ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 934/97 και 1003/97
ΕΝΩΠΙΟΝ
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Υπόθεση Αρ. 934/97
ΜΕΤΑΞΥ
Σωτήρη Γιωργαλλή
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ ων η αίτηση
________
Υπόθεση Αρ. 1003/97
ΜΕΤΑΞΥ
Σωκράτη Σωκράτους
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ ων η αίτηση
________
14 Οκτωβρίου, 1999
Για τον αιτητή (στην υποθ. 934/97) : κα Ν. Χρυσομηλά για κ.κ. Σκορδή,
Παπαπέτρου και Σια.
Για τον αιτητή (στην υποθ. 1003/97) : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ ων αίτηση : κα Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του
Γεν. Εισαγγελέα.
Για το ενδιαφερόμενο μέρος : κα Α. Νικολετοπούλου για
Γιαννάκη Γεωργιάδη κ. Ε. Ευσταθίου.
________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με τις παρούσες συνενωμένες προσφυγές οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής "η Επιτροπή"), που δημοσιεύτηκε στις 3.10.1997 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποία διόρισε εκ νέου, μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Διευθυντή Υπηρεσίας Διεθνών Σχέσεων (Τακτικός Προϋπολογισμός) Βουλή των Αντιπροσώπων, αναδρομικά από τις 15.12.1990.
Προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής ημερ. 30.10.1990 για διορισμό του ενδιαφερόμενου προσώπου στην ίδια θέση, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ΄ έφεση στις 30.5.1997.
Κατά την επανεξέταση η Επιτροπή αποφάσισε να μη λάβει υπ΄ όψιν την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις που έκανε ο τότε Γενικός Διευθυντής της Βουλής των Αντιπροσώπων και η Επιτροπή με την τότε σύνθεση.
Η Επιτροπή αφού έλαβε υπ΄ όψιν το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, των φακέλων των ετήσιων εμπιστευτικών εκθέσεων των πέντε υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, το περιεχόμενο της αίτησης του ενδιαφερόμενου μέρους που δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος, τα προσόντα και την πείρα όλων των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης και την αξιολόγηση της προσφοράς του ενδιαφερόμενου μέρους, όπως αυτή έγινε από το Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων κατά την αρχική διαδικασία, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε.
Η Επιτροπή κατέληξε στην απόφασή της αφού έλαβε υπ΄ όψιν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ουδενός υστερούσε σε προσόντα, μια και διέθετε και το επιπρόσθετο προσόν σε επίπεδο διδακτορικού τίτλου, ότι χαρακτηρίστηκε ως "πολύ καλός" από το Γενικό Διευθυντή για την απόδοση στην εργασία του στη Βουλή, ότι διέθετε μακρά και ευρεία πείρα, αφού είχε την ευκαιρία να εργαστεί σε υπεύθυνες θέσεις εκτός Κύπρου και τέλος ότι είχε προβεί σε πολλές μελέτες και δημοσιεύσεις.
Στις συνεκδικασθείσες προσφυγές προβλήθηκε αριθμός κοινών νομικών επιχειρημάτων. Προβλήθηκε η θέση ότι κατά την επανεξέταση παρατηρήθηκε παραβίαση των αρχών της νομολογίας και των γενικών κανόνων που αφορούν την επανεξέταση ύστερα από ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο, καθώς και των αρχών του δεδικασμένου γιατί η Επιτροπή έλαβε υπ΄όψιν την αξιολόγηση της προσφοράς του ενδιαφερόμενου μέρους από το Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων ως στοιχείο κρίσης, μεταγενέστερο του λόγου ακύρωσης, το οποίο συμπαρασύρθηκε σε ακύρωση με την απόφαση Δικαστηρίου στην προηγούμενη διαδικασία.
Περαιτέρω αποφάσισε να μην καλέσει ενώπιόν της το νέο Γενικό Διευθυντή της Βουλής για αξιολόγηση κατά την επανεξέταση, έλαβε όμως υπ΄ όψιν την αξιολόγηση του τότε Γενικού Διευθυντή για την προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους. Ενώ με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 1531 με την οποία ακυρώθηκε ο προηγούμενος διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους κρίθηκε άκυρη η αναφορά του Γενικού Διευθυντή της Βουλής περί της ιδιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους ως έκτακτου υπαλλήλου, εν τούτοις η Επιτροπή, κατά παράβαση της αρχής του δεδικασμένου, αποφάσισε να τη χρησιμοποιήσει επιμένοντας στην παρατήρηση πως το γεγονός ότι ο Γενικός Διευθυντής είχε αναφερθεί τότε σε έκτακτη απασχόληση και όχι σε εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο γραφείο του Προέδρου του Βουλής, δεν διαφοροποιεί την ουσία της εκτίμησης της αξιολόγησης του υπαλλήλου.
Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1003/97 ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή απέτυχε με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της να επιλέξει τον πραγματικά καλύτερο και ότι επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος προβαίνοντας σε γενική αναφορά στους φακέλους και στις αιτήσεις, στα προσόντα και στο πρόσθετο προσόν
, χωρίς ιδιαίτερη σύγκριση με βάση την αξία, την αρχαιότητα και πείρα του αιτητή, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο πλήρης δικαστικός έλεγχος. Προβλήθηκε τέλος ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας.Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος χωρίς οποιανδήποτε αιτιολογία και ο χαρακτηρισμός του από το Γενικό Διευθυντή ως "πολύ καλός" για την απόδοσή του στην εργασία του στη Βουλή και την μακρά και ευρεία πείρα που έχει, συνιστούν γενικότητες και αοριστίες που συγκρούονται με τα στοιχεία των φακέλων, ενώ από την άλλη αποτελούν εξωγενές στοιχείο.
΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι αιτιολογία που δεν παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη Έκδοση, σελ. 287
).Η αιτιολογία πρέπει να είναι επαρκής, ειδική και να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου (Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, ΄Εκτη Έκδοση, σελ. 67). Είδος πλημμέλειας της αιτιολογίας είναι και η μη συμφωνία της προς τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο (Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, B΄ ΄Εκδοση,
σελ. 133).Τότε μόνο η πράξη είναι ουσιαστικά αιτιολογημένη όταν το συμπέρασμα που διατυπώνεται σ΄ αυτήν είναι προϊόν της εκτίμησης από το αρμόδιο όργανο υφισταμένων στο φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων (ΣΕ 136/1931
).Στην παρούσα περίπτωση η Επιτροπή κατέληξε στην απόφασή της αφού έκρινε το ενδιαφερόμενο μέρος καταλληλότερο, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν ότι ουδενός υστερούσε σε προσόντα, εφ΄ όσον διέθετε και το επιπρόσθετο προσόν, δηλαδή μεταπτυχιακό πανεπιστημιακό τίτλο σε κατάλληλο θέμα. Βέβαια η Επιτροπή έκρινε (πρακτικά συνεδρίας ημερ. 30.9.1997) ότι όλοι οι υποψήφιοι, πλην του Κυριάκου Δημητριάδη, διέθεταν το προβλεπόμενο στο σχέδιο υπηρεσίας επιπρόσθετο προσόν.
Από έμμεση επαφή που είχε με το ενδιαφερόμενο μέρος, ο Γενικός Διευθυντής χαρακτήρισε την απόδοση στην εργασία του στη Βουλή ως "πολύ καλή". ΄Ομως και ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1003/97 αξιολογήθηκε από τον ίδιο Γενικό Διευθυντή. Κρίθηκε για το 1986 ως "λίαν καλός", για το 1987 "εξαίρετος", για το 1988 "λίαν καλός" και για το 1989 "εξαίρετος". Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 934/97 για το 1990 αξιολογήθηκε "πολύ ικανοποιητικά" και για τα έτη 1986, 1987, 1988 και 1989 "εξαίρετος".
Στη συνέχεια η Επιτροπή κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε μακρά και ευρεία πείρα δεδομένου ότι είχε την ευκαιρία να εργαστεί τόσο στη Βουλή για δύο σχεδόν χρόνια, όσο και σε υπεύθυνες θέσεις εκτός Κύπρου. Η επίκληση στη μακρά του πείρα που απέκτησε στο εξωτερικό σε υπεύθυνες θέσεις
γίνεται χωρίς προσδιορισμό είτε των θέσεων που κατείχε, είτε της φύσης της κτηθείσας πείρας. Επισημαίνεται ότι και ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 934/97, σύμφωνα με σημείωμα του ΄Υπατου Αρμοστή της Δημοκρατίας στο Λονδίνο που ήταν επισυνημμένο στην εμπιστευτική του έκθεση για το 1990, είχε μακράν υπηρεσία στο Λονδίνο ως Σύμβουλος Τύπου και Λειτουργός Τύπου και Πληροφοριών κατά τη διάρκεια της οποίας είχε αποκτήσει μεγάλες και χρήσιμες εμπειρίες, όπως και σχέσεις.Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1003/97 διορίστηκε στη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων στη Βουλή από 8.11.1985, ενώ προήχθη στη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α΄, Βουλή των Αντιπροσώπων την 1.11.1989.
Η κρίση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει των άλλων υποψηφίων κρίνεται ως αναιτιολόγητη, αφού από τη μια τα στοιχεία που αναφέρονται, όπως για παράδειγμα το επιπρόσθετο προσόν, δεν τον ξεχωρίζουν από τους άλλους υποψήφιους που επίσης κατέχουν παρόμοια προσόντα, ενώ η αναφορά σε μακρά και ευρεία πείρα σε υπεύθυνες θέσεις στο εξωτερικό, εκτός του ότι δεν αιτιολογείται, δεν συναρτά, όπως είπαμε, την πείρα με τα καθήκοντα της θέσης.
Οι αποφάσεις της Διοίκησης πρέπει να παρέχουν πλήρη, επαρκή και σαφή αιτιολογία. Ιδιαίτερα η αιτιολογία αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη Διοίκηση στην απόφασή της, καθώς και παράθεση κριτηρίων με βάση τα οποία άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια. Είναι δε τέλος αναγκαία για να μπορεί με ευχέρεια να γίνεται ο δικαστικός έλεγχος.
Περαιτέρω, όπως έχει επισημανθεί και στην υπόθεση
Andreou v. Republic (1979) 3 C.L.R. 379, 387, όταν πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, υπάλληλος που υπηρετεί στη Δημόσια Υπηρεσία μπορεί μεν να αγνοηθεί και στη θέση να διοριστεί πρόσωπο εκτός της υπηρεσίας, αλλά σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να δίδονται ικανοποιητικοί λόγοι.Εν όψει όλων των πιο πάνω βρίσκω ότι η αιτιολογία που δόθηκε είναι αόριστη και ανεπαρκής και εν πολλοίς χωρίς αντιστοιχία στα στοιχεία των φακέλων. Η απόφαση ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ