ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 4 ΑΑΔ 623

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 358/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΜΕΤΑΞΥ:

Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου

διά του Προέδρου αυτού

Αιτητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργικού Συμβουλίου

2. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως

3. Επάρχου Πάφου υπό την ιδιότητα του ως κατά Νόμο

αρμόδιου για έκδοση άδειας οικοδομής στην περιοχή

Νέου Χωρίου Πάφου

Καθ΄ων η αίτηση

_____________

28 Μαΐου, 1999

Αίτηση από τους καθ΄ ων η αίτηση για αναστολή της απόφασης

ημερ. 2.10.1998

Αίτηση από το ενδιαφερόμενο μέρος για αναστολή της απόφασης

ημερ. 23.9.1998

Για τους αιτητές(καθ΄ ων η : κ. Χρ. Ιωσηφίδης, Δικηγόρος της

αίτηση στην προσφυγή) Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της

Δημοκρατίας.

Για τους αιτητές (ενδ. μέρος : κ. Κ. Μιχαηλίδης.

στην προσφυγή)

Για τους καθ΄ ων η αίτηση : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.

(αιτητές στην προσφυγή)

_____________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

΄Υστερα από προσφυγή που καταχώρησε το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (στο εξής "το Επιμελητήριο") εκδόθηκε στις 16.9.1998 απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η άδεια οικοδομής που είχε εκδοθεί από τον ΄Επαρχο Πάφου στις 28.2.1996, στην εταιρεία Thanos Club Hotels Ltd.

Στις 23.9.1998 το ενδιαφερόμενο μέρος καταχώρησε αίτηση για αναστολή της απόφασης μέχρι της αποπεράτωσης της έφεσης που ασκήθηκε. Στις 2.10.1998 οι καθ΄ ων η αίτηση καταχώρησαν επίσης αίτηση με την οποία αξιώνεται διάταγμα αναστολής της ισχύος και της εκτέλεσης της απόφασης. Οι δύο αιτήσεις εκδικάστηκαν μαζί.

Ο δικηγόρος του Επιμελητήριου δήλωσε ότι οι πελάτες του δεν πρόκειται να προκαλέσουν την ενεργοποίηση οποιουδήποτε μηχανισμού που θα μπορούσε να επιφέρει παρεπόμενες συνέπειες στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ούτε σκοπεύoυν να πιέσουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο σ΄ αυτή την κατεύθυνση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων εξέδωσε διατάγματα αναστολής της εκτέλεσης ακυρωτικών του αποφάσεων. ΄Εχει λεχθεί (Christoudias v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1615), ότι η άσκηση του δικαιώματος της έφεσης από μόνη της δεν περιορίζει ή μετριάζει την τελεσιδικία της απόφασης. Από την άλλη, έχει δοθεί στο Δικαστήριο η διακριτική ευχέρεια να εξασφαλίζει την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος έφεσης (βλέπε επίσης Ναυτικός ΄Ομιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147).

Η έφεση δεν επιτρέπεται να αφήνεται να καταλήγει σε μία άνευ χωρίς αποτέλεσμα άσκηση, αν λόγω της άμεσης εφαρμογής της απόφασης, η επιτυχία στην έφεση δεν θα έχει καμιά σημασία. Θα πρέπει να διατηρείται ένα ισοζύγιο μεταξύ των δικαιωμάτων του επιτυχούς διαδίκου και των δικαιωμάτων του εφεσείοντα (βλέπε Katarina Shipping v. Ship "Poly" (1978) 1 C.L.R. 355).

΄Ετσι αναστολή της εκτέλεσης μπορεί να διαταχθεί στην περίπτωση που τυχόν απόρριψη της αίτησης για αναστολή θα επιφέρει την πλήρη αποδυνάμωση του αποτελέσματος της έφεσης, αν η τελευταία τελικά επιτύχει (Christophorou and Others (No.2) v. Republic (1985) 3 C.L.R. 676 και Antenna TV Limited v. Υπουργικού Συμβουλίου, Υποθ. αρ. 135/93, ημερ. 1.3.1995).

Στην απόφαση Christoudias v. Republic (ανωτέρω), επισημαίνεται το γεγονός ότι η Δ.35, θ.18, εξυπηρετεί κυρίως τις ανάγκες της αστικής διαδικασίας. Η μεταφύτευσή της στο χώρο του δημοσίου δικαίου θα πρέπει να γίνεται έχοντας δεόντως υπ΄ όψιν τις εγγενείς διαφορές μεταξύ της φύσης και των σκοπών των δύο δικαιοδοσιών. Επισημαίνεται επίσης ότι αναστολή της απόφασης αναγκαστικά συνεπάγεται συνέχιση της παρανομίας και γι΄ αυτό μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις θα πρέπει να παρέχεται.

Η άσκηση έφεσης δεν αναιρεί την πρωτόδικη απόφαση (Δ.35, θ.18 και Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 345/88 κ.α., ημερ. 24.10.1990). Οι θεσμοί που διέπουν την υποβολή έφεσης κατά απόφασης αναθεωρητικού δικαστηρίου είναι ανάλογοι με εκείνους που ρυθμίζουν την άσκηση του ίδιου δικαιώματος σε άλλους τομείς δικαιοδοσίας και εφαρμόζονται με την ίδια αυστηρότητα (βλέπε Branco Salvage Ltd v. Republic (1967) 3 C.L.R. 213).

Στην υπόθεση Veis and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 390, 417, το Δικαστήριο εκδίδοντας την απόφασή του αποφάσισε, χωρίς καν να του ζητηθεί, να λάβει την "κατ΄ εξαίρεση πορεία της αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης που εξέδωσε" για περίοδο έξι εβδομάδων, κατά τη διάρκεια των οποίων θα έπρεπε να καταχωρηθεί η έφεση εναντίον της απόφασης, ούτως ώστε να διατηρηθεί η υφιστάμενη κατάσταση κατά τη διάρκεια της περιόδου που οι δύο πλευρές θα εξέταζαν την πιθανότητα άσκησης έφεσης. Το Δικαστήριο βάσισε την απόφασή του στο άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, με το οποίο παρέχεται η ευχέρεια αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης που εκδίδεται, για τέτοιο χρονικό διάστημα και υπό τέτοιους όρους όπως ήθελε κριθεί ορθό και του Καν.19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, σύμφωνα με τον οποίο καθ΄ οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας το Δικαστήριο μπορεί να εκδόσει οδηγίες που απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

Στη συνέχεια, στην υπόθεση Veis and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 537, 543, 544, το Δικαστήριο σε αίτηση για αναστολή της απόφασης, απέρριψε εισήγηση ότι η αναστολή εκτέλεσης ακυρωτικής απόφασης δεν είναι δυνατή λόγω της φύσης της διαδικασίας του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος. Σημειώνει το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν μπορεί να διαταχθεί αναστολή εκτέλεσης των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμποντας στις Αποφάσεις των Επιτροπών Αναστολών παρά τω Συμβουλίω Επικρατείας των ετών 1963-1970, σελ. 42, 54. Καταλήγει όμως ότι με βάση τις πρόνοιες του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου, του 1964, Ν.33/64, έχει δημιουργηθεί ιδιώνυμη (sui generis) πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη δικαιοδοσία του δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος και εν όψει της φύσης των δικαιοδοσιών αυτών, η κατάσταση στην Κύπρο επί του προκειμένου διαφέρει από την αντίστοιχη κατάσταση στην Ελλάδα. Το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι κατά συνέπεια δεν υφίσταται έγκυρος λόγος για τη μη εφαρμογή κατ΄ αναλογία του Καν.35, θ.θ.18 και 19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών στις εφέσεις της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, όπως εφαρμόζεται δυνάμει του Καν.3 του περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του 1964.

Πρέπει να ομολογήσω ότι από την αρχή της παρούσας διαδικασίας, παρά την ύπαρξη μακράς νομολογίας, με απασχόλησε έντονα το θέμα της δικαιοδοσίας. Με βασάνισε το ερώτημα κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αναστείλει την εκτέλεση ακυρωτικής απόφασης που έχει εκδοθεί με βάση το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.

Κατ΄ έφεση η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιλαμβάνεται της υπόθεσης εξ υπαρχής. Το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης συνεχίζει να είναι η νομιμότητα της ίδιας πράξης ή απόφασης, αλλά το Δικαστήριο προσεγγίζει το θέμα oυσιαστικά ως πλήρη επανεξέταση της υπόθεσης (Δημοκρατία ν. Μαυρομμάτη και άλλου (1991) 3 Α.Α.Δ. 543, 559).

Παρ΄ όλα όμως αυτά, η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είναι επιτακτική, δεσμεύει τους πάντες και αποβλέπει στην αποκατάσταση της νομιμότητας (Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 345/88 κ.α., ημερ. 24.10.1990). Οι αποφάσεις αυτές ενέχουν τη δεσμευτικότητα που καθορίζει το ΄Αρθρο 146.5 του Συντάγματος, όπως εξυπακούεται από τη φύση τους και επιβάλλει η αρχή του κράτους δικαίου (Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44).

Η νομολογία βασίζει την εξουσία παροχής αναστολής στη Δ.35, θ.18, που συνιστά τη μόνη θεσμική διάταξη που διέπει την αναστολή δικαστικών αποφάσεων. O προβληματισμός μου θεμελιώνεται στην ιδιάζουσα φύση της ακυρωτικής απόφασης. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία είναι διαγνωστικού χαρακτήρα και συνήθως δηλωτικές στη φύση τους. Αυτό σημαίνει ότι κάθε απόφαση διαπιστώνει την παρανομία ή νομιμότητα της διοικητικής πράξης και ανάλογα την ακυρώνει ή την επικυρώνει. Η απόφαση αυτή είναι πλήρης αφ΄ εαυτής, αφού η θεραπεία βρίσκεται στην ίδια τη δήλωση (Halsbury's Laws of England, Tρίτη ΄Εκδοση, Τόμος 22, παραγρ. 746 και 1675).

Οι δηλωτικές αποφάσεις μπορεί από τη φύση τους να μην είναι εκτελεστές και γι΄ αυτό μειονεκτούν στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Το μειονέκτημα αυτό δεν είναι τόσο σοβαρό στο χώρο του δημόσιου δικαίου, αφού τα διοικητικά όργανα έχουν την υποχρέωση δυνάμει του Συντάγματος να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου. Οι αποφάσεις που εκδίδονται κάτω από το ΄Αρθρο 146.4 του Συντάγματος, δεν έχουν από μόνες τους το χαρακτηριστικό της επιταγής ή διαταγής που φέρει ένα απαγορευτικό ή επιτακτικό διάταγμα και προς το οποίο οφείλει εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται να πειθαρχήσει ή συμμορφωθεί (Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203, 222).

Θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δηλωτικής απόφασης που δεν μπορεί να εκτελεστεί, εκτός εάν αξιώνεται οποιαδήποτε άλλη παρεπόμενη θεραπεία και της απόφασης που περιέχει διατακτικό αναφορικά με το οποίο μπορεί να γίνει εκτέλεση (βλέπε Evangelou and Others v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1986) 3 C.L.R. 755. Βλέπε επίσης Dascalopoulos v. Οttoman Bank (No.4) 14 C.L.R. 227).

Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι τι αναστέλλεται με το διάταγμα αναστολής, αφού στην ουσία η απόφαση, πλην της ακύρωσης της διοικητικής πράξης, δεν έχει άλλη εκτελεστική λειτουργία. Αφού η δηλωτική απόφαση δεν μπορεί να εκτελεστεί, το διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης τι αναστέλλει; Μήπως την υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση; ΄Ομως η υποχρέωση προς ενεργό συμμόρφωση προέρχεται από το Σύνταγμα και όχι από την ίδια την απόφαση η οποία δεν έχει το χαρακτήρα διατάγματος (Δημοκρατία ν. Θαλασσινού, ανωτέρω).

Το επόμενο ερώτημα που εγείρεται είναι ποιά η επίδραση που έχει η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης στην ίδια την πράξη. Αν για παράδειγμα η απόφαση είναι ακυρωτική, αφού η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης ανατρέπει ουσιαστικά την απόφαση, η κηρυχθείσα ως παράνομη διοικητική πράξη, επιστρέφει στο χώρο των νομίμων πράξεων ή παραμένει παράνομη; Στην υπόθεση Christoudias v. Republic, ανωτέρω, έχει λεχθεί ότι η αναστολή συνεπάγεται την ανοχή της συνέχισης της παρανομίας. Στην πραγματικότητα όμως αποκαθιστά την παρανομία και τη μετατρέπει, έστω και προσωρινά, σε νομιμότητα, μια και η ακύρωση της παράνομης πράξης έχει ανασταλεί.

Αν η ακύρωση της πράξης ανασταλεί, λογικά κάποιος μπορεί να προβάλει το επιχείρημα ότι η κηρυχθείσα ως παράνομη διοικητική πράξη θεωρείται ότι συνεχίζει να ισχύει και να παράγει έννομα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, στην παρούσα περίπτωση όπου η άδεια οικοδομής έχει κηρυχθεί παράνομη, αν ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου θα σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης του ακίνητου, θεωρητικά τουλάχιστον, θα μπορεί, αφού η άδεια οικοδομής του έχει παύσει στην ουσία να είναι παράνομη, να ζητήσει και πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Η πιθανότητα, όσο απομακρυσμένη κι΄ αν φαίνεται, καταδεικνύει την ανεδαφικότητα της ρύθμισης.

Νομίζω ότι δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα δεν είναι νοητή η αναστολή της εκτέλεσης των αποφάσεων του ακυρωτικού δικαστηρίου. Προσωπικά δεν βλέπω το λόγο της διαφοροποίησης της κατάστασης στον τόπο μας. Η σχετική πρόβλεψη της Δ.35 θ.18, το άρθρο 47 του 14/60 ή τέλος ο καν. 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 δεν νομίζω ότι παρέχουν ικανοποιητικό υπόβαθρο για τη διαφοροποίηση. Νομίζω ότι η Δ.35 θ.18 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην αναθεωρητική δικαιοδοσία.

Παρόλον ότι φαίνεται ότι η συγκεκριμένη πλευρά του θέματος δεν απασχόλησε το Δικαστήριο στο παρελθόν, εν τούτοις, εν όψει του ότι η ύπαρξη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου για έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος αποτέλεσε το θεμέλιο των σχετικών αποφάσεων, αισθάνομαι δεσμευμένος, παρά τις πιο πάνω διαφωνίες μου, να εξετάσω τις καταχωρηθείσες αιτήσεις για αναστολή και να κρίνω κατά πόσο δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις η έκδοση διατάγματος αναστολής της εκδοθείσας απόφασης.

Η απόφαση ακύρωσε την άδεια οικοδομής για ξενοδοχειακό συγκρότημα στην περιοχή της Πόλης Χρυσοχούς. Η αίτηση που καταχώρησε ο Γενικός Εισαγγελέας με την οποία αξιώνεται η αναστολή της ισχύος και εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, συνοδεύεται με ένορκη δήλωση της κας Μάρως Κυπριανού, γραφέα στη Νομική Υπηρεσία. Στην παραγρ. 5 αναφέρεται ότι λόγω της ιδιαίτερης φύσης της υπόθεσης, στην περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος το δικαίωμα έφεσης θα εκμηδενιστεί, αφού θα ληφθούν δικαστικά μέτρα εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους, με κίνδυνο το ενδιαφερόμενο μέρος να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, αφού δεν έχει δικαίωμα αποζημιώσεων για τις ζημιές που έχει υποστεί από την εκτέλεση του διατάγματος.

Η αίτηση που καταχώρησε το ενδιαφερόμενο μέρος με την οποία αξιώνεται η αναστολή της απόφασης συνοδεύεται από ένορκο δήλωση του κ. Θάνου Μιχαηλίδη, διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας Thanos Club Hotels Ltd. Στην ένορκη αυτή δήλωση ουσιαστικά δεν αποκαλύπτεται οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, γιατί δεν προβάλλονται γεγονότα που να δείχνουν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος θα υποστεί, αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης ανεπανόρθωτη ζημιά. Ούτε προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι θα εξανεμιστεί το δικαίωμα έφεσης. Ούτε το μέγεθος της επένδυσης, ούτε και το γεγονός της διαφήμισης της έναρξης και λειτουργίας του ξενοδοχείου, η κράτηση δωματίων ή η πρόσληψη προσωπικού μπορούν να θεωρηθούν ως λόγος αναστολής.

Βέβαια αντιλαμβάνομαι ότι εκείνο που υπονοείται, χωρίς να λέγεται, είναι ότι αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση, η λειτουργία του ξενοδοχείου θα τεθεί σε κίνδυνο. Εκτός του ότι τα γεγονότα αυτά δεν ικανοποιούν τα κριτήρια που θέτει η νομολογία, δεν εξηγείται ούτε και το γιατί η μη αναστολή της απόφασης θα επηρεάσει για παράδειγμα τη λειτουργία του ξενοδοχείου. Παρ΄ όλα αυτά θα προχωρήσω στην εξέταση και των δύο αιτήσεων, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν και το γεγονός ότι η αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους, εκδικάζεται μαζί με την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα στην οποία σαφώς καθορίζονται οι κατ΄ ισχυρισμόν κίνδυνοι.

Η διασφάλιση της λειτουργίας της πολιτείας μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας καθιστά την αναστολή πραγματικά εξαιρετικό μέτρο, δεδομένου ότι μετά την ακύρωση, ο παραμερισμός της ακυρωθείσας απόφασης συνιστά μορφή εκτροπής από τη νομιμότητα που αποδυναμώνει την αρχή του κράτους δικαίου στην οποία θεμελιώνεται η κυπριακή πολιτεία (Μαυρομμάτη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 228/88 κ.α., ημερ. 30.4.1991). Το Δικαστήριο είναι φειδωλό στην παροχή αναστολής εκτέλεσης (Δήμος ΄Εγκωμης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 578/93, ημερ. 20.3.1995). Ουσιαστικά αντενδείκνυται, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

Είναι δύσκολο να προκαθοριστεί και ανεπιθύμητο να προσδιοριστεί εξαντλητικά, το τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις. Μπορούν να αναδύονται από το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, ενώ αναμφίβολα πρέπει να συσχετίζονται με τις συνέπειες εφαρμογής της πρωτόδικης απόφασης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Θα πρέπει επίσης να είναι φανερές οι ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες που θα είναι μη ανατρέψιμες σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. Με άλλα λόγια, το εξαιρετικό των περιστάσεων πρέπει να προκύπτει από το συσχετισμό αφ΄ ενός, των συνεπειών της άμεσης εφαρμογής της ακυρωτικής απόφασης και των δυσχερειών αφ΄ ετέρου, στην αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης (Ιερωνυμίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 948/88, ημερ. 27.6.1991).

Εξετάζοντας την ουσία και των δύο αιτήσεων καταλήγω ότι η αναστολή δεν δικαιολογείται. Κατ΄ αρχήν με την απόρριψη της αίτησης για αναστολή δεν εξανεμίζεται το δικαίωμα έφεσης. Η απόφαση από μόνη της δεν προκαλεί οποιονδήποτε αποτέλεσμα, αφού είναι απλώς δηλωτική της νομικής κατάστασης. Τα δικαστικά μέτρα που δυνατόν να επικρέμονται επί του ενδιαφερόμενου μέρους θα πρέπει να κινηθούν είτε από τη διοίκηση, είτε ίσως από τους αιτητές. Τα μέτρα αυτά δεν ανάγονται σε εκτέλεση της απόφασης, αλλά συνιστούν ανεξάρτητες διαδικασίες που μπορούν να καταχωρηθούν ως έμμεσο αποτέλεσμά της.

Οι μεν αιτητές, το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, έχουν ήδη δηλώσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν επιθυμούν και ούτε θα πιέσουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο για την εφαρμογή της απόφασης, μέχρι της τελικής έκβασης της έφεσης.

Ο άλλος που παραμένει και θα μπορούσε να κινήσει τα δικαστικά μέτρα, είναι η νομική υπηρεσία. Αν ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι η άσκηση των δικαστικών μέτρων θα εκμηδένιζε το δικαίωμα έφεσης, μπορεί να μην προχωρήσει στην καταχώρησή τους ή ακόμα και να σταματήσει την ποινική δίωξη, αν οποιοδήποτε άλλο τμήμα της διοίκησης πάρει σχετική πρωτοβουλία. Η πράξη αυτή θα είναι καθ΄ όλα δίκαιη και ορθή, αφού πράγματι θα ήταν σοφότερο να αναμένεται πριν τη λήψη μέτρων το τελικό αποτέλεσμα της έφεσης. Ο Γενικός Εισαγγελέας έχει καθήκον να μεριμνά για την εφαρμογή του νόμου, αλλά από την άλλη πρέπει να το πράττει ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια με τρόπο σύμφωνο προς το δημόσιο συμφέρον.

΄Εχει επανειλημμένα υποδειχθεί (Veis and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 390, Veis and Other v. Republic (1979) 3 C.L.R. 537 και Republic v. Petrides (1981) 3 C.L.R. 246) ότι η άσκηση έφεσης αποτελεί βάσιμο λόγο όπως το αρμόδιο διοικητικό όργανο μην προβεί κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας στην επανεξέταση του θέματος πριν την έκβαση της έφεσης.

΄Εχει επίσης λεχθεί (Ιερωνυμίδης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω) ότι οποτεδήποτε αναστέλλεται πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση, δικαιολογείται η επιτάχυνση της ακρόασης της έφεσης, γιατί για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή, αιωρείται η νομιμότητα στη διοίκηση.

Στην παρούσα υπόθεση δεν παρέχεται μεν η αναστολή αλλά, όπως αντιλαμβάνομαι, η διαδικασία της έφεσης έχει επιταχυνθεί, ύστερα από σχετικό αίτημα των εφεσειόντων.

Κάτω από τις περιστάσεις τα αρμόδια διοικητικά όργανα έχουν κάθε λόγο να μην προχωρήσουν σε ποινική δίωξη ή άλλα διαβήματα εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπ΄ όψιν ότι έφεση ασκήθηκε τόσο από τη διοίκηση, όσο και από το ενδιαφερόμενο μέρος.

Κάτω από τις περιστάσεις σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, η αποκατάσταση στην προτέρα κατάσταση δεν θα παρουσιάσει οποιαδήποτε δυσκολία. Στην πραγματικότητα δεν θα χρειάζεται καν αποκατάσταση. ΄Ετσι βρίσκω ότι δεν υπάρχει προοπτική πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης αν δεν δοθεί η αιτούμενη αναστολή, ενώ από την άλλη δεν εκμηδενίζεται το δικαίωμα έφεσης.

Δεν διαπιστώνονται οι εξαιρετικοί λόγοι που προβλέπει η νομολογία για την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης και γι΄ αυτό αμφότερες οι αιτήσεις απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο