ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 325
7 Απριλίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
2. ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΩΝ,
ΙΔΙΟΚΤΗΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 546/97)
Ο περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμος, Κεφ. 254 ― Άρθρο 3(11) ― Συμβούλιο Φαρμακευτικής ― Ο χαρακτήρας και οι αρμοδιότητές του καθαρά συμβουλευτικές ― Η απόφαση του Συμβουλίου για τα ωράρια των φαρμακείων παράνομη.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Έννομο Συμφέρον ― Σύνδεσμοι, Σωματεία, Οργανώσεις ― Δεν νομιμοποιούνται στην καταχώριση προσφυγής, εφόσον ένα από τα μέλη τους δυνατόν να διαφωνεί στην καταχώριση προσφυγής.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Κατάργηση δίκης ― Ανάκληση επίδικης διοικητικής απόφασης ―Η δίκη δεν καταργείται εφόσον η πράξη, όσο διαρκούσε, προκάλεσε ζημιά.
Η Πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμοκοπειών (αιτήτρια αρ. 1) καθώς και ο Σύνδεσμος Φαρμακοποιών (αιτητής αρ. 2) προσέβαλαν την απόφαση του Συμβουλίου Φαρμακευτικής, στο μέτρο που επέβαλλε υποχρεωτικό κλείσιμο των φαρμακείων τα Σάββατα.
Τέθηκαν δύο προδικαστικές ενστάσεις. Η πρώτη αφορούσε στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του Συνδέσμου, και η δεύτερη στην κατάργηση της δίκης, λόγω μεταγενέστερης ανάκλησης της επίδικης απόφασης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή του Συνδέσμου και ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση για τους λοιπούς αιτητές, αποφάσισε ότι:
1. Αναφορικά με τη προδικαστική ένσταση, ότι ο Σύνδεσμος δε νομιμοποιείται να καταχωρίσει την παρούσα προσφυγή, είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση πως υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των μελών του Συνδέσμου, εφόσον μεγάλος αριθμός φαρμοκοποιών συμφωνούν και επεδίωξαν την προσβαλλόμενη ρύθμιση. Έγινε αναφορά από τη Δημοκρατία στη Σύνδεσμος Αστυνομίας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 146, όπου λέχθηκε ότι "Αν τα συμφέροντα των μελών συγκρούονται, ή η πράξη προσβάλλει το έννομο συμφέρον ενός μόνο μέλους, το σωματείο, ή η οργάνωση, δεν έχει έννομο συμφέρον".
Η προδικαστική αυτή ένσταση ευσταθεί, γιατί παρόλο που δεν τέθηκε τίποτα το σχετικό ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι δυνατόν ορισμένα μέλη του Συνδέσμου (ακόμα και ένα είναι αρκετό) να διαφωνούν με την πλειοψηφία, οπόταν δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο Σύνδεσμος έχει έννομο συμφέρον. Στα πρακτικά του Συμβουλίου Φαρμακευτικής ημερομηνίας 12.3.97 αναφέρεται στη σελίδα 2 ότι "οι εκπρόσωποι των επαρχιών που τα αποτελέσματα ήταν οριακά συμφώνησαν στην παγκύπρια εφαρμογή του θεσμού ..".
2. Όσον αφορά στην προδικαστική ένσταση, ότι η προσφυγή παρέμεινε άνευ αντικειμένου λόγω ανάκλησης της επίδικης απόφασης, η Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να προχωρήσει η παρούσα προσφυγή, γιατί η προσβαλλόμενη γνωστοποίηση ανακλήθηκε με τη γνωστοποίηση αρ. 3665 ημερομηνίας 5.9.97. Εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υφίσταται πλέον, η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου και θα πρέπει να απορριφθεί. Έγινε αναφορά στην υπόθεση της Ολομέλειας στην Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας. Στην υπόθεση εκείνη η εφεσείουσα είχε μεταβιβάσει το ακίνητο σε άλλα πρόσωπα πριν την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Η πιο πάνω υπόθεση διακρίνεται από την παρούσα. Εδώ υπήρξε ανάκληση διοικητικής πράξης η οποία ενόσω διαρκούσε προκάλεσε ζημιά σύμφωνα με ισχυρισμό, οπόταν η προσφυγή δεν μπορεί να θεωρηθεί άνευ αντικειμένου. Δεν τέθηκαν στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου για πρόκληση ζημιάς. Εντούτοις είναι λογικό να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι κάποια ζημιά επήλθε ενόσω διαρκούσε το διάταγμα.
Η προσφυγή δεν έχασε το αντικείμενό της όσον αφορά τους αιτητές πλην του Συνδέσμου και η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί.
Αναφορικά όμως με το Σύνδεσμο, έστω και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε έννομο συμφέρον, η προσφυγή θα είχε παραμείνει άνευ αντικειμένου γιατί δεν ήταν δυνατόν να είχε προκύψει γι' αυτόν ως Σύνδεσμο οποιαδήποτε ζημιά, που να κρατούσε την προσφυγή σε ζωή μετά την ανάκληση της επίδικης διοικητικής πράξης.
3. Ως προς την ουσία, ο δικηγόρος των αιτητών εισηγείται ότι το Συμβούλιο Φαρμακευτικής δεν είχε κατά Νόμο αρμοδιότητα ή εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις για τον καθορισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά το καθήκον του ήταν μόνο να συμβουλεύει. Συνεπώς, εστερείτο αρμοδιότητας που να καθιστά δυνατή την εκ μέρους του δημοσίευση της επίδικης γνωστοποίησης. Εν πάση περιπτώσει εισηγείται επιπρόσθετα ότι οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις προσκρούουν στο Άρθρο 25 του Συντάγματος.
Η Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, με βάση το Άρθρο 42 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254), παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο εξουσιοδότηση για έκδοση Κανονισμών και συνεπώς οι σχετικοί Κανονισμοί (Κ.Δ.Π. 158/95) εντάσσονται μέσα στα πλαίσια του εξουσιοδοτικού Νόμου.
Το ίδιο θέμα ηγέρθη και στην Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας. Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι στο Συμβούλιο Φαρμακευτικής δε δόθηκε εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις για τον καθορισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μόνο καθήκον να συμβουλεύει.
Εν όψει των προαναφερθέντων, απορρίπτεται η προσφυγή του Συνδέσμου χωρίς διάταγμα για έξοδα. Όσον αφορά την προσφυγή των υπολοίπων αιτητών, με βάση το σκεπτικό του Νικολάου, Δ., στην υπόθεση Γεωργίου, το οποίο υιοθετείται, η προσφυγή πρέπει να επιτύχει. Η επίδικη απόφαση, στην έκταση που επιβάλλει το υποχρεωτικό κλείσιμο του φαρμακείου των αιτητών τα Σάββατα, ακυρώνεται με έξοδα υπέρ των αιτητών.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Σύνδεσμος Αστυνομίας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 146,
Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 189,
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 305/97, ημερ. 29/1/98,
Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1871.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να επιβάλουν το υποχρεωτικό κλείσιμο των φαρμακείων των αιτητών τα Σάββατα.
Α. Μιλτιάδους για Μ. Τριανταφυλλίδη, για τους Αιτητές.
Ε. Νικολαϊδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ,�Δ.: Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Γνωστοποίηση των καθ' ων η αιτηση που δημοσιεύθηκε, με αρ. 1758, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 24 Απριλίου 1997, στην έκταση που επιβάλλει το υποχρεωτικό κλείσιμο των φαρμακείων των αιτητών τα Σάββατα, που καθορίζονται με αυτήν, είναι άκυρη και εστερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος."
Σύμφωνα με τους περί Ρυθμίσεως του Ανοίγματος και Κλεισίματος των Φαρμακείων Κανονισμούς του 1995 (Κ.Δ.Π. 158/95) το Συμβούλιο Φαρμακευτικής μπορεί με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να ρυθμίσει το εκ περιτροπής άνοιγμα των φαρμακείων και να υποχρεώσει αριθμό φαρμακείων να διανυκτερεύουν ή να διημερεύουν κατά τις ημέρες και ώρες που τα φαρμακεία θα παραμένουν κλειστά σύμφωνα με τον Κανονισμό 5 των πιο πάνω Κανονισμών.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(3), το Συμβούλιο Φαρμακευτικής με απόφασή του μπορεί να καθορίσει το Σάββατο ως αργία, νοουμένου ότι 50% των φαρμακείων θα παραμένουν ανοικτά για την εξυπηρέτηση του κοινού.
Στις 24.4.97 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 3145 σχετική Γνωστοποίηση με αρ. 1758 με ισχύ από 1.5.97 μέχρι 30.9.97.
Με Γνωστοποίηση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3665, ημερ. 5.9.97, ακυρώθηκε η πιο πάνω Γνωστοποίηση με αρ. 1758.
Μετά τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης με αρ. 1758 στις 24.4.97 και συγκεκριμένα στις 3 Ιουλίου 1997, οι αιτητές καταχώρισαν την παρούσα προσφυγή με το αίτημα θεραπείας που παρατίθεται πιο πάνω.
Η αιτήτρια 1, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 των γεγονότων της Αίτησης, είναι ιδιώτης φαρμακοποιός, ιδιοκτήτρια φαρμακείου και Πρόεδρος των αιτητών 2, του Παγκυπρίου Συνδέσμου Φαρμακοποιών Ιδιοκτητών Φαρμακείων. Η αιτήτρια 1, ως Πρόεδρος του Συνδέσμου, ενεργεί εκ μέρους του Συνδέσμου τούτου ή/και των μελών του για τους σκοπούς της παρούσας προσφυγής, σύμφωνα με το Καταστατικό του Συνδέσμου, και, επίσης, υπό την ατομική της ιδιότητα.
Σημειώνεται πως εκτός από την αιτήτρια 1, την προσβαλλόμενη γνωστοποίηση προσβάλλουν προσωπικά και 24 άλλοι αιτητές, μέλη, κατά το δικηγόρο των αιτητών, του Συνδέσμου.
Η Δημοκρατία στην Ένστασή της πρόβαλε τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις:
α) Η προσφυγή έχει παραμείνει άνευ αντικειμένου λόγω της ανάκλησης της επίδικης απόφασης και
β) Ο Σύνδεσμος δεν νομιμοποιείται να καταχωρίσει την παρούσα Προσφυγή.
Αναφορικά με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση πως υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των μελών του Συνδέσμου, εφόσον μεγάλος αριθμός φαρμακοποιών συμφωνούν και επεδίωξαν την προσβαλλόμενη ρύθμιση. Έγινε αναφορά από τη Δημοκρατία στη Σύνδεσμος Αστυνομίας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 146, όπου λέχθηκε ότι "Αν τα συμφέροντα των μελών συγκρούονται, ή η πράξη προσβάλλει το έννομο συμφέρον ενός μόνο μέλους, το σωματείο, ή η οργάνωση, δεν έχει έννομο συμφέρον".
Κρίνω ότι η προδικαστική αυτή ένσταση ευσταθεί, γιατί, παρόλον που δεν τέθηκε τίποτα το σχετικό ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι δυνατό ορισμένα μέλη του Συνδέσμου (ακόμα και ένα είναι αρκετό) να διαφωνούν με την πλειοψηφία, οπόταν δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο Σύνδεσμος έχει έννομο συμφέρον. Στα πρακτικά του Συμβουλίου Φαρμακευτικής ημερομηνίας 12.3.97 (Παράρτημα 1) αναφέρεται στη σελίδα 2 ότι "οι εκπρόσωποι των επαρχιών που τα αποτελέσματα ήταν οριακά συμφώνησαν στην παγκύπρια εφαρμογή του θεσμού . . . . ".
Όσον αφορά την πρώτη προδικαστική ένσταση η Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να προχωρήσει η παρούσα προσφυγή γιατί η προσβαλλόμενη γνωστοποίηση ανακλήθηκε με την γνωστοποίηση αρ. 3665 ημερομηνίας 5.9.97. Εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υφίσταται πλέον η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου και θα πρέπει να απορριφθεί. Έγινε αναφορά στην υπόθεση της Ολομέλειας στην Λουκία Α. Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 189. Στην υπόθεση εκείνη η εφεσείουσα είχε μεταβιβάσει το ακίνητο σε άλλα πρόσωπα πριν την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Θεωρώ ότι η πιο πάνω υπόθεση διακρίνεται από την παρούσα. Εδώ υπήρξε ανάκληση διοικητικής πράξης η οποία ενόσω διαρκούσε προκάλεσε ζημιά σύμφωνα με ισχυρισμό, οπόταν η προσφυγή δεν μπορεί να θεωρηθεί άνευ αντικειμένου. Δεν τέθηκαν στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου για πρόκληση ζημιάς. Εντούτοις είναι νομίζω λογικό να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι κάποια ζημιά επήλθε ενόσω διαρκούσε το διάταγμα.
Στην Νικόλα Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 305/97, ημερομηνίας 29.1.98 ο Νικολάου Δ., είπε:
"Στην Παπαδόπουλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 973, η Ολομέλεια έκρινε, κατόπιν αναθεώρησης προηγούμενης νομολογίας, ότι όπου με την ανάκληση εξαλείφονται οι εκ της προσβαλλομένης απόφασης ζημιογόνες επιπτώσεις, \η προσφυγή στερείται πλέον αντικειμένου λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος και η δίκη καταργείται αλλά όπου, παρά την ανάκληση, προκύπτει εκ πρώτης όψεως ότι παρέμεινε ζημιογόνο κατάλοιπο για το οποίο ενδεχομένως να προσφέρεται αποζημίωση βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, η προσφυγή διατηρεί το αντικείμενο της. Η Ολομέλεια επανέλαβε την ίδια αρχή στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452 και Καλλίμαχου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (1991) 3 Α.Α.Δ. 135, την ακολούθησε δε στην Παπακυριακού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 65. Την περίπτωση θα την εξετάσω λοιπόν με δεδομένη αυτή την αρχή."
Σύμφωνα με τα πιο πάνω κρίνω ότι η προσφυγή δεν έχασε το αντικείμενο της όσον αφορά τους αιτητές πλην του Συνδέσμου και η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί.
Αναφορικά όμως με το Σύνδεσμο, έστω και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε έννομο συμφέρον, η προσφυγή θα είχε παραμείνει άνευ αντικειμένου γιατί δεν ήταν δυνατόν να είχε προκύψει γι' αυτόν ως Σύνδεσμο οποιαδήποτε ζημιά που να κρατούσε την προσφυγή σε ζωή μετά την ανάκληση της επίδικης διοικητικής πράξης.
Ως προς την ουσία, ο δικηγόρος των αιτητών εισηγείται ότι το Συμβούλιο Φαρμακευτικής δεν είχε κατά Νόμο αρμοδιότητα ή εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις για τον καθορισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά το καθήκον του ήταν μόνο να συμβουλεύει. Συνεπώς εστερείτο αρμοδιότητας που να καθιστά δυνατή την εκ μέρους του δημοσίευση της επίδικης γνωστοποίησης.Εν πάση περιπτώσει, εισηγείται επιπρόσθετα ότι οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις προσκρούουν στο άρθρο 25 του Συντάγματος.
Η Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, με βάση το άρθρο 42 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ.254), παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο εξουσιοδότηση για έκδοση Κανονισμών και συνεπώς οι σχετικοί Κανονισμοί (Κ.Δ.Π. 158/95) εντάσσονται μέσα στα πλαίσια του εξουσιοδοτικού Νόμου.
Το άρθρο 3(11) του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου προνοεί ότι:
(11) Το Συμβούλιο έχει καθήκον να συμβουλεύει τον Υπουργό, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αναφοράς του Υπουργού προς το Συμβούλιο, για κάθε θέμα το οποίο διέπεται από το Νόμο αυτό και αφορά τη φαρμακευτική:
Νοείται ότι για κάθε θέμα που αφορά την έκδοση δυνάμει του Νόμου αυτού, Κανονισμών ή Διαταγμάτων σε σχέση με τη Φαρμακευτική ο Υπουργός πρέπει να ζητά τη γνώμη του Συμβουλίου για το θέμα, η οποία θα έχει μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα.
Το άρθρο 42(1) του εξουσιοδοτικού Νόμου προβλέπει:
"42(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για τους ακόλουθους σκοπούς:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . .
(θ) τη ρύθμιση του ανοίγματος των φαρμακείων εκ περιτροπής και την υποχρέωση οποιουδήποτε φαρμακοποιού ή φαρμακοποιών να διατηρούν τα υποστατικά τους ανοικτά κατά τη διάρκεια οποιωνδήποτε καθορισμένων ωρών."
Στον Κανονισμό 6(1) των περί Ρυθμίσεως του Ανοίγματος και Κλεισίματος των Φαρμακείων Κανονισμών του 1995 διαλαμβάνεται ότι:
"6(1) Το Συμβούλιο Φαρμακευτικής μπορεί με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να ρυθμίσει το εκ περιτροπής άνοιγμα των φαρμακείων και να υποχρεώσει αριθμό φαρμακείων να διανυκτερεύουν ή να διημερεύουν κατά τις ημέρες και ώρες που τα φαρμακεία θα παραμένουν κλειστά σύμφωνα με τον Κανονισμό 5."
Το ίδιο θέμα ηγέρθη και στην 1. Ελένη Γεωργίου 2. Παγκύπριου Συνδέσμου Φαρμακοποιών Ιδιοκτητών Φαρμακείων ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1871 (Νικολάου Δ.). Στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο αποφάσισε ότι στο Συμβούλιο Φαρμακευτικής δεν δόθηκε εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις για τον καθορισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μόνο καθήκον να συμβουλεύει.
Το ακόλουθο είναι σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Νικολάου, Δ. από τη σελ. 1876:
"Το εδάφιο (11) του άρθρου 3 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου είναι σαφές. Και θέτει εξαντλητικά την αρμοδιότητα του Συμβουλίου Φαρμακευτικής. Η αναφορά σε εξουσίες στο εδάφιο που ακολουθεί δεν προσθέτει τίποτε εφόσον τίποτε το νέο δεν προσδιορίζει. Σχετίζεται, καθώς είναι προφανές, όχι με απόθεμα εξουσιών που δεν μπορεί να προσδοθεί σε νομοθετικό δημιούργημα χωρίς να εκτίθεται το περιεχόμενο ή έστω στην περίπτωση γενικών εξουσιών, χωρίς να προσδιορίζονται θετικά, αλλά με ό,τι εξειδικεύεται πιο πριν ως μέρος των εσωτερικών διαδικασιών. Είναι λοιπόν ορθή η θέση της αιτήτριας 1 ότι στο Συμβούλιο Φαρμακευτικής δεν δόθηκε από το νόμο αρμοδιότητα ή εξουσία να πράττει με την έννοια της δυνατότητας να λαμβάνει αποφάσεις για τον καθορισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μόνο καθήκον να συμβουλεύει. Ο Κανονισμός δεν μπορεί να μεταβάλει αυτό το καθεστώς. Η πρόσδοση από τον Κανονισμό εξουσιας την οποία από τη φύση του το Συμβούλιο δεν είναι - με αναφορά προς την κατά νόμο σύσταση του - αρμοσμένο να ασκήσει, πίπτει στο κενό."
Καταλήγοντας, εν όψει των όσων προανέφερα, απορρίπτω την προσφυγή του Συνδέσμου χωρίς διάταγμα για έξοδα. Όσον αφορά την προσφυγή των υπολοίπων αιτητών, υιοθετώντας το σκεπτικό του Νικολάου, Δ. στην υπόθεση Ελένη Γεωργίου (ανωτέρω), καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή πρέπει να επιτύχει. Η επίδικη απόφαση, στην έκταση που επιβάλλει το υποχρεωτικό κλείσιμο του φαρμακείου των αιτητών τα Σάββατα, ακυρώνεται με έξοδα υπέρ των αιτητών.
Διαταγή ως ανωτέρω.