ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 702/98.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Μάριου Παπακωνσταντίνου,

Αιτητή

και

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου,

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________________

25 Ιουνίου, 1999.

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Κακογιάννης.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Ι. Τυπογράφος.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά την απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ("η Α.Η.Κ.") με την οποία "προήγαγε τον Σάββα Χριστοδούλου (το Ε.Μ.) στη θέση του Μηχανικού Ηλεκτρονικής και Τηλεπικοινωνιών (Κλ. Α13) Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής, Κεντρικά Γραφεία (η επίδικη θέση) από 1.7.98".

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σχετίζονται με την προσφυγή έχουν ως πιο κάτω:

Ο αιτητής προσλήφθηκε στη μόνιμη υπηρεσία της Α.Η.Κ. την 1.12.91 στη θέση του Βοηθού Ηλεκτρονικού Μηχανικού, Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής στα Κεντρικά Γραφεία της Αρχής. Από την 1.12.94 και μετά από προαγωγή κατέχει τη θέση του Ηλεκτρονικού Μηχανικού, Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής στα Κεντρικά Γραφεία της Α.Η.Κ..

Το Ε.Μ. προσλήφθηκε στη μόνιμη υπηρεσία της Α.Η.Κ. την 1.12.91 στη θέση του Βοηθού Ηλεκτρονικού Μηχανικού στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Δεκέλειας. Την 1.12.94 έτυχε προαγωγής στη θέση Ηλεκτρονικού Μηχανικού στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Δεκέλειας.

Στις 12.6.97 η Α.Η.Κ. κυκλοφόρησε τη Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων για την πλήρωση της επίδικης θέσης. Τόσο ο αιτητής όσο και το Ε.Μ. αποτάθηκαν για προαγωγή στην επίδικη θέση.

Οι αιτητήσεις εξετάστηκαν από τη Μεικτή Συμβουλευτική Υπεπιτροπή Επιλογής για Προαγωγές Επιστημονικού Προσωπικού (η Μεικτή Συμβουλευτική Υπεπιτροπή). Στη συνεδρία της Μεικτής Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής εξέφρασαν απόψεις για τους υποψηφίους και οι Διευθυντές τους.

Οι απόψεις του Κ. Ιωάννου, Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής για τον αιτητή έχουν ως εξής:

"΄Εχει ευρεία πείρα στον Τομέα Λειτουργίας Συστήματος του Τμήματος Μεταφοράς/Διανομής των Κεντρικών Γραφείων. ΄Εχει καλές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες. Η απόδοση του είναι πολύ ικανοποιητική. Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή."

Οι απόψεις του κ. Α. Σιδερά, Διευθυντή Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Δεκέλειας για το Ε.Μ. έχουν ως εξής:

"΄Εχει ευρεία πείρα στο Τμήμα Συντήρησης Οργάνων Σταθμού. ΄Εχει πολύ καλές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες. Η απόδοσή του είναι πολύ ικανοποιητική. Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή."

Η Μεικτή Συμβουλευτική Υπεπιτροπή έκρινε τον αιτητή, το Ε.Μ. και ένα άλλο υποψήφιο ως τους επικρατέστερους για προαγωγή στην επίδικη θέση. ΄Ελαβε υπόψη "τα παραδεδεγμένα κριτήρια δηλαδή, πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα στην Αρχή, προσόντα, επίδοση στην υπηρεσία καθώς επίσης και τις απόψεις των Διευθυντών".

Στη συνέχεια οι υποψηφιότητες εξετάστηκαν από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού ("Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή"). Τα μέλη της τελευταίας "μελέτησαν με προσοχή και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον τους, δηλαδή, τα υπηρεσιακά στοιχεία του κάθε υποψηφίου, τους προσωπικούς τους φακέλους, την πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα στην Αρχή, τα προσόντα του κάθε υποψηφίου, όπως φαίνονται στους σχετικούς υπηρεσιακούς τους φακέλους, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και την επίδοση κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία, όπως αυτά αναφέρονται εκτενέστερα στον Κανονισμό 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, καθώς επίσης, τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων".

΄Ελαβαν, επίσης, δεόντως υπόψη τις συστάσεις και απόψεις των Προϊσταμένων Διευθυντών των υποψηφίων, όπως αυτές είναι καταγραμμένες στα πρακτικά της συνεδρίασης της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθώς επίσης, την ομόφωνη εισήγηση της εν λόγω Επιτροπής. Περαιτέρω τα Μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής έλαβαν δεόντως υπόψη τις συστάσεις και απόψεις του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή ("ο Διευθυντής").

Δύο από τα τρία μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής "αφού προηγουμένως προβληματίστηκαν με τη σύσταση του Διευθυντή, διαφώνησαν με αυτή, υποστηρίζοντας την άποψη ότι ο υποψήφιος 7836 Χριστοδούλου Σάββας (Ε.Μ.) υπερέχει έναντι του συστηθέντα 7835 Παπακωνσταντίνου Μάριου σε βαθμολογία, όπως φαίνεται στις εμπιστευτικές τους εκθέσεις και ως εκ τούτου συστήνουν στην Αρχή, αντίθετα με τη σύσταση του Διευθυντή τον 7836 Χριστοδούλου Σάββα (Ε.Μ.) (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

Το τρίτο μέλος της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής - ο Πρόεδρος της - υιοθέτησε τις συστάσεις του Διευθυντή και σύστησε τον αιτητή.

Τα Μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής αφού μελέτησαν με μεγάλη προσοχή και αξιολόγησαν όλα τα ενώπιον τους στοιχεία, που αφορούν τους υποψηφίους όπως παρουσιάζονται στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις και στους προσωπικούς τους φακέλους, προέβησαν στην επιλογή του καλύτερου διαθέσιμου υποψηφίου για προαγωγή και αποφάσισαν κατά πλειοψηφία και παρά τις αντίθετες συστάσεις του Διευθυντή, ο οποίος σύστησε για προαγωγή τον αιτητή, να συστήσουν στην Αρχή την προαγωγή του Ε.Μ..

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης συμπληρώθηκε με την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ. η οποία λήφθηκε κατά τη συνεδρία του ημερ. 30.6.98.

Κατά τη συνεδρία εκείνη ο Διευθυντής υιοθέτησε τις συστάσεις και απόψεις του και επανέλαβε τα όσα είχε αναφέρει ενώπιον των Μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής (καταγράφονται στη σελ. 3 πιο πάνω).

Καθώς αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ.:

(1) Μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία και δεδομένα που

αφορούν τους υποψηφίους και τέθηκαν ενώπιον τους, δηλαδή, τα υπηρε-

σιακά στοιχεία του κάθε υποψηφίου, τους προσωπικούς τους φακέλους,

την πείρα, αξία, ικανότητα, την αρχαιότητα τους στην Αρχή, τα προσόντα

του κάθε υποψηφίου, όπως φαίνονται στους σχετικούς υπηρεσιακούς

τους φακέλους, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας

της θέσης και την επίδοση κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία, όπως αυτά

αναφέρονται εκτενέστερα στον Κανονισμό 23(2) των περί

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών

του 1986.

(2) ΄Ελαβαν δεόντως υπόψη τις συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων

Διευθυντών των υποψηφίων (βλ. σελ. 2 πιο πάνω), την ομόφωνη Εισήγηση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθώς επίσης τις συστάσεις και

απόψεις των Μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.

(3) ΄Ακουσαν και έλαβαν δεόντως υπόψη τις συστάσεις και απόψεις του

Διευθυντή, ο οποίος πρότεινε για προαγωγή τον αιτητή.

(4) Μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν τις εμπιστευτικές εκθέσεις/

φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων. ΄Υστερα από προσεκτική μελέτη

των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων και με αναφορά στις θέσεις

που κατέχουν και/ή κατείχαν οι υποψήφιοι μέχρι σήμερα στην Αρχή

Ηλεκτρισμού, έχουν ικανοποιηθεί ότι όλοι οι υποψήφιοι που έχουν

αποταθεί για προαγωγή στην επίδικη θέση πληρούν τις πρόνοιες των

απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας.

(5) Προχώρησαν στη δική τους ενδελεχή έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση

όλων των υποψηφίων με βάση όλα τα πιο πάνω ενώπιον τους στοιχεία και δεδομένα που αφορούν τους υποψηφίους, όπως παρουσιάζονται στις

υπηρεσιακές τους εκθέσεις και στους προσωπικούς τους φακέλους.

΄Ελαβαν επίσης δεόντως υπόψη τους τις κατά πλειοψηφία συστάσεις

και απόψεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όπως επίσης τις συστάσεις

και απόψεις του Διευθυντή.

Στη συνέχεια ένα από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ. - ο κ. Ρένος Πρέντζας - εισηγήθηκε όπως η Ολομέλεια του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, "να μην αποδεχθεί την εισήγηση που είναι ενώπιον της", δηλαδή τις κατά πλειοψηφία συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για την προαγωγή του Ε.Μ.. Αντιπρότεινε υπό μορφή τροπολογίας την προαγωγή του αιτητή στην επίδικη θέση. Με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, παρατήρησε ότι ο αιτητής έχει την απαιτούμενη πείρα για να διεκπεραιώσει και αντεπεξέλθει καλύτερα στα καθήκοντα της θέσης. Εργάζεται ήδη στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής που είναι η υπό πλήρωση θέση και θεωρεί ότι η Αρχή έχει επενδύσει στην εκπαίδευση του. Ανέφερε ακόμη ότι, παρόλο ότι ο αιτητής υστερεί κατά 1Α έναντι του Ε.Μ. επεσήμανε ότι οι αξιολογήσεις των δυο αυτών υποψηφίων, δεν έχουν συμπληρωθεί από τον ίδιο αξιολογούντα λειτουργό. Κατά την άποψη του ο αιτητής ο οποίος υπερέχει σε πείρα έναντι του Ε.Μ. είναι ο καταλληλότερος υποψήφιος για προαγωγή.

Η πιο πάνω τροπολογία του κ. Ρένου Πρέντζα υποστηρίχθηκε και από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ.. Ο τελευταίος συμφώνησε με τις απόψεις του Διευθυντή για την προαγωγή του αιτητή στην επίδικη θέση. Ακολούθως ο Πρόεδρος ζήτησε από τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να τοποθετηθούν επί της τροπολογίας του κ. Ρένου Πρέντζα η οποία συνάδει με τις συστάσεις του Διευθυντή.

Μετά τις τοποθετήσεις των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, η τροπολογία τέθηκε σε ψηφοφορία και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν δύο ψήφοι υπέρ και επτά εναντίον.

Στη συνέχεια ο Πρόεδρος ζήτησε από τα Μέλη να τοποθετηθούν επί της πρότασης της πλειοψηφίας των Μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν επτά ψήφοι υπέρ και δύο αποχές. ΄Ετσι, με τη ψήφιση της πρότασης της πλειοψηφίας των Μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέμα Προσωπικού το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Η.Κ. αποφάσισε παρά την αντίθετη σύσταση του Διευθυντή, ο οποίος πρότεινε για προαγωγή τον αιτητή, την προαγωγή του Ε.Μ. στην επίδικη θέση.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίσθηκε ότι τόσο η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή όσο και το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Η.Κ. δεν έδωσαν την ειδική αιτιολογία που απαιτείται από τη Νομολογία όταν παραγνωρίζεται η σύσταση του Διευθυντή.

Από την άλλη, τόσο ο ευπαίδευτος συνήγορος της Α.Η.Κ. όσο και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ε.Μ., υποστήριξαν ότι η απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή είναι αιτιολογημένη. Η Α.Η.Κ. έκρινε τη σύσταση ασύμφωνη με τα στοιχεία του φακέλου και αποφάσισε να την αγνοήσει. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι έκαμαν αναφορά στη βαθμολογία των δύο υποψηφίων για τα έτη 1993 μέχρι 1997 και υπέβαλαν ότι το Ε.Μ. υπερέχει σε βαθμολογία. Επειδή ο Διευθυντής στη σύσταση του αναφέρθηκε στα στοιχεία της ποιότητας και ποσότητας της εργασίας καθώς και στο στοιχείο της συνεργασίας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι έκαμαν επίσης αναφορά και στη βαθμολογία των υποψηφίων σε σχέση με εκείνα τα τρία στοιχεία και σε σχέση με το στοιχείο της αξιοπιστίας.

Με τις υπηρεσιακές εκθέσεις οι υπάλληλοι αξιολογούνται πάνω σε διάφορα κριτήρια. Οι διαβαθμίσεις είναι 5: Εξαιρετικός: Α, Πολύ Ικανοποιητικός: Β+, Ικανοποιητικός: Β, Μάλλον Ικανοποιητικός: Β-, Ανεπαρκής: Γ. Σε σχέση με τα πιο πάνω έτη αξιολόγησης (1993-1997) τα μέρη ήταν σύμφωνα ότι ο αιτητής έχει βαθμολογηθεί 7 φορές με Α, 25 φορές με Β+ και 10 φορές με Β, και το Ε.Μ. 12 φορές με Α, 31 φορές με Β+ και 1 φορά με Β.

Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό η πλειοψηφία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής διαφώνησε με τη σύσταση του Διευθυντή γιατί το Ε.Μ. "υπερέχει έναντι του συστηθέντα σε βαθμολογία όπως φαίνεται στις εμπιστευτικές εκθέσεις" (Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

Η εισήγηση του αιτητή για την ανάγκη αιτιολόγησης της απόκλισης από τη σύσταση του Διευθυντή βρίσκει έρεισμα στη Νομολογία. Η αιτιολόγηση επιβάλλεται γαι την προστασία των νόμιμων δικαιωμάτων των υποψηφίων δυνάμει του άρθρου 151 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 146 (Βλ. Theodossiou v. Republic, 2 R.S.C.C. 44, 48, Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64, Republic v. Kastellanos (1988) 3 C.L.R. 2249, 2258 και Ιωάννου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2063/15.9.98).

Σκοπός της καταγραφής των λόγων είναι για να καταστεί εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Πρέπει, επομένως, η απόκλιση από τη σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος να περιέχει τα συστατικά μιας αιτιολογημένης απόφασης. Οι λόγοι της απόκλισης πρέπει να είναι τέτοιοι που να παρέχουν στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της απόκλισης. Από την αιτιολογία της απόφασης για απόκλιση από τις συστάσεις πρέπει να συνάγεται η συνδρομή των νομίμων για έκδοση της απόφασης προϋποθέσεων. Αν συμβαίνει το αντίθετο η απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 186).

Το πρώτο ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι κατά πόσο η υπεροχή στην βαθμολογία, όπως φαίνεται στις εμπιστευτικές εκθέσεις αποτελεί καλό λόγο για απόκλιση από τις συστάσεις του Διευθυντή.

Η προέκταση της αιτιολογίας που έχει δώσει το διορίζον όργανο είναι τούτη: Η σύσταση δεν συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου και για το λόγο αυτό θα αγνοηθεί. Αυτή η θέση είναι απόλυτα ταυτισμένη με τη νομολογία. Σύμφωνα με τη νομολογία το διορίζον όργανο όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454 και Δημοκρατία ν. Στυλιανού κ.α., Α.Ε. 1028, 1029, 1034/10.7.98).

Στη Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524/27.2.97 η Ε.Δ.Υ. αιτιολόγησε την απόφαση της να μην προσδώσει βαρύτητα στις κρίσεις του Διευθυντή με το να συμειώσει ότι δεν συνάδουν με την βαθμολογία και τις κρίσεις του ιδίου κατά την αξιολόγηση των Ε.Μ. στις εμπιστευτικές εκθέσεις σε χρόνο ανύποπτο. Το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση της Ε.Δ.Υ.. Τόνισε συναφώς:

"Είναι πράγματι έργο του Διευθυντή η επισήμανση των ιδιοτήτων και των ικανοτήτων, που κατά την κρίση του, αναδεικνύουν τον ένα υποψήφιο καταλληλότερο από τους άλλους, ενόψει των απαιτήσεων της κενής θέσης. ΄Ομως είναι τα στοιχεία του φακέλου και ιδίως οι εκθέσεις που αποτελούν τον κατ΄ εξοχήν δείκτη των ιδιοτήτων και των ικανοτήτων που στην πράξη, δια μέσου της απόδοσης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έδειξαν ότι έχουν. Εξ ου και η σταθερή νομολογία μας σύμφωνα με την οποία η βαρύτητα στις συστάσεις εξαρτάται και από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου."

Ενόψει της πιο πάνω θέσης της νομολογίας κρίνω πως το περιεχόμενο των εμπιστευτικών εκθέσεων αποτελεί καλό λόγο για απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή. Πρέπει να προστεθεί ότι οι εμπιστευτικές εκθέσεις είναι δείκτες της αξίας των υποψηφίων. Η αξία αποτελεί ένα από τα νομοθετημένα κριτήρια επιλογής (Βλ. Καν. 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986). ΄Εχει δε νομολογηθεί ότι η υπεροχή σε ένα από τα νομοθετημένα κριτήρια επιλογής μπορεί να αποτελέσει καλό λόγο για απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή (Βλ. Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71 στην οποία υποδεικνύεται ότι στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας αν θα υιοθετήσει ή αν θα παρεκκλίνει από τη σύσταση του Διευθυντή το διορίζον όργανο πρέπει να ενεργήσει με βάση τα νομοθετημένα κριτήρια. Η αρχαιότητα ως ένα από τα τρία κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει λόγο για απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή, όταν οι υποψήφιοι είναι περίπου ισότιμοι σε αξία.).

Το επόμενο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η διαπίστωση του διορίζοντος οργάνου για υπεροχή του Ε.Μ. έναντι του συστηθέντα σε βαθμολογία, όπως φαίνεται στις εμπιστευτικές εκθέσεις, υποστηρίζεται από το ενώπιον μου υλικό. ΄Εχει νομολογηθεί ότι εκείνο που έχει σημασία είναι η γενική εικόνα όπως τη σχηματίζει η γενική βαθμολογία (Βλ. Κέντα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1576/30.10.96 και Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217).

΄Εχουν παρατεθεί οι λεπτομέρειες που σχετίζονται με τη βαθμολογία των υποψηφίων (βλ. σελ. 7 πιο πάνω). Προκύπτει σαφώς ότι η γενική εικόνα όπως τη σχηματίζει η συνολική βαθμολογία δίνει υπεροχή στο Ε.Μ.. Το διορίζον όργανο έχει κάμει αναφορά σε υπεροχή και όχι σε έκδηλη υπεροχή. ΄Εχει δε νομολογηθεί ότι οσάκις το διορίζον όργανο επιλέγει ένα υποψήφιο στη βάση σύγκρισης του με άλλους υποψηφίους για να δικαιολογήσει την επιλογή του δεν είναι ανάγκη να δείξει ότι ήταν έκδηλα υπέρτερος των άλλων (Βλ. Georgiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 83 - απόφαση της Ολομέλειας). Ακολουθεί πως η σχετική διαπίστωση του διορίζοντος οργάνου υποστηρίζεται από το ενώπιον του δικαστηρίου υλικό - τις εμπιστευτικές εκθέσεις. Είναι λοιπόν η τελική κατάληξη μου ότι η απόκλιση από τη σύσταση είναι δεόντως και πειστικώς αιτιολογημένη. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Πρέπει να προστεθεί ότι σε περίπτωση υιοθέτησης της σύστασης του Διευθυντή από το διορίζον όργανο η απόφαση του τελευταίου θα ήταν τρωτή λόγω ασυμφωνίας των συστάσεων με τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Βασιλείου, πιο πάνω). Πρόσθετα η σύσταση θα ήταν τρωτή γιατί ο Διευθυντής έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα καθήκοντα τα οποία εκτελούσε το Ε.Μ. (Βλ. Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 1589/18.6.96).

Με το δεύτερο λόγο ακύρωσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι ο τελευταίος υπερέχει σε πείρα του Ε.Μ.. Τόνισε ότι έχει την εξειδικευμένη γνώση και πείρα που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας από το 1991 στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής στο οποίο ανήκει η κενή θέση. Αντίθετα το Ε.Μ. δεν έχει καμιά περί του θέματος τούτου εμπειρία ή γνώση. Την πείρα αυτή του αιτητή τη διαπίστωσε και ο Διευθυντής και την συγκεκριμενοποίησε στη σύσταση του.

Είναι πρόδηλο ότι με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης ο αιτητής επιχειρεί να οικοδομήσει πάνω στο είδος των καθηκόντων που εκτελούσε. Αυτή ήταν και η τοποθέτηση της μειοψηφίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής καθώς και του Διευθυντή. Μια τέτοια θεώρηση είναι ανεπίτρεπτη. Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την ίση μεταχείριση των υποψηφίων για προαγωγή. Απαιτούν την αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου σύμφωνα με τα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας. Διαφορετικά θα αφήνετο στη διοίκηση να επαυξάνει τις πιθανότητες για προαγωγή υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια θέση, ανάλογα με τα καθήκοντα τα οποία τους ανατίθενται (Βλ. Γεωργιάδης, πιο πάνω και Κουρσάρου ν. Α.Η.Κ. , Α.Ε. 2299/21.6.99).

Ακολουθεί πως η όποια πείρα του αιτητή που σχετίζεται με τα καθήκοντα τα οποία εκτελούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν αποτελεί νόμιμο στοιχείο κρίσης. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Τελικά έχει προβληθεί η θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας.

Στη Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.98 το θέμα της αιτιολογίας τέθηκε ως εξής:

"Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. 'Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μή εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν' (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω))."

΄Εχει παρατεθεί το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης. Θεωρώ ότι περιέχει όλα τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη. Σε σχεση με την απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σελ. 6 πιο πάνω) ότι η πλειοψηφία του Συμβουλίου της Α.Η.Κ. υιοθέτησε την αιτιολογία που είχε δώσει η πλειοψηφία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Μια τέτοια πορεία είναι επιτρεπτή. Η ανάγκη για αιτιολογία της απόκλισης δεν προβλέπεται από το Νόμο αλλά από τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Σε τέτοια περίπτωση είναι θεμιτή η προσφυγή στα στοιχεία του φακέλου - εδώ στην απόφαση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής - για την αναπλήρωση της αιτιολογίας (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 185-186). Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Τελικά η προσφυγή πρέπει να κριθεί στη βάση των αρχών που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των προαγωγών. Επί του προκειμένου θεωρώ σκόπιμο να επαναλάβω αυτά που έχω αναφέρει στην Παντζαρή ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 744/98/26.5.99:

"Το διοικητικό δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμοδίου οργάνου (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 741).

Για να πετύχει στην προσφυγή του ο αιτητής έπρεπε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ. (Georgiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 85). Tο βάρος απόδειξης της έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή (Αλεξάνδρου ν. Κ.Ο.Τ. (1980) 3 Α.Α.Δ. 360). ΄Οπως έχει νομολογηθεί η φράση 'έκδηλη υπεροχή' σημαίνει την υπεροχή ενός μέρους. Για να ευσταθήσει τέτοιου είδους ισχυρισμός η υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (Βλ. HadjiSavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76, 78 και Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2134/25.9.98).

Η υπεροχή τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη (Lewis v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 522/30.5.89 και Πετρίδη, πιο πάνω, σελ. 742).

Στην κρινόμενη περίπτωση ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή. Πρέπει, επίσης, να τονισθεί ότι πρόκειται για ψηλόβαθμη θέση. Σε τέτοια περίπτωση το διορίζον όργανο διαθέτει πολύ ευρεία διακριτική ευχέρεια (Ierides, πιο πάνω, σελ. 183 και Αποφάσεις του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας 1542/1967 και 1543/1967). Ακολουθεί πώς η προσφυγή του πρέπει να απορριφθεί."

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της. Ο αιτητής να πληρώσει πόσο £300 έναντι των εξόδων της Α.Η.Κ. και ποσό £200 έναντι των εξόδων του Ε.Μ..

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο