ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 4 ΑΑΔ 215

17 Φεβρουαρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΡΑΦΤΗΣ ΕΣΤΕΙΤΣ ΛΤΔ.,

Αιτήτρια,

v.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ ΛΥΣΟΥ,

Καθ' ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 302/98)

 

Οδοί και Οικοδομές ― Ανανέωση άδειας οικοδομής ― Δεν προβλέπεται για την απορριπτική απόφαση ιεραρχική προσφυγή βάσει του Άρθρου 18(1) του Νόμου ― Η δεύτερη απορριπτική απόφαση για ανανέωση της άδειας οικοδομής, είναι ως εκ τούτου, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, βεβαιωτική της πρώτης.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε με την προσφυγή της, την απόφαση του Συμβουλίου Βελτιώσεως Λυσού, με την οποία απορρίφθηκε αίτημά της για ανανέωση της άδειας οικοδομής της για χοιροστάσιο.

Τέθηκε προδικαστική ένσταση, ότι η απόφαση ήταν βεβαιωτική προηγούμενης απορριπτικής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Η ιεραρχική προσφυγή είναι η προσφυγή η οποία προβλέπεται ειδικά από τις διατάξεις του Άρθρου 18 του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 που καθορίζουν το όργανο ενώπιον του οποίου τίθεται (Υπουργός Εσωτερικών) και τάσσουν προθεσμία (20 ημέρες) για την άσκησή της. Η διαδικασία αυτή συνεπάγεται ουσιαστική εξέταση της υπόθεσης. Το εδ. 1 απαριθμεί εξαντλητικά τις περιπτώσεις, με αναφορά σε συγκεκριμένα άρθρα του νόμου, που παρέχεται δικαίωμα ιεραρχικής προσφυγής. Δε συγκαταλέγεται όμως σε αυτά η διαδικασία ανανέωσης που θεσπίζει το Άρθρο 5.

Ο νομοθέτης περιορίζει το δικαίωμα άσκησης προσφυγής στις αποφάσεις που ερείδονται στις παραπάνω διατάξεις. Δεν είναι επιτρεπτό για το δικαστήριο να τις διευρύνει. Θα ξέφευγε τότε από τα όρια της ερμηνευτικής του δικαιοδοσίας. Η εξήγηση έγκειται στην επιθυμία του νομοθέτη να υποβάλει σε ιεραρχικό έλεγχο πιο σοβαρά ή πολύπλευρα θέματα όπως λ.χ. η έκδοση άδειας δυνάμει του Άρθρου 3 και όχι απλούστερες διαδικασίες όπως η ανανέωση κάτω από το Άρθρο 5. Κατά συνέπεια η απόφαση του Συμβουλίου (5/11/97) δε συγχωνεύθηκε με εκείνη του Υπουργού, ούτε έχασε με αυτό τον τρόπο την αυτοτέλειά της.

Οι δύο από τις ενστάσεις που πρόβαλε ο καθ' ου περί του εκπροθέσμου της προσφυγής και περί της μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης είναι έγκυρες. Η προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου είχε όλα τα στοιχεία της βεβαιωτικής πράξης. Έτσι, ανεξάρτητα από την κρίση που θα μπορούσε να σχηματίσει το δικαστήριο ως προς την ουσία της διαφοράς, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394,

Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364,

Ιωάννου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίου Τύχωνα (1998) 3 Α.Α.Δ. 590.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου Βελτιώσεως Λυσού με την οποία απέρριψε αίτηση της αιτήτριας εταιρείας για ανανέωση της άδειας οικοδομής για ανέγερση χοιροστασίου.

Χρ. Χριστοφίδης, για την Αιτήτρια.

Αλ. Λυκούργου για Τ. Παπαδόπουλο, για το Καθ' ου η αίτηση Συμβούλιο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία επιζητεί ακύρωση απόφασης του Συμβουλίου Βελτιώσεως Λυσού (εφεξής "το καθού" ή "το Συμβούλιο") ημερ. 24/12/97, που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 19/1/98. Το Συμβούλιο απέρριψε αίτησή της για ανανέωση της άδειας οικοδομής με αρ. 04849 για ανέγερση χοιροστασίου. Η άδεια είχε λήξει την 1/11/97.

Ενδιαφέρει άμεσα τι προηγήθηκε. Η αρχική προσπάθεια της αιτήτριας να εξασφαλίσει πολεοδομική άδεια για το παραπάνω υποστατικό απέτυχε. Ωστόσο, ύστερα από ιεαρχική προσφυγή που άσκησε κατά της απορριπτικής απόφασης, η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή, που επιλήφθηκε του θέματος, τη δικαίωσε. Μετά την έκδοση πολεοδομικής άδειας χορηγήθηκε και άδεια οικοδομής. Ας σημειωθεί ότι η πολεοδομική άδεια ίσχυε μέχρι 9/10/97 (κατ' αρχάς). Μετά την παροχή πιστοποιητικού έναρξης εργασιών από την Πολεοδομική Αρχή στις 3/10/97 η ισχύς της παρατάθηκε μέχρι 9/10/98.

Στις 23/10/97 η αιτήτρια ζήτησε ανανέωση της παραπάνω άδειας οικοδομής. Το Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση στις 5/11/97, με πλειοψηφία 3 προς 2. Με την αιτιολογία ότι "η προτεινόμενη ανάπτυξη θα επηρεάζει αρνητικά την κοινότητα και τελικά θα προκαλείται οχληρία". Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε με επιστολή της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου ημερ. 17/11/97 (βλέπε Κ. 116 του διοικητικού φακέλου). Έχει σημασία να αναφερθεί ότι με την ίδια ευκαιρία πληροφορήθηκε η αιτήτρια πως είχε δικαίωμα, σε περίπτωση διαφωνίας, να υποβάλει μέσα σε 20 μέρες ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρ. 18(1) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε.

Δεν είναι όμως την παραπάνω απόφαση που προσβάλλει η αιτήτρια. Η προσφυγή της στρέφεται κατά της νεώτερης απόφασης του καθού για το ίδιο ζήτημα (ημερ. 24/11/97), που λήφθηκε κάτω από τις εξής συνθήκες και περιστάσεις. Υιοθετώντας προφανώς την υπόδειξη της διοίκησης, η αιτήτρια αποτάθηκε στον Υπουργό ζητώντας θεραπεία "βάσει των εξουσιών που σας παρέχει η υπάρχουσα νομοθεσία". Στις 11/12/97 ο Υπουργός ειδοποίησε την αιτήτρια πως αποδέχθηκε την ιεραρχική προσφυγή, όπως αποκάλεσε το διάβημά της. Παράλληλα ενημερώθηκε (αυθημερόν) το Συμβούλιο "για να προχωρήσει στην ανανέωση της άδειας οικοδομής, που έληξε την 1/11/97. Αλλά δε συμμορφώθηκε. Στις 24/12/97 που συνήλθε, το Συμβούλιο αρνήθηκε να εκδώσει νέα άδεια. Ουσιαστικά επανέλαβε την προγενέστερη απόφασή του. Αυτή η τελευταία είναι και το αντικείμενο της κρινόμενης προσφυγής.

Έχει προδικαστικά τεθεί το ερώτημα, από τη δικηγόρο του καθού, κατά πόσο η πρώτη απόφαση επί του θέματος υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή. Η θέση της είναι ότι ο Υπουργός δεν έχει από το νόμο τέτοια αρμοδιότητα. Η απόφαση της 24/12/97 απλώς επαναβεβαιώνει την αρχική, η οποία όμως δεν προσβλήθηκε μέσα στο χρονικό όριο των 75 ημερών, όπως προκύπτει από τις σχετικές χρονολογίες. Με άλλα λόγια η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.  Πρέπει εδώ να πούμε ότι viz-a-viz την απόφαση της 5/11/97, που κοινοποιήθηκε στις 17/11/97, η προσφυγή, που κατατέθηκε στις 30/3/98, είναι πράγματι εκπρόθεσμη.

Η άλλη ερμηνευτική εκδοχή, που προώθησε ο δικηγόρος της αιτήτριας, είναι ότι η απόφαση του Συμβουλίου Βελτιώσεως, κάτω από τις διατάξεις του άρθρ. 5 του νόμου, υπόκειται σε ιεραχική προσφυγή στο πλαίσιο του άρθρ. 18. Η προσέγγιση είναι ταιριαστή με τις διατάξεις των άρθρ. 3 και 9 που προβλέπουν για την έκδοση της άδειας. Θα ήταν παράλογο, κατά το συνήγορο, να υφίσταται το δικαίωμα για έκδοση άδειας και να τίθεται εκποδών στην περίπτωση ανανέωσής της. Θα μπορούσε εδώ να σημειωθεί ότι οι ρυθμίσεις και οι διαδικασίες για την ανανέωση συγκεντρώνονται στο άρθρ. 5. Επομένως, όπως εξελίχθηκε ο συλλογισμός, στην απόφαση του Υπουργού ενσωματώθηκε η απόφαση του Συμβουλίου ημερ. 5/11/97, που έπαυσε να υφίσταται. Ως αποτέλεσμα η απόφαση του Συμβουλίου ημερ. 24/12/97 (η επίδικη), ήταν νέα πράξη που λήφθηκε μετά από νέα εξέταση του θέματος, υπό το πρίσμα της Υπουργικής απόφασης. Είναι με άλλα λόγια εκτελεστή.

Η ιεραρχική προσφυγή είναι η προσφυγή η οποία προβλέπεται ειδικά από τις διατάξεις του άρθρ. 18 του νόμου, που καθορίζουν το όργανο ενώπιον του οποίου τίθεται (Υπουργός Εσωτερικών) και τάσσουν προθεσμία (20 ημέρες) για την άσκησή της. Η διαδικασία αυτή συνεπάγεται ουσιαστική εξέταση της υπόθεσης. Το εδ. 1 απαριθμεί εξαντλητικά τις περιπτώσεις, με αναφορά σε συγκεκριμένα άρθρα του νόμου, που παρέχεται δικαίωμα ιεραρχικής προσφυγής.  Δε συγκαταλέγεται όμως σε αυτά η διαδικασία ανανέωσης που θεσπίζει το άρθρ. 5. Το εδ. 1 ορίζει ότι το δικαίωμα ιεραρχικής προσφυγής έχει:

"18. (1) Κάθε πρόσωπο το οποίο -

(α) δεν ικανοποιείται -

(i)  από απόφαση της αρμόδιας αρχής που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 3, 6, 9. ή

(ii) από διάταγμα που εκδόθηκε από αυτή δυνάμει του άρθρου 15. ή

(iii) από διάταγμα που εκδόθηκε από αυτή δυνάμει του άρθρου 15Α.

(β) ενίσταται σε σχέδια που ετοιμάστηκαν από την αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρ. 12.

.........................................................................................................."

Ο νομοθέτης περιορίζει το δικαίωμα άσκησης προσφυγής στις αποφάσεις που ερείδονται στις παραπάνω διατάξεις. Δεν είναι επιτρεπτό για το δικαστήριο να τις διευρύνει. Θα ξέφευγε τότε από τα όρια της ερμηνευτικής του δικαιοδοσίας. Η εξήγηση έγκειται, πιστεύω, στην επιθυμία του νομοθέτη να υποβάλλει σε ιεραρχικό έλεγχο πιο σοβαρά ή πολύπλευρα θέματα όπως λ.χ. η έκδοση άδειας δυνάμει του άρθρ. 3 και όχι απλούστερες διαδικασίες όπως η ανανέωση κάτω από το άρθρ. 5. Κατά συνέπεια η απόφαση του Συμβουλίου (5/11/97) δε συγχωνεύθηκε με εκείνη του Υπουργού ούτε έχασε με αυτό τον τρόπο την αυτοτέλειά της.

Με έχει έντονα προβληματίσει το γεγονός ότι η ίδια η διοίκηση παρότρυνε την αιτήτρια να προσφύγει στον Υπουργό. Ο δικηγόρος της δε σχολίασε καθόλου το ζήτημα αυτό. Στηρίχθηκε βασικά στο επιχείρημα ότι η απόφαση υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή. Δε νομίζω ωστόσο ότι η στάση της διοίκησης είναι δυνατό να έχει επιπτώσεις στην πραγματική φύση και το χαρακτήρα της προσβαλλόμενης πράξης. Το τι οι ίδιοι οι διάδικοι, καλά ή κακά, πιστεύουν ή πράττουν είναι παράγοντες άσχετοι με την έννοια της εκτελεστότητας της διοικητικής πράξης. Περαιτέρω, υπό τις συνθήκες της υπόθεσης αυτής, δεν μπορούμε να μιλούμε για νέα έρευνα από αρμόδιο όργανο, στην περίπτωση αυτή το Συμβούλιο, που θα οδηγούσε στην παραγωγή νέας πράξης: Αρχιμήδης Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394 (απόφαση πλειοψηφίας του δικαστή Καλλή), Γρηγόρης Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364 και Jane-Στέλλα Ιωάννου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίου Τύχωνα (1998) 3 Α.Α.Δ. 590.

Καταλήγω ότι οι δυο από τις ενστάσεις που πρόβαλε ο καθού περί του εκπροθέσμου της προσφυγής και περί της μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης είναι έγκυρες. Η προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου είχε όλα τα στοιχεία της βεβαιωτικής πράξης.  Έτσι, ανεξάρτητα από την κρίση που θα μπορούσε να σχηματίσει το δικαστήριο ως προς την ουσία της διαφοράς, η προσφυγή, για τους λόγους που εξέθεσα, πρέπει να απορριφθεί. Δεν επιδικάζονται έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο