ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 108/98

Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:-

ΣΟΦΟΚΛΗ Χ"ΣΤΕΦΑΝΟΥ, εκ Ξάνθη Ξενιέρου 6Α, 1015 Λευκωσία

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας του Υπουργείου Οικονομικών

Καθ΄ ου η Αίτηση

_ _ _ _ _ _ _ _

24 Ιουνίου, 1999

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για τον Αιτητή: Κος. Σ. Αγγελίδης.

Για τον Καθ΄ ου η Αίτηση: Κα. Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

_ _ _ _ _ _ _ _

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση, Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερομηνίας 26/1/1998, να τον εγγράψει αναδρομικά στο Μητρώο Φόρου Προστιθεμένης Αξίας (Μητρώο Φ.Π.Α.), από 1/5/1994, και να του επιβάλει, ταυτόχρονα, χρηματική επιβάρυνση £1.600,00 με το αιτιολογικό ότι καθυστέρησε για δώδεκα μήνες να γνωστοποιήσει την υποχρέωση του για εγγραφή στο Μητρώο Φ.Π.Α., είναι άκυρη.

Το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης είναι το ακόλουθο.

Ο αιτητής έχει ως εμπορική δραστηριότητα σχολή εκπαίδευσης μαθητευομένων οδηγών αυτοκινήτου στη Λευκωσία. Σήμερα είναι πρόσωπο εγγεγραμμένο στο Μητρώο Φ.Π.Α..

Στις 17/7/1996 το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Λευκωσίας, ασκώντας τις εξουσίες του με βάση τις διατάξεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Νόμος Αρ. 246/90), επισκέφθηκε τα υποστατικά του αιτητή για να διερευνήσει το ενδεχόμενο αυτός να είχε υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α.. Με βάση στοιχεία που εξασφαλίστηκαν από ένα ημερολόγιο των "ραντεβού" του αιτητή και ένα βιβλίο που τηρούσε για την Αρχή Αδειών διαπιστώθηκε ότι αυτός είχε υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α. από 1/5/1995 με βάση τα ΄Αρθρα 13(1)(α)(i) και 14(1) του Νόμου 246/90. Επίσης διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής είχε παραλείψει για δεκαπέντε μήνες να γνωστοποιήσει στον ΄Εφορο την υποχρέωση του για εγγραφή στο Μητρώο. ΄Υστερα από τις διαπιστώσεις αυτές ο ΄Εφορος Φ.Π.Α., με επιστολή του ημερομηνίας 9/8/1996, πληροφόρησε τον αιτητή ότι τον ενέγραψε στο Μητρώο Φ.Π.Α. από 1/5/1995 και ότι, ταυτόχρονα, του επέβαλε χρηματική επιβάρυνση £250,00 για την καθυστέρηση του να γνωστοποιήσει την υποχρέωση του για εγγραφή στο Μητρώο Φ.Π.Α..

Μέσα στον ίδιο χρόνο, ήτοι το 1996, το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Λευκωσίας διεξήγαγε ευρεία έρευνα για να διαπιστώσει τον κύκλο εργασιών των σχολών εκπαίδευσης μαθητευομένων οδηγών αυτοκινήτου. Για τους σκοπούς της έρευνας ζητήθηκαν πληροφορίες και στοιχεία από το Σύνδεσμο Εκπαιδευτών Μαθητευομένων Οδηγών και από το Γραφείο Εξεταστών της Αρχής Αδειών του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.

Από τα στοιχεία της έρευνας αυτής διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής είχε υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α. από 1/5/1994 αφού, κατά την τρίμηνη περίοδο από 1/1/1994 μέχρι 31/3/1994, ο κύκλος εργασιών του, το ύψος δηλαδή των φορολογητέων παροχών υπηρεσιών που είχε πραγματοποιήσει κατά την εν λόγω περίοδο, υπολογίσθηκε ότι ήταν £4.200,00. Με βάση τη διαπίστωση αυτή ο ΄Εφορος Φ.Π.Α., με επιστολή του ημερομηνίας 10/6/1997, πληροφόρησε τον αιτητή ότι η ημερομηνία έναρξης ισχύος της εγγραφής του στο Μητρώο Φ.Π.Α. ετροποποιείτο από 1/5/1995 σε 1/5/1994 και ότι, ταυτόχρονα, του επιβάλλετο χρηματική επιβάρυνση £600,00 για το χρονικό διάστημα από 1/5/1994 μέχρι 30/4/1995, δυνάμει του ΄Αρθρου 21Α του Νόμου 246/90, διότι καθυστέρησε για δώδεκα μήνες να γνωστοποιήσει την υποχρέωση του για εγγραφή στο Μητρώο Φ.Π.Α..

Τέσσερις περίπου μήνες αργότερα, με επιστολή του ημερομηνίας 21/10/1997, ο αιτητής υπέβαλε αμφισβήτηση στην πιο πάνω απόφαση του Εφόρου Φ.Π.Α. και ζήτησε να επανεξετασθούν οι υποθέσεις του υποδεικνύοντας στοιχεία τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ήσαν διαφορετικά από εκείνα που εξασφάλισε η Υπηρεσία Φ.Π.Α..

Από τη σύγκριση των στοιχείων που υπέβαλε ο αιτητής με εκείνα του Βιβλίου Εξεταστών της Αρχής Αδειών του Τμήματος Οδικών Μεταφορών διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:-

(α) Σε σύγκριση των ονομάτων των μαθητών, όπως παρουσιαζόταν στην κατάσταση που υπέβαλε ο αιτητής, με τα ονόματα που καταγράφηκαν από τα στοιχεία του Τμήματος Οδικών Μεταφορών για το 1994 και το 1995 δαπιστώθηκε ότι υπήρχε διαφορά αφού δεν εντοπίσθηκαν όλα τα ονόματα. (Σχετικός είναι ο συγκριτικός πίνακας που επισυνάπτεται ως Παράρτημα "Θ" στην ΄Ενσταση.)

(β) Υπήρχαν διαφορές στα στοιχεία τα οποία διαπιστώθηκαν κατά την επίσκεψη στα υποστατικά του αιτητή στις 17/7/1996 σε σχέση με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν με την αμφισβήτηση.

Εν όψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, ο καθ΄ ου η αίτηση απέρριψε ως αναξιόπιστα τα στοιχεία που υποβλήθηκαν με την αμφισβήτηση και, με την προσβαλλόμενη απόφαση, που περιέχεται στην επιστολή του προς τον αιτητή ημερομηνίας 26/1/1998, τον πληροφόρησε ότι επέμενε στην αρχική του απόφαση, δηλαδή εκείνη που περιείχετο στην επιστολή του προς τον αιτητή ημερομηνίας 10/6/1997. Η επιστολή της 21/1/1998 έχει ως εξής:-

"Κύριε,

Αμφισβήτηση της αναδρομικής εγγραφής σας

στο μητρώο από 1/5/94

 

Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 21/10/97 και σας πληροφορώ ότι δεν κατέστη δυνατόν να αναθεωρηθεί η απόφαση για αναδρομική εγγραφή σας στο Μητρώο Φ.Π.Α. από 1/5/94 για τους εξής λόγους:

1. Τα στοιχεία τα οποία μας έχετε παρουσιάσει αποδείχθηκαν αναξιόπιστα, τόσο σε σύγκριση με τα στοιχεία που προέκυψαν κατά τον έλεγχο των βιβλίων και αρχείων σας που έγινε τον Αύγουστο του 1996, όσο και με τα επιπρόσθετα στοιχεία που προέκυψαν, μετά από δική μας έρευνα, στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών.

2. Πιο συγκεκριμμένα, διαπιστώθηκε ότι υπάρχει σημαντική διαφορά στον αριθμό των μαθητών που είναι καταχωρημένοι στα βιβλία σας για το 1994 σε σύγκριση με τα στοιχεία του Τμήματος Οδικών Μεταφορών. Στα δικά σας στοιχεία παρουσιάζονται να έχουν παρακαθήσει σε εξετάσεις για την απόκτηση άδειας οδηγού 92 μαθητές για αυτοκίνητο σαλούν και 20 μαθητές για λεωφορείο, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία του Τμήματος Οδικών Μεταφορών οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 107 και 83 μαθητές.

3. Αναφορικά με τις εξετάσεις λεωφορείου, είχατε αναφέρει ότι σημαντικός αριθμός εξετάσεων, αφορά μαθητές άλλων εκπαιδευτών στους οποίους παραχωρούσατε το λεωφορείο έναντι αμοιβής και για τις οποίες δεν τηρούσατε στοιχεία. Ο ισχυρισμός αυτός, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός εφόσον δεν μας έχετε παρουσιάσει στοιχεία που να το αποδεικνύουν.

Ενόψει των πιο πάνω η απόφαση του Εφόρου Φ.Π.Α. ημερομηνίας 10/6/97 για τροποποίηση της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της εγγραφής σας από 1/5/95 σε 1/5/94 εξακολουθεί να ισχύει."

 

Στη γραπτή της αγόρευση η Δικηγόρος της Δημοκρατίας πρόβαλε την ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 21/1/1998 δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά απλώς πράξη βεβαιωτική εκείνης της 10/6/1997 και, επομένως, δεν μπορεί να προσβληθεί παραδεκτά με προσφυγή βάσει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος.

Παρ΄ όλον που η θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική δεν προβάλλεται στην ΄Ενσταση που καταχωρήθηκε εκ μέρους του καθ΄ ου η αίτηση εντούτοις θα προχωρήσω να την εξετάσω αφού, σύμφωνα με τη νομολογία, θέματα που άπτονται του παραδεκτού της προσφυγής, όπως η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης, ανάγονται στη δημόσια τάξη και, σαν τέτοια, μπορούν να εγερθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και, εν πάση περιπτώσει, εξετάζονται αυτεπάγγελτα. (Βλ., μεταξύ άλλων, Krashias Dev. ν. Δήμου ΄Εγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, στη σελ. 205.)

Σύμφωνα με τη νομολογία εκτελεστή είναι η διοικητική πράξη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομα αποτελέσματα για τον διοικούμενο, με άλλα λόγια δημιουργεί, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα και/ή υποχρεώσεις. Οι βεβαιωτικές πράξεις, δηλαδή οι πράξεις που έχουν το ίδιο περιεχόμενο με την εκτελεστή πράξη που εκδόθηκε προηγουμένως και απλώς την επιβεβαιώνουν, δεν μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή επειδή στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα. ΄Ετσι είναι βεβαιωτική η πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της διοίκησης σε προηγούμενη πράξη. Οι πράξεις όμως που εκδίδονται ύστερα από "νέα έρευνα" της υπόθεσης είναι εκτελεστές υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τη νέα έρευνα, λήφθηκαν υπόψη "νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία". Η απλή βεβαίωση από τη διοίκηση ότι έγινε νέα έρευνα δεν είναι αρκετή και δεν δεσμεύει το δικαστήριο το οποίο έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίσει κατά πόσο η προσφυγή είναι ή όχι παραδεκτή. Το νέο υλικό που χρησιμοποιήθηκε από τη διοίκηση κρίνεται αυστηρά διότι δεν πρέπει ο διοικούμενος που έχασε την προθεσμία για την προσβολή μιας εκτελεστής πράξης να μπορεί να καταστρατηγεί την προθεσμία αυτή με τη δημιουργία νέας πράξης η οποία "εξεδόθη κατ΄ επίφασιν μεν κατόπιν νέας έρευνας κατ΄ ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων". "Νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ΄ όψιν." (Βλ. σχετικά Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) σελ. 241, Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566, και τις πιο πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Δήμος Λευκωσίας ν. Μέλπως Γρηγορίου, Α.Ε. 1431 - ημερομηνίας 26/4/1996, Γιάννης Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 1603 - ημερομηνίας 29/10/1996, Γρηγόρης Θαλασσινός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2119 - ημερομηνίας 29/5/1998, και Αρχιμήδης Ζίττης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2082 - ημερομηνίας 29/5/1998.) Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου "Η ΑΙΤΗΣΙΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ", Τρίτη ΄Εκδοση, (1971), σελίδες 136 έως 138, απόσπασμα που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Ζίττη (πιο πάνω):-

"Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί. Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν΄ αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή. Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, παρά την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Δεν αποτελεί όμως νέαν έρευναν ικανήν να καταστήση την βεβαιωτικήν πράξιν προσβλητήν οιαδήποτε μεταγενεστέρα της βεβαιουμένης πράξεως έρευνα, απολήξασα εις συμπλήρωσιν της αρχικής αιτιολογίας, εφ΄ όσον α) δεν ανατρέπεται εκ ταύτης ή προηγουμένη εν όλω και β) παρά πάσαν προσθήκην ή μερικήν μεταβολήν προκύπτει, ότι η διοίκησις εξακολουθεί πράγματι να κρίνη, ότι η αρχική αιτιολογία ήτο επαρκής. Εν τη περιπτώσει όμως ταύτη η κρίσις της διοικήσεως, ότι η αρχική της βεβαιουμένης πράξεως αιτιολογία ήτο επαρκής, απαιτείται να είναι ειλικρινής. Απλή βεβαίωσις, ότι εξακολουθεί να κρίνη την αρχικήν αιτιολογίαν ως επαρκή παρ΄ ότι αποδεικνύεται, ότι αύτη ήτο προφανώς ανεπαρκής, δεν εμποδίζει την προσβολήν της κατά τα λοιπά στοιχεία βεβαιωτικής πράξεως, της οποίας η αιτιολογία κατόπιν νέας ερεύνης συνεπληρώθη."

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση της 26/1/1998 είναι αφ΄ εαυτής εκτελεστή ή είναι απλώς βεβαιωτική προγενέστερης απόφασης του Εφόρου Φ.Π.Α. και δη της απόφασης του της 10/6/1997. Κατά την άποψη μου η ορθή απάντηση είναι ότι συμβαίνει το δεύτερο. Η απόφαση της 26/1/1998, που προσβάλλεται με την προσφυγή, περιέχει όλα τα γνωρίσματα της βεβαιωτικής απόφασης. Είναι εμφανές ότι ο καθ΄ ου η αίτηση, εξετάζοντας την αμφισβήτηση, δεν διεξήγαγε οποιαδήποτε νέα ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης που να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της απόφασης της 26/1/1998 ως νέας πράξης και, επομένως, εκτελεστής παρά την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την πράξη που επιβεβαιώνει, δηλαδή εκείνη τις 10/6/1997. Κατά την εξέταση της αμφισβήτησης ο ΄Εφορος Φ.Π.Α. απλώς διερεύνησε κατά πόσο τα "νέα στοιχεία" τα οποία υποβλήθηκαν από τον αιτητή συνέπιπταν με τα στοιχεία τα οποία είχε υπόψη του από την έρευνα που προηγήθηκε της απόφασης της 10/6/1997, στοιχεία που προϋπήρχαν και λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης εκείνης. Αφού από τη σύγκριση διαπίστωσε πλήρη ασυμφωνία, απέρριψε τα στοιχεία που υποβλήθηκαν με την αμφισβήτηση ως αναξιόπιστα. Τούτο σημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε "επί τη βάσει νέων πραγματικών στοιχείων, αλλά κατόπιν επανερεύνης των αυτών πραγματικών στοιχείων, άτινα είχαν ληφθεί υπ΄ όψιν κατά την έκδοσιν της προγενεστέρας πράξεως" σε σύγκριση με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν. (Βλ. υπόθεση Ζίττη [πιο πάνω].) Με την απόφαση της 26/1/1998 απλώς επιβεβαιώνεται η εμμονή του Εφόρου Φ.Π.Α. στην απόφαση του της 10/6/1997. Τα "νεότερα στοιχεία" που εξέτασε δεν ήταν τέτοια που να έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή νέας εκτελεστής διοικητικής πράξης. Η "νέα έρευνα" απέληξε απλώς την ενίσχυση και επιβεβαίωση της αρχικής αιτιολογίας της απόφασης της 10/6/1997 την οποία, όπως προκύπτει από την επιστολή του της 26/1/1998, ο ΄Εφορος Φ.Π.Α. εξακολουθεί να κρίνει με ειλικρίνεια ότι ήταν επαρκής.

Η προσφυγή απορρίπτεται ως μη παραδεκτή με έξοδα.

 

Ρ. Γαβριηλίδης,

Δ.

/ΜΝ

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο