ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 96/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Κύπρου Κυπριανού
Αιτητή
και
Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
6 Μαΐου 1999
Για τον Αιτητή: κ. Α. Παναγιώτου.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Γ. Τριανταφυλλίδης.
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Αιτητής κ. Κυπριανού επιδιώκει με την προσφυγή αυτή την ακύρωση της ημερομηνίας 28.12.1996 απόφασης της Καθ΄ης η Αίτηση Επιτροπής Σιτηρών για προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους κ. Μαγκλή στη θέση Επαρχιακού Διευθυντή. Το βασικό παράπονο του κ. Κυπριανού, όπως προκύπτει από το μόνο από τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η Αίτηση το οποίο αποκαλύπτει επαρκώς λόγο ακύρωσης της απόφασης (ίδε: Μαχλουζαρίδης ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 936/96, ημερομηνίας 3.5.1999), καθώς και από τα γεγονότα που αναφέρονται, είναι ότι η Επιτροπή δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία και βαρύτητα στην αρχαιότητα του κ. Κυπριανού, κατά παράβαση της αρχής ότι, όταν κατά τα λοιπά οι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι, πρέπει να επιλέγεται ο αρχαιότερος.
Κατά τη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Σιτηρών στην οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε κατ΄αρχή σύσταση του Διευθυντή της Επιτροπής με βάση, όπως ο ίδιος ανάφερε, την προσωπική του γνώση των δώδεκα υποψηφίων και των ικανοτήτων τους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, την άμεση γνώση του των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης, και της μελέτης του περιεχομένου των φακέλλων αναφορικά με τα προσόντα, την αρχαιότητα και την αξία των υποψηφίων. Ο Διευθυντής επικεντρώθηκε σε τρεις υποψηφίους ως τους επικρατέστερους, τους κυρίους Κυπριανού, Χωραττά και Μαγκλή, και εισηγήθηκε ότι ο κ. Μαγκλής υπερείχε σε πείρα η οποία να ήταν άμεσα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, διοικητικής δηλαδή φύσεως. Επιπρόσθετα, εισηγήθηκε ότι ο κ. Μαγκλής διακρίνετο στην ανάληψη πρωτοβουλίας για την επίλυση προβλημάτων στο επίπεδο της διοίκησης, και ότι ο χαρακτήρας, η προσωπικότητα, η ικανότητα και η υπευθυνότητα του θα τον βοηθούσαν στην επιτυχή άσκηση εποπτικών καθηκόντων και στην καθοδήγηση κατωτέρου προσωπικού, ως απαραίτητων στοιχείων για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Το Διοικητικό Συμβούλιο, επιλέγοντας τον κ. Μαγκλή, κατέγραψε τα ακόλουθα:
"1. Το Δ.Σ. αφού έλαβε υπόψη τα προσόντα, την αρχαιότητα και την αξία όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, την πείρα και την ικανότητα σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης Επαρχιακού Διευθυντή όπως αυτά περιγράφονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, καθώς επίσης και την σύσταση του Διευθυντή αποφάσισε ομόφωνα να προσφέρει προαγωγή στον Κυριάκο Μαγκλή τον οποίο έκρινε ως τον καταλληλότερο υποψήφιο.
2. Ειδικότερα το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη τις εξαίρετες Υπηρεσιακές Εκθέσεις του Κ. Μαγκλή και απέδωσε την δέουσα βαρύτητα στις τελευταίες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, χωρίς να παραγνωρίζει τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των άλλων υποψηφίων. Για σκοπούς υπολογισμού της αξίας των υποψηφίων έλαβε υπόψη την υπέρτερη πείρα του η οποία ήταν άμεσα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και την πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και τη διοικητική ικανότητα που επέδειξε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, στοιχεία τα οποία προκύπτουν τόσο από το περιεχόμενο του προσωπικού του φακέλου και του φακέλλου των Υπηρεσιακών Εκθέσεων όσο και από τη σύσταση του Διευθυντή.
3. Το Δ.Σ. έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα όλων των υποψηφίων και απέδωσε σ΄αυτήν τη δέουσα βαρύτητα.
4. Επιπρόσθετα το Δ.Σ. δεν παρέλειψε να αποδώσει τη δέουσα βαρύτητα στην αρχαιότητα όλων των υποψηφίων και ειδικότερα την υπεροχή του Θεόδωρου Χωραττά και Κύπρου Κυπριανού. Συγκρίνοντας τον Κυριάκο Μαγκλή μαζί με τους Θεόδωρο Χωραττά και Κύπρο Κυπριανού το Δ.Σ. έκρινε ότι η υπεροχή τους σε αρχαιότητα δεν είναι τόσο σημαντική ώστε να υπερακοντίσει τη σαφή υπεροχή του Κυριάκου Μαγκλή σε αξία ούτε και να ανατρέψει την αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή."
Όπως προκύπτει από τα παρασχεθέντα στοιχεία, ο μεν κ. Μαγκλής, ο οποίος εισήλθε στην υπηρεσία της Επιτροπής την 9.12.1969 ως Αποθηκάριος ΙΙΙ, προήχθη σε Λογιστικό Λειτουργό ΙΙΙ την 1.4.1973, σε Λογιστικό Λειτουργό ΙΙ την 9.2.1982 και σε Λογιστικό Λειτουργό Ι την 1.12.1984, ο δε κ. Κυπριανού, ο οποίος εισήλθε στην υπηρεσία της Επιτροπής την 11.1.1971 ως Αποθηκάριος ΙΙΙ, προήχθη σε Λογιστικό Λειτουργό ΙΙΙ την 1.12.1975, σε Λογιστικό Λειτουργό ΙΙ την 1.12.1979 και σε Λογιστικό Λειτουργό Ι την 1.1.1984. Είχε δηλαδή ο κ. Κυπριανού μια αρχαιότητα στην τελευταία θέση 11 μηνών έναντι του κ. Μαγκλή. Οι δε ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των πέντε τελευταίων ετών έδιδαν την ακόλουθη εικόνα:
|
κ. Κυπριανού |
Εξαίρετος |
Πολύ Ικανοποιητικός |
κ. Μαγκλής |
Εξαίρετος |
Πολύ Ικανοποιητικός |
1991 1992 1993 1994 1995 |
|
5 6 6 7 7 |
3 2 2 1 1 |
|
6 6 7 7 8 |
2 2 1 1 - |
Όσον αφορά τα προσόντα, δεν αμφισβητείται ότι και οι δύο ικανοποιούσαν τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας και ήσαν περίπου ισοδύναμοι.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του κ. Κυπριανού στη γραπτή αγόρευση τους εγείρουν κατ΄αρχή θέμα παρανομίας της απόφασης ως αποτέλεσμα αντικανονικότητας της διαδικασίας λόγω παράνομης συγκρότησης, σύνθεσης και λειτουργίας της Επιτροπής σε σχέση με τον περί Ελέγχου Σιτηρών Νόμο, Κεφ. 68, όπως τροποποιήθηκε. Συγκεκριμένα, λέγουν ότι, ενώ πρόεδρος και προεδρεύων της Επιτροπής έπρεπε να ήταν ο
εκπρόσωπος του Υπουργού Οικονομικών, στην πράξη ήταν άλλος. Ανάλογη εισήγηση έγινε και στη συμπληρωματική γραπτή αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Αιτητή σε σχέση με τη νόμιμη συγκρότηση ολόκληρης της Επιτροπής Σιτηρών ως κακώς διορισθείσας. Τέτοιοι λόγοι ακύρωσης όμως, όπως παρατηρά και ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Επιτροπή Σιτηρών, δεν αναφέρονται στα νομικά σημεία, αλλά ούτε και στα γεγονότα, στην Αίτηση και δεν μπορούν να προβληθούν τώρα στις αγορεύσεις. Έχω ήδη αναφέρει ότι στα νομικά σημεία και στα γεγονότα στην Αίτηση εκτίθεται μόνο ένας λόγος ακύρωσης, ο οποίος και μόνος μπορεί να εξετασθεί, αφού όλα τα άλλα νομικά σημεία είναι διατυπωμένα τόσο γενικά και αόριστα που να μην αιτιολογούν πλήρως ή επαρκώς λόγους ακύρωσης, να μην απευθύνονται με οποιοδήποτε βαθμό επάρκειας σε οποιοδήποτε άλλο θέμα και να μην προσδιορίζουν ή να συγκεκριμενοποιούν δεόντως δικονομικά οποιοδήποτε άλλο θέμα. Πόρρω λοιπόν απέχουν συμμόρφωσης προς την πληρότητα της αιτιολογίας η οποία απαιτείται από τον Κανονισμό 7 και τις κατευθύνσεις της νομολογίας, ούτε αναφέρεται οτιδήποτε τουλάχιστον στα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση που ενδεχόμενα να διευκρίνιζε και να εξειδίκευε οποιοδήποτε από τα τόσο γενικά διατυπωμένα νομικά σημεία. Παραθέτω δε τα ακόλουθα από την προαναφερθείσα απόφαση Μαχλουζαρίδης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, σελίδες 4-6:"Τη βάση προσφέρει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο οποίος προνοεί:
"7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον".
Όπως παρατήρησε ο Νικήτας, Δ., στην υπόθεση Ανθούση ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 129/94, ημερ. 11.9.1995, στις σελίδες 6-7:
"Ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού επιβάλλει υποχρέωση στον Αιτητή να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή αυτή. Έχω διεξέλθει τους λόγους που απαρίθμησε ο δικηγόρος του αιτητή. Δεν είναι ορθό ότι θέτουν ειδικά θέμα αναιτιολόγητου των συνεντεύξεων από τα δύο όργανα, παρά το μεγάλο αριθμό λόγων που διατυπώνονται στην αίτηση. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι εγείρεται με πολλή γενικότητα και αοριστία
Και ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην υπόθεση Σπύρου και άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4:
"Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1 του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή το Νόμο, και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγομένου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερση του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις."
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598, εξετάσθηκε από την Ολομέλεια και μια άλλη διάσταση του θέματος. Όπως παρατηρήθηκε στη σελ. 607 από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε), δίδοντας την απόφαση του δικαστηρίου:
"(1) Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει."
Εις δε την υπόθεση Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 508/97, ημερ. 27.3.1998, ο Καλλής, Δ., ασχολούμενος με διορισμό στην Αστυνομία βάσει της ίδιας διαδικασίας όπως στην προκειμένη περίπτωση, είπε τα ακόλουθα στις σελίδες 10-11:
"Ακολουθεί πως τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι περίπου ταυτόσημα με εκείνα των υποθέσεων Χ"Χριστοδούλου και Σοφοκλέους (πιο πάνω). Συμφωνώ με το λόγο των πιο πάνω αποφάσεων και τις υιοθετώ. Ο αιτητής δεν βρισκόταν στον κατάλογο των επιτυχόντων. Κρίθηκε ακατάλληλος για διορισμό στην επίδικη θέση και είχε αποκλειστεί. Δεν έχει περιλάβει στην προσφυγή του λόγο ακυρώσεως που στρέφεται κατά της απόφασης του Συμβουλίου Προσλήψεων. Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης του Υπουργού και του Αρχηγού Αστυνομίας και τα νομικά σημεία βάλλουν κατά της απόφασης εκείνης. Ακολουθεί πως η νομιμότητα της σύστασης του Συμβουλίου δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί. Παραμένει για το λόγο αυτό έγκυρη και ο αιτητής, ενόψει του αποκλεισμού του, δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Για το λόγο αυτό η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, δυνάμει του άρθρου 146.2 του Συντάγματος.""
Το ίδιο ισχύει για το δεύτερο λόγο ακύρωσης που προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του κ. Κυπριανού, ότι ο διορισμός του Διευθυντή, στη σύσταση του οποίου βασίσθηκε το Διοικητικό Συμβούλιο, ακυρώθηκε λίγο αργότερα σε προσφυγή, με αποτέλεσμα η σύσταση να είχε γίνει από παράνομο, αναρμόδιο και ανύπαρκτο όργανο. Για τους ίδιους λόγους, δεν προτίθεμαι να εξετάσω ούτε αυτό το θέμα, θα παρατηρούσα όμως ότι η μετέπειτα ακύρωση διορισμού δεν θα καθιστούσε αναγκαστικά άκυρες ενέργειες οι οποίες προηγήθησαν σε σχέση μάλιστα με άλλους εκείνων τη αιτήσει των οποίων ακυρώθηκε ο διορισμός.
Ομοίως για το τρίτο εγειρόμενο θέμα, ότι δεν τηρήθησαν σχετικά πρακτικά που να καταγράφουν την όλη διαδικασία και δεν υπήρξε πραγματικά συνεδρία παρά μόνο τα σχετικά έγγραφα, δηλαδή η σύσταση του Διευθυντή και η απόφαση η ίδια ετοιμάσθησαν εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων για να αιτιολογήσουν την εν λόγω απόφαση. Και πάλι όμως δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι τέτοιος ισχυρισμός είναι εντελώς ανυπόστατος και αναπόδεικτος, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία που ετέθησαν ενώπιον μου, εξ ου και απεσύρθη μετά το πέρας των αγορεύσεων.
Και ομοίως για το τέταρτο εγειρόμενο θέμα, ότι η θέση δεν προκηρύχθηκε και δεν υπεβλήθησαν αιτήσεις, κατά παράβαση των σχετικών Κανονισμών. Εν πάση περιπτώσει δε, ο κ. Κυπριανού ήταν υποψήφιος.
Το πέμπτο εγειρόμενο θέμα όχι μόνο, και πάλι, είναι εκτός των λόγων ακύρωσης που προβάλλονται στην Αίτηση αλλά είναι και εντελώς εκτός των πλαισίων της Αίτησης. Αυτό είναι ότι, ενώ σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας ο Επαρχιακός Διευθυντής είναι υπεύθυνος Επαρχιακού Γραφείου της Επιτροπής, ο κ. Μαγκλής, προαχθείς σε Επαρχιακό Διευθυντή, συνέχισε να εργάζεται στα Κεντρικά Γραφεία, παρά το ότι υπήρχε άλλος Επαρχιακός Διευθυντής στη Λευκωσία και παρά το ότι στην Πάφο δεν υπήρχε Επαρχιακός Διευθυντής, με αποτέλεσμα η προαγωγή να ήταν παράνομη. Πέραν του να εκθέσω το θέμα όπως τίθεται, δεν χρειάζεται να πω παρά μόνο ότι το κρινόμενο δεν είναι η τοποθέτηση του κ. Μαγκλή αλλά η προαγωγή του.
Οφείλω να τονίσω και πάλι ότι οι αγορεύσεις δεν μπορούν να αφήνονται να εκτρέπονται του προορισμού τους, που είναι η ανάπτυξη των επιδίκων θεμάτων όπως αυτά προσδιορίζονται επαρκώς στην Αίτηση, και να μετατρέπονται σε μέσο προβολής οποιουδήποτε επιχειρήματος ήθελε θεωρηθεί πρόσφορο.
Το έκτο εγειρόμενο στην αγόρευση θέμα είναι ότι η σύσταση του Διευθυντή ότι ο κ. Μαγκλής υπερείχε σε πείρα άμεσα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση αφού τα καθήκοντα του υπαλλήλου, επί των οποίων και προφανώς στηρίχθηκε ο Διευθυντής, δεν αποτελούν κριτήριο. Το θέμα αυτό θα μπορούσε να εξετασθεί σε αναφορά με ένα άλλο νομικό σημείο, ότι η σύσταση του Διευθυντή προς το Διοικητικό Συμβούλιο ήταν αντίθετη με τα κριτήρια επιλογής και τα στοιχεία των υποψηφίων. Η θέση όμως την οποία προβάλλει δεν ευσταθεί. Η νομολογία δείχνει ότι η σύσταση του προϊσταμένου μπορεί να βασισθεί στην προσωπική του γνώση και εκτίμηση της ικανότητας και καταλληλότητας των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και στις ευθύνες της θέσης, και μάλιστα ότι έχει τέτοια βαρύτητα ώστε να χρειάζεται ειδική αιτιολόγηση για απόκλιση από αυτή (ίδε: Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1034, ημερ. 10.9.1993, Στυλιανού ν. Χατζηκωνσταντίνου, Α.Ε. 1833, 1845, ημερ. 22.7.1994,
Theodosiou v. Republic 2 RSCC 44). Στο πλαίσιο αυτό, η πείρα σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης είναι σχετική, όχι βέβαια ως ανάλογη συνάρτηση της διάρκειας της υπηρεσίας αλλά ως απόρροια απασχόλησης με συγκεκριμένη εργασία (ίδε: Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1861, ημερ. 16.2.1998, Piperi v. Republic (1984) 3 CLR 1036, Hadjisavva v. Republic (1982) 3 CLR 76, Papapetrou v. Republic 2 RSCC 61). Κανένα στοιχείο δεν προβάλλεται και δεν υπάρχει που να τεκμηριώνει τη θέση ότι η σύσταση του Διευθυντή σε σχέση με την πείρα του κ. Μαγκλή ήταν πεπλανημένη ή ανεπίτρεπτη, και απεναντίας τα στοιχεία δείχνουν ότι ήταν τεκμηριωμένη. Το ίδιο ισχύει αναφορικά με την όλη σύσταση του Διευθυντή καθ΄όσον αναφέρεται τόσο στην ίδια του την αντίληψη, ως εκ της γνώσης του, των υποψηφίων, όσο και στην εκτίμηση του των στοιχείων των υποψηφίων. Σχόλιο δεν χρειάζεται βέβαια για την άλλη εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του κ. Κυπριανού ότι ο Διευθυντής ουσιαστικά αντιφάσκει αφού στη σύσταση του αναφέρει μεν πρώτο το όνομα του κ. Κυπριανού συστήνει δε τον κ. Μαγκλή τον οποίο αναφέρει τρίτο, πέραν του να πω ότι τα τρία ονόματα θα έπρεπε να αναφερθούν με κάποια σειρά η οποία, όπως είναι πρόδηλο, δεν έχει την παραμικρή σημασία και σίγουρα όχι τη σημασία που της αποδίδεται.Και έρχομαι στο τελευταίο εγειρόμενο θέμα, που είναι και το ουσιαστικό όπως προβλήθηκε και στην Αίτηση, ότι παρεγνωρίσθη τόσο από το Διευθυντή όσο και από το Διοικητικό Συμβούλιο η αρχαιότητα του κ. Κυπριανού. Η ορθή διάσταση της αρχαιότητας έχει διευκρινισθεί στη νομολογία. Η αρχαιότητα συνιστά κριτήριο επιλογής και πρέπει να συνεκτιμάται με τα άλλα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της σύστασης του προϊσταμένου. Όταν κατά τα άλλα οι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι, η αρχαιότητα μπορεί να βαρύνει την πλάστιγγα (ίδε:
Partellides v. Republic (1969) 3 CLR 480), δεν είναι όμως αποφασιστικό κριτήριο, ιδιαίτερα αν υπερτερούν άλλα κριτήρια και μάλιστα προκειμένου περί θέσεων υψηλά στην ιεραρχία (ίδε: Theodosiou v. Republic, ανωτέρω, Δημοκρατία ν. Χρήστου (1991) 3 ΑΑΔ 56, Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 ΑΑΔ 47, Πασχάλης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 ΑΑΔ 1897). Στην προκειμένη περίπτωση το Διοικητικό Συμβούλιο είχε και έλαβε υπ΄όψη του την ενδεκάμηνη αρχαιότητα του κ. Κυπριανού. Θεώρησε όμως ότι δεν ήταν τόσο σημαντική ώστε να υπερακοντίσει τη σαφή υπεροχή του κ. Μαγκλή σε αξία ή να ανατρέψει τη σύσταση του Διευθυντή, έχω δε υπ΄όψη μου ότι η υπό πλήρωση θέση ευρίσκετο ψηλά στην ιεραρχία της Επιτροπής ώστε να καθίστατο ακόμα πιο σημαντική η έμφαση την οποία έθεσε το Διοικητικό Συμβούλιο στις εξαίρετες υπηρεσιακές εκθέσεις του κ. Μαγκλή, στα διοικητικά καθήκοντα και στις ευθύνες της θέσης και στη σύσταση του Διευθυντή. Δεν μπορεί να διαπιστωθεί οτιδήποτε στη θεώρηση αυτή που να αντίκειται προς τις αρχές της νομολογίας και να δικαιολογεί παρέμβαση του Δικαστηρίου στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας της Επιτροπής.Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Ο Αιτητής θα καταβάλει τα έξοδα της Καθ΄ης η Αίτηση.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π