ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 386/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Λοΐζος Θεοφάνους, από τη Λευκωσία
Αιτητής
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργείου Οικονομικών
2. Εφόρου ΦΠΑ
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
17 Iουνίου 1999
Για τον Αιτητή: κ. Μιχαήλ για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κα. Ε. Καρακάννα, δικηγόρος της
Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσφυγή αυτή έχει κάποια προϊστορία. Ο Αιτητής κ. Θεοφάνους υπέβαλε στις 28.2.1992 έντυπο ΦΠΑ 1 για αρχική εγγραφή, δηλώνοντας £4,000 ως καθαρό εισόδημα στη στήλη "Αξία των φορολογητέων παραδόσεων αγαθών και των φορογητέων παροχών υπηρεσιών". Ο Έφορος, ασκώντας τις εξουσίες του, στις 7.10.1993 άρχισε τη διεξαγωγή έρευνας για να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρχε υποχρέωση εγγραφής του κ. Θεοφάνους στο Μητρώο ΦΠΑ. Ως αποτέλεσμα της έρευνας, ο Έφορος διαπίστωσε ότι όντως υπήρχε υποχρέωση εγγραφής από 1.5.1994, αφού ο κύκλος εργασιών του ήταν £15,000 ετησίως, υπερβαίνοντας έτσι τις οριζόμενες από το Νόμο £12,000, και τον ενέγραψε. Με επιστολή του δε ημερομηνίας 13.9.1994 πληροφόρησε τον κ. Θεοφάνους για τα πιο πάνω και για την υποχρέωση του να υποβάλλει δηλώσεις και να καταβάλλει τον οφειλόμενο ΦΠΑ. Μετά από περαιτέρω έρευνα με τους προμηθευτές του κ. Θεοφάνους, ο Έφορος διαπίστωσε ότι η υποχρέωση εγγραφής ήταν από 1.7.1992 και προέβη στην ανάλογη τροποποίηση στο Μητρώο, πληροφορώντας με επιστολή του ημερομηνίας 12.12.1994 τον κ. Θεοφάνους προς τούτο. Τον πληροφορούσε επίσης ότι του είχε επιβληθεί επιβάρυνση £500 για την καθυστέρηση του να γνωστοποιήσει την υποχρέωση εγγραφής του. Στις 22.2.1995 ο Έφορος απέστειλε έντυπα ΦΠΑ 8 (ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας) στον κ. Θεοφάνους, πληροφορώντας τον ότι έγινε κατ΄εκτίμηση βεβαίωση φόρου για κάθε φορολογική περίοδο από 1.7.1992 μέχρι 31.12.1994, αφού ο ίδιος δεν υπέβαλε τις δηλώσεις του, αναφέροντας το οφειλόμενο ποσό, καθώς και ότι του είχαν επιβληθεί επιβαρύνσεις για την καθυστέρηση του να υποβάλει έγκαιρα τις δηλώσεις του και να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο. Ο Έφορος συνέχισε να στέλλει ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας για τις επόμενες φορολογικές περιόδους χωρίς ανταπόκριση.
Με επιστολή του προς τον Έφορο ημερομηνίας 7.2.1997, ο δικηγόρος του κ. Θεοφάνους ανάφερε ότι ο πελάτης του πολύ πρόσφατα είχε πληροφορηθεί ότι όφειλε ΦΠΑ ανερχόμενο σε £20,000 χωρίς ο ίδιος να είχε εγγραφεί στο ΦΠΑ και χωρίς να είχε παραλάβει οποιαδήποτε αλληλογραφία του Εφόρου. Ο Έφορος απάντησε με επιστολή του ημερομηνίας 20.3.1997, αναφέροντας πως προέκυψε η εγγραφή του κ. Θεοφάνους στο Μητρώο ΦΠΑ και ότι η αλληλογραφία αποστέλλετο στη διεύθυνση που ο ίδιος ο κ. Θεοφάνους είχε δηλώσει στο έντυπο αρχικής εγγραφής. Ακολούθως, στις 27.3.1997 απέστειλε στον κ. Θεοφάνους την επιστολή ημερομηνίας 27.3.1997 με την οποία τον πληροφορούσε ότι, λόγω παράλειψης του να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις του για τις περιόδους 1.7.1992 μέχρι 30.9.1996, ο Έφορος, ασκώντας τις εξουσίες του, είχε προβεί σε κατ΄ εκτίμηση βεβαίωση του οφειλομένου φόρου, όπως αναλύετο σε επισυναπτόμενη κατάσταση χρέους, παραπέμποντας και στις προηγούμενες βεβαιώσεις που του είχαν αποσταλεί και καλώντας τον να εξοφλήσει εντός οκτώ ημερών το οφειλόμενο ποσό ύψους £20,854.85 και να υποβάλει τις δηλώσεις του.
Στην Ένσταση εγείρεται προδικαστικό θέμα ότι η εν λόγω προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά απλώς βεβαιωτική των ήδη κοινοποιηθεισών αποφάσεων του Εφόρου, ο χρόνος προσβολής των οποίων είχε βέβαια παρέλθει προ πολλού. Συμφωνώ απόλυτα. Η επιστολή αυτή εστάλη μετά που ο δικηγόρος του κ. Θεοφάνους είχε παραπονεθεί στον Έφορο για την επιβληθείσα φορολογία και αναφέρεται στην εν λόγω φορολογία όπως είχε ήδη βεβαιωθεί, καλώντας τον κ. Θεοφάνους να εξοφλήσει την οφειλή του. Με κανένα τρόπο δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η εν λόγω επιστολή είναι οτιδήποτε άλλο παρά βεβαιωτική, στα πλαίσια των καλά νομολογημένων αρχών (ίδε:
Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054, Razis ν. Republic (1983) 3 CLR 1917). Όχι μόνο δεν υπήρξε οποιαδήποτε νέα έρευνα και επανεξέταση αλλά και κανένα στοιχείο δεν διαφοροποιήθηκε που να οδηγούσε σε αναδιαμόρφωση της υφιστάμενης νομικής σχέσης. Η μόνη δε αναφορά που γίνεται στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον κ. Θεοφάνους επί του θέματος αυτού, ήτοι ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι εκτελεστή καθ΄όσον του επιβάλλει φορολογία μετά την παρέλευση οκτώ ημερών, πιστοποιεί και η ίδια το βεβαιωτικό χαρακτήρα της πράξης αφού η αναφορά στις οκτώ ημέρες ήταν ως προθεσμία πληρωμής της ήδη επιβληθείσας φορολογίας πριν ληφθούν δικαστικά μέτρα και έτσι εντελώς άσχετη με τη γένεση και ύπαρξη της ίδιας της υποχρέωσης.Ούτε όμως επί της ουσίας θα μπορούσε η προσφυγή να επιτύχει. Στην ίδια την Αίτηση αναφέρονται τρεις λόγοι ακύρωσης ως νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, ήτοι:
"1. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα.
2. Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο.
3. Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας και/ή της δέουσας αιτιολογίας."
Ως τέταρτο νομικό σημείο αναφέρεται ότι "Ο Αιτητής επιφυλάσσεται να αναφερθεί σε περαιτέρω λόγους ακύρωσης κατά την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης του".
Στα δε γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση αναφέρονται μόνο τα ακόλουθα:
"1. Οι Καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 27.3.97 πληροφόρησαν τον αιτητή ότι οφείλει φόρο ύψους ΛΚ20.854,85 για την περίοδο 1.7.1992 μέχρι 30.9.19
2. Ο αιτητής θεωρεί τους ισχυρισμούς λανθασμένους και αβάσιμους και ζητά την ακύρωση της επίδικης απόφασης."
Το αναφερόμενο ως τέταρτο νομικό σημείο δεν είναι βέβαια καθόλου νομικό σημείο, ούτε μπορούν να προβάλλονται λόγοι ακύρωσης στην αγόρευση που δεν εγείρονται καθόλου στην ίδια την Αίτηση. Στην αγόρευση του, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κ. Θεοφάνους δεν συζητά ούτε το δεύτερο νομικό σημείο, της πλάνης, περιοριζόμενος στα άλλα δύο, την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ως συσχετιζόμενα
. Και έτσι όμως, αμφιβάλλω αν αυτά μπορούν να εξετασθούν, αφού είναι τόσο γενικά διατυπωμένα στην Αίτηση ώστε να μην είναι επαρκώς αιτιολογημένα όπως απαιτείται από τον Κανονισμό 7 και τη νομολογία, ούτε υπάρχει οποιαδήποτε εξειδίκευση τους στην πολύ αόριστη αναφορά στα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η Αίτηση ότι οι ισχυρισμοί του Εφόρου είναι "λανθασμένοι και αβάσιμοι". Παραπέμπω στην απόφαση μου στην υπόθεση Μαχλουζαρίδης ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 936/96, ημερ. 3.5.1999, σελίδες 4-6:"Τη βάση προσφέρει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο οποίος προνοεί:
'7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον'.
Όπως παρατήρησε ο Νικήτας, Δ., στην υπόθεση Ανθούση ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 129/94, ημερ. 11.9.1995, στις σελίδες 6-7:
'Ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού επιβάλλει υποχρέωση στον Αιτητή να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή αυτή. Έχω διεξέλθει τους λόγους που απαρίθμησε ο δικηγόρος του αιτητή. Δεν είναι ορθό ότι θέτουν ειδικά θέμα αναιτιολόγητου των συνεντεύξεων από
Και ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην υπόθεση Σπύρου και άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4:
'Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1 του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή το Νόμο, και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγομένου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερση του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις.'
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598, εξετάσθηκε από την Ολομέλεια και μια άλλη διάσταση του θέματος. Όπως παρατηρήθηκε στη σελ. 607 από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε), δίδοντας την απόφαση του δικαστηρίου:
'(1) Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει.'
Εις δε την υπόθεση Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 508/97, ημερ. 27.3.1998, ο Καλλής, Δ., ασχολούμενος με διορισμό στην Αστυνομία βάσει της ίδιας διαδικασίας όπως στην προκειμένη περίπτωση, είπε τα ακόλουθα στις σελίδες 10-11:
'Ακολουθεί πως τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι περίπου ταυτόσημα με εκείνα των υποθέσεων Χ"Χριστοδούλου και Σοφοκλέους (πιο πάνω). Συμφωνώ με το λόγο των πιο πάνω αποφάσεων και τις υιοθετώ. Ο αιτητής δεν βρισκόταν στον κατάλογο των επιτυχόντων. Κρίθηκε ακατάλληλος για διορισμό στην επίδικη θέση και είχε αποκλειστεί. Δεν έχει περιλάβει στην προσφυγή του λόγο ακυρώσεως που στρέφεται κατά της απόφασης του Συμβουλίου Προσλήψεων. Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης του Υπουργού και του Αρχηγού Αστυνομίας και τα νομικά σημεία βάλλουν κατά της απόφασης εκείνης. Ακολουθεί πως η νομιμότητα της σύστασης του Συμβουλίου δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί. Παραμένει για το λόγο αυτό έγκυρη και ο αιτητής, ενόψει του αποκλεισμού του, δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Για το λόγο αυτό η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, δυνάμει του άρθρου 146.2 του Συντάγματος.'
Και όπως επιγραμματικά το έθεσε ο Καλλής, Δ., στην υπόθεση M.P.M. Eurocan Ltd ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 611/98, ημερ. μόλις 27.4.1999, στη σελ. 3:
'Καθώς έχει νομολογηθεί, τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται στη δικογραφία. Οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο διεύρυνσης των επιδίκων θεμάτων ή προσαγωγής μαρτυρίας.'"
Και αν όμως εξετασθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης, προκύπτει ότι δεν μπορούν να ευσταθήσουν. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κ. Θεοφάνους λέγει ότι η επιστολή της 27.3.1997 είναι αναιτιολόγητη αφού δεν αποκαλύπτει τα στοιχεία επί των οποίων βασίσθηκε ο Έφορος, κατ΄ακολουθία δε ότι δεν αποκαλύπτεται ούτε δέουσα έρευνα. Τα στοιχεία όμως, τα οποία είναι και ενώπιον του δικαστηρίου, ήσαν όλα ενώπιον του Εφόρου ως αποτέλεσμα της δέουσας και εκτεταμένης έρευνας την οποία διεξήγαγε, όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, μέσα στα πλαίσια των εξουσιών του, και η αιτιολογία παρέχεται πλήρως από αυτά καθώς και από τα προηγουμένως αναφερθέντα από τον Έφορο στις επιστολές και βεβαιώσεις φόρου που απέστελλε στον κ. Θεοφάνους.
Η προσφυγή λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Ο κ. Θεοφάνους θα καταβάλει τα έξοδα της Δημοκρατίας.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π