ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 1400
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1345/99
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Rossitza Ivanova Gueorguieva, από τη Βουλγαρία
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του
Διευθυντή Τμήματος Μεταναστεύσεως και/ή
του Υπουργείου Εσωτερικών και/ή του
Υπουργού Εσωτερικών
Καθών η αίτηση
--------------------
Ημερομηνία:
22 Δεκεμβρίου, 1999Αίτηση ημερ. 29/10/99
Για την αιτήτρια: Α. Ευσταθίου
Για τους καθών η αίτηση: Μ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια είναι Βουλγάρα. Με την προσφυγή της προσβάλλει την απόφαση των καθών η αίτηση ημερ. 12/10/99 να μην παρατείνουν την παραμονή της στην Κύπρο. Συμπροσβάλλεται και η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της. Παράλληλα, με μονομερή αίτηση, η αιτήτρια ζήτησε αναστολή εκτέλεσης των διαταγμάτων αυτών μέχρι να εκδικαστεί η προσφυγή και να εκδοθεί τελική απόφαση. Οι καθών πρόβαλαν ένσταση στο αίτημα αυτό. Η εξ πάρτε αίτηση τους επιδόθηκε ύστερα από οδηγίες μου και αφού έδωσα προσωρινή αναστολή μέχρι την εκδίκαση της.
Η αιτήτρια εργάστηκε ως οικιακή βοηθός από την άφιξη της στις 10/3/95 μέχρι 10/3/98, αφού εξασφάλισε άδεια παραμονής και εργασίας. Η άδεια ανανεωνόταν από καιρού εις καιρό. Έληξε όμως στις 10/3/98. Έτσι η αιτήτρια εγκατέλειψε την Κύπρο στις 21/3/98 για να επανέλθει τον επόμενο μήνα. Της παραχωρήθηκε, στις 27/4/98, άδεια εισόδου και παραμονής για ένα μήνα, ύστερα από αίτηση, που υπέβαλε κάποιος Αργυρός Χ"Γεωργίου, ο οποίος σκόπευε να τελέσει γάμο μαζί της. Ας σημειωθεί ότι η αιτήτρια είδε σχετική αγγελία του σε εφημερίδα και επικοινώνησε μαζί του. Και περαιτέρω ότι ο κ. Χ"Γεωργίου, που είναι κυπριακής καταγωγής, κατείχε διαβατήριο Αυστραλίας. Ήταν τότε 76 χρονών και η αιτήτρια 45, όπως αναγράφεται στο πιστοποιητικό γάμου τους, που τελέστηκε στις 27/5/98 στο Δημαρχείο Λατσιών.
Ο γάμος δεν ευδοκίμησε. Τον επόμενο κιόλας μήνα η αιτήτρια έκαμε κατάθεση στην αστυνομία (31/7/98), στην οποία προέβη σε διάφορους ισχυρισμούς αναφορικά με τη σεξουαλική τους ζωή. Ισχυρίστηκε τελικά ότι η συμβίωση δεν ήταν δυνατή γιατί ο σύζυγος της την παρότρυνε σε άσκηση πορνείας για να κερδίζουν χρήματα. Αντίθετα ο προμνησθείς στην κατάθεση του, την ίδια ημέρα, ανέφερε ότι η αιτήτρια δε δέχθηκε να ολοκληρώσουν το γάμο τους. Την παρακολούθησε και την είδε να βγαίνει με άλλον άνδρα με τον οποίο υποψιάστηκε ότι είχε δεσμό. Ούτε αυτός ήθελε να ζήσει μαζί της και ήταν έτοιμος, αν του το ζητούσε η αιτήτρια, να συγκατατεθεί στην έκδοση διαζυγίου. Πίστευε ότι - και το δήλωσε στην κατάθεση του - η αιτήτρια τον παντρεύτηκε μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει άδεια μόνιμης παραμονής της. Αντιλαμβάνομαι ότι ο προμνησθείς έχει προ καιρού επιστρέψει στην Αυστραλία, όπου και εγκαταστάθηκε.
Στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια έφυγε από τη διεύθυνση της κατοικίας της. Και τον τόπο εργασίας της. Ενόψει όλων των στοιχείων που είχαν στη διάθεση τους, οι καθών απέρριψαν αίτημα της, που εκκρεμούσε, να παραμείνει στην Κύπρο. Με επιστολή του ημερ. 6/7/99 ο Λειτουργός Μετανάστευσης πληροφόρησε τη δικηγόρο της αιτήτριας πώς το αίτημα δεν έγινε δεκτό γιατί:
"... από εξετάσεις που έγιναν εξακριβώθηκε ότι ο γάμος αυτός δεν είναι γνήσιος και έγινε με απώτερο σκοπό η αλλοδαπή να εξασφαλίσει την παραμονή της. Για το θέμα αυτό υπάρχει και παραδοχή του Ελληνοκύπριου συζύγου σε ενυπόγραφη κατάθεση του.
2. Επιπρόσθετα αναφέρω, ότι το ζεύγος δεν διαμένει κάτω από την ίδια στέγη και ούτε υπάρχει συμβίωση, καθότι ο Ελληνοκύπριος μετέβηκε στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση και οι δεσμοί της αλλοδαπής με την Κύπρο έπαυσαν να υφίστανται."
Η δικηγόρος της αιτήτριας επανήλθε, αλλά ο Λειτουργός Μετανάστευσης, στις 12/10/99, ανέφερε ότι δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί το αίτημα για παραμονή της αιτήτριας για τους λόγους που αναφέρει στην προγενέστερη επιστολή του. Πρόσθετα την πληροφόρησε ότι εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα.
Η δικηγόρος της αιτήτριας υπέβαλε ότι συντρέχουν και οι δυο προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Αναφορικά με την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας την εντοπίζει στο ότι δεν είναι αρμοδιότητα του Λειτουργού Μετανάστευσης να κρίνει για το κύρος του γάμου. Αρμόδιο όργανο να αποφασίσει είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπως είπε, με βάση το Σύνταγμα και το νόμο που διέπει τη σύσταση και δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Αναφέρθηκε ειδικά στο άρθρ. 18 του περί Πολιτικού Γάμου Νόμου αρ. 21/90, που ορίζει ότι:
"Στην περίπτωση του άκυρου γάμου, καθώς και αυτού που έγινε από πλάνη ή με απειλή, απαιτείται απόφαση Οικογενειακού Δικαστηρίου που να τον ακυρώνει."
Έκδηλη θεωρείται η παρανομία, η οποία διαπιστώνεται άμεσα και χωρίς έρευνα: προσφ. αρ. 741/89 Ελπίδα Κροκίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 29/5/90, ή είναι απροκάλυπτη. Δεν έχει διαφανεί με ποιό τρόπο και γιατί η κρινόμενη είναι μια τέτοια περίπτωση. Η δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου δεν μπορεί να συσχετισθεί με ό,τι έχει συμβεί στην παρούσα περίπτωση. Η εφαρμογή των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων, όπως και των σχετικών κανονισμών, εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των καθών. Σε αυτές περιλαμβάνεται και η διοικητική απέλαση. Μόνο με βάση τις διατάξεις τους και τις προϋποθέσεις που θέτουν είναι επιτρεπτή η παραμονή και εργοδότηση αλλοδαπών. Βασικά ο νόμος μας υιοθετεί το σύστημα της προηγούμενης άδειας για τη νομιμότητα της παρουσίας και των δραστηριοτήτων τους στον τόπο μας. Διαφορετικά επιβάλλονται κυρώσεις. Μεταξύ των οποίων είναι και η απέλαση του παρανομούντος αλλοδαπού.
Η διαπίστωση των καθών ότι πρόκειται για εικονικό γάμο ή γάμο ευκαιρίας φαίνεται πως έγινε στα πλαίσια και για τους σκοπούς του νόμου, του οποίου η εποπτεία και εφαρμογή ανατέθηκε στους καθών. Δεν ασκήθηκε αρμοδιότητα άλλου πολιτειακού οργάνου. Ούτε έχει προβληθεί ισχυρισμός για παραβίαση του δικαιώματος οικογενειακής ζωής, το οποίο κατοχυρώνει το άρθρ. 22 του Συντάγματος. Υπό τις συνθήκες δεν ήταν άλλωστε δυνατό. Πέραν τούτου φαίνεται πως η αιτήτρια έμεινε και εργαζόταν χωρίς να εξασφαλίσει προηγουμένως άδεια.
Έρχομαι στη δεύτερη προϋπόθεση, που πρέπει απαραίτητα να αποδειχθεί, για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Σχετική είναι η παράγραφος 13 της ένορκης δήλωσης της αιτήτριας (τελευταία πρόταση):
"13. .................................................. ....................
Εάν δε, δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα υποστώ ανεπανόρθωτο καταστροφή."
Με την παραπάνω δήλωση, που είναι η μοναδική αναφορά στο στοιχείο της ανεπανόρθωτης βλάβης, η αιτήτρια δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που τη βαραίνει, σχετικά με το στοιχείο αυτό. Ούτε καν προσδιόρισε τη φύση της ζημίας. Το κενό δεν αναπληρώνεται από οποιαδήποτε προφορική δήλωση της συνηγόρου που έγινε κατά τη συζήτηση. Περαιτέρω θα υπομνήσω ότι δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα παραμονής αλλοδαπού εκκρεμούσης της δίκης του: προσφ. αρ. 202/90 Mohamed Ali Abou Rached v. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 16/9/92, Sydney Alfred Moyo & Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203. Βλ. επίσης προσφ. αρ. 568/96 Mizanur Rahman v. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 19/7/96.
Η αίτηση στερείται ερείσματος. Απορρίπτεται. Το διάταγμα αναστολής ακυρώνεται.
Σ. Νικήτας, Δ.
/Κασ