ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 278/98.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

1. Τάσσιας Μικελλίδου,

2. Νίτσας Φιλίππου,

3. Φροσούλας Παπαδοπούλου,

4. Ρένας Πιπονίδου,

Αιτητριών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργικού Συμβουλίου,

2. Υπουργ. Παιδείας και Πολιτισμού,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

26 Απριλίου, 1999.

Για τις αιτήτριες: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ρ. Παπαέτη (κα.), Δικηγόρος της

Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτήτριες είναι κάτοχοι διπλωμάτων τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών στην Αγγλική γλώσσα. Προσλήφθηκαν από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας με σύμβαση από το Σεπτέμβριο του 1991 στη θέση Καθηγητή στη μισθολογική κλίμακα Α5 για να ασκήσουν καθήκοντα Δασκάλου σε Σχολεία Δημοτικής Εκπαίδευσης. Συνέχισαν από την ημερομηνία πρόσληψης τους να εργάζονται με ετήσια σύμβαση για εκτέλεση των ιδίων καθηκόντων όπως η αρχική πρόσληψη τους. Η τελευταία σύμβαση απασχόλησης τους έληξε στις 31.8.1998. Με επιστολή τους προς τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 3.11.87, πρόβαλαν τις πιο κάτω θέσεις:

(1) Ανήκουν στην ειδικότητα Αγγλικών με τριετείς σπουδές στην Αγγλία.

(2) Τα ονόματα τους βρίσκονται από το 1972 στους καταλόγους διοριστέων

της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, στις κλίμακες Α5-Α7.

(3) Μέχρι το 1981 διορίστηκαν στη Μέση Εκπαίδευση υποψήφιοι των κλιμάκων

αυτών μεταξύ των οποίων και συμφοιτήτριες των αιτητριών, ενώ οι

αρμόδιοι του Υπουργείου Παιδείας και της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

αρνήθηκαν να διορίσουν τις αιτήτριες στη Μέση Εκπαίδευση.

(4) Το 1991 οι αιτήτριες διορίστηκαν στη Δημοτική Εκπαίδευση με έκτακτο

διορισμό. Ταυτόχρονα τους δόθηκε η υπόσχεση από τον τότε Πρόεδρο

της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και τον τότε Υπουργό Παιδείας

για διορισμό τους στη Μέση Εκπαίδευση μετά από μερικά χρόνια υπηρεσίας στη Δημοτική Εκπαίδευση. ΄Ομως "σκόνταψαν" στα σχέδια

υπηρεσίας και στην άρνηση της ΟΕΛΜΕΚ να τις δεχθεί στη Μέση

Εκπαίδευση.

(5) Από το 1991 μέχρι σήμερα διορίζονται κάθε χρόνο στη Δημοτική Εκπαίδευση με έκτακτο διορισμό.

Με την τελευταία παράγραφο της επιστολής τους ζήτησαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να επιληφθεί του θέματος για να "βρεθεί η χρυσή τομή" για τη μονιμοποίηση τους είτε στη Δημοτική είτε στη Μέση Εκπαίδευση.

Η πιο πάνω επιστολή τους διαβιβάσθηκε στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Ο Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης με επιστολή του ημερ. 14.1.98 πληροφόρησε τις αιτήτριες ως ακολούθως:

"΄Εχω οδηγίες να αναφερθώ στη σχετική με το πιο πάνω θέμα επιστολή σας προς τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας με ημερ. 3.11.1997, η οποία στάληκε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού με το έγγραφο με αρ. φακ. 15.19.01(2) και ημερ. 11.11.1997 και να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα:

1. Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού υποστηρίζει συνέχιση της πολιτικής για εργοδότηση πολυδύναμων δασκάλων στα δημοτικά σχολεία.

2. Τη θέση αυτή έχει ενισχύσει και το Υπουργικό Συμβούλιο με τις Αποφάσεις του με αρ. 46.043 και 46.278, ημερ. 15.5.1997 και 25.6.1997 αντίστοιχα, σύμφωνα με τις οποίες "... τα σχολεία δημοτικής εκπαίδευσης στελεχώνονται μόνο από πολυδύναμους δασκάλους και ότι κάθε συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό ή από οποιοδήποτε σχετικό αίτημα τερματίζεται".

3. Με βάση τα πιο πάνω λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι το αίτημά σας για μόνιμο διορισμό στη Δημοτική Εκπαίδευση δεν είναι δυνατό να προωθηθεί.

4. ΄Οσον αφορά το αίτημά σας για διορισμό στη Μέση Εκπαίδευση αυτό δεν μπορεί επίσης να προωθηθεί, εφόσο δεν κατέχετε τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα."

Στις 23.3.98 οι αιτήτριες καταχώρισαν την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι αποφάσεις του καθ΄ ου η αίτηση 46.043 και 46.278 που το περιεχόμενο τους γνωστοποιήθηκε με επιστολή του καθ΄ ου η αίτηση 2 ημερ. 14.1.98 και με την οποία τους κατέστησαν γνωστό ότι αποφασίστηκε να μη διοριστούν και/ή ότι δεν είναι πλέον δυνατός ο διορισμός τους, μόνιμος ή με σύμβαση στη Δημοτική Εκπαίδευση όπου υπηρετούν για χρόνια είναι άκυρες και χωρίς νομικό αποτέλεσμα."

Οι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, αντικείμενο της προσφυγής, έχουν ως εξής:

(1) Απόφαση με αρ. 46.043, ημερ. 15.5.97:

"Δημιουργία θέσεων δασκάλων μουσικής, γυμναστικής και τέχνης για τα δημοτικά σχολεία.

30. Αναφορικά με την Απόφαση με αρ. 45.123 και ημερ. 14.11.1996, το Συμβούλιο ενημερώθηκε με το Σημείωμα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού με αρ. 171/97 και ημερ. 9.5.1997 και για τα σχετικά σημειώματα που επισυνάπτονται σ΄ αυτό.

31. ΄Υστερα από διεξοδική συζήτηση του θέματος της δημιουργίας εξειδικευμένων θέσεων στη Δημοτική Εκπαίδευση, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι τέτοιες θέσεις δεν πρέπει να δημιουργηθούν και ότι ο θεσμός του πολυδύναμου δασκάλου πρέπει να συνεχίσει να ισχύει ως καθοριστικός παράγοντας στην προετοιμασία του διδακτικού προσωπικού της Δημοτικής Εκπαίδευσης."

 

(2) Απόφαση με αρ. 46.278, ημερ. 25.6.97:

"Δημιουργία θέσεων δασκάλων μουσικής για τη δημοτική εκπαίδευση.

33. Το Συμβούλιο αποφάσισε:

α) Να εγκρίνει τη δημιουργία 88 θέσεων δασκάλων μουσικής (Κλ. Α2, Α5 και Α7), οι κάτοχοι των οποίων

θα τοποθετηθούν πάνω σε προσωπική βάση στην

Κλ. Α5 στη Διοίκηση του Υπουργείου Παιδείας και

Πολιτισμού. Οι θέσεις να σημειωθούν με διπλό σταυρό.

β) Να εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό Οικονομικών να

καταθέσει σχετικό συμπληρωματικό νομοσχέδιο στη

Βουλή των Αντιπροσώπων.

γ) Να επαναβεβαιώσει την πολιτική του, η οποία διατυπώνεται στην Απόφαση με αρ. 46.043 και ημερ.

15.5.1997, ότι τα σχολεία δημοτικής εκπαίδευσης

στελεχώνονται μόνο από πολυδύναμους δασκάλους

και ότι κάθε συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό ή από

οποιοδήποτε σχετικό αίτημα τερματίζεται."

Οι προσδικαστικές ενστάσεις.

Με την γραπτή τους αγόρευση οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν εγείρει τις πιο

κάτω προδικαστικές ενστάσεις:

(1) Η "παρούσα προσφυγή καθ΄ ην έκταση αφορά τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα κατά παράβαση του ΄Αρθρου 146.3 του Συντάγματος". Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του

Υπουργικού Συμβουλίου λήφθηκαν στις 15.5.97 και 25.6.97 αντίστοιχα.

Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 23.3.98.

(2) Οι αιτήτριες δεν έχουν ενεστώς άμεσο έννομο συμφέρον που να απορρέει

από τις εν λόγω αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου οι οποίες ανα-

φέρονται στη δημιουργία εξειδικευμένων θέσεων, στη Δημοτική Εκπαίδευση, ήτοι μουσικής, γυμναστικής και τέχνης.

(3) Στο βαθμό που η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης που περιέχεται

στην επιστολή ημερ. 14.1.98 αυτή δεν είναι παραδεκτή γιατί η προσβαλ-

λόμενη πράξη δεν είναι συναφής με τις προτασσόμενες στο δικόγραφο

πράξεις.

(4) Η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερ. 14.1.98 δεν είναι

εκτελεστή διοικητική πράξη.

Η πρώτη προδικαστική ένσταση - Η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη :

΄Εχει νομολογηθεί ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία που ο αιτητής αποκτά πλήρη "γνώση" της προσβαλλόμενης πράξης (Βλ. Cariolou v. Municipality of Kyrenia (1971) 3 C.L.R. 455). Η "γνώση" σημαίνει γνώση της απόφασης, πράξης ή παράλειψης η οποία εγείρει το δικαίωμα προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος και όχι γνώση αποδεικτικών στοιχείων τα οποία είναι αναγκαία για στήριξη ενώπιον του δικαστηρίου ισχυρισμού για αντισυνταγματικότητα, παρανομία ή υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Moran v. Republic, 1 R.S.C.C. 10, 13). Οσάκις η προσβαλλόμενη πράξη δημοσιεύεται η προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία της δημοσίευσης (Βλ. Pissas (No. 1) v. Electricity Authority of Cyprus (1966) 3 C.L.R. 634). Στην κρινόμενη περίπτωση οι δύο αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου δεν φαίνεται να είχαν δημοσιευθεί. Δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο αποκαλύπτει ότι οι αιτήτριες είχαν "γνώση" των δύο αποφάσεων πριν λάβουν την πιο πάνω επιστολή ημερ. 14.1.98. Ακολουθεί πως η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής αρχίζει από την ημερομηνία λήψης της επιστολής εκείνης. Η προσφυγή ασκήθηκε στις 23.3.98. Δεν είναι εκπρόθεσμη. Η πρώτη προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

Η δεύτερη προδικαστική ένσταση - ΄Εννομο συμφέρον:

΄Εχουν παρατεθεί οι δύο αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ. σελ. 3-4). Καθώς φαίνεται από το κείμενο τους: Η απόφαση με αρ 46.043 αναφέρεται στη δημιουργία "θέσεων δασκάλων μουσικής, γυμναστικής και τέχνης" για τα δημοτικά σχολεία. Η απόφαση με αρ. 46.278 αναφέρεται στη δημιουργία "θέσεων δασκάλων μουσικής για τη δημοτική εκπαίδευση".

΄Ηταν η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι οι αιτήτριες "στερούνται εννόμου συμφέροντος σύμφωνα με το άρθρο 146.2 του Συντάγματος" γιατί "δεν διεκδικούν οιεσδήποτε από τις θέσεις που αναφέρονται στις πιο πάνω αποφάσεις και ούτε κατέχουν τα προσόντα γι΄ αυτές".

Πράγματι οι αιτήτριες δεν κατέχουν τα προσόντα για διορισμό στη θέση δασκάλου μουσικής ή γυμναστικής ή τέχνης. Αν το θέμα του εννόμου συμφέροντος θα εξεταζόταν μόνο από αυτή τη σκοπιά ένας θα έλεγε ότι η προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν επηρεάζουν οποιοδήποτε έννομο συμφέρον των αιτητριών. Ωστόσο με τις αποφάσεις εκείνες διακηρύχθηκε ότι τα δημοτικά σχολεία πρέπει να στελεχώνονται μόνο από πολυδύναμους δασκάλους. Αυτή η πτυχή των αποφάσεων έχει σαν άμεσο αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της υποψηφιότητας των αιτητριών γιατί οι τελευταίες δεν ανήκουν στην κατηγορία των πολυδύναμων δασκάλων.

Ακολουθεί πως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου επηρεάζουν το έννομο συμφέρον των αιτητριών να τύχουν διορισμού στη Δημοτική Εκπαίδευση. Ακολουθεί πως η δεύτερη προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει.

Η τρίτη προδικαστική ένσταση - Συμπροσβολή δύο μη συναφών πράξεων:

Με το αιτητικό της προσφυγής οι αιτήτριες προσβάλλουν άμεσα τις δύο πιο πάνω αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Με έμμεσο τρόπο προσβάλλουν και το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής του Υπουργείου Παιδείας ημερ. 14.1.98. Οι καθ΄ ων η αίτηση διατείνονται ότι τέτοια συμπροσβολή δεν είναι δικονομικά εφικτή.

Η νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 274) έχει διαμορφώσει τους πιο κάτω κανόνες:

"Συγχωρείται η δια του αυτού δικογράφου προσβολή επί ακυρώσει πλειόνων της μιας πράξεων, οσάκις άπασαι αι προσβαλλόμεναι πράξεις είναι συναφείς διότι λ.χ. η μια πράξις αποτελεί προϋπόθεσιν της άλλης: 1821 (53), ή οσάκις δια του αυτού δικογράφου προσβάλλονται πλείονες πράξεις αίτινες αφορώσιν άπασαι τον αιτούντα, ερείδονται εις τας αυτάς διατάξεις του νόμου, φέρουσι ταυτόσημον αιτιολογίαν και εξεδόθησαν παρά του αυτού οργάνου και κατά την ίδιαν διοικητικήν διαδικασίαν: 1419 (53) (βλ. έλλειψιν συνάφειας εν 1817 (56), 497, 2097 (56)).

Οσάκις δεν συντρέχουσιν αι προϋποθέσεις της συνάφειας η αίτησις ακυρώσεως θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη μόνον ως προς την πρώτην των προσβαλλομένων πράξεων: 1654 (56), 858 (54), χωρεί όμως πάντοτε χωρισμός δικογράφου, οπότε το εμπρόθεσμον των ύστερον κατατεθεισών αιτήσεων κρίνεται εκ της αρχικής: 1629 (53)'."

(Βλ. και Τσάτσου, "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", ΄Εκδοση Τρίτη, σελ. 357-58).

Η νομολογία μας έχει τροχιοδρομηθεί πάνω στις γραμμές της Ελληνικής Νομολογίας (Βλ. Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 379 και Καραγιώργη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 325/95 και 479/95/5.3.98).

Στην κρινόμενη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της συνάφειας γιατί οι δύο πράξεις δεν "εξεδόθησαν παρά του αυτού οργάνου και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία". Ακολουθεί πως στο βαθμό που η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης που περιέχεται στην επιστολή ημερ. 14.1.98 είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται.

Τέταρτη προδικαστική ένσταση - Εκτελεστότητα της απόφασης που περιέχεται στην επιστολή 14.1.98:

Στην Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) το θέμα τέθηκε ως εξής:

"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους."

Σύμφωνα με το "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Α. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι ότι με την δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, ΄Εκδοση 1982, σελ. 170 - Βλ. επίσης και Λοϊζου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 413/96/25.2.97 και Ιδιωτικά Φροντιστήρια Κυπριανού Λτδ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 26/97/31.10.97).

Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες "δια των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων".

Πράξεις οι οποίες είναι απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα δεν είναι εκτελεστές (Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 C. L.R. 219. Βλ. και Απόφαση 2446/1968 του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία κρίθηκε ότι η επίδικη πράξη απαραδέκτως προσβάλλεται "ως στερουμένη εκτελεστού χαρακτήρος, καθ΄ όσον αύτη πληροφορίας απλώς παρέχει προς την αιτούσαν, μη δυναμένη να δημιουργήση ίδιον έννομον αποτέλεσμα").

Μια απλή έκφραση της πρόθεσης ή της γνώμης της Διοίκησης προς τους διοικούμενους δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 237 και 239, Institute of Cert. Pub. Accountants of Cyprus κ.α. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 276, Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 123, Α.Ι. Τάχου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδοση, σελ. 356).

΄Εχω την άποψη πως η επιστολή ημερ. 14.1.98 δεν περιέχει εκτελεστή διοικητική πράξη γιατί περιέχει απλώς τη γνώμη της διοίκησης και παρέχει απλώς πληροφορίες προς τις αιτήτριες. Ακολουθεί πως η προσφυγή, στο βαθμό που στρέφεται κατά του περιεχομένου της επιστολής ημερ. 14.1.98, είναι απαράδεκτη και γι΄ αυτό το λόγο - έλλειψη εκτελεστότητας.

Παρόλο ότι δεν έχει εγερθεί προδικαστική ένσταση αναφορικά με το κατά πόσο οι προτασσόμενες στο δικόγραφο πράξεις αποτελούν πράξεις οι οποίες εμπίπτουν εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος και μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή, θεωρώ ότι το ζήτημα αυτό μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Αποτελεί θέμα που άπτεται της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και επομένως είναι ζήτημα δημόσιας τάξης. Σαν τέτοιο μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.

Θα εξεταστεί κατά πόσο οι προσβαλλόμενες πράξεις αποτελούν Κανονιστικές Πράξεις. Σύμφωνα με το "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων" του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, 1951, σελ. 104:

"Περιεχόμενον της κανονιστικής πράξεως ως και του νόμου είναι η θέσις κανόνος δικαίου, θέσιν δε κανόνος δικαίου αποτελεί ο καθορισμός εκείνου, όπερ δέον να ισχύη ως δίκαιον διά πάντα, παρά τω οποίω υφίσταται πραγματική κατάστασις συγκεντρούσα χαρακτηριστικά γνωρίσματα γενικώς προσδιοριζόμενα. Ούτως αναμφισβήτητον εσωτερικόν γνώρισμα της κανονιστικής πράξεως είναι η γενικότης. Εν τη γενικότητι έγκειται κυρίως τούτο, ότι το νομικόν περιεχόμενον της πράξεως δεν εξαντλείται διά μιας και μόνης εφαρμογής, δια μιας και μόνης παροχής, αλλά διατηρεί την δύναμιν ίνα προκαλή νέας εφαρμογάς, επί των αορίστων και μελλουσών περιπτώσεων, αίτινες συγκεντρούσι τας υπό της πράξεως τεθείσας γενικώς προϋποθέσεις. Ούτως ο ιδεώδης τύπος της κανονιστικής πράξεως είναι η πράξις, η απευθυνομένη προς πάντας, ισχύουσα άνευ τοπικού ή χρονικού περιορισμού και δυναμένη να εφαρμοσθή επί πληθύος σχέσεων και αντικειμένων."

 

Στην κρινόμενη περίπτωση οι προσβαλλόμενες πράξεις θέτουν κανόνες δικαίου. ΄Εχουν καθορίσει εκείνο το οποίο "όπερ δέον να ισχύη ως δίκαιον δια πάντα". Πρόκειται, επομένως, για Κανονιστικές Πράξεις. Σάν τέτοιες δεν υπόκεινται σε προσφυγή (Βλ. και Police v. Hondrou, 3 R.S.C.C. 82, Sophoclis Demetriades & Son and Another v. Republic (1969) 3 C.L.R. 557, Philippou and Others v. Republic (1970) 3 C.L.R. 129, Lanitis Farm Ltd v. Republic (1982) 3 C.L.R. 124, 130, 131, 132, Nicosia Race Club v. Republic (1984) 3 C.L.R. 791, 796).

Ακολουθεί πως η προσφυγή, στο βαθμό που στρέφεται κατά των δύο αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, πρέπει να απορριφθεί.

Η ουσία της προσφυγής.

Παρά τις πιο πάνω καταλήξεις μου θα παραθέσω τα συμπεράσματα μου επί της ουσίας της προσφυγής, στο βαθμό που αυτή στρέφεται κατά των δύο αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, για να είναι καταγραμμένα.

Οι αιτήτριες ισχυρίσθηκαν ότι το Υπουργικό Συμβούλιο "δεν είχε καμιά αρμοδιότητα να αποφασίσει όπως αποφάσισε με τις εν λόγω δύο αποφάσεις του". Η αρμοδιότητα δεν είναι του Υπουργικού Συμβουλίου αλλά της ανεξάρτητης Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας "που έχει ειδική περί τούτου αρμοδιότητα που ξεκινά από το Νόμο 12/65 και τροποποιήθηκε με το Νόμο 10/69".

Το Υπουργικό Συμβούλιο είναι το ανώτατο όργανο άσκησης εκτελεστικής εξουσίας της Πολιτείας (Βλ. Medcon Constructions v Republic (1968) 3 C.L.R. 535). Ασκεί εκτελεστική εξουσία επί παντός θέματος (βλ. άρθρο 54 του Συντάγματος). Είναι το όργανο το οποίο διαμορφώνει την πολιτική της Κυβέρνησης (Βλ. Ioannou and Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 146).

Αναμφίβολα οι δύο αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου αποτελούν την διαμόρφωση και έκφραση της πολιτικής της Κυβέρνησης επί του συγκεκριμένου θέματος. Εφόσον είναι αποφάσεις πολιτικής ανήκουν σαφώς στην σφαίρα αρμοδιότητας του Υπουργικού Συμβουλίου. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στους πιο πάνω Νόμους το οποίο εμποδίζει το Υπουργικό Συμβούλιο από του να ασκήσει τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα. Στην κρινόμενη περίπτωση το Υπουργικό Συμβούλιο με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις έχει αποφασίσει την υιοθέτηση μιας πολιτικής αναφορικά με την στελέχωση των σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Είναι νομολογημένο ότι το διοικητικό δικαστήριο δεν εξετάζει το κατά πόσο μια πολιτική που υιοθετείται από ένα διοικητικό όργανο είναι ορθή ή όχι γιατί μια τέτοια εξέταση υπερβαίνει τα όρια της δικαιοδοσίας του δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος (Βλ. Carayiannis v. Republic (1980) 3 C.L.R. 39, 45). Aκολουθεί πως η προσφυγή δεν μπορεί να πετύχει και επί της ουσίας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα £300.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο