ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 334
21 Απριλίου, 1999
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΑΣΟΣ ΠΑΞΙΟΛΑ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 988/96)
Φορολογία ― Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Επιβολή πρόσθετης επιβάρυνσης και τόκου μετά την βεβαίωση του φόρου - Δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, αλλά πράξεις εκτέλεσης ― Η προσφυγή εναντίον της επιβολής τους απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης και τόκου για φόρο προστιθέμενης αξίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Oι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά συνιστά πράξη εκτέλεσης.
Το Δικαστήριο συμφωνεί με την προσβαλλόμενη ένσταση. Εκτελεστή πράξη συνιστά η βεβαίωση φόρου ημερ. 30.9.1996, στην οποία ο Έφορος, αφού με μεγάλη λεπτομέρεια αναφέρεται στα διάφορα στοιχεία, καταλήγει να καλέσει τον αιτητή δυνάμει του Άρθρου 34 του Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν. 246/90 να καταβάλει το ποσό των Λ.Κ.33.631,17 που αντιπροσωπεύει το συνολικό οφειλόμενο φόρο για τις φορολογικές περιόδους από 1/7/1992 - 31/12/1995. Στη συνέχεια δίδονται εντολές για τον τρόπο πληρωμής του ποσού. Αντίθετα, οι βεβαιώσεις ημερ. 23.10.1996, αναφέρονται μόνο στην πρόσθετη επιβάρυνση που ισούται προς 10% επί του ποσού που δεν έχει καταβληθεί και στους τόκους προς 9%, επίσης επί του ολικού ποσού που δεν έχει καταβληθεί.
Πράξη είναι εκτελεστή εφ' όσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, που δεν υφίστανται πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεστεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης, η οποία δεν είναι αφεαυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης.
Ο τόκος και η πρόσθετη επιβάρυνση προβλέπονται άμεσα από το νόμο και δε συνιστούν άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου. Εξ άλλου η υποχρέωση προς καταβολή τόκων ή πρόσθετων τελών συνιστά επέκταση της αρχικής φορολογικής υποχρέωσης.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 A.Α.Δ. 26,
Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 352,
Καλαπαλίκκης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 704/96 κ.ά., ημερ. 5/2/1999,
Κώστας Γαβριηλίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1723.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με την οποία επιβλήθηκε στον αιτητή φορολογία, χρηματική επιβάρυνση και τόκος ποσού £9.068.69 για την περίοδο 1.1.1993 μέχρι 31.12.1995.
Κ. Ανδρέου, για τον Αιτητή.
Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O αιτητής ασχολείται με την αγορά και πώληση αυτοκινήτων στη Λάρνακα, είναι δε εγγεγραμμένος στο Μητρώο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Αξιώνει ακύρωση της επιβολής φορολογίας και υπολογισμού χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου, ημερ. 23.10.1996, με την οποία του επιβλήθηκε η πληρωμή του ποσού των £9.068.69 για την περίοδο μεταξύ 1.1.1993 μέχρι 31.12.1995.
Το Επαρχιακό Γραφείο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Λάρνακας ασκώντας τις εξουσίες του βάσει των διατάξεων του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990, Ν.246/90, διενήργησε έλεγχο στα υποστατικά της επιχείρησης του αιτητή που άρχισε την 1.11.1995. Διαπιστώθηκε ότι τα βιβλία και αρχεία του αιτητή δεν τηρούνταν σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου και περιείχαν σφάλματα και παραλείψεις. Έτσι οι φορολογικές δηλώσεις που είχαν υποβληθεί για τις φορολογικές περιόδους από 1.7.1992 μέχρι 31.12.1995 θεωρήθηκαν ελλειπείς και εσφαλμένες.
Ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας προχώρησε με βάση τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 34(1) του νόμου σε βεβαίωση φόρου, ειδοποίησε δε σχετικά τον αιτητή στις 30.9.1996. Σύμφωνα με τη βεβαίωση φόρου ο αιτητής όφειλε να καταβάλει το ποσό των £33.631,17.
Ο αιτητής μέσω των ελεγκτών του αμφισβήτησε στις 18.10.1996 την απόφαση του Εφόρου. Ο Έφορος ζήτησε από τον αιτητή να προσκομίσει στοιχεία που να ενισχύουν τους ισχυρισμούς του ώστε να προβεί σε επανεξέταση των στοιχείων της βεβαίωσης φόρου. Επειδή ο αιτητής παρέλειψε να παρουσιάσει οποιοδήποτε στοιχείο, ο Έφορος με επιστολή του ημερ. 16.12.1996 τον πληροφόρησε ότι η αίτησή του απορρίφθηκε. Στις 23.10.1996 γνωστοποιήθηκε από τον Έφορο η επιβολή χρηματικών επιβαρύνσεων με βάση το άρθρο 38(1) για μη έγκαιρη καταβολή του οφειλόμενου φόρου, καθώς και ανάλογων τόκων.
Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά συνιστά πράξη εκτέλεσης.
Θα συμφωνήσω με την προβαλλόμενη ένσταση. Πιστεύω ότι εκτελεστή πράξη συνιστά βεβαίωση φόρου ημερ. 30.9.1996, στην οποία ο Έφορος αφού με μεγάλη λεπτομέρεια αναφέρεται στα διάφορα στοιχεία, καταλήγει να καλέσει τον αιτητή δυνάμει του άρθρου 34 να καταβάλει το ποσό των £33.631,17 που αντιπροσωπεύει το συνολικό οφειλόμενο φόρο για τις φορολογικές περιόδους από 1.7.1992 - 31.12.1995. Στη συνέχεια δίδονται εντολές για τον τρόπο πληρωμής του ποσού. Αντίθετα, οι βεβαιώσεις ημερ. 23.10.1996 αναφέρονται μόνο στην πρόσθετη επιβάρυνση που ισούται προς 10% του ποσού που δεν έχει καταβληθεί και στους τόκους προς 9%, επίσης επί του ολικού ποσού που δεν έχει καταβληθεί.
Αν το υποκείμενο στον φόρο πρόσωπο αμελεί ή αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό φόρου που ο Έφορος απαιτεί σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, τότε το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο οφείλει να καταβάλει πρόσθετη επιβάρυνση ίση προς το 10% του ποσού που αμελεί ή αρνείται να καταβάλει. Σε περίπτωση δε που η αμέλεια ή η άρνηση να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό εξακολουθεί πέραν των 30 ημερών από την ημερομηνία που το ποσό καθίσταται καταβλητέο, τότε καταβάλλεται τόκος προς 9% επί παντός οφειλομένου ποσού περιλαμβανομένης και της πρόσθετης επιβάρυνσης (άρθρο 38(1)).
Πράξη είναι εκτελεστή εφ' όσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, που δεν υφίστανται πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεστεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τoυς. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης η οποία δεν είναι αφεαυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης (Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 A.A.Δ. 26).
Ο τόκος και η πρόσθετη επιβάρυνση προβλέπονται άμεσα από το νόμο και δεν συνιστούν άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου (Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 352. Βλέπε επίσης Καλαπαλίκκης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 704/96 κ.ά., ημερ. 5.2.1999. Βλέπε όμως και Κώστας Γαβριηλίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1723, όπου είχε υποστηριχθεί ότι η σχετική επιβολή επιβάρυνσης ήταν πληροφοριακού περιεχομένου και όχι εκτελεστή πράξη). Εξ άλλου η υποχρέωση προς καταβολή τόκων ή πρόσθετων τελών συνιστά επέκταση της αρχικής φορολογικής υποχρέωσης (Η. Γ. Κυριακόπουλος, Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον, Τόμος Γ΄, Τετάρτη Έκδοση, σελ. 353).
Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι οι επιβολές φορολογίας ημερ. 23.10.1996 είναι πράξεις εκτέλεσης και όχι εκτελεστές διοικητικές πράξεις και συνεπώς η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί. Ο αιτητής, αν επιθυμούσε, μπορούσε να προσβάλει τη βεβαίωση του φόρου που έγινε στις 30.9.1996.
Όμως ανεξάρτητα από το πιο πάνω οι ισχυρισμοί του αιτητή θα απορρίπτονταν εν πάση περιπτώσει. Δεν αποδεικνύεται καθ' οιονδήποτε τρόπο ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν αποτέλεσμα πλάνης ή κατάχρηση εξουσίας. Οι ισχυρισμοί που προβάλλονται είναι αόριστοι και ατεκμηρίωτοι με στοιχεία άσχετα με τις ειδοποιήσεις.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.