ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές

Αρ. 241/97, 253/97 και 359/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Προσφυγή Αρ. 241/97

Μεταξύ:

1. Ιερώνυμου Αγιομαμίτη

2. Μηνά Σ. Μιχαήλ

Αιτητών

και

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

Προσφυγή Αρ. 253/97

Μεταξύ:

1. Χαράλαμπου Μεταξά

2. Ανδρέα Παπανικολάου

3. Ιωάννη Χ"Χαραλάμπους

Αιτητών

και

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

Προσφυγή Αρ. 359/97

Μεταξύ:

Σωφρόνιου Πατσαλίδη

Αιτητή

και

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

29 Ιουλίου 1999

Για τους Αιτητές στις προσφυγές 241/97 και 253/97: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τον Αιτητή στην προσφυγή 359/97: κ. Χρ. Αδάμου.

Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Κ. Σταυρινός, δικηγόρος της Δημοκρατίας,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

Για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 5 στις προσφυγές 241/97 και 253/97 και

Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 στην προσφυγή 359/97:

κ. Χρ. Τριανταφυλλίδης.

Για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 7 και 8 στις προσφυγές 241/97 και 253/97

και Ενδιαφερόμενα Μέρη 5 και 6 στην προσφυγή 359/97:

κ. Γ. Παπαντωνίου.

-------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι συνενωμένες αυτές προσφυγές προσβάλλουν την προαγωγή από την ΕΔΥ των Ενδιαφερομένων Μερών στη θέση Τελωνειακού Λειτουργού 1ης Τάξης η οποία δημοσιεύθηκε στις 7.2.1997. Οι προσφυγές 241/97 και 253/97 προσβάλλουν την προαγωγή και των οκτώ Ενδιαφερομένων Μερών, ενώ η Προσφυγή 359/97 μόνο εκείνη των Ενδιαφερομένων Μερών 1, 3, 5, 6, 7 και 8.

Οι προαγωγές έγιναν στη συνεδρία της 11.11.1996. Κατ΄αυτήν η ΕΔΥ, αφού έκρινε ότι προάξιμοι ήσαν εκείνοι από τον κατάλογο των υποψηφίων οι οποίοι είχαν συμπληρώσει τουλάχιστον πενταετή υπηρεσία στη θέση Τελωνειακού Λειτουργού 2ας Τάξης και είχαν επιτύχει στις Τμηματικές Εξετάσεις, όπως καθόριζε το σχέδιο υπηρεσίας, έλαβε τη σύσταση του Διευθυντή. Ο Διευθυντής σύστησε τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2, 3, 5, 6, 7 και 8 και την κα. Πλατρίτη και τον κ. Ορθοδόξου. Η ΕΔΥ επέλεξε από τους συστηθέντες τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2, 3, 5, 6, 7 και 8 και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 4 που δεν είχαν συστηθεί από το Διευθυντή.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές στις προσφυγές 241/97 και 253/97 προβάλλει ως λόγο ακύρωσης το τρωτό της σύστασης του Διευθυντή κατά τα ακόλουθα:

1. Ο Διευθυντής επεδίωξε την αλλοίωση της σημασίας των υπηρεσιακών εκθέσεων.

2. Ο Διευθυντής βασίσθηκε στα διαφορετικά καθήκοντα που εκτελούσαν οι συστηθέντες.

3. Ο Διευθυντής τελούσε υπό πλάνη σε σχέση με τη σημασία του τρόπου τήρησης αρχείου εγκυκλίων και της πανεπιστημιακής κατάρτισης όσον αφορά την έφεση για μάθηση.

4. Ο Διευθυντής δεν αιτιολόγησε επαρκώς τη σύσταση του και τη μη σύσταση των άλλων υποψηφίων.

Όλα τα πιο πάνω, εισηγείται ο κ. Αγγελίδης, διέπουν και την απόφαση της ΕΔΥ στο βαθμό που ακολούθησε τη σύσταση του Διευθυντή.

Και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή στην προσφυγή 359/97 προβάλλει ουσιαστικά τους ίδιους λόγους ακύρωσης.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία απαντά ότι, καθ΄όσον η σύσταση του Διευθυντή δεν περιορίσθηκε στα τρία κριτήρια επιλογής, ήταν αιτιολογημένη, ότι δεν υπήρξε πλάνη, ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερείχαν σε αξία, έχοντας και τη σύσταση του Διευθυντή, ότι δεν κατεδείχθη έκδηλη υπεροχή των Αιτητών έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών και ότι εδόθη επαρκώς ειδική αιτιολογία από την ΕΔΥ για το ότι δεν υιοθέτησε τη σύσταση του Διευθυντή αναφορικά με την κα. Πλατρίτη και τον κ. Ορθοδόξου.

Είναι πρόδηλο από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης ότι οι προσφυγές προσβάλλουν τη σύσταση του Διευθυντή, και κατ΄επέκταση και την απόφαση της ΕΔΥ καθ΄όσον ακολούθησε τη σύσταση. Ουσιαστικά, λοιπόν, οι προσφυγές προσβάλλουν μόνο την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών 2, 3, 5, 6, 7 και 8 που είχαν συστηθεί από το Διευθυντή (και η προσφυγή 359/97 όντως και ορθώς περιορίζεται στα εν λόγω Ενδιαφερόμενα Μέρη) και δεν φαίνονται να προσβάλλουν με οποιουσδήποτε συγκεκριμένους λόγους την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών 1 και 4 που δεν είχαν συστηθεί από το Διευθυντή (και η οποία, σημειωτέον, έχει ακυρωθεί σε άλλη προσφυγή, την 360/97). Σε αυτά λοιπόν και θα επικεντρωθώ.

Το πρώτο παράπονο εναντίον της σύστασης του Διευθυντή προκύπτει από την ακόλουθη αναφορά του:

"Σημείωσα ακόμα ότι οι αξιολογήσεις των υποψηφίων ετοιμάζονται από διαφορετικές Ομάδες Αξιολόγησης, γεγονός που δυσχεραίνει τη σύγκριση μεταξύ τους, ιδιαίτερα εκεί που οι διαφορές είναι οριακές και δυνατόν να οφείλονται στην υποκειμενική κρίση της κάθε Ομάδας Αξιολόγησης."

 

Η εξυπακουόμενη εισήγηση ότι οι δεδομένες αξιολογήσεις των υποψηφίων στις υπηρεσιακές εκθέσεις μπορούν να υποβαθμισθούν ή να αναβαθμισθούν ανάλογα με την έκταση που ο Διευθυντής θεωρεί ότι υπόκειντο σε διάφορη υποκειμενική κρίση ως εκ του ότι προήλθαν από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης, ενδεχόμενα να οδηγούσε σε εσφαλμένη αντίληψη τους, όπως δείχνει η νομολογία στην οποία αναφέρεται και ο κ. Αγγελίδης (ίδε: Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας, Πρ. 605/94, 18.4.1997, Σαββίδης ν. Δημοκρατίας, Πρ. 137/92, 160/92, 12.9.1994). Όμως, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στη σύσταση του Διευθυντή που να δείχνει ότι, πέραν του να σημειώσει γενικά το θέμα αυτό, το έλαβε συγκεκριμένα υπ΄όψη του σε σχέση με οποιοδήποτε συστηνόμενο ή μη συστηνόμενο υποψήφιο. Αλλά και η αναφορά του Διευθυντή στο θέμα δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια επισήμανση που δεν είναι αφ΄εαυτής λανθασμένη αφού η νομολογία δείχνει ότι εκθέσεις που καταρτίζονται από διαφορετικούς λειτουργούς μπορεί να μην έχουν την ίδια βαρύτητα με εκείνες που ετοιμάζονται από τους ίδιους λειτουργούς (ίδε: Papadopoulos v. Republic (1982) 3 CLR 1071, Μηνάς ν. ΑΗΚ, ΑΕ 2184, 14.10.1998).

Η απόδοση από το Διευθυντή στη σύσταση του ιδιαίτερης σημασίας σε πείρα που αποκτήθηκε ως εκ της τοποθέτησης υποψηφίου σε συγκεκριμένα καθήκοντα διαφορετικά από εκείνα άλλου υποψηφίου θα καθιστούσε επίσης τρωτή τη σύσταση του. Όπως το έθεσε ο Πικής, Π., ο οποίος έδωσε την απόφαση στην υπόθεση Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ, ΑΕ1589, 18.6.1996:

"Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την ίση μεταχείριση των υποψηφίων για προαγωγή, αρχή η οποία απαιτεί την αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου σύμφωνα με τα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας. Διαφορετικά, θα αφήνετο στη Διοίκηση να επαυξάνει τις πιθανότητες για προαγωγή υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια θέση, ανάλογα με τα καθήκοντα τα οποία τους ανατίθενται - (βλ. Ioannides v. Republic (1986) 3 CLR 1089, 1095, Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (Υπόθ. Αρ. 524/88 - 31.8.1990), Στεφάνου ν. Δημοκρατίας (Υπόθ. Αρ. 512/89 - 19.9.1990))."

 

Και πάλι όμως δεν συμφωνώ με τους ευπαιδεύτους συνηγόρους και δεν διαπιστώνω ότι ο Διευθυντής έκανε κάτι τέτοιο. Στα ιδιαίτερα σχόλια του Διευθυντή για τους συστηνόμενους δεν υπάρχει αναφορά σε ιδιαίτερη πείρα που αποκτήθηκε ως εκ των ιδιαζόντων καθηκόντων εκάστου. Η αναφορά την οποία κάνει είναι γενικής και πληροφοριακής φύσεως όσον αφορά το υπόβαθρο και το εύρος της υπηρεσίας εκάστου, και ανάλογη είναι η οποιαδήποτε αναφορά του στην πείρα τους. Σίγουρα, κανένα πλεονέκτημα ως εκ πείρας αποκτηθείσης από υπηρεσία σε ιδιαίτερα καθήκοντα δεν αποδίδεται σε οποιοδήποτε υποψήφιο και δεν βλέπω πως μπορεί να έσφαλε ο Διευθυντής από αυτή την άποψη.

Ο Διευθυντής όντως απέδωσε σημασία στον τρόπο με τον οποίο οι υποψήφιοι αρχειοθετούσαν τις διάφορες εγκυκλίους που διέπουν τα καθήκοντα τους ως ενδεικτικό της έφεσης τους για μάθηση. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι εισηγούνται ότι κακώς απεδόθη τόση αποφασιστική σημασία σε ένα τόσο επουσιώδες στοιχείο. Αυτό όμως δεν είναι ορθό. Κατ΄αρχή, ο Διευθυντής αναφέρθηκε στο θέμα αυτό όχι στην ίδια τη σύσταση του αλλά σε απάντηση ερωτήσεως της ΕΔΥ αναφορικά με ένα υποψήφιο, το Ενδιαφερόμενο Μέρος Χριστοδούλου, παρατηρώντας ότι είναι από τους λίγους λειτουργούς που επιδεικνύουν επιμέλεια και τάξη στην τήρηση του προσωπικού τους αρχείου. Και σε περαιτέρω ερώτηση κατά πόσο θεωρούσε το θέμα αυτό ως ενδεικτικό της έφεσης για επιμόρφωση και μάθηση, παρατήρησε ότι όντως το θεωρούσε ενδεικτικό, αναφέροντας όμως ότι γενικά κρίνει κατά πόσο ένας υπάλληλος επιδεικνύει έφεση για επιμόρφωση και μάθηση και από άλλα πράγματα, όπως η συμμετοχή σε σεμινάρια. Αδυνατώ να διαπιστώσω πλάνη του Διευθυντή στο θέμα αυτό. Ούτε υπέρμετρη και αποφασιστική σημασία απεδόθη από το Διευθυντή στην τήρηση του προσωπικού αρχείου, ούτε η σημασία η οποία απεδόθη ήταν αδικαιολόγητη αφού η τάξη και η επιμέλεια του υπαλλήλου στην τήρηση του προσωπικού αρχείου του με τις σχετικές με τα καθήκοντα του εγκυκλίους και τη νομοθεσία μαρτυρούν όντως το σεβασμό του προς την καλύτερη δυνατή διαδικασία και επιμόρφωση για την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ούτε, εξ άλλου, υπάρχει οποιαδήποτε εξειδίκευση στις αγορεύσεις σε σχέση με οποιοδήποτε συγκεκριμένο υποψήφιο που να δικαιολογεί τις εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων.

Τα ίδια ισχύουν για την αναφορά του Διευθυντή στη σχέση μεταξύ πανεπιστημιακών προσόντων και της έφεσης για επιμόρφωση και μάθηση. Και πάλι ο Διευθυντής αναφέρθηκε στο θέμα αυτό στα πλαίσια απαντήσεως σε ερώτηση της ΕΔΥ, εκείνο που είπε δε είναι μια γενική παρατήρηση ότι:

"Επίσης δεν θεωρώ ότι οι υπάλληλοι που κατέχουν πανεπιστημιακά προσόντα ή/και μεταπτυχιακά έχουν και κατ΄ανάγκη μεγαλύτερη έφεση για μάθηση. Έχω παρατηρήσει πολλούς, οι οποίοι παρ΄όλο που έχουν ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα εντούτοις δεν επιδεικνύουν το ανάλογο ενδιαφέρον για περαιτέρω επιμόρφωση σε αντίθεση με άλλους που δεν έχουν ακαδημαϊκά προσόντα και όμως πέραν της εργασίας τους διαβάζουν, μετέχουν σε σεμινάρια και εν πάση περιπτώσει ενδιαφέρονται συνεχώς για τη συμπλήρωση και τον εμπλουτισμό των γνώσεών τους."

 

Πού είναι η πλάνη σε αυτό; Η έφεση για μάθηση είναι προσωπική τάση που όντως δεν σχετίζεται αναγκαστικά με τα ακαδημαϊκά προσόντα κάποιου, τα οποία αφορούν μάλλον την κατάρτιση του παρά την απόδοση του. Ούτε υπάρχει και πάλι οποιαδήποτε ένδειξη ότι ο Διευθυντής απέδωσε υπέρμετρη σημασία στον παράγοντα αυτό, είτε γενικά είτε σε αναφορά με οποιοδήποτε συγκεκριμένο υποψήφιο.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι ισχυρίζονται τέλος ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη. Ότι ο Διευθυντής οφείλει να προβαίνει σε αιτιολογημένη σύσταση επιβάλλεται τόσο από το Νόμο (άρθρο 35(4)) όσο και από τη νομολογία (ίδε: Στυλιανού ν. Χατζηκωνσταντίνου (1994) 3 ΑΑΔ 387). Έχω εξετάσει τη σύσταση του Διευθυντή τόσο στο σύνολο όσο και στα επί μέρους της. Θεωρώ ότι αποκαλύπτει την επιμέλεια και ευθύνη με την οποία ο Διευθυντής μελέτησε το σύνολο των ενώπιον του στοιχείων σε αλληλοσυσχετισμό (ίδε: Δημοκρατία ν. Βασιλείου, ΑΕ859, 30.1.90). Η σύσταση του, όπως και οι απαντήσεις του προς τις ερωτήσεις της ΕΔΥ, διέπεται από ορθή αντίληψη και εξισορρόπηση των δεδομένων στα πλαίσια τους και παρέχει τη δέουσα αιτιολογία για τις εισηγήσεις του. Τα ιδιαίτερα του σχόλια αναφορικά με τους συστηνόμενους υποψηφίους έχουν τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον προορισμό της σύστασης του Διευθυντή ως πρόσθετου στοιχείου αξίας και εμπεριέχουν την αιτιολόγηση των παρατηρήσεων του αναφορικά με ένα έκαστο υποψήφιο.

Από καμμιά άποψη λοιπόν δεν διαπιστώνω ότι η σύσταση του Διευθυντή μπορεί να θεωρηθεί ως πάσχουσα. Και η ίδια η ΕΔΥ ανάλογα ορθά εβασίσθη σε αυτή αναφορικά με τους υποψηφίους τους οποίους επέλεξε εκ των συστηνομένων. Ούτε υπάρχει οτιδήποτε το αναιτιολόγητο στην επιλογή της αυτή, και δεν συμφωνώ με τους ευπαιδεύτους συνηγόρους ότι δεν απεδόθη η δέουσα σημασία στα ακαδημαϊκά προσόντα των Αιτητών συνεκτιμούμενα με τα άλλα στοιχεία. Εξ άλλου, δεν υπάρχει θέμα έκδηλης υπεροχής των Αιτητών. Απεναντίας δε, θα ήταν η ενδεχόμενη απόκλιση της ΕΔΥ από την αιτιολογημένη και καθ΄όλα νόμιμη σύσταση του Διευθυντή χωρίς ειδική αιτιολογία που θα καθιστούσε την επιλογή της τρωτή. Και η ΕΔΥ καμμιά τέτοια ειδική αιτιολογία δεν είχε επί των ενώπιον της δεδομένων.

 

 

 

Οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.

Οι Αιτητές θα καταβάλουν τα έξοδα της Δημοκρατίας.

 

 

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο