ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 237
17 Φεβρουαρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ANATOLI ALEXANDROV,
Αιτητής,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 568/97)
Αλλοδαποί ― Μητρώο Απαγορευμένων Μεταναστών ― Η τοποθέτηση αλλοδαπού στο Μητρώο δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ― Είναι ανυπόστατη πράξη και δεν προσβάλλεται με προσφυγή, παρά μόνο αν αποδεικτεί ότι εφαρμόστηκε.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση τοποθέτησης του ονόματός του στο Μητρώο Απαγορευμένων Μεταναστών. Προβλήθηκε προδικαστική ένσταση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή διοικητική απόφαση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Οι καθ' ων η αίτηση έχουν εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή του αιτητή στρέφεται κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης. Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η τοποθέτηση του ονόματος του αιτητή στον κατάλογο προσώπων των οποίων η είσοδος στην Κύπρο δε θα επιτραπεί αν επιχειρήσουν είσοδο στη Δημοκρατία, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη γιατί η πράξη αυτή δεν παράγει έννομες συνέπειες. Με αναφορά στην απόφαση του Νικήτα Δ. στην Fayez ν. Δημοκρατίας, οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η τήρηση και χρήση του καταλόγου stop-list δεν προβλέπεται από το νόμο. Αποτελεί μια εξουσία που ασκείται χωρίς αρμοδιότητα, είναι πράξη ανυπόστατη και συνεπώς αίτηση ακυρώσεώς της είναι απαράδεκτη, εκτός εάν έχει εφαρμοστεί. Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται ότι οι δύο υποθέσεις είναι ανόμοιες ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Στην παρούσα υπόθεση η πράξη κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και η καταχώρισή του στον πίνακα απαγορευμένων μεταναστών έχει εφαρμοστεί. Η απόφαση της διοίκησης έχει εκτελεστεί και έχει μεταβάλει το νομικό και πραγματικό καθεστώς εισόδου του στην Κύπρο με αποτέλεσμα να μην καθίσταται δυνατή η συνέχιση των νόμιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του.
Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί, γιατί δεν υπάρχει ενώπιόν του Δικαστηρίου μαρτυρία ότι η τοποθέτηση στο stop-list έτυχε εφαρμογής σε συγκεκριμένη περίπτωση.
Ως εκ τούτου, ακολουθώντας και υιοθετώντας το σκεπτικό των πιο κάτω αποφάσεων, κρίνεται ότι η προδικαστική ένσταση ευσταθεί, γιατί η πράξη τοποθέτησης του αιτητή στο stop-list δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.
H ÚÔÛÊ˘Á‹ ·ÔÚÚ›ÙÂÙ·È Ì €ÍÔ‰·.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Fayez v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 4 Α.Α.Δ. 933,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474,
Gogoladze κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 A.A.Δ. 216,
Piliouchine ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 567/97, ημερ. 14.12.98.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να τοποθετηθεί το όνομα του αιτητή στο Μητρώο Απαγορευμένων Μεταναστών (STOP-LIST).
Λοτίδης για Λ. Γεωργιάδου, για τον Αιτητή.
Γιωργαλλής, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση να τοποθετηθεί σε άγνωστη ημερομηνία ο Αιτητής στο Μητρώο Απαγορευμένων Μεταναστών (STOP-LIST) είναι άκυρος και/ή παράνομος και/ή άνευ νομικού αποτελέσματος."
Τα γεγονότα, όπως περιέχονται στην Ένσταση των καθ' ων η αίτηση, είναι τα εξής.
Ο αιτητής είναι Ουκρανός υπήκοος ηλικίας 42 χρονών. Είναι κατά 50% μέτοχος στην υπεράκτια εταιρεία "A & PI CO. LIMITED" η οποία ενεγράφηκε στην Κεντρική Τράπεζα στις 13 Νοεμβρίου, 1995.
Στις 23 Μαΐου, 1996, μετά από αίτησή του μέσω της Κεντρικής Τράπεζας, παραχωρήθηκε στον αιτητή Άδεια Προσωρινής Παραμονής και Εργασίας για να εργάζεται σαν διευθυντής (Director) με την πιο πάνω υπεράκτια εταιρεία. Η άδεια αυτή είχε ισχύ μέχρι 1 Μαρτίου, 1998.
Στις 11 Μαρτίου, 1997 το Επαρχιακό Κλιμάκιο Αλλοδαπών Λευκωσίας με έκθεσή του πληροφόρησε το Λειτουργό Μεταναστεύσεως ότι ο Υπαστυνόμος Σ. Λοϊζου του ΤΑΕ (Ε) Αρχηγείου, κατόπιν οδηγιών διενήργησε έρευνα μεταξύ των ημερομηνιών 22 Ιανουαρίου, 1997 και 5 Φεβρουαρίου, 1997 για να εξακριβωθεί κατά πόσο ο αιτητής μαζί με άλλα πρόσωπα προγραμμάτιζαν εγκληματική ενέργεια σε βάρος ανώτατου αξιωματούχου της Κύπρου. Μετά από εξαντλητικές έρευνες που διενήργησε ο Υπαστυνόμος Λοϊζου, δεν προέκυψαν στοιχεία για ποινική δίωξη του αιτητή και των άλλων υπόπτων.
Στη συνέχεια η Αστυνομία σε αναφορά της προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 5 Φεβρουαρίου, 1997 εισηγήθηκε μεταξύ άλλων την περίληψη των στοιχείων του αιτητή στον κατάλογο των προσώπων, των οποίων απαγορεύεται η είσοδος στην Κύπρο, σαν ανεπιθύμητο πρόσωπο (stop-list). Σύμφωνα με πληροφορίες της Αστυνομίας ο αιτητής μαζί με άλλα πρόσωπα είχαν διασυνδέσεις στην Κύπρο με πρόσωπα με πολύ βεβαρημένο ποινικό μητρώο.
Στις 6 Μαρτίου, 1997 ο Γενικός Εισαγγελέας συμφώνησε με την εισήγηση της Αστυνομίας και μετά από οδηγίες που εδωσε στον Αρχηγό Αστυνομίας όπως λόγω της σοβαρότητας του θέματος ενεργήσει αμέσως, τα στοιχεία του αιτητή περιλήφθηκαν στον κατάλογο ανεπιθύμητων προσώπων (stop- list) στις 11 Μαρτίου, 1997.
Σημειώνεται, ότι όταν ο αιτητής κηρύχθηκε σαν ανεπιθύμητο πρόσωπο στις 11 Μαρτίου, 1997, ήδη βρισκόταν στο εξωτερικό, αφού είχε αναχωρήσει από την Κύπρο στις 10 Ιουνίου, 1996.
Στο μεταξύ η Κεντρική Τράπεζα με επιστολή της ημερομηνίας 22 Μαΐου, 1997 τροποποίησε την άδεια λειτουργίας της υπεράκτιας εταιρείας "Α & PI CO. Ltd.," έτσι ώστε να μη μπορεί να απασχολεί αλλοδαπό προσωπικό και κατά συνέπεια η παρουσία του αιτητή στην Κύπρο για σκοπούς λειτουργίας της αναφερόμενης εταιρείας δεν θεωρείται απαραίτητη.
Οι καθ' ων η αίτηση έχουν εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή του αιτητή στρέφεται κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης. Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η τοποθέτηση του ονόματος του αιτητή στον κατάλογο προσώπων των οποίων η είσοδος στην Κύπρο δεν θα επιτραπεί αν επιχειρήσουν είσοδο στη Δημοκρατία, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη γιατί η πράξη αυτή δεν παράγει έννομες συνέπειες. Με αναφορά στην απόφαση του Νικήτα Δ. στην Bou Karam Hanna Fayez v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 4 Α.Α.Δ. 933, οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η τήρηση και χρήση του καταλόγου stop-list δεν προβλέπεται από το νόμο. Αποτελεί μια εξουσία που ασκείται χωρίς αρμοδιότητα, είναι πράξη ανυπόστατη και συνεπώς αίτηση ακυρώσεώς της είναι απαράδεκτη, εκτός εάν έχει εφαρμοστεί. Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται ότι οι δύο υποθέσεις είναι ανόμοιες ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Στην παρούσα υπόθεση η πράξη κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και η καταχώρισή του στον πίνακα απαγορευμένων μεταναστών έχει εφαρμοστεί. Η απόφαση της διοίκησης έχει εκτελεστεί και έχει μεταβάλει το νομικό και πραγματικό καθεστώς εισόδου του στην Κύπρο με αποτέλεσμα να μην καθίσταται δυνατή η συνέχιση των νόμιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του.
Στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474, αποφασίστηκε ότι η τοποθέτηση προσώπου στο stop-list αποτελεί εσωτερικό διοικητικό μέτρο, το οποίο δεν ενέχει έννομες συνέπειες. Στην Bou Karam Fayez v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (ανωτέρω), το Δικαστήριο επελήφθη παρόμοιου θέματος και στη σελ. 937 της απόφασης ο Νικήτας, Δ., αναφέρει τα ακόλουθα:
"Ούτε ο περί Αλλοδαπών Νόμος Κεφ. 105 ούτε οι Κανονισμοί που θεσπίστηκαν κατ' εξουσιοδότηση του δεν προβλέπουν αρμοδιότητα και διαδικασία για κατάρτιση καταλόγου τύπου stop-list και έκδοση διοικητικής πράξης όπως η προσβαλλόμενη. Η εξουσία αυτή ασκήθηκε χωρίς αρμοδιότητα, που να έχει νομοθετική βάση.
Ορθώνονται επομένως κάποια ερωτήματα αναφορικά με τη φύση της επίδικης πράξης. Έχω την άποψη ότι εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο η τήρηση και χρήση καταλόγου stop-list η σχετική απόφαση δεν παρήγαγε έννομες συνέπειες, στερούμενη εκτελεστότητας. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά σε κενό γιατί η πράξη δεν υφίσταται. Ο Ε. Σπηλιωτόπουλος "Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου" 2η έκδοση (1981) παράγραφος 422, σελ. 382 σημειώνει ότι "απαράδεκτος είναι η αίτησις ακυρώσεως ασκουμένη κατά πράξεων ανυποστάτων (απόφαση Σ.τ.Ε. 1533/72), εκτός εάν έχουν εφαρμοσθεί".
Επίσης στην Gogoladze κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 216 ο Νικήτας Δ., και πάλιν, αφού υιοθετεί το σκεπτικό στην υπόθεση Fayez (ανωτέρω), αναφέρει ότι η πράξη τοποθέτησης στο stop-list είναι νομικά ανύπαρκτη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να καταστεί αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου ελλείψει μαρτυριας ότι αυτή έτυχεν εφαρμογής σε συγκεκριμένη περίπτωση και ως εκ τούτου αίτημα που στρέφεται κατά ανυπόστατης απόφασης πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Το σκεπτικό των πιο πάνω αποφάσεων υιοθετήθηκε και στην Piliouchine v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 567/97, ημερ. 14.12.98 από τον Αρτεμίδη, Δ.
Ο αιτητής, όπως προανέφερα, ισχυρίζεται ότι διακρίνεται η περίπτωση από τις πιο πάνω, γιατί η απόφαση έχει εφαρμοστεί και εκτελεστεί, μεταβάλλοντας το νομικό και πραγματικό καθεστώς εισόδου του στην Κύπρο. Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί, γιατί δεν υπάρχει ενώπιόν μου μαρτυρία ότι η τοποθέτηση στο stop-list έτυχε εφαρμογής σε συγκεκριμένη περίπτωση.
Ως εκ τούτου, ακολουθώντας και υιοθετώντας το σκεπτικό των πιο πάνω αποφάσεων, κρίνω ότι η προδικαστική ένσταση ευσταθεί γιατί η πράξη τοποθέτησης του αιτητή στο stop-list δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.