ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 4 ΑΑΔ 764

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 996/97

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Χριστόδουλου Χριστοδουλίδη, από τη Λεμεσό

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Αρχηγού Αστυνομίας

Καθού η αίτηση

----------------------

Ημερομηνία: 25 Ιουνίου, 1999

Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης

Για τον καθού η αίτηση: Ξ. Ευσταθίου

-------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο αιτητής υπηρετούσε στην Αστυνομική Δύναμη με το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου. Δεν αμφισβητείται ότι αφυπηρέτησε την 1/2/99, λόγω ορίου ηλικίας. Είχε, στο μεταξύ, συσσωρευμένη άδεια 560 ημερών. Γιαυτό και έπρεπε, όπως τον πληροφόρησε ο Αρχηγός της Αστυνομίας (καθού η αίτηση) με επιστολή του ημερ. 22/1/97, να απομακρυνθεί από τα καθήκοντα του, με προαφυπηρετική άδεια, από 21/7/97. Η ημερομηνία έναρξης της άδειας μετατέθηκε αργότερα στις 27/7/97 γιατί του χορηγήθηκε 6ήμερη άδεια απουσίας.

Στις 11/9/97 ο αιτητής ειδοποίησε γραπτώς τον καθού ότι υπέστη κάταγμα του δεξιού ισχύος και ότι χειρουργήθηκε, στις 10/8/97, στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου και κρατήθηκε για νοσηλεία. Την επιστολή του συνόδευσε με σχετική ιατρική έκθεση. Παράλληλα, με την ίδια ευκαιρία, ζήτησε να διακοπεί η άδεια του που έπρεπε, με βάση τους νόμους και Κανονισμούς περί Δημόσιας Υπηρεσίας, κατά τους ισχυρισμούς του, να θεωρηθεί σαν άδεια ασθένειας. Ο καθού απάντησε αρνητικά. Καταλήγοντας αναφέρει:

"......το αίτημα σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, γιατί καμιά τέτοια πρόνοια υπάρχει στους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμούς του 1995 (Κ.Δ.Π. 101/95) τους οποίους επικαλείσθε"

(Βλέπε επιστολή ημερ. 22/9/97 το περιεχόμενο της οποίας αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής)

Ο δικηγόρος του αιτητή επέμεινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για ικανοποίηση του αιτήματος, γιατί, όπως ισχυρίστηκε, η περίπτωση του αιτητή καλύπτεται από τις διατάξεις του Καν. 4(7) της Κ.Δ.Π. 101/95, ο οποίος ορίζει ότι:

"(7) Σε περίπτωση που υπάλληλος ασθενήσει, ενώ βρίσκεται με άδεια ανάπαυσης, η περίοδος της ασθένειάς του δεν υπολογίζεται ως άδεια ασθένειας, αλλά λογίζεται σε βάρος της άδειας ανάπαυσής του. Σε περίπτωση όμως που υπάλληλος ασθενήσει και χρειάζεται να νοσηλευτεί σε νοσηλευτικό ίδρυμα, η άδεια ανάπαυσης διακόπτεται μετά από αίτηση του υπαλλήλου και η περίοδος νοσηλείας του θα θεωρείται ως άδεια ασθένειας, μετά από πιστοποίηση αρμόδιου Ιατρικού Λειτουργού."

Ο αιτητής δεν έμεινε αδρανής. Την επομένη της επιστολής του δικηγόρου του έστειλε στον καθού (1) βεβαίωση πως θα συνεχιζόταν η θεραπεία του μέχρι 17/12/97. και (2) πιστοποιητικό ασθένειας, αυτή τη φορά για την περίοδο από 10/10/97 μέχρι 17/12/97. Ο καθού απέρριψε πάλιν το αίτημα αντιπαραθέτοντας ειδικά τον Καν. 7(3) της Κ.Δ.Π. 101/95 που προβλέπει ότι:

"Σε περίπτωση που υπάλληλος που αφυπηρετεί βρίσκεται με άδεια ασθένειας και η άδεια αυτή επεκτείνεται πέραν από την ημερομηνία από την οποία θα αρχίσει η άδεια ανάπαυσής του πριν από την αφυπηρέτησή του, η περίοδος της άδειας ασθένειας που εμπίπτει μέσα στην περίοδο της άδειας ανάπαυσής του λογίζεται ως μέρος της άδειας ανάπαυσης."

Βλέπε επιστολή του καθού ημερ. 4/12/97.

Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 5/12/97. Ο αιτητής, μεταγενέστερα, κοινοποίησε και άλλο πιστοποιητικό ασθένειας στον Αρχηγό της Αστυνομίας με ισχύ μέχρι 15/1/98. Το αίτημα θεραπείας είναι διττό. Θα το παραθέσω εξολοκλήρου γιατί συνδέεται (ιδιαίτερα το αίτημα Β) με την προδικαστική ένσταση που έχει εγείρει ο καθού:

"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ού η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή την 25/9/97 με επιστολή του καθ' ου ημερ. 22/9/97 και με την οποία να απέρριψε το αίτημα του αιτητή για διακοπή της άδειας απουσίας του από 10/8/97 μέχρι και 10/10/97 περίοδο για την οποία ο αιτητής ζητούσε με βάση Ιατρική Έκθεση να του λογισθεί ως άδεια ασθενείας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και/ή παράλειψη του καθ' ου η αίτηση να ικανοποιήσει το αίτημα ένστασης του αιτητή ημερ. 19/11/97 είναι άκυρη, παράνομη και πως ότι παραλείφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί."

Η ένσταση αφορά το σκέλος Β του αιτήματος θεραπείας. Κατά το δικηγόρο του καθού δεν προσβάλλεται εκτελεστή απόφαση. Η απάντηση του καθού ημερ. 4/12/97 φέρει, όπως είπε, βεβαιωτικό χαρακτήρα της προηγούμενης απόφασης. Εκδηλώνει η επιστολή, χωρίς νέα έρευνα, την εμμονή του Αρχηγού στην προγενέστερη απόφαση του για το ίδιο θέμα. Διαφορετική χροιά προσδίδεται στην ίδια επιστολή από το δικηγόρο του αιτητή. Υποστήριξε ότι την προκάλεσε η επιστολή του της 19/11/97 στην οποία υποδείχθηκε: (1) ότι δεν υπάρχει στους Κανονισμούς ούτε είναι έγκυρη η διαίρεση της άδειας σε "προαφυπηρετική" και "κανονική". και (2) ότι υπήρχε ειδική διάταξη που κάλυπτε την περίπτωση. Η αναφορά, για πρώτη φορά, στην απάντηση, στον Καν. 7(3), δείχνει πως έγινε νέα διερεύνηση των στοιχείων που δόθηκαν με επακόλουθο τη λήψη νέας απόφασης.

Όπως πρέπει να έχει φανεί από την παράθεση του αιτητικού, προσβάλλεται το περιεχόμενο και των δύο επιστολών του καθού που έχουν τις ίδιες επιπτώσεις για τον αιτητή. Την απόρριψη του αιτήματος για μετατροπή της άδειας ανάπαυσης σε άδεια ασθένειας. Η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη σε σχέση και με τα δύο αιτήματα. Επομένως η ένσταση δεν έχει πρακτική αξία. Ούτε προσδιορίζει την τύχη της προσφυγής. Είναι όμως σωστό να λεχθεί ότι η επιστολή της 4/12/97 από τον Αρχηγό είναι βεβαιωτικής φύσεως εφόσον ό,τι υποβλήθηκε από τον αιτητή δεν οδήγησε σε νέα έρευνα της υπόθεσης από ουσιαστική άποψη. Το πολύ πολύ θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο Αρχηγός με την επιστολή του δικηγόρου του αιτητή ωθήθηκε σε επανεξέταση της νομικής πτυχής του θέματος. Τέτοια επανεξέταση, που περιορίζεται στη νομική διάσταση μιας υπόθεσης, δε συνιστά, κατά την πάγια νομολογία του δικαστηρίου, νέα έρευνα: Odysseos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 463, Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1063.

Η υπόθεση συζητήθηκε, και από τις δύο πλευρές, στο πλαίσιο της παραπάνω κανονιστικής πράξης που διέπει το καθεστώς χορήγησης αδειών στους δημόσιους υπαλλήλους (Κ.Δ.Π. 101/95). Στις πρόνοιες αυτές βάσισαν όλες τις εισηγήσεις τους. Θα υπομνήσω ότι σε αυτή βασίστηκε και η επίδικη απόφαση. Στο διοικητικό φάκελο υπάρχει αντίτυπο των Κανονισμών με σημείωση, που ουσιαστικά υποσημαίνει ότι οι Κανονισμοί αυτοί ισχύουν, με βάση κάποια εγκύκλιο που προσδιορίζεται, και για την Αστυνομία. Γεννάται όμως το ερώτημα κατά πόσο όντως μπορεί να εφαρμοστούν για τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης.

Η Κ.Δ.Π. 101/95 συνιστά αυτοτελή κώδικα που ρυθμίζει τη χορήγηση αδειών στους δημόσιους υπαλλήλους. Σύμφωνα με το άρθρ. 2 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, δημόσιος υπάλληλος είναι ο κατέχων θέση στη Δημόσια Υπηρεσία.

"δημόσια υπηρεσία" σημαίνει κάθε υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία εκτός από τη δικαστική υπηρεσία της Δημοκρατίας, την υπηρεσία στις Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας ή τις Δυνάμεις Ασφάλειας της Δημοκρατίας, την υπηρεσία στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή του Γενικού Ελεγκτή ή των Βοηθών τους ή, τηρουμένων των παραγράφων 3 και 4 του Άρθρου 126 του Συντάγματος, του Γενικού Λογιστή ή των Βοηθών του ή υπηρεσία σ' οποιαδήποτε θέση αναφορικά με την οποία γίνεται διαφορετική πρόνοια με νόμο ή ......................"

Οι Δυνάμεις Ασφαλείας της Δημοκρατίας περιλαμβάνουν, κατά ρητή συνταγματική διάταξη, και την Αστυνομία: βλ. Μέρος VIII του Συντάγματος, περί των Ενόπλων Δυνάμεων της Δημοκρατίας, άρθρ. 130.1, που ορίζει ότι:

"Αι δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας αποτελούνται εκ της Αστυνομίας και της χωροφυλακής........................."

Με αυτά κατά νούν έχω την άποψη πως η υπόθεση συζητήθηκε πάνω στη λανθασμένη νομική βάση. Ισχύουν στο προκείμενο οι περί Αστυνομίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89). Οι Καν. 19 και 20 ρυθμίζουν τα δικαιώματα των μελών της Αστυνομίας σε άδεια απουσίας και άδεια ασθένειας αντίστοιχα. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω την παράγραφο 5(α) του Καν. 19 που έχει άμεση σχέση με την κρινόμενη υπόθεση:

"5(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των πιο πάνω παραγράφων του παρόντα Κανονισμού, κάθε μέλος της Δύναμης, άσχετα με το αν υπέβαλε αίτηση για άδεια ή μη, λαμβάνει υποχρεωτικά κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του την άδεια που δικαιούται και ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται τέτοια άδεια ορίζεται από τον Αρχηγό:

Νοείται ότι σε περίπτωση που το μέλος της Δύναμης πρόκειται να αφυπηρετήσει σύντομα και τέτοια άδεια δε λήφθηκε προηγούμενα αυτή λαμβάνεται κατά τέτοιο χρόνο, ώστε να συμπληρώνεται κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του.

(β) Κατά τη διάρκεια του χρόνου της άδειας που καθορίστηκε από τον Αρχηγό, το μέλος της Δύναμης δεν εκτελεί οποιαδήποτε καθήκοντα της θέσης του και σε περίπτωση που η άδεια προηγείται αμέσως της αφυπηρέτησής του, όπως προνοείται στην επιφύλαξη της υποπαραγράφου (α) της παραγράφου αυτής, η θέση του θεωρείται ως κενωθείσα από την ημερομηνία έναρξης της εν λόγω άδειας και η θέση αυτή μπορεί να πληρωθεί με διορισμό σ' αυτή άλλου μέλους της Δύναμης."

Το νόημα του Κανονισμού είναι ευκρινές. Η εξάντληση όλης της άδειας πριν την αφυπηρέτηση είναι υποχρεωτική και πρέπει να συμπληρωθεί κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης του μέλους της Αστυνομίας [(Καν.19 (5)(α)]. Επίσης, σύμφωνα με τον Καν. 19(5)(β), η θέση μέλους της Δύναμης θεωρείται κενωθείσα από την ημερομηνία έναρξης της άδειας που προηγείται της αφυπηρέτησης του. Ας σημειωθεί ότι ο Καν. 20, που κάμνει πρόβλεψη για άδεια ασθένειας, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του, αφορά μέλος της Δύναμης, που είναι σε ενεργό υπηρεσία και όχι με άδεια που προηγείται της αφυπηρέτησης του.

Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής ήταν υποχρεωμένος, πριν την αφυπηρέτηση του, να εξαντλήσει όλη την άδεια ανάπαυσης που είχε σε πίστη του. Η ημερομηνία αφυπηρέτησης αποτελεί το σταθερό ορόσημο υπολογισμού της άδειας. Ο χρόνος αφυπηρέτησης συμπίπτει με το 60ο έτος της ηλικίας και με κανένα τρόπο δεν μπορεί νόμιμα να διαφοροποιηθεί ή επιμηκυνθεί. Η άδεια είναι, σύμφωνα με τον Κανονισμό που παρέθεσα, υποχρεωτική. Η εισήγηση για μεταρρύθμιση της φύσης της άδειας δεν έχει οποιοδήποτε νομοθετικό ή άλλο έγκυρο έρεισμα. Πέραν τούτου θα είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη μετάθεση του χρόνου αφυπηρέτησης πέρα από το επιτρεπόμενο όριο. Η υπέρβαση όμως δεν είναι νοητή. Τα δικαιώματα του αιτητή διαμορφώθηκαν οριστικά με την έναρξη της άδειας ανάπαυσης πριν την αφυπηρέτηση του.

Θεωρώ αναγκαίο να αναφέρω εδώ ότι η λανθασμένη αιτιολογία, που έδωσε ο Αρχηγός της Αστυνομίας για την απορριπτική του απόφαση, δεν επάγεται ακυρότητα εφόσον η πράξη μπορεί να στηριχθεί σε άλλο Κανονισμό, που εδώ είναι ο Καν. 19 της Κ.Δ.Π. 51/89: βλ. προσφ. αρ. 689/89 Στέλλα Θεοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 6/11/89.

Θα πρόσθετα, στο σημείο αυτό, ότι ούτε η Κ.Δ.Π. 101/95, σε περίπτωση που επικρατήσει η άποψη πως ισχύει και έχει εφαρμογή στην κρινόμενη περίπτωση, παρέχει έρεισμα στο αίτημα. Ο Καν. 4 αφορά τις περιπτώσεις όπου χορηγείται άδεια ανάπαυσης στη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας υπαλλήλου. Ο Καν. 7 ρυθμίζει τις περιπτώσεις που σχετίζονται με την αφυπηρέτηση υπαλλήλου και την περίοδο που προηγείται αυτής. Ρητά προβλέπεται ότι "η περίοδος της άδειας ασθένειας που εμπίπτει μέσα στην περίοδο της άδειας ανάπαυσής του λογίζεται ως μέρος της άδειας ανάπαυσης." Δεν μπορούσε να ήταν πιο σαφής ο Κανονισμός.

Με τις σκέψεις αυτές απορρίπτω την προσφυγή ως αβάσιμη. Με έξοδα.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

/ΚΑΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο