ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 462/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Panas Management Co Ltd

Αιτητών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Εφόρου Φόρου Εισοδήματος

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

8 Ioυνίου 1999

Για τους Αιτητές: κ. Σπ. Ευαγγέλου.

Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κα. Λ. Ζανέτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

----------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η προσφυγή αυτή επιδιώκει δύο θεραπείες:

1. Την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος να επιβάλει στην Αιτήτρια Εταιρεία πρόσθετο φόρο ανερχόμενο σε 10% επί της διαφοράς του εξακριβωθέντος τελικού και του δηλωθέντα προσωρινού φόρου της για το 1991.

2. Την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος να μην επιτρέψει το συμψηφισμό των ζημιών της Εταιρείας για το 1993 με τα κέρδη άλλης εταιρείας για το 1993.

Και οι δύο αποφάσεις περιέχονται σε ειδοποίηση επιβολής φορολογίας ημερομηνίας 27.3.1997 και ελήφθησαν μετά από ενστάσεις στις αρχικές φορολογίες οι οποίες και έτσι επιβεβαιώθησαν. Η Εταιρεία είχε δηλώσει μηδέν εισόδημα στο έντυπο υπολογισμού προσωρινής φορολογίας για το 1991, ενώ το τελικά διαπιστωθέν εισόδημα της, μετά την υποβολή της φορολογικής δήλωσης, ήταν £1,661, το οποίο έφερε φόρο £216.10. Επί του ποσού των £216.10 ο Έφορος επέβαλε τον πρόσθετο φόρο 10%, ήτοι £21.61, για τον υπολογισμό του οποίου παραπονείται η Εταιρεία. Το παράπονο της Εταιρείας για το 1993 είναι ότι η διαπιστωθείσα για το εν λόγω έτος ζημιά της ανερχομένη σε £4,625 έπρεπε να είχε συμψηφισθεί με τα κέρδη της εταιρείας Zambezi Properties Ltd ως εταιρειών του ιδίου συγκροτήματος. Εν πάση περιπτώσει όμως, στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εταιρεία εγκατέλειψε τη δεύτερη θεραπεία που επιδιώκεται με την προσφυγή, εν όψει πρόσφατης νομολογίας.

Όσον αφορά το εναπομείναν θέμα, τα πράγματα διέπονται κατ΄αρχή από το άρθρο 26(1) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων, το οποίο προνοεί:

"Οσάκις δ΄εν έτος το αντικείμενον του προσωρινού φόρου είναι χαμηλότερον των τριών τετάρτων του αντικειμένου του φόρου ως τούτο θα έχει τελικώς εξακριβωθεί, το πρόσωπον τούτο υπόκειται, επιπροσθέτως προς το ποσόν του κανονικού φόρου, εις πληρωμήν ποσού ίσου προς το εν δέκατον της διαφοράς μεταξύ του ποσού του φόρου ως τούτο έχει τελικώς εξακριβωθεί και του ποσού του προσωρινού φόρου του πληρωτέου ή πληρωθέντος συμφώνως προς τις διατάξεις του παρόντος Μέρους:

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η φορολογία υπολογίσθηκε ως εξής: Η Εταιρεία είχε για το 1991 κέρδη £1,661 και εκ μεταφοράς ζημιά προηγούμενων ετών £1,161. Σύμφωνα με το άρθρο 34 του εν λόγω Νόμου, το προκύπτον ποσό των £500 εφορολογείτο με συντελεστή 20% (άρθρο 34(1), δίδοντας φόρο £100, το δε υπόλοιπο ποσό των £1,161 εφορολογείτο με συντελεστή 10% (άρθρο 34(2)), δίδοντας φόρο £116.10, δηλαδή συνολικά £216.10, επί του οποίου υπελογίσθη ο πρόσθετος φόρος 10%, δηλαδή £21.61, δυνάμει του άρθρου 26(1). Η θέση του κ. Ευαγγέλου είναι ότι ο υπολογισμός του πρόσθετου φόρου 10% δυνάμει του άρθρου 26(1) δεν πρέπει να είναι επί του ολικού ποσού του φόρου αλλά μόνο επί του φόρου επί του ποσού των £500 ως φορολογητέου εισοδήματος, δηλαδή των £100, και έτσι θα έπρεπε να ήταν £10 και όχι £21.61. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία απαντά επ΄αυτού λέγοντας ότι ο υπολογισμός του πρόσθετου φόρου από τον Έφορο ήταν ορθός ως συνάδων με τους ίδιους τους όρους του άρθρου 26(1).

Η εισήγηση του κ. Ευαγγέλου δεν βρίσκει στήριξη είτε στη νομολογία - και καμμιά νομολογιακή αυθεντία δεν παρατέθηκε σε στήριξη της - αλλά ούτε και στους κανόνες ερμηνείας στους οποίους παραπέμπει η κυρία Χριστοδουλίδου. Όπως ελέχθη από το Νικολαΐδη, Δ., δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Southfields Ind. Ltd ν. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 ΑΑΔ 59, στη σελ. 64:

"Σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη. Όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων."

 

Αυτός είναι και ο θεμελιακός κανόνας ερμηνείας. Στην περίπτωση του άρθρου 26(1) η φυσική και συνήθης έννοια των λέξεων είναι απόλυτα καθαρή, ορίζοντας ότι ο πρόσθετος φόρος επιβάλλεται στη διαφορά "μεταξύ του ποσού του φόρου ως τούτο είχε τελικώς εξακριβωθεί και του ποσού του προσωρινού φόρου", όπως αντελήφθη και ο Έφορος. Αντίθετα, είναι η εισηγούμενη από τον κ. Ευαγγέλου ερμηνεία που δεν απορρέει καθόλου από τους όρους του άρθρου 26(1) αφού, αν υιοθετείτο, θα συνεπάγετο την ανάγνωση στο άρθρο διακρίσεων και διαφοροποιήσεων που δεν προκύπτουν είτε ρητά είτε εξυπακουόμενα.

Ο κ. Ευαγγέλου στη γραπτή του αγόρευση εισηγείται περαιτέρω ότι το άρθρο 34(2) είναι αντισυνταγματικό. Τέτοιος λόγος ακύρωσης όμως δεν προβάλλεται στην Αίτηση και δεν μπορεί ως εκ τούτου να εξετασθεί. Στην υπόθεση Μαχλουζαρίδης ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 936/96, ημερομηνίας 3.5.1999, αναφέρθησαν τα ακόλουθα στις σελ. 4-6:

"Τη βάση προσφέρει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο οποίος προνοεί:

'7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον'.

 

Όπως παρατήρησε ο Νικήτας, Δ., στην υπόθεση Ανθούση ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 129/94, ημερ. 11.9.1995, στις σελίδες 6-7:

'Ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού επιβάλλει υποχρέωση στον Αιτητή να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή αυτή. Έχω διεξέλθει τους λόγους που απαρίθμησε ο δικηγόρος του αιτητή. Δεν είναι ορθό ότι θέτουν ειδικά θέμα αναιτιολόγητου των συνεντεύξεων από τα δύο όργανα, παρά το μεγάλο αριθμό λόγων που διατυπώνονται στην αίτηση. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι εγείρεται με πολλή γενικότητα και αοριστία π.χ. παράβαση νόμου ή κακή εφαρμογή του νόμου. Όμως αυτό δεν αρκεί. Αν η εισήγηση γινόταν δεκτή θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος. Με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. Η συγκεκριμενο- ποίηση όμως σε λογικά όρια κρίνεται απαραίτητη. Ο προτεινόμενος λόγος δεν καλύπτεται. Και εφόσον δεν λήφθηκαν τα απαραίτητα διαβήματα δεν επιτρέπεται να συζητηθεί.'

 

Και ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην υπόθεση Σπύρου και άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4:

'Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1 του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή το Νόμο, και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγομένου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερση του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις.'

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598, εξετάσθηκε από την Ολομέλεια και μια άλλη διάσταση του θέματος. Όπως παρατηρήθηκε στη σελ. 607 από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε), δίδοντας την απόφαση του δικαστηρίου:

'(1) Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει.'

 

Εις δε την υπόθεση Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 508/97, ημερ. 27.3.1998, ο Καλλής, Δ., ασχολούμενος με διορισμό στην Αστυνομία βάσει της ίδιας διαδικασίας όπως στην προκειμένη περίπτωση, είπε τα ακόλουθα στις σελίδες 10-11:

'Ακολουθεί πως τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι περίπου ταυτόσημα με εκείνα των υποθέσεων Χ"Χριστοδούλου και Σοφοκλέους (πιο πάνω). Συμφωνώ με το λόγο των πιο πάνω αποφάσεων και τις υιοθετώ. Ο αιτητής δεν βρισκόταν στον κατάλογο των επιτυχόντων. Κρίθηκε ακατάλληλος για διορισμό στην επίδικη θέση και είχε αποκλειστεί. Δεν έχει περιλάβει στην προσφυγή του λόγο ακυρώσεως που στρέφεται κατά της απόφασης του Συμβουλίου Προσλήψεων. Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης του Υπουργού και του Αρχηγού Αστυνομίας και τα νομικά σημεία βάλλουν κατά της απόφασης εκείνης. Ακολουθεί πως η νομιμότητα της σύστασης του Συμβουλίου δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί. Παραμένει για το λόγο αυτό έγκυρη και ο αιτητής, ενόψει του αποκλεισμού του, δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Για το λόγο αυτό η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, δυνάμει του άρθρου 146.2 του Συντάγματος.'

 

Και όπως επιγραμματικά το έθεσε ο Καλλής, Δ., στην υπόθεση M.P.M. Eurocan Ltd ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 611/98, ημερ. μόλις 27.4.1999, στη σελ. 3:

'Καθώς έχει νομολογηθεί, τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται στη δικογραφία. Οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο διεύρυνσης των επιδίκων θεμάτων ή προσαγωγής μαρτυρίας.'"

 

Η Αίτηση, όπως προκύπτει από την αιτούμενη θεραπεία, προσβάλλει την επιβολή του πρόσθετου φόρου στη διαφορά του εξακριβωθέντος τελικού και του προσωρινού φόρου, που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 26(1), η δε προβαλλόμενη θέση στα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η Αίτηση αφορά και πάλι την ερμηνεία του άρθρου 26(1). Εις δε τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται η Αίτηση, προβάλλεται και η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 26. Με κανένα τρόπο, είτε στα νομικά σημεία, είτε στα γεγονότα, είτε στις θεραπείες, δεν προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 34(2) και δεν είμαι διατεθειμένος να εξετάσω τέτοιο θέμα, τοσούτο μάλλον αφού πρόκειται για συνταγματικό θέμα.

Αυτά ισχύουν έτι περαιτέρω για την άλλη εισήγηση που επίσης προβάλλεται για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση, ότι δηλαδή η αναφερόμενη στην ειδοποίηση επιβολής φορολογίας υποχρέωση της εταιρείας να καταβάλει τόκο επί του ποσού του οφειλόμενου φόρου είναι άκυρη. Κάτι τέτοιο δεν θίγεται καθόλου και καθ΄οιονδήποτε τρόπο με την Αίτηση, αφού δεν περιλαμβάνεται καν στην αιτούμενη θεραπεία που περιορίζεται στον υπολογισμό του πρόσθετου φόρου, και θεωρώ ότι όχι μόνο θα συνιστούσε κακή υπηρεσία εκ μέρους του αν το δικαστήριο επέτρεπε τέτοια χαλάρωση ώστε να συζητηθεί το θέμα αυτό αλλά και προ πάντων θα οδηγούσε σε εξέταση λόγου στηρίζοντος θεραπεία που δεν ζητείται καν με την Αίτηση.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Η Αιτήτρια θα καταβάλει τα έξοδα της Δημοκρατίας.

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο