρωτή αφού, εν πάση περιπτώσει, απεδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην προσωπική συνέντευξη. Εις δε την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Public Service Commission v. Potoudes (1987) 3 C.L.R. 1591, ο Πικής, Δ., ως ήτο τότε, σχολίασε την υπόθεση Maratheftis ως άνω και έθεσε το θέμα της τήρησης ταυτόχρονων πρακτικών στη σωστή του διάσταση ως εξής στη σελ. 1602:
"The principle of law deriving from the case of Maratheftis is that collective organs must keep proper records of their proceedings and deliberations in the interest of the efficient transaction of administrative business on the one hand and effective judicial control on the other. The interview of candidates for the purpose of making appointments in the public service being a matter referable to their deliberations should be the subject of a record. The accuracy and reliability of records is inevitably connected with the contemporaneity of the records with the event. Where a record is made subsequently to the event, the assessment of its accuracy and reliability is a question of fact."
Στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα παρέλευσης πολλού χρόνου από τις συνεντεύξεις μέχρι τους διορισμούς που η έλλειψη πρακτικών να ενδυνάμωνε την πιθανότητα πλάνης της ΕΔΥ, όπως στην υπόθεση Maratheftis. Όμως, η μη τήρηση πρακτικών των συνεντεύξεων συνεχίζει να στερεί την δυνατότητα συμπλήρωσης της ελλειπούς αιτιολογίας της γενικής εντύπωσης της ΕΔΥ από τις προσωπικές συνεντεύξεις στο ίδιο το κείμενο της καταγραφής της.
Όλα όσα ελέχθησαν για τον κ. Πούρο ισχύουν και για τον κ. Παιονίδη. Αν και ο κ. Παιονίδης είχε υπέρτερη αρχαιότητα - και ακόλουθη πείρα - έναντι του κ. Δημητριάδη, στην οποία εν πάση περιπτώσει η ΕΔΥ τόνισε ότι δεν απέδιδε ουσιαστική παρά μόνο περιορισμένη σημασία ο κ. Δημητριάδης υπερείχε ακόμα πιο έκδηλα του κ. Παιονίδη σε αξία και προσόντα. Δεδομένου ότι η ΕΔΥ αναγνωρίζει ότι ο κ. Παιονίδης υστερεί στους τομείς αυτούς, και δεδομένου ότι δηλώνει ότι περιορισμένη σημασία αποδίδει στην αρχαιότητα του, το βέβαιο συμπέρασμα και πάλι είναι ότι η ΕΔΥ δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα κριτήρια της αξίας - ως το βασικό - και των προσόντων και απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην εντύπωση της από την προσωπική συνέντευξη. Αυτό καθιστά και στην περίπτωση του κ. Παιονίδη τρωτή την απόφαση της ΕΔΥ όσον αφορά τον κ. Δημητριάδη.
Η κατάληξη λοιπόν αναφορικά με κάθε προσφυγή είναι:
- Η προσφυγή 875/96 του κ. Πετρώνδα αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
- Η προσφυγή 883/96 του κ. Πελεκάνου επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
- Η προσφυγή 1035/96 επιτυγχάνει καθ' όσον αφορά τον κ. Δημητριάδη και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, και αποτυγχάνει και απορρίπτεται όσον αφορά τον κ. Αντωνίου και τον κ. Κκολό.
- Η προσφυγή 1036/96 του κ. Αριστοτέλους αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του κ. Δημητριάδη και του κ. Πελεκάνου, οι δε κύριοι Πετρώνδας, Αντωνίου, Κκολός και Αριστοτέλους θα καταβάλουν ανά ένα τέταρτο έκαστος τα έξοδα της Δημοκρατίας.
Διαταγή ως ανωτέρω.