ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 656/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Blue Moon Trading Ltd
Αιτητών
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Οικονομικών
2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
22 Ιουνίου 1999
Για τους Αιτητές: κ. Γ. Παπαθεοδώρου.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κα. Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχεται σε επιστολή του Εφόρου προς την Αιτήτρια Εταιρεία, ημερομηνίας 27.5.1997, η οποία έχει ως ακολούθως, μιλώντας αφ΄εαυτής:
"Αναφέρομαι στην επίσκεψη ελέγχου που ολοκληρώθηκε στις 14.5.97 και σας πληροφορώ ότι από εξέταση των αρχείων και στοιχείων που τηρείτε για την περίοδο από 1.4.94 μέχρι 29.2.96 και τις εξηγήσεις που έδωσε ο διευθυντής σας κος Τ. Μαρκίδης και η υπεύθυνη για την συμπλήρωση των φορολογικών σας δηλώσεων, έχουν διαπιστωθεί τα ακόλουθα που επηρεάζουν τις φορολογικές σας υποθέσεις:
1. Δεν τηρείτε καθόλου τα βιβλία και αρχεία που απαιτούνται να τηρούνται δυνάμει του άρθρου 39 του Ν. 246/90 και του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διατάγματος του 1992. Συγκεκριμένα, δεν υπάρχουν ο Λογαριασμός Φ.Π.Α., οι συνοπτικές καταστάσεις όλων των τιμολογίων που εκδώσατε και αρχείο που να περιλαμβάνει στοιχεία αναφορικά με την διάθεση των περιουσιακών σας στοιχείων σε άλλο πρόσωπο χωρίς αντιπαροχή. Η παραλείψεις αυτές κατέστησαν την επαλήθευση των φορολογικών σας δηλώσεων πρακτικά δύσκολη.
2. Παραλείψατε να αποδώσετε φόρο εκροών συνολικού ύψους £2.342,13 για τις ακόλουθες φορολογητέες πράξεις:
� Παραχώρηση τουριστικών λεωφορείων σε άλλο πρόσωπο χωρίς αντιπαροχή, για να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς της δικής του επιχείρησης. Η διάθεση των εν λόγω περιουσιακών σας στοιχείων αποτελεί παροχή υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου 6(8) του Ν. 246/90 και με βάση το άρθρο 23(14)(β) του ιδίου Νόμου, η φορολογητέα αξία της είναι το κόστος των αγαθών. Ως κόστος θεωρείται η ετήσια απόσβεση με συντελεστή 20% επί της τιμής απόκτησης τους, η οποία υπολογίστηκε ότι ανέρχεται σε £12.610.00 και ο οφειλόμενος φόρος σε £1.008,80.
� Πώληση του λεωφορείου σας με αριθμό εγγραφής RB653 στις 1.12.95 έναντι του ποσού των £18.000,00. Ο οφειλόμενος από εσάς φόρος ανέρχεται, σύμφωνα με το τιμολόγιο πώλησης που εκδώσατε, σε £1.333,33.
3. Δεν σας παρέχεται πίστωση του φόρου συνολικού ύψους £2.240.00 που σας χρέωσε η εταιρεία Diprose Ltd για "διοικητικά έξοδα" σύμφωνα με τα τιμολόγια 139 και 162 ημερομηνίας 28.2.95 και 31.12.95 αντίστοιχα. Στα εν λόγω τιμολόγια δεν δίνεται επαρκής περιγραφή για αναγνώριση των υπηρεσιών που είχατε λάβει, ενώ σε σχετική ερώτηση ο διευθυντής σας κος Τ. Μαρκίδης δήλωσε ότι δεν υπήρχε καμιά γραπτή συμφωνία και δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε προφορικές εξηγήσεις. Η αδυναμία να παρέχετε κάθε διευκόλυνση για σκοπούς εξακρίβωσης των υπηρεσιών που λάβατε, κατέστησε αδύνατο να εξεταστεί πρώτο κατά πόσο πράγματι τέτοιες υπηρεσίες είχαν παρασχεθεί και δεύτερο χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της επιχείρησης που ασκείτε.
Ενόψει των πιο πάνω:
� το συνολικό ποσό των £4.582,13 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από δυνάμει του άρθρου 34(1) και (2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 1990. Οι φορολογικές σας δηλώσεις έχουν αναπροσαρμοστεί όπως φαίνεται στον Πίνακα που επισυνάπτεται, ο οποίος δείχνει και το ποσό του φόρου που βεβαιώνεται χωριστά για κάθε φορολογική περίοδο, και
� καλείστε δυνάμει του άρθρου 36 του ιδίου Νόμου, να καταβάλετε £4.370,13 (τέσσερις χιλιάδες τριακόσιες εβδομήντα λίρες και δεκατρία σεντ). Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει τον επιπρόσθετο πληρωτέο φόρο, στον υπολογισμό του οποίου λήφθηκε υπόψη το πιστωτικό σας υπόλοιπο στις 29.2.96. Δεν περιλαμβάνει όμως τους τόκους και τις χρηματικές επιβαρύνσεις που σας έχουν ήδη επιβληθεί για την εκπρόθεσμη υποβολή 2 φορολογικών δηλώσεων και την μη καταβολή των οφειλόμενων ποσών.
Η πληρωμή του εν λόγω ποσού πρέπει να γίνει μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία της επιστολής αυτής σε ένα από τα καταστήματα των εμπορικών τραπεζών ή των συνεργατικών ιδρυμάτων που συνεργάζονται με την Υπηρεσία Φ.Π.Α., χρησιμοποιώντας το Μέρος Β του εντύπου Φ.Π.Α. 4 που εσωκλείεται. Μετά την πληρωμή το πρώτο αντίτυπο θα πρέπει να αποσταλεί στον Έφορο Φ.Π.Α., 1471 Λευκωσία.
Παρακαλώ σημειώστε ότι το ποσό αυτό αποτελεί αστικό χρέος προς τη Δημοκρατία και ότι η πληρωμή του δεν αποκλείει την επιβολή διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων.
Η εταιρεία στη συνέχεια, με επιστολή της ημερομηνίας 13.6.1997, υπέβαλε ένσταση κατά της επιβληθείσας φορολογίας. Σε αυτή αναφέρεται ότι δεν έγινε διάθεση περιουσιακών στοιχείων της χωρίς αντιπαροχή, και συγκεκριμένα ότι δεν παρεχωρήθησαν τουριστικά λεωφορεία, αφού δεν υπήρχαν διαδρομές να εκτελέσουν, σε σχέση με τα οποία είχε επιβληθεί φόρος £1,008.80. Και ότι, αναφορικά με τη διεκδικούμενη πίστωση φόρου £2,240, αυτή ήταν αυθαίρετη, χωρίς να παρέχονται περαιτέρω στοιχεία παρά μόνο προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι σε κάποια υπόθεση ο Έφορος διεκδικούσε το ποσό αυτό εναντίον της Diprose Ltd για να καταδειχθεί αντίφαση στη στάση του Εφόρου. Ο Έφορος απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 28.7.1997 με την οποία πληροφορούσε την Εταιρεία ότι δεν μπορούσε να αναθεωρηθεί η βεβαίωση φόρου καθ΄όσον:
"
1. Παραχώρηση τουριστικών λεωφορείων χωρίς αντιπαροχή.Η παραχώρηση των τουριστικών σας λεωφορείων χωρίς αντιπαροχή σε άλλο πρόσωπο, αφορά τα υπ΄αριθμό εγγραφής WM363, RF765 και RK172 για τους συγκεκριμένους μήνες που αναφέρονται στον Πίνακα που επισυνάπτεται. Ο διευθυντής σας κος Τ. Μαρκίδης δήλωσε ότι όλα τα λεωφορεία σας ευρίσκοντο στην διάθεση άλλης επιχείρησης, γεγονός που επιβεβαιώθηκε, με εξαίρεση 2 λεωφορείων των υπ΄αριθμό SL522 και RB563, από το μητρώο προκρατήσεων (Reservation Report) της εταιρείας Κ.Ε.Μ. Tours Ltd που εκμεταλλεύετο τα υπό αναφορά λεωφορεία. Στο εν λόγω μητρώο αναγράφονταν καθημερινά οι διαδρομές που εκτελούντο, ο αριθμός του λεωφορείου και το όνομα του οδηγού.
2. Φόρος εισροών επί των "διοικητικών εξόδων"
.Η μη παραχώρηση της πίστωσης του φόρου που σας χρέωσε η εταιρεία Diprose Ltd για "διοικητικά έξοδα" δεν είναι αυθαίρετη αλλά στηρίζεται στα γεγονότα που αναφέρθηκαν στο σημείο 3 της επιστολής βεβαίωσης φόρου με ημερομηνία 27.5.97. Σε περίπτωση που κατέχετε οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία που δεν ήταν σε γνώση του Εφόρου Φ.Π.Α. κατά τη διάρκεια της περιόδου που οι φορολογικές σας υποθέσεις βρίσκονταν υπό διερεύνηση μπορείτε να μας τα παρουσιάσετε για να αξιολογηθούν σε συνδυασμό με τα στοιχεία που προέκυψαν από τον έλεγχο.
Σχετικά με την ποινική υπόθεση αρ. 1223/95 απλώς θα ήθελα να αναφέρω ότι τα ποσά που η εταιρεία Diprose Ltd καλείται να καταβάλει αφορούν τον οφειλόμενο φόρο σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε στην Υπηρεσία Φ.Π.Α."
Η προσφυγή προσβάλλει και αυτή την απόφαση. Παρατίθενται δε δύο νομικά σημεία επί των οποίων και βασίζεται η προσφυγή, τα ακόλουθα:
"α. Η απόφαση των καθ΄ων η Αίτηση αντιβαίνει προς το άρθρο 24 του Συντάγματος και τείνει να επιβάλει ή υπέβαλε στους Αιτητές φόρους ή τέλη μή ανταποκρινόμενα προς τις πραγματικές νόμιμες υποχρεώσεις τους.
β. Η απόφαση τους καθ΄ων η Αίτηση αντιβαίνει στο άρθρο 24 του Συντάγματος ελήφθη κατ΄επίκλιση του Νόμου 246/1990 ο οποίος είναι αντισυνταγματικός ή κατ΄επίκλιση των κανονισμών ή των κανονισμών του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Αυτοπαραδόσεις) Κανονισμοί του 1991 (ΔΚΠ 203/91) οι οποίοι έχουν εκδοθεί σε αντίθεση ή χωρίς την εξουσιοδότηση του σχετικού νόμου 246/1990."
Στη γραπτή του αγόρευση όμως ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εταιρεία, εκτός του ότι εγκαταλείπει την αμφισβήτηση του ποσού των £1,333.33 σε σχέση με την πώληση του λεωφορείου, δεν συζητά καθόλου το δεύτερο νομικό σημείο στο οποίο στηρίζεται η αίτηση, δηλαδή ότι ο Νόμος 246/90 είναι αντισυνταγματικός και ότι ο Κανονισμός 203/91 είναι ultra vires του Νόμου 246/90. Ούτε συζητά καθόλου τον ισχυρισμό που προβάλλεται τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο νομικό σημείο, δηλαδή ότι η απόφαση αντιβαίνει προς το άρθρο 24 του Συντάγματος. Όλα αυτά βέβαια θεωρούνται εγκαταλειφθέντα. Οφείλω όμως να παρατηρήσω ότι η ίδια η αναφορά στα πιο πάνω στα νομικά σημεία είναι, εν πάση περιπτώσει, ανεπαρκής αφού ούτε εξηγείται με ποιο τρόπο η απόφαση αντιβαίνει προς το Άρθρο 24 και προς ποια πρόνοια του, ούτε εξηγείται η αόριστη θέση ότι ο Νόμος 246/90 είναι αντισυνταγματικός και οι Κανονισμοί ultra vires.
Απομένει λοιπόν να εξετασθεί το υπόλοιπο του πρώτου νομικού σημείου, ότι δηλαδή η απόφαση επιβάλλει στην Εταιρεία φόρο μη ανταποκρινόμενο προς τις πραγματικές νομικές υποχρεώσεις της. Η βασική θέση του κ. Παπαθεοδώρου είναι ουσιαστικά ότι η απόφαση του Εφόρου δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή επί των στοιχείων τα οποία είχε ενώπιον του ως αποτέλεσμα της έρευνας του. Για το ποσό των £1,008.80, ο κ. Παπαθεοδώρου λέγει ότι η ισχυριζόμενη από τον Έφορο παραχώρηση των λεωφορείων, επί της οποίας και επιβλήθηκε, δεν έγινε και ότι η απόφαση του Εφόρου ότι έγινε ήταν αστήρικτη. Για το ποσό των £2,240.00, ο κ. Παπαθεοδώρου λέγει ότι υπήρχαν ενώπιον του Εφόρου τα στοιχεία τα οποία δικαιολογούσαν τη σχετική χρέωση της Εταιρείας από την Diprose Ltd, με αποτέλεσμα ο Έφορος να μην άσκησε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του επί των δεδομένων, κατά παράβαση των νομολογημένων αρχών που διέπουν την εξουσία του. Περαιτέρω, ο κ. Παπαθεοδώρου αναφέρεται στην
εκκρεμούσα προσφυγή 753/97 μεταξύ του Εφόρου και της εταιρείας KEM Tours Ltd στην οποία λέγει ότι ο Έφορος ανεγνώρισε στους εκεί Αιτητές πίστωση φόρου για αντίστοιχες χρεώσεις από την εταιρεία Diprose Ltd, επισυνάπτοντας και σχετικό έγγραφο.Στην αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία εγείρει κατ΄αρχή προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 28.7.1997 στερείται εκτελεστότητας ως βεβαιωτική εκείνης της 27.5.1997, στηρίζοντας την εισήγηση της με εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία. Επί της ουσίας, η κα. Κυριακίδου, αφού αναλύει τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών όπως και τη νομολογία, εισηγείται ότι δεν έχει βάση η θέση της Εταιρείας ότι ο Έφορος δεν χρησιμοποίησε την κρίση του κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και ότι η θέση του Εφόρου είναι πλήρως τεκμηριωμένη.
Όσον αφορά την προδικαστική ένσταση, παρατηρώ ότι το θέμα μπορεί να εξετασθεί παρά το ότι δεν εγείρεται στην Ένσταση, ακόμα και ex proprio motu, αφού αφορά την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης ως θέμα δημόσιας πολιτικής (ίδε: Δημοκρατία ν. Ματθαίου
, Α.Ε. 832, ημερ. 12.7.1990), και ορθώς δεν υπήρξε ένσταση από τον κ. Παπαθεοδώρου. Ο κ. Παπαθεοδώρου υποδεικνύει ότι το θέμα είναι μόνο θεωρητικής και όχι πρακτικής σημασίας αφού η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη σε σχέση τόσο με την απόφαση της 27.5.1997 όσο και με εκείνη της 28.7.1997, το δε περιεχόμενο των δύο είναι ταυτόσημο. Το θέμα έχει όμως σημασία σε σχέση με το ποια από τις δύο αποφάσεις θα ακυρωθεί σε περίπτωση ευνοϊκού αποτελέσματος για την Αίτηση. Το βέβαιο είναι ότι δεν μπορούν να προσβάλλονται και οι δύο αποφάσεις. Αν μεν η απόφαση της 28.7.1997 είναι βεβαιωτική εκείνης της 27.5.1997, τότε μόνο η πρώτη μπορεί να προσβληθεί, με βάση τη γενική αρχή της μη εκτελεστότητας βεβαιωτικών πράξεων (ίδε: Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054, Razis v. Republic (1983) 3 CLR 1917). Αν δε η απόφαση της 28.7.1997 δεν είναι βεβαιωτική εκείνης της 27.5.1997, τότε μόνο η δεύτερη μπορεί να προσβληθεί αφού η πρώτη θα είχε ενσωματωθεί στη δεύτερη (ίδε: Κογκορόζης ν. Επιτροπής Σιτηρών, 309/92, 12.10.1992). Το σχετικό ερώτημα είναι βέβαια κατά πόσο υπήρξε νέα έρευνα στη βάση νέων στοιχείων (ίδε: Στασινόπουλος, Δίκαιον Διοικητικών Διαφορών, 4η έκδοση, σ. 176, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, Κεφ. Ε΄, §3, ΙΙΙ, σ. 241, Salamis Holdings Ltd v. Municipality of Famagusta (1974) 3 CLR 24). Έχω την άποψη ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε νέα έρευνα και η επιστολή της 28.7.1997 ήταν απλώς βεβαιωτική εκείνης της 27.5.1997. Κανένα νέο στοιχείο δεν ετέθη ενώπιον του Εφόρου με την ένσταση της 16.6.1997 ή άλλως πως, παρά μόνο ισχυρισμοί, όλα δε τα εγειρόμενα θέματα που ήσαν σχετικά είχαν ήδη καλυφθεί από τον Έφορο στην επιστολή της 27.5.1997 σε αναφορά με όλα τα στοιχεία που ήσαν ήδη ενώπιον του. Ούτε διαφοροποιήθηκε η νομική υποχρέωση της Εταιρείας όπως είχε ήδη επέλθει και καθορισθεί με την επιστολή της 27.5.1997.Επί της ουσίας. Το νομικό πλαίσιο στο οποίο ενήργησε ο Έφορος δεν είναι υπό αμφισβήτηση. Ο Έφορος διεξήγαγε τον έλεγχο δυνάμει του άρθρου 42 του Νόμου και προέβη στη βεβαίωση φόρου δυνάμει του άρθρου 34(1) του Νόμου. Στο επίκεντρο της εξέτασης του θέματος είναι κατά πόσο η απόφαση του ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις, με δεδομένο ότι το δικαστήριο δεν υποκαθιστά εαυτό στην κρίση του Εφόρου ως διοικητικού οργάνου αλλά διαπιστώνει τη νομιμότητα της άσκησης της εξουσίας του ως εντός των ορίων της (ίδε:
Mavrides v. Republic (1967) 3 CLR 147, Georghiades v. Republic (1980) 3 CLR 525), το βάρος ανατροπής της οποίας φέρει βέβαια ο Αιτητής. Σε αναφορά με αυτό το κριτήριο είναι που ερμηνεύεται και η πρόνοια του άρθρου 34(1) ότι ο Έφορος προβαίνει στη βεβαίωση του φόρου "χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του", και έχοντας υπ΄όψη ότι είναι ο φορολογούμενος που έχει τη βασική ευθύνη να τηρεί όλα τα αναγκαία βιβλία και λογαριασμούς (ίδε: Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις ΟΚΑΠΙ Λτδ ν. Δημοκρατίας, 135/89, 30.6.1990, Rainbow v. Republic (1984) 3 CLR 846, Tryfonos v. Republic (1984) 3 CLR 884). Ο προσδιορισμός της υποχρέωσης του Εφόρου έχει επεξηγηθεί στην Αγγλική νομολογία, η οποία έχει υιοθετηθεί και εδώ. Όπως το έθεσε ο Woolf, J., στην υπόθεση Van Boeckel v. CEC (1981) STC 290 στις σελίδες 292-293:"..... it should be recognised, particularly bearing in mind the primary obligation, to which I have made reference, of the taxpayer to make a return himself, that the commissioners should not be required to do the work of the taxpayer in order to form a conclusion as to the amount of tax which, to the best of their judgment, is due. In the very nature of things frequently the relevant information will be readily available to the taxpayer, but it will be very difficult for the commissioners to obtain that information without carrying out exhaustive investigations. In my view, the use of the words 'best of their judgment' does not envisage the burden being placed on the commissioners of carrying out exhaustive investigations. What the words 'best of their judgment' envisage, in my view, is that the commissioners will fairly consider all material placed before them and, on that material, come to a decision which is one which is reasonable and not arbitrary as to the amount of tax which is due. As long as there is some material on which the commissioners can reasonably act then they are not required to carry out investigations which may or may not result in further material being placed before them."
Kαι στην υπόθεση
Farnocchia v. CEC, (1994) STC 881 στη σελ. 886:"... it is not necessary for the commissioners to conduct exhaustive inquiries and investigate every point of detail in order to assess the amount of the tax due by a person who is in default. The obligation is on the taxpayer in the first instance to furnish returns to the commissioners in respect of each period which are true and complete. The process is one of self-assessment, based on the information kept by and available to the taxpayer. Where the taxpayer fails in that obligation, the commissioners may make an assessment to the best of their judgment of the tax which is due for the relevant period. But it is the exercise of best judgment which is required at this stage not a complete reinvestigation down to the point of every detail. The longer the period to be covered by the assessment the more unreasonable it may be thought to be for the commissioners to have to investigate all the facts over the entire period in order to arrive at the assessment. In principle, therefore, it was open to the commissioners to select a shorter period than that which was to be covered by the assessment in order to arrive at an appropriate figure for the food to drink ratio on which that assessment was to be based."
Περαιτέρω αναφορά γίνεται στις υποθέσεις Στυλιανού ν. Δημοκρατίας
, 94/97, 8.4.1998, Dionysios Bros Leathers Co Ltd ν. Δημοκρατίας, 806/95, 20.2.1998, Diorelli Enterprises ν. Δημοκρατίας, 805/95, 28.11.1997, Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, 645/97, 20.4.1999, Ππόλου ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, 396/91, 26.10.1992, Τσαγγαρίδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, 182/93,. 28.7.1995.Eίναι η θεωρημένη μου κατάληξη ότι στην προκειμένη περίπτωση κανένα στοιχείο δεν αντιστρατεύεται τη νομιμότητα της απόφασης του Εφόρου ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και ως βασισθείσας στην κατά το καλύτερο δυνατό χρήση της κρίσης του. Κατ΄αρχή, τα τεθέντα ενώπιον μου έγγραφα δείχνουν ότι ο Έφορος διεξήγαγε μια διεξοδική και επιμελή έρευνα στα στοιχεία της Εταιρείας που και η δέουσα ήταν και επαρκέστατη στα πιο πάνω προσδιορισθέντα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του. Η πληρότητα και αποτελεσματικότητα της έρευνας του παρέχει ισχυρό έδαφος για την περαιτέρω κρίση του όσον αφορά τα αποφασισθέντα. Η έρευνα απεκάλυψε δε τη μη τήρηση από την Εταιρεία βιβλίων, αρχείων και στοιχείων που απαιτείται όπως τηρούνται από το Νόμο, περιλαμβανομένων λογιστικών βιβλίων, του λογαριασμού ΦΠΑ, των συνοπτικών καταστάσεων των εκδοθέντων τιμολογίων και στοιχείων αναφορικά με τη διάθεση των περιουσιακών της στοιχείων σε άλλα πρόσωπα χωρίς αντιπαροχή. Κανένα στοιχείο και κανένα επιχείρημα δεν υπάρχει ότι η κατάληξη αυτή του Εφόρου δεν ήταν ορθή και εύλογη. Απεναντίας, όλα δείχνουν ότι ήταν απόλυτα δικαιολογημένη.
Το ίδιο ισχύει για τα επί μέρους δύο προσβαλλόμενα συμπεράσματα του Εφόρου. Η απόφαση του ότι παρεχωρήθησαν τρία συγκεκριμένα λεωφορεία στην εταιρεία Diprose Ltd χωρίς αντιπαροχή, πράγμα που συνιστούσε παροχή υπηρεσιών δυνάμει του άρθρου 6(8), προέκυπτε σαφώς από τα συλλεγέντα στοιχεία, που περιλάμβαναν τη δήλωση του ίδιου του Διευθυντή της Εταιρείας και τις καταγραφές στο μητρώο προκρατήσεων της ΚΕΜ Tours Ltd (στην οποία τα παραχώρησε η Diprose Ltd) στο οποίο αναγράφονταν καθημερινά οι διαδρομές που εκτελούντο από κάθε λεωφορείο. Κανένα στοιχείο δεν υπάρχει δε που να αναιρεί αυτή τη διακρίβωση, παρά μόνο ο γυμνός ισχυρισμός της Εταιρείας ότι τέτοια διάθεση δεν έγινε. Ομοίως, ο υπολογισμός από τον Έφορο
του οφειλόμενου φόρου επί της εν λόγω διάθεσης ήταν καθ΄όλα στα πλαίσια του Νόμου 246/90 και της άσκησης της προς τούτο εξουσίας του Εφόρου όπως αναλύθηκε ανωτέρω. Όλα αυτά περιλαμβάνονται και αναλύονται στην έκθεση του Εφόρου ημερομηνίας 23.5.1997 και στα εν γένει στοιχεία.Εξ ίσου εύλογα επιτρεπτή ήταν η απόφαση του Εφόρου να μην επιτρέψει την πίστωση φόρου, αφού τα στοιχεία στο σύνολο τους στήριζαν την άποψη του ότι η ισχυριζόμενη παροχή των υπηρεσιών δεν αιτιολογείτο επαρκώς. Στα ίδια τα τιμολόγια που αφορούσαν τις εν λόγω υπηρεσίες υπήρχε αναφορά σε διοικητικά έξοδα χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε περιγραφή ή επεξήγηση για προσδιορισμό της. Ο δε διευθυντής της Εταιρείας, ερωτηθείς, δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε εξηγήσεις, ούτε υπήρχε οποιαδήποτε
γραπτή συμφωνία ή αναφορά. Μάλιστα ο διευθυντής της Εταιρείας, ερωτηθείς για το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών και την ακολουθούμενη τιμολογιακή πολιτική κατά τη χρέωση των διοικητικών εξόδων, απάντησε "κουτουρού", ακολούθως δε ότι "Όταν ανακαλύψετε τι περιλαμβάνουν να μου πείτε να μάθω κι εγώ". Ενώ τα όσα ανάφερε η υπεύθυνη για τις φορολογικές δηλώσεις της Εταιρείας, η οποία εν πάση περιπτώσει είπε ότι δεν ήταν σίγουρη και υπέθετε ότι έτσι θα ήταν, σε εξήγηση των δύο τιμολογίων, εξετάσθησαν και ευρέθησαν να μην ευσταθούν, όπως λεπτομερώς αναφέρει ο Έφορος στην έκθεση του της 23.5.1997, στην οποία και παραπέμπω, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Diprose Ltd δεν παρείχε ουσιαστικά οποιεσδήποτε υπηρεσίες προς την Εταιρεία ή ότι οποιεσδήποτε παρεχόμενες υπηρεσίες ήσαν ασήμαντες και καθόλου συγκρίσιμες με το ύψος των τιμολογήσεων. Λέγω δε ότι θα με εξέπληττε αν ο Έφορος είχε καταλήξει σε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα με τα ενώπιον του στοιχεία, όπως τα αναλύει στην έκθεση του, δοθέντος και του ότι το βάρος έφερε η Εταιρεία, για να τονίσω το εύλογο του συμπεράσματος και της απόφασης του να μην επιτρέψει την εν λόγω πίστωση. Στο πλαίσιο αυτό παρατηρώ ότι η επίκληση από τον κ. Παπαθεοδώρου, του ότι ο Έφορος επέτρεψε πίστωση για διοικητικά έξοδα της Diprose Ltd στην εταιρεία KEM Tours Ltd για να εισηγηθεί ότι η αρχή της ισότητας επιβάλλει να αναγνωρίσει ανάλογη πίστωση και στην εταιρεία στην παρούσα περίπτωση, δεν έχει έρεισμα στη λογική και το δεύτερο είναι non sequitur του πρώτου. Η κάθε περίπτωση εξετάζεται με βάση τα δικά της δεδομένα, αν δε αναφερόμουν στην έκθεση για τη KEM Tours Ltd την οποία επισυνάπτει ο κ. Παπαθεοδώρου στην αγόρευση του (που αμφιβάλλω αν είναι επιτρεπτό) θα έλεγα ότι είναι καθαρή η διαφορά αφού εκεί ο Έφορος ευρίσκει ότι η αποδοχή της πίστωσης δικαιολογείται με βάση τα ενώπιον του στοιχεία που ήσαν πολύ διαφορετικά και τεκμηρίωναν την κατάληξη του. Κάτι τέτοιο δεν υπήρχε εδώ.Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η Αιτήτρια Εταιρεία θα καταβάλει τα έξοδα της Δημοκρατίας.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π