ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδ. προσφυγές Αρ. 832/97, 833/97 και 834/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146 και 24 του Συντάγματος.
Υπόθεση Αρ. 832/97
Μεταξύ:
Ανδρέα Τσάνου, από τη Λεμεσό
Αι τητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργείου Οικονομικών
2. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων
3. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος
Καθ ΄ ων η Αίτηση
---------------
Υπόθεση Αρ. 833/97
Μεταξύ:
Ανδρέα Τσάνου, από τη Λεμεσό
Αι τητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργείου Οικονομικών
2. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων
3. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος
Καθ ΄ ων η Αίτηση
--------------------
Υπόθεση Αρ. 834/97
Μεταξύ:
Ανδρέα Τσάνου, από τη Λεμεσό
Αι τητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργείου Οικονομικών
2. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων
3. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος
Κα θ΄ ων η Αίτηση
--------------------
18 Νοεμβρίου, 1999
.Για τον αιτητή: Π. Παύλου, γι΄ αυτόν Χρ. Νικολάου.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Δ. Κούσιου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με αυτές τις προσφυγές προσβάλλεται η απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 31 Ιουλίου 1997, σχετικά με τη βεβαίωση φόρου εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 1983, 1984 και 1985 και συνακόλουθους τόκους. Η προσφυγή αρ. 834/97 αφορά το έτος 1983· η προσφυγή αρ. 833/97 αφορά το έτος 1984· και η προσφυγή αρ. 832/97 αφορά το έτος 1985. Επιπλέον, με την προσφυγή αρ. 833/97 προσβάλλεται η επιβολή έκτακτης εισφοράς για την άμυνα για το Β΄ εξάμηνο του 1984 και με την προσφυγή αρ. 832/97 για το Β΄ εξάμηνο του 1985. Για τις εισφορές αρμόδιος είναι ο Διευθυντής Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων ο οποίος, για σκοπούς φόρου εισοδήματος, είναι ο ΄Εφορος.
Ο αιτητής υπέβαλε δηλώσεις εισοδήματος και οικονομικές καταστάσεις για το 1983 στις 16 Νοεμβρίου 1984· για το 1984 στις 6 Φεβρουαρίου 1986· και για το 1985 στις 27 Ιουνίου 1986. Σε ό,τι αφορούσε το φόρο εισοδήματος ο ΄Εφορος επέβαλε αρχική φορολογία για το 1983 στις 28 Δεκεμβρίου 1989· για το 1984 στις 22 Δεκεμβρίου 1990 και για το 1985 στις 20 Δεκεμβρίου 1991. Ο αιτητής υπέβαλε, σε σχέση με την κάθε περίπτωση, ένσταση: στις 22 Ιανουαρίου 1990 για το 1983· στις 16 Ιανουαρίου 1991 για το 1984· και στις 23 Ιανουαρίου 1992 για το 1985. Ο ΄Εφορος εξέτασε και τις τρεις ενστάσεις μαζί και έδωσε, σε σχέση με το φόρο εισοδήματος, την απάντηση του με επιστολή ημερ. 31 Ιουλίου 1997 στην οποία περιέχεται η απόφαση του για την τελική φορολογία.
Αυτή όμως η πορεία δεν συμπεριέλαβε και την έκτακτη εισφορά για την άμυνα. Οι αρχικές ειδοποιήσεις για αυτή την εισφορά, για τα Β΄ εξάμηνα του 1984 και 1985, είναι του 1997. Και δεν υποβλήθηκε σε εκείνες ένσταση ώστε να επέλθει τελική προσβλητέα εκτελεστή απόφαση. Οι προσφυγές αρ. 833/97 και 832/97 είναι λοιπόν απαράδεκτες σε ό,τι αφορά την έκτακτη εισφορά για την άμυνα.
Υπήρξε, από πλευράς του Εφόρου, βραδυπορία σε όλα τα στάδια. Αλλά και από πλευράς του αιτητή δεν υπήρξε, καθώς είναι προφανές, πλήρης και ειλικρινής και έγκαιρη αποκάλυψη. Ο ΄Εφορος, με επιστολή ημερ. 25 Οκτωβρίου 1989, ζήτησε από τον αιτητή να παράσχει στοιχεία για διάφορες πτυχές με σκοπό τη διακρίβωση του πραγματικού εισοδήματος. Το οποίο, όπως είχε δηλώσει ο αιτητής, προερχόταν από μισθωτές υπηρεσίες τις οποίες πρόσφερε ως διευθυντής της εταιρείας η οποία έφερε το όνομα του - της Andreas Tsanos Shops Ltd - και η οποία λειτουργούσε επιχείρηση εστιατορίου.
΄Ενα από τα στοιχεία τα οποία απασχόλησαν τον ΄Εφορο ήταν το κόστος της ανεγερθείσας κατοικίας του αιτητή. Ο αιτητής είχε δηλώσει ότι ανερχόταν σε μόνο £55.000. Ο ΄Εφορος θεώρησε, κατόπιν εκτίμησης από δικής του πλευράς με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, πως το ποσό θα έπρεπε να ήταν £115.000. ΄Επειτα όμως, ενόψει των εν λόγω ενστάσεων, ο ΄Εφορος ζήτησε, στις 12 Σεπτεμβρίου 1994, επιπρόσθετα στοιχεία, όπως τιμολόγια και αποδείξεις πληρωμής. Στις 12 Οκτωβρίου 1994 ο ελεγκτής του αιτητή επισκέφθηκε το λειτουργό που χειριζόταν την υπόθεση για να αναφέρει ότι ο αιτητής δεν είχε τα ζητηθέντα στοιχεία και για να εισηγηθεί επιθεώρηση της κατοικίας για την όσο το δυνατό καλύτερη διακρίβωση του κόστους. Κατ΄ ακολουθίαν έγινε επίσκεψη στην κατοικία του αιτητή στις 8 Δεκεμβρίου 1994. Με αποτέλεσμα, στις 11 Ιανουαρίου 1995, να επέλθει συμφωνία - την οποία υπέγραψε ο αιτητής - ότι το κόστος ανερχόταν σε ποσό £69.000 από το οποίο, ποσό £6.000 δαπανήθηκε κατά το 1986. Το υπόλοιπο της διαφοράς μεταξύ των αρχικά δηλωθέντων £55.000 και του υπολοίπου των £63.000, ήτοι, ύψους £8.000, εν τέλει επιμερίστηκε από τον ΄Εφορο εξίσου για τα έτη 1984 και 1985.
Κάτι άλλο που ιδιαίτερα απασχόλησε τον ΄Εφορο ήταν τα έξοδα συντήρησης του αιτητή και της οικογένειάς του, δηλαδή της συζύγου που, όπως σημειώνεται, εργαζόταν και δύο παιδιών τους που φοιτούσαν σε ιδιωτική σχολή Μέσης Εκπαίδευσης. Η εικόνα, όπως την είχε παρουσιάσει ο ίδιος αιτητής με τις υποβληθείσες οικονομικές καταστάσεις του, διαμορφωνόταν, με την ταξινόμηση στην
οποία προέβη η συνήγορος της Δημοκρατίας, ως εξής:" 1983 U> 1984 1985
Απολήψεις όπως οι Οικονομικές 2,071 2,085 835
Καταστάσεις που υποβλήθηκαν
------- ;------- -------
Μείον:
Εισφορές στο ΤΚΑ - - - - 372 312
Φόροι Πληρωθέντες 120 240
300Ενοίκιο για Ιδιοκατοίκηση 600 600 - - -
Ασφάλιστρα Ζωής 444 - - - - - -
------- ;-------- -------
1.164 1 .212 612
------- ;-------- -------
Διαθέσιμο ποσό για έξοδα
συντήρησης οικογένειας 907 873 223"
Αυτά τα ποσά που απέμεναν για τη συντήρηση του αιτητή και της οικογένειας του, φάνηκαν στον ΄Εφορο να μην μπορούσαν να ανταποκριθούν στις πραγματικές τους ανάγκες όσο και αν, όπως κατέληξε, θα έπρεπε να προστεθεί στο ετήσιο εισόδημα ένα ποσό που να αντιπροσώπευε το ωφέλημα από γεύματα που ο αιτητής και τα μέλη της οικογένειας του έπαιρναν από το εστιατόριο της εταιρείας στο οποίο εργάζονταν, αλλά και από την προσωπική χρήση αυτοκινήτου της εταιρείας.
Από τα υπόλοιπα, πιο πολύ φαίνεται να απασχόλησε το ενδεχόμενο κάποιων εσόδων του αιτητή από δωρεές. Σε αυτό, η συζήτηση επικεντρώθηκε εν τέλει σε τι ήταν που ο αιτητής έλαβε από τα πεθερικά του. Ο αιτητής επικαλείτο για το έτος 1984 δωρεά ύψους £6.000. Ο ΄Εφορος αποδέχθηκε το ενδεχόμενο δωρεάς για ποσό μόνο £4.400 το οποίο, όπως προέκυπτε από βιβλιάριο καταθέσεων, είχαν αποσύρει τα πεθερικά του αιτητή, ενώ κανένα στοιχείο δεν προσκομίστηκε που να εξηγούσε την προέλευση οποιουδήποτε άλλου ποσού.
Την 21 Οκτωβρίου 1996 έγινε συνάντηση μεταξύ των δύο πλευρών για συζήτηση με προοπτική, προφανώς, τη συναινετική διευθέτηση της υπόθεσης. Παρίσταντο δύο λειτουργοί, ο αιτητής και ο ελεγκτής του. Τα βασικά εκκρεμούντα θέματα ήταν (α) τα ωφελήματα από γεύματα στο εστιατόριο της εταιρείας και η χρήση αυτοκινήτου της εταιρείας
· (β) τα ποσά για συντήρηση· (γ) ο καταμερισμός του επιπλέον ήδη συμφωνηθέντος ποσού των £8.000 για την ανέγερση της κατοικίας σε σχέση με τα έτη 1984 και 1985· (δ) ο καθορισμός του συνολικού ποσού δωρεών από τα πεθερικά του αιτητή· και (ε) η πληρωμή από την εταιρεία, για λογαριασμό του αιτητή, ποσού £240 στο ταμείο ετήσιων αδειών, όπως και ποσού £60 για επαγγελματικό φόρο.Είναι η θέση του Εφόρου ότι σε σχέση με όλα τα αναφερθέντα σημεία στα οποία υπήρχε ως τότε διαφορά έγινε, κατά τη συνάντηση της 21 Οκτωβρίου 1996, συμφωνία με την οποία καθορίστηκαν τα ποσά, με αναγωγή τους στο αντίστοιχο έτος: Τα ωφελήματα από γεύματα και τη χρήση αυτοκινήτου αποτιμήθηκαν σε £400 ετησίως
· για τη συντήρηση καθορίστηκε αύξηση £2.500 για το 1983, £3.000 για το 1984 και £4.000 για το 1985· για το επιπλέον συμφωνηθέν ποσό των £8.000 για την κατοικία έγινε επιμερισμός σε ίσα μερίδια για το 1984 και 1985· το ύψος της δωρεάς από τα πεθερικά του αιτητή καθορίστηκε σε ποσό £4.400· και έγινε δεκτό να ληφθεί υπόψη το ποσό των £240 που πληρώθηκε από την εταιρεία στο Ταμείο Ετήσιων Αδειών, όπως και το ποσό των £60 που η εταιρεία πλήρωσε για τον επαγγελματικό φόρο του αιτητή. Και είναι η θέση του Εφόρου ότι αργότερα ο αιτητής υπαναχώρησε. Αυτή η θέση εκτίθεται ως πρόλογος στην επιστολή του Εφόρου, ημερ. 31 Ιουλίου 1999, με την οποία κοινοποιήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Παραθέτω το σχετικό μέρος:"Αναφέρομαι στις ενστάσεις σας κατά των φορολογιών του εισοδήματος σας για τα φορολογικά έτη 1983-1985 (έτη εισοδήματος 1983-1985) στις οικονομικές καταστάσεις για τα έτη που έληξαν στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους από το 1983-1985, στις διάφορες συναντήσεις που είχαν σε διάφορες ημερομηνίες μαζί σας ή με τον ελεγκτή σας κ. Λευτέρη Χ"Ζαχαρίου λειτουργός του Τμήματος και στη συμφωνία που επιτεύχθηκε για τελική διευθέτηση των ενστάσεών σας για τα πιο πάνω έτη και με λύπη μου παρατηρώ ότι δεν έχετε μέχρι σήμερα υπογράψει και επιστρέψει στο Γραφείο μου το έντυπο τελικής συμφωνίας όπως είχατε αναλάβει να πράξετε.
2. Επειδή οι φορολογικές σας υποθέσεις δεν είναι δυνατό να εκκρεμούν επ΄ αόριστο και επειδή θεωρώ την καθυστέρηση υποβολής υπογραμμένου του εντύπου τελικής συμφωνίας σαν εσκεμμένη προσπάθεια για καθυστέρηση τελικής διευθέτησης των ενστάσεων σας παρά τις υπενθυμίσεις προς τον ελεγκτή σας και τις υποσχέσεις του τελευταίου, έχω αποφασίσει να βεβαιώσω τις πιο πάνω ενστάσεις σας με βάση τα στοιχεία που έχω στη διάθεση μου και τα οποία βασικά είναι οι ετήσιες Καταστάσεις Κεφαλαίου που υποβάλατε καθώς επίσης και η συμφωνία που προφορικά επιτεύχθηκε με τον ελεγκτή σας για τελική διευθέτηση όπως πιο κάτω:
.................................. .................................................. ...................."
Ο αιτητής αρνείται όμως ότι έγινε τέτοια συμφωνία. Εν τέλει, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να αντικρυστεί ανεξάρτητα και χωρίς αναφορά στην ύπαρξη ή όχι συμφωνίας.
Με τις προσφυγές του αυτές ο αιτητής θέτει προς εξέταση τα πάντα. Ενώ με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του η οποία καλύπτει 35 σελίδες, αναπτύσσεται αντίστοιχη, εκτενής επιχειρηματολογία. ΄Εχει, καθώς μου φαίνεται, ως βασικούς άξονες τις θέσεις ότι ο ΄Εφορος ενήργησε αυθαίρετα, χωρίς να προβεί σε δέουσα έρευνα και χωρίς να αιτιολογήσει την απόφαση του καθόλου ή επαρκώς, κυρίως σε αναφορά με τα υπολογισθέντα έξοδα συντήρησης του αιτητή και της οικογένειας του.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τον αιτητή. Σε παρόμοιας υφής υπόθεση που είχα πρόσφατα, τη Λοφίτη v. Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 1/98, ημερ. 27 Σεπεμβρίου 1999, ανέφερα τα εξής που ισχύουν με ακριβώς τον ίδιο τρόπο και εδώ:
"Ως προς τις διάφορες επικρίσεις που αφορούν την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρώ πως δεν χρειάζεται να επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Δεν αντιλήφθηκα να ήταν η έρευνα του Εφόρου ανεπαρκής ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ελαττωματική. Απεναντίας, μου φαίνεται να κάλυψε ότι ήταν δυνατό
"Section 51 of Law 4/78 confers power on the Commissioner to reject a claim for deduction notwithstanding its apparent nature in the absence of reliable audited accounts. The acknowledgment of such discretion to the Commissioner to reject claims for deductions unless properly validated, is justified in the context of the income tax legislation in view of the peculiar knowledge of a taxpayer of his financial affairs and amenity to document them. In fact, unless he documents his affairs, it is next to impossible to ascertain his precise income and, more so, his taxable income. If it was not for this power, a taxpayer might be allowed to shield behind a cloud of uncertainty that is mostly his creation.
The payment of income tax constitutes a social duty upon the diligent discharge of which depends the effective functioning of the modern State and realisation of social objectives. Avoidance of tax erodes economic planning and makes for uneven distribution of social burdens contrary to Article 24.1 of the Constitution. Section 51 aims to seal the door to the unmerited avoidance of tax. It is in this spirit it must be read and applied."
΄Επειτα, είναι πρόδηλο από το εκτενές κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο ΄Εφορος εξέτασε το καθετί με σχολαστικότητα, εφάρμοσε μέτρο ρεαλιστικό που ίσως μάλιστα έρεπε κάπως, για σκοπούς ασφάλειας, υπέρ του αιτητή και, ενεργώντας μέσα σε λογικά όρια, κατέληξε σε συμπεράσματα τα οποία αιτιολόγησε με ακρίβεια και λεπτομέρεια. Δεν διέκρινα οτιδήποτε το μεμπτό. "
Και δύο λόγια για το ζήτημα των τόκων. Προβλέπεται στο άρθρο 39(2) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν.4/1978 όπως τροποποιήθηκε με το Ν.164/1987) ότι:
"Οσάκις η καθυστέρησις εις την διενέργειαν βεβαιώσεως οφείλεται εις αδικαιολόγητον παράλειψιν του φορολογουμένου, καταβάλλεται ποσόν εκ πέντε τοις εκατόν επί του ποσού του οφειλομένου φόρου ως και τόκος προς εννέα τοις εκατόν ετησίως από της πρώτης ημέρας του Δεκεμβρίου, του έτους εις το οποίον αναφέρεται η βεβαίωσις, ανεξαρτήτως του έτους εν τω οποίω όντως εγένετο η τοιαύτη βεβαίωσις."
Ο αιτητής παραπονείται ότι για την καθυστέρηση ευθύνεται ο ΄Εφορος και όχι ο ίδιος. ΄Ηδη ανέφερα ότι υπήρξε από πλευράς του Εφόρου βραδυπορία. Αλλά το πρόβλημα προέκυψε ουσιαστικά εξαιτίας της παράλειψης του αιτητή να προβεί εξ αρχής σε αποκάλυψη του πραγματικού του εισοδήματος, μιας παράλειψης που συνεχίστηκε μέχρι τέλους. Δεν μπορεί ο αιτητής να μην είναι υπόλογος γι΄ αυτήν. Καλύπτει την περίπτωση η απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία v. Αλεξάνδρα Τριμιθιώτου (ΡΡ) Λτδ Α.Ε. 2065, ημερ. 30 Σεπτεμβρίου 1997. Στην οποία λέχθηκαν σχετικά τα εξής:
".... η μη δήλωση του πραγματικού εισοδήματος αποτελεί "αδικαιολόγητον παράλειψιν" εντός της έννοιας του νόμου. Αυτό προκύπτει από το ότι ο φορολογούμενος υπέχει ευθύνη αποκάλυψης. Δεν δικαιολογείται ως εκ τούτου να μην αποκαλύψει. Και η μη αποκάλυψη είναι ταυτόσημη με παράλειψη ενόψει της θετικής του υποχρέωσης. Η οποία δεν εξαντλείται με την υποβολή και την παρουσίαση εγγράφων ως αυθύπαρκτων στοιχείων. Εκτείνεται και στην ουσία του ζητουμένου, δηλαδή του ύψους του φορολογητέου εισοδήματος. Σε σχέση με το οποίο είναι πρόδηλη η σημασία του περιεχομένου των όποιων υποβληθέντων εγγράφων.
.................................. .................................................. .......
Αν η εφεσίβλητη δεν παρέλειπε εξ αρχής να δηλώσει το πραγματικό της εισόδημα, το ζήτημα θα έληγε με την επιβολή της αρχικής φορολογίας. Από αυτή την άποψη η παράλειψη της επέφερε καθυστέρηση αλλά είναι η τελική και όχι η αρχική βεβαίωση που άμεσα ενδιαφέρει. Επρόκειτο πάντως για συνεχιζόμενη παράλειψη. Η οποία επενεργούσε μέχρι την οριστική επίλυση του ζητήματος με την επιβολή τελικής φορολογίας. Το πρόβλημα είναι το κατά πόσο θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η βραδυπορία του Εφόρου μετά την επιβολή της αρχικής φορολογίας
. Κατά την άποψή μας, η παράλειψη της εφεσίβλητης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επελθούσα καθυστέρηση γιατί ενέχει επιπτώσεις που ανατρέχουν σε ό,τι θα έπρεπε να είχε γίνει με την πρώτη ευκαιρία. ΄Ετσι τίθεται σε εφαρμογή το άρθρο 39(2) του Νόμου. Ενώ η βραδυπορία του Εφόρου αποτελεί εξωγενή ή παρεμφερή παράγοντα που εν πάση περιπτώσει δεν αποσυνδέει την εγγενή συνάφεια μεταξύ της παράλειψης της εφεσίβλητης και της τελικής βεβαίωσης."Οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ. Κ. Νικολάου,
Δ.
/Χ.Θ.