ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1038/98.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Μάρκου Πετρίδη,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως,
2. Αρχηγού Αστυνομίας,
3. Διευθυντή Πυροσβεστικής Υπηρεσίας,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________________
8 Οκτωβρίου, 1999
.Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γεν. Εισ.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση οποιουδήποτε των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές στις 14.9.98, να μεταθέσουν τον αιτητή από την Πυροσβεστική Σχολή Λευκωσίας στη Λάρνακα με ισχύ από 10.9.98 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Β. ΄Εξοδα και ΦΠΑ."
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:
Ο αιτητής υπηρετεί στην Πυροσβεστική Υπηρεσία. Στις 29.5.98 η Κωνσταντίνα Νικολάου (η παραπονούμενη) υπέβαλε παράπονο εναντίον του αιτητή για ενόχληση και ανάρμοστη συμπεριφορά προς το άτομο της. Ανέφερε, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι τα τελευταία 13 χρόνια διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον αιτητή και τον Δεκέμβριο του 1997 αποφάσισε να διακόψει τις σχέσεις της μαζί του. Ο αιτητής, όμως, δεν μπορούσε να το δεχθεί
και προσπάθησε να την πείσει να συνεχίσουν και της δημιουργούσε προβλήματα.Στις 12.6.98 η παραπονούμενη υπέβαλε καταγγελία στην Αστυνομία εναντίον του αιτητή ότι περί την ώρα 11.15 πμ. της ίδιας ημέρας, ενώ βρισκόταν στο κομμωτήριο της στην οδό Σπύρου Λάμπρου 5 στους Αγ. Ομολογητές στη Λευκωσία, την επισκέφθηκε ο αιτητής. Εκεί την εξύβρισε μεγαλοφώνως με διάφορες φράσεις και κτυπούσε την πόρτα του κομμωτηρίου της, μέσα στο οποίο βρισκόταν κλειδωμένη, προκαλώντας ανησυχία. Την ίδια ημέρα ανοίχθηκε, από την Αστυνομία Στροβόλου, ποινική υπόθεση με αριθμό Μ/87/98 εναντίον του αιτητή για τα αδικήματα της παράνομης εισόδου στο κομμωτήριο της παραπονούμενης, ανησυχίας, δημόσιας εξύβρισης και διασάλευσης της ειρήνης. Στη συνέχεια ενημερώθηκε ο Αρχηγός Αστυνομίας και ο Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
Μετά από οδηγίες του Αρχηγού Αστυνομίας, ο Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, έθεσε σε διαθεσιμότητα τον αιτητή από 12.6.98, η οποία ήρθη στις 26.6.98.
Εναντίον του αιτητή, εξετάστηκε και η πειθαρχική υπόθεση 8/98 της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για ανάρμοστη συμπεριφορά. Η παραπονούμενη με συμπληρωματική κατάθεση της, ημερ. 22.6.98, απέσυρε το παράπονό της επικαλούμενη σοβαρούς οικογενειακούς λόγους. Ταυτόχρονα ζήτησε όπως ληφθούν μέτρα για να μην ξαναενοχληθεί από τον αιτητή.
Στο μεταξύ ο αιτητής με δύο καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία στις 16.6.98 παρέθεσε τη δική του εκδοχή σε σχέση με τα όσα του είχε καταμαρτυρήσει η παραπονούμενη.
Στις 17.8.98 ο Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας διαβίβασε το φάκελο της υπόθεσης στο Βοηθό Αρχηγό της Αστυνομίας με την εισήγηση να μη διωχθεί ποινικά ο αιτητής αλλά μόνο πειθαρχικά.
Ακολούθησε σύντομο σημείωμα του Βοηθού Αρχηγού της Αστυνομίας προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας το οποίο ανέφερε ότι ο αιτητης κατηγορείται για παράνομη είσοδο, ανησυχία, δημόσια εξύβριση και διασάλευση της ειρήνης. Ανέφερε, επίσης, ότι η παραπονούμενη, η οποία αρχικά κατάγγειλε τον αιτητή, στη συνέχεια απέσυρε το παράπονο της. Το σημείωμα κατέληγε με την πιο κάτω εισήγηση:
"Εφόσον η παραπονούμενη επικαλείται ότι εάν συνεχιστεί η υπόθεση τότε θα διαλυθεί ο γάμος της εισήγηση μου είναι όπως μη διωχθεί ποινικά και αντί της πειθαρχικής δίκης μετατεθεί από τη Λευκωσία και τα πρακτικά της παρούσης υπόθεσης τοποθετηθούν στον προσωπικό του φάκελο."
Ακολούθησε το πιο κάτω σημείωμα του Αρχηγού της Αστυνομίας, ημερ. 2.9.98: "Να μετατεθεί πάραυτα". Στη συνέχεια ο φάκελος της υπόθεσης διαβιβάσθηκε στο Βοηθό Αρχηγό Διοίκησης της Αστυνομίας "για τις δικές του ενέργειες σε συνεργασία με τον Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας". Ακολούθησε το εξής σημείωμα του Βοηθού Αρχηγού Διοίκησης: "Να μετατεθεί ο Πυρ. 1058 στη Λάρνακα. ΄Ηδη ο Διευθυντής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ενημερώθη από μένα σήμερα".
Η διαταγή για τη μετάθεση του αιτητή στη Λάρνακα εκδόθηκε στις 9.9.98 από τον Αστυνομικό Διευθυντή του Τμήματος Δ.
Οι λόγοι ακύρωσης
:Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι ο καθ΄ ου η αίτηση έχει ενεργήσει "αντίθετα προς το Νόμο, με κατάχρηση εξουσίας, με δυσμενή μεταχείρηση, και με καταφανή παραβίαση των Κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης". Τόνισε: Αντί να δικαστεί ο αιτητής "κατά τον πειθαρχικό ή ποινικό κώδικα" τιμωρήθηκε με μετάθεση που δεν είχε σχέση "με ανάγκη της υπηρεσίας, αλλά ήταν το επακόλουθο ενός παραπόνου που αποσύρθηκε". Το κείμενο της πρότασης του Βοηθού Αρχηγού της Αστυνομίας προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας και η απόφαση του τελευταίου "ήταν μετάθεση σαν πειθαρχική ποινή χωρίς όμως να δικαστεί - ο αιτητής - από αρμόδιο περί τούτου όργανο, χωρίς να κριθεί ένοχος, και χωρίς να επιτρέπεται από το Νόμο μετάθεση σαν πειθαρχική ποινή".
Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση παρουσίασε δύο καταθέσεις του αιτητή, οι οποίες λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της εναντίον του ποινικής και πειθαρχικής υπόθεσης, για να καταδείξει ότι η αρχή της προηγούμενης ακρόασης έχει τηρηθεί σε σχέση με τον αιτητή.
Σχολιάζοντας τις καταθέσεις ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι αυτές καταδείχνουν απλά ότι υπήρξε μια έρευνα που όμως δεν οδήγησε σε δίκη. Αντί δίκης στην οποία ο αιτητής θα είχε τη δυνατότητα να αντικρούσει τα εναντίον του αποδιδόμενα "ο αιτητής τιμωρείται με μετάθεση".
Οι μεταθέσεις των μελών της Αστυνομικής Δύναμης διέπονται από την Αστυνομική Διάταξη αριθμός 13(Ι) του Κεφ. 1 των Αστυνομικών Διατάξεων η οποία προβλέπει:
"΄Ολα τα μέλη της Αστυνομίας υποχρεώνονται να υπηρετήσουν σε οποιοδήποτε μέρος της Κύπρου και υπόκεινται σε μετάθεση, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας, σύμφωνα με την κρίση του Αρχηγού Αστυνομίας. ΄Ολες οι περιπτώσεις πρέπει να μελετούνται αντικειμενικά και από κάθε άποψη. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι προσωπικές δυσκολίες που πιθανόν να συναντούν τα επηρεαζόμενα μέλη της δύναμης και οι οικογένειές τους. Πάνω απ΄ όλα όμως, προτεραιότητα έχουν τα συμφέροντα της Υπηρεσίας."
Στην παρούσα περίπτωση δεν εξειδικεύονται οι λόγοι οι οποίοι έχουν υπαγορεύσει την μετάθεση. Ωστόσο από το ενώπιον μου υλικό διαπιστώνω ότι οι λόγοι της μετάθεσης συνδέονται άμεσα με την καταγγελία που έχει υποβάλει η παραπονούμενη. Στις περιπτώσεις μεταθέσεων που σχετίζονται με την συμπεριφορά του υπαλλήλου η Νομολογία έχει θέσει ορισμένους Κανόνες. ΄Εχουν διατυπωθεί στην
Kalisperas v. Republic, 3 R.S.C.C. 146, 151, 152:"It is, of course, possible for transfers to be made, in varying degrees, both for reasons of misconduct and other reasons at the same time. In such cases it may not always be easy to draw the line between disciplinary and other transfers. The test to be applied in such cases is to ascertain the essential nature and predominant purpose of the particular transfer. In case of doubt whether a transfer is disciplinary or not then such doubt ought to be resolved by treating the transfer in question as being disciplinary in order to afford the public officer concerned the safeguards ensured to him through the appropriate procedure applicable to disciplinary matters. Such a course is to be adopted both by the Commission and by this Court when dealing, within their respective competences, with particular transfers. There should be left no room for speculation when the application of the principles of natural justice is at stake.
In the light of all the circumstances of this case, the Court is of the opinion that, ..... there has arisen such a considerable element of doubt as to the essential nature and predominant purpose of the transfer in question as to lead the Court to the conclusion that, in accordance with the above principle, such transfer ought to be treated as a disciplinary transfer.
.................................. .................................................. ............
....... In view of the aforesaid conclusion of the Court concerning the disciplinary nature of the transfer, this Court is of opinion that the Applicant should have been given an opportunity of being heard by the Commission before the Commission decided whether or not to transfer him."
Σε μετάφραση
:"Είναι βέβαια δυνατό να γίνονται μεταθέσεις για διάφορους λόγους, τόσο για λόγους ανάρμοστης συμπεριφοράς όσο και για άλλους λόγους ταυτόχρονα. Σε τέτοιες περιπτώσεις δυνατόν να μην είναι πάντα εύκολο να συρθεί η γραμμή μεταξύ των πειθαρχικών και άλλων μεταθέσεων. Το κριτήριο που εφαρμόζεται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η διακρίβωση της ουσιαστικής φύσης και του πρωταρχικού σκοπού της συγκεκριμένης μετάθεσης. Σε περίπτωση αμφιβολίας κατά πόσο μια μετάθεση είναι πειθαρχική ή όχι τότε τέτοια αμφιβολία πρέπει να αποφασίζεται με το να θεωρείται η εν λόγω μετάθεση ως πειθαρχική για να παρασχεθούν στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο οι διασφαλίσεις που του παρέχονται από την κατάλληλη διαδικασία που εφαρμόζεται σε πειθαρχικά ζητήματα. Μια τέτοια πορεία πρέπει να υιοθετείται τόσο από την Επιτροπή όσο και από το Δικαστήριο όταν ασχολούνται, εντός των αντιστοίχων δικαιοδοσιών τους, με συγκεκριμένες μεταθέσεις . Δεν πρέπει να υπάρχει έδαφος για υποθέσεις όπου η εφαρμογή των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης βρίσκεται σε κίνδυνο.
Υπό το φως των περιστάσεων αυτής της υπόθεσης, το Δικαστήριο είναι της γνώμης ...... ότι έχει εγερθεί τόσο σημαντικό στοιχείο αμφιβολίας αναφορικά με την ουσιαστική φύση και τον πρωταρχικό σκοπό της εν λόγω μετάθεσης που να οδηγεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με την πιο πάνω αρχή, η μετάθεση πρέπει να θεωρηθεί ως πειθαρχική.
.................................. .................................................. ............
.......... Εν όψει του πιο πάνω συμπεράσματος του Δικαστηρίου, αναφορικά με την πειθαρχική φύση της μετάθεσης, το δικαστήριο αυτό είναι της γνώμης ότι έπρεπε να είχε δοθεί ευκαιρία στον αιτητή να ακουστεί από την Επιτροπή προτού αποφασίσει η Επιτροπή κατά πόσο θα τον μεταθέσει ή
όχι."(Βλ. και Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245, Pilatsis v. Republic (1968) 3 C.L.R. 707 και Mavrommatis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 380).
΄Εχω ήδη διαπιστώσει ότι η μετάθεση του αιτητή συνδέεται άμεσα με την καταγγελία που έχει υποβάλει η παραπονούμενη εναντίον του. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επίδικη μετάθεση ήταν πειθαρχικής φύσης. Σε τέτοια περίπτωση έπρεπε να είχε δοθεί η ευκαιρία στον αιτητή να ακουστεί από τους καθ΄ ων η αίτηση προτού αποφασισθεί κατά πόσο θα μετατεθεί ή
όχι. Τέτοια ευκαιρία δεν έχει δοθεί στον αιτητή. Ο τελευταίος έδωσε δύο καταθέσεις στην Αστυνομία σε σχέση με την καταγγελία της παραπονούμενης και όχι σε σχέση με το ζήτημα της μετάθεσης του. ΄Επεται πως δεν του έχει δοθεί ευκαιρία να ακουστεί αναφορικά με το θέμα της μετάθεσης του. Ακολουθεί πως έχουν παραβιασθεί οι Κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης και για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για τον πιο κάτω λόγο. Κατά παράβαση της πιο πάνω Αστυνομικής Διαταγής Αριθμός 13(Ι):
(α) Δεν έχουν εξειδικευθεί οι ανάγκες της υπηρεσίας οι οποίες έχουν
υπαγορεύσει την επίδικη μετάθεση.
(β) Δεν φαίνεται να έχουν ληφθεί υπόψη οι προσωπικές δυσκολίες που
"πιθανόν να συναντήσει ο αιτητής".
(γ) Δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί τα συμφέροντα της Υπηρεσίας τα
οποία έχουν υπαγορεύσει την επίδικη μετάθεση.
Πρέπει να τονιστεί ότι τα συμφέροντα της υπηρεσίας είναι στενά συνδεδεμένα με το δημόσιο συμφέρον. ΄Οπως και στην περίπτωση του δημοσίου συμφέροντος έτσι και στην περίπτωση του συμφέροντος της υπηρεσίας η επίκληση του τελευταίου πρέπει να συγκεκριμενοποιείται και να εξειδικεύεται. (Βλ. Στεφανίδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1993) 3 Α.Α.Δ. 367 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1603/29.10.96)
.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της με έξοδα £300.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.