ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 804/97
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.Αναφορικά με τo Άρθρo 146 του Συντάγματος και 28.
Μεταξύ:
Χριστόδουλου Κωνσταντή από τη Λευκωσία,
Αιτητή,
και
Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Πατατών,
Καθ΄ου η αίτηση.
- - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
20.7.99ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον αιτητή: κ. Γιούπας για κ. Α.Σ. Αγγελίδη
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Τσέλιγκας
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ζητά την ακόλουθη θεραπεία:
"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ου η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 23.7.97 και με την οποία απέρριψαν μερικώς το αίτημα του για να του παραχωρηθούν προσαυξήσεις για την προϋπηρεσία του αναδρομικά από 1.4.85 (ημερομηνία μονιμοποίησης του) ενώ του αναγνωρίστηκε μόνο από 1995 που αποφάσισε ο καθ΄ου είναι κατά το μέρος αυτό άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."
Το Συμβούλιο Εμπορίας Κυπριακών Πατατών ιδρύθηκε με τον περί Εμπορίας Κυπριακών Πατατών Νόμο του 1964 - Ν.59/64.
Ο αιτητής εργοδοτήθηκε ως Επιστάτης συσκευασίας στην υπηρεσία του Συμβουλίου πάνω σε ωρομίσθια βάση για τις περιόδους Απριλίου - Ιουνίου κατά τα έτη 1979 - 1980 και 1981. Από το Δεκέμβριο του 1981 μέχρι το Μάρτιο του 1983 εργοδοτήθηκε ως Επιστάτης συσκευασίας, επίσης σε ωρομίσθα βάση, με συνεχή όμως απασχόληση. Στη συνέχεια, από 1.4.83 μέχρι 31.3.85 εργοδοτήθηκε ως έκτακτος Τεχνικός Λειτουργός /Γεωπόνος με μισθοδοτική Κλίμακα Α8 και από 1.4.85 μονιμοποιήθηκε σε αντίστοιχη μόνιμη θέση. Κατά την ημερομηνία μονιμοποίησης του τοποθετήθηκε στη βάση της Κλίμακας Α8. Η πρώτη προσαύξηση δόθηκε από 1.4.86.
Επειδή παρόμοιες περιπτώσεις υπήρχαν και για άλλους υπαλλήλους του Συμβουλίου, το Συμβούλιο εξέτασε το θέμα στη συνεδρίαση του ημερομηνίας 21.1.94 και αποφάσισε ότι όσοι υπάλληλοι ενδιαφέρονταν να υπολογιστεί ο χρόνος που εργάζονταν ως προσωρινοί για σκοπούς παραχώρησης προσαυξήσεων θα έπρεπε να υποβάλουν σχετικό αίτημα.
Ο αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 17.3.94 απευθυνόμενος προς το Συμβούλιο αιτείτο παραχώρηση προσαυξήσεων για την προϋπηρεσία του.
Το Συμβούλιο ζήτησε τις απόψεις της Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού σχετικά με το θέμα παραχώρησης ετησίων προσαυξήσεων, σε δύο περιπτώσεις υπαλλήλων, κατά την περίοδο που εργοδοτούνταν ως έκτακτοι υπάλληλοι.
Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με επιστολή του ημερομηνίας 12.1.95 επιβεβαίωσε ότι "στη δημόσια υπηρεσία η πάνω σε σε έκτακτη βάση υπηρεσία υπαλλήλου στη θέση στην οποία διορίζεται μόνιμα αναγνωρίζεται για σκοπούς προσαυξήσεων".
Κατόπιν τούτου και έπειτα από εισήγηση του Προέδρου του Συμβουλίου ο καθ΄ου η αίτηση ενέκρινε τη σύσταση ειδικής Επιτροπής για να επιληφθεί του θέματος και να φέρει τα αποτελέσματα της στο Συμβούλιο.
Στις 7.8.95 συνήλθε η πιο πάνω Επιτροπή και αφού εξέτασε όλες τις περιπτώσεις ξεχωριστά αποφάσισε να εισηγηθεί στο Συμβούλιο να διερευνηθεί κατά πόσο υπάρχει νομική υποχρέωση για ικανοποίηση του αιτήματος οπότε να εφαρμοστεί κατ΄αναλογία η πολιτική που ακολουθείται στη δημόσια υπηρεσία ή αν δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση, το Συμβούλιο να αποφασίσει κατά την κρίση του.
Η Επιτροπή αφού εξέτασε κατάσταση στοιχείων εργοδότησης των υπαλλήλων του Συμβουλίου που είχαν υπηρεσία πάνω σε έκτακτη βάση σχημάτισε την εντύπωση ότι το Συμβούλιο δεν έχει νομική υποχρέωση για το θέμα. Οι εισηγήσεις της Επιτροπής εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο στις 8.8.95.
Στις 22.8.95 οι νομικοί σύμβουλοι του Συμβουλίου γνωμοδότησαν ότι το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να παραχωρήσει προσαυξήσεις για την περίοδο απασχόλησης των υπαλλήλων που απασχολήθηκαν κατά την περίοδο μεταξύ 1979-84 πάνω σε έκτακτη βάση και περαιτέρω ότι σε περίπτωση που αποφασίσει να παραχωρήσει τέτοιες προσαυξήσεις θα πρέπει να πάρει την έγκριση του Υπουργού Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Περί Εμπορίας Κυπριακών Πατατών Νόμου- Ν.59/64.
Παράλληλα ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, ενόψει σχετικής επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Συμβουλίου, ζήτησε γνωμοδότηση από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.
Ο αιτητής επανήλθε επί του θέματος με επιστολή του ημερομηνίας 28.8.95 αναφέροντας περίπτωση άλλου υπαλλήλου του Συμβουλίου ο οποίος, ισχυρίζεται, μονιμοποιήθηκε την ίδια ημερομηνία με αυτόν και στον οποίο είχαν παραχωρηθεί προσαυξήσεις για την προϋπηρεσία του από την ημερομηνία μονιμοποίησης του.
Στη γνωμοδότηση της ημερομηνίας 18.3.96 η Νομική Υπηρεσία ανέφερε ότι το όλο θέμα πρέπει να εξετασθεί έχοντας υπόψη τη μέχρι τώρα ακολουθηθείσα πρακτική και διαδικασία,προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της ισότητας. Δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη ότι στο παρελθόν σε δύο παρόμοιες περιπτώσεις το Συμβούλιο παραχώρησε αριθμό προσαυξήσεων, θα πρέπει και η προκείμενη περίπτωση να αντιμετωπισθεί με το ίδο πνεύμα και τα ίδια κριτήρια.
Το θέμα εξετάστηκε στις 7.5.96 από την ειδική Επιτροπή η οποία κατέληξε στη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει νομική υποχρέωση του Συμβουλίου να παραχωρήσει προσαυξήσεις και αποφάσισε να εισηγηθεί να δοθούν στον αιτητή και δύο άλλους υπαλλήλους των οποίων οι περιπτώσεις ήταν παρόμοιες, κατά χάρη, δύο προσαυξήσεις από 1.10.96.
Ο αιτητής επανήλθε με επιστολή του ημερομηνίας 18.6.96.
Το Συμβούλιο εξέτασε το θέμα στις 30.9.96 και ενέκρινε την εισήγηση της ειδικής Επιτροπής, με μόνη διαφορά ότι αποφάσισε όπως οι δύο προσαυξήσεις δοθούν αναδρομικά από 1.10.95 αντί από 1.10.96 για το λόγο ότι "το χρονικό διάστημα από 1.10.95 είχε χρησιμοποιηθεί σαν χρόνος που εξετάζετο το θέμα ενώ υπήρξε καθυστέρηση στην έγκριση της εισήγησης της Επιτροπής ημερομηνίας 7.5.96 από το Συμβούλιο."
Το Συμβούλιο με επιστολή του ημερομηνίας 29.10.96 ζήτησε έγκριση της απόφασης του ημερομηνίας 30.9.96 από τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου με επιστολή του ημερομηνίας 2.12.96 πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι ο Υπουργός ενέκρινε την πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου.
Στις 14.1.97 ο αιτητής επανήλθε επί του θέματος με ακόμα μία επιστολή με την οποία ζητούσε επανεξέταση του θέματος.
Στη συνέχεια, ο αιτητής υπέβαλε γραπτό παράπονο στον Επίτροπο Διοικήσεως, ο οποίος ύστερα από προκαταρκτική διερεύνηση του παραπόνου, απέστειλε επιστολή στο Γενικό Διευθυντή του Συμβουλίου με προκαταρκτικές διαπιστώσεις και συμπεράσματα. Διεπίστωσε ότι ο αιτητής και οι δύο άλλοι υπάλληλοι τους οποίους αφορά η απόφαση του Συμβουλίου ημερομηνίας 30.9.96 έτυχαν άνισης και δυσμενούς μεταχείρισης και κατά συνέπεια το Συμβούλιο θα πρέπει να επανεξετάσει το θέμα και να άρει την σε βάρος
τους αδικία.Στις 25.1.97 ο αιτητής απέστειλε επιστολή προς το Γενικό Διευθυντή του Συμβουλίου σχολιάζοντας έκθεση του Γραμματειακού Λειτουργού Γ. Φωκαϊδη ημερομηνίας 18.1.97. Επανήλθε επί του θέματος με επιστολή του ημερομηνίας 4.4.97.
Ο Επίτροπος Διοικήσεως ετοίμασε έκθεση αναφορικά με το παράπονο του αιτητή στην οποία κατέληξε στην απόφαση να μην προβεί σε οποιαδήποτε εισήγηση. Κατέληξε στο συμπέρασμα "ότι το Συμβούλιο σε καμιά περίπτωση δεν παραχώρησε προσαυξήσεις που να αντιστοιχούν πλήρως με την προϋπηρεσία πάνω σε έκτακτη βάση των μονιμοποιούμενων στο Συμβούλιο υπαλλήλων. Από τον όλο τρόπο χειρισμού του θέματος προκύπτει ότι οι αποφάσεις που εκάστοτε λαμβάνονταν . . . . . είχαν το χαρακτήρα κάποιας ειδικής μορφής διακανονισμού".
Το Συμβούλιο στις 8.7.97 αφού μελέτησε την απόφαση του Επιτρόπου Διοικήσεως επαναβεβαίωσε την προηγούμενη του απόφαση και κοινοποίησε την απόφαση του με επιστολή του ημερομηνίας 23.7.97.
Στις 6.10.97 ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Συμβουλίου.
Ο αιτητής προσβάλλει την επίδικη απόφαση, ισχυριζόμενος παραβίαση της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, της αρχής της καλής πίστης, για έλλειψη αιτιολογίας και για πάσχουσα σύνθεση του Συμβουλίου.
Το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο μεταξύ άλλων προβάλλει και τρεις προδικαστικές ενστάσεις, εκ των οποίων οι δύο αφορούν α) το θέμα εκπρόθεσμης καταχώρησης της προσφυγής και β) το ότι η πράξη που προσβάλλεται δεν είναι εκτελεστή γιατί είναι βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης.
Όταν η πράξη δεν είναι δημοσιευτέα η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που αυτή περιήλθε σε γνώση του αιτητή. Έχει νομολογηθεί ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία που ο αιτητής αποκτά πλήρη "γνώση" της προσβαλλόμενης πράξης. Ο αιτητής ανέφερε ότι στις 23.7.97 (ημερομηνία σύνταξης της επιστολής) δεν παρουσιάστηκε στον τόπο της εργασίας του γιατί απουσίαζε για υπηρεσιακούς λόγους στη Λεμεσό (από η ώρα 7.30 μέχρι 2.30 μ.μ). Επισυνάπτει σχετικά πίνακα οδοιπορικών για την απόδειξη του πιο πάνω ισχυρισμού του. (Παράρτημα Ψ). Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι έλαβε την επιστολή στις 25.7.97. Αλλά και 24.7.97 να την έλαβε η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη. (Βλ. Pittas Dairy Ind. Ltd v. Δήμου Λατσιών Υπ. 38/94, ημερομηνίας 9.12.94).
Ως εκ των ανωτέρω η προδικαστική ένσταση για το εκπρόθεσμο της προσφυγής απορρίπτεται.
Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση ότι το Συμβούλιο με την απόφαση του ημερομηνίας 8.7.97 επαναβεβαιώνει προηγούμενη απόφαση του, αυτή της 7.5.96, η οποία ολοκληρώθηκε με την έγκριση του Υπουργού στις 2.12.96, παραπέμπω στην Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, όπου στη σελ. 523 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα".
Για την ύπαρξη νέας έρευνας σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων" 1982 σελ.
126:"Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ΄όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απωλέσας την προθεσμίαν δια την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ΄επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ΄ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων".
Παραπέμπω επίσης στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 241:
"Νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ΄όψιν".
Διεπίστωσα ότι με τη "νέα έρευνα" το Συμβούλιο επανεξέτασε το θέμα αφού έλαβε υπόψη και την έκθεση του Επιτρόπου Διοικήσεως. Στην ουσία δεν υπάρχει νέα έρευνα με την έννοια που δόθηκε από το Διοικητικό Δίκαιο και τη νομολογία. Από την εξέταση του φακέλου της υπόθεσης συμπέρανα ότι πριν από τη λήψη της απόφασης της 8.7.97 δεν λήφθηκαν υπόψη νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία τα οποία προέκυψαν από την επανεξέταση ή προϋπήρχαν αλλά ήταν άγνωστα στο Συμβούλιο και λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης της 8.7.97.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η απόφαση του Συμβουλίου ημερομηνίας 8.7.97 δεν είναι εκτελεστή πράξη αλλά επιβεβαιωτική. Υποδηλώνει την εμμονή του Συμβουλίου στη λύση του θέματος που δόθηκε προηγουμένως (Βλ. Αρχιμήδη Ζίττη ν. Κυπριακή Δημοκρατία Π.Ε. 2082 ημερομηνίας 29.5.98 και Γρηγόρη Θαλασσινού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 2119 ημερομηνίας 29.5.98.
Ενόψει της κατάληξης μου αυτής, δεν θα επιληφθώ των λοιπών θεμάτων που εγείρονται στην προσφυγή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Π. Αρτέμης,
Δ.
/Χ.Π.