ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 1001/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΜΕΤΑΞΥ:

1. Δήμητρας Κοσμά, από τη Λευκωσία

2. Αφρούλλας Περικλέους, από τη Λευκωσία

3. Ειρήνης Γαβριήλ, από τη Λευκωσία

Αιτητριών

- και -

Δήμου Λευκωσίας

Καθ΄ων η αίτηση

____________

30 Απριλίου, 1999

Για τις αιτήτριες : κα Σ. Νικολάου για κ.κ. Παπαχαραλάμπους

και Αγγελίδη.

Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Κυρ. Μιχαηλίδης.

_____________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Oι αιτήτριες αξιώνουν ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού που λήφθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση στις 4.10.1996. Σε κάποιο στάδιο οι αιτήτριες 1 και 3 απέσυραν την προσφυγή τους και έτσι η προσφυγή παρέμεινε προς εκδίκαση μόνο όσον αφορά την αιτήτρια 2.

Η προσφυγή έχει εγερθεί εναντίον τριών ενδιαφερομένων μερών. Στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση προβάλλεται υπό μορφή προδικαστικής ένστασης ο ισχυρισμός ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 2, Μάρω Ιωαννίδου και Ανδρέας Παπαϊωάννου, δεν ήταν υποψήφιοι κατά την πλήρωση της επίδικης θέσης, ούτε βέβαια προήχθηκαν.

Σημειώνεται επίσης ότι προγενέστερη προσφυγή υπ΄αρ. 213/90, με την οποία οι αιτήτριες προσέβαλαν το διορισμό των ίδιων ενδιαφερομένων μερών, αποσύρθηκε εναντίον των δύο ενδιαφερομένων μερών και προχώρησε μόνο εναντίον του τρίτου, ΄Αριστου Αριστείδου. Ο διορισμός του Αριστείδου ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ως αποτέλεσμα οι καθ΄ ων η αίτηση προχώρησαν στην επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης κατά την οποία διορίστηκε και πάλιν ο Αριστείδου.

Η γραπτή αγόρευση για τις αιτήτριες αναφέρεται μόνο στην ακύρωση της προαγωγής του ΄Αριστου Αριστείδου. Στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων των καθ΄ ων η αίτηση γίνεται αναφορά σε απόσυρση της προσφυγής εναντίον των ενδιαφερομένων μερών 1 και 2.

Στο φάκελο δεν υπάρχει απόσυρση της προσφυγής εναντίον των ενδιαφερομένων μερών 1 και 2, όμως εν όψει των πιο πάνω και εν όψει του ότι ο μόνος διορισμός που έγινε είναι αυτός του Αριστείδου, είναι φανερό ότι πρόθεση της αιτήτριας ήταν η καταχώρηση προσφυγής εναντίον του διορισμού του Αριστείδου και μόνο εκ παραδρομής αναφέρθηκαν και οι άλλοι δύο.

΄Οπως είδαμε, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα επανεξέτασης του θέματος της πλήρωσης της ίδιας θέσης που ακολούθησε ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή υπ΄ αρ. 213/90 που εκδόθηκε στις 17.6.1992 και επικυρώθηκε από την Ολομέλεια στις 18.9.1996.

Στις 24.9.1996 η Επιτροπή Προσωπικού των καθ΄ ων η αίτηση συνήλθε για να επανεξετάσει το θέμα. Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπ΄ όψιν διάφορα στοιχεία, μεταξύ των οποίων τις συστάσεις των νομικών συμβούλων του Δήμου, τους προσωπικούς φακέλλους των υποψηφίων, τις εμπιστευτικές εκθέσεις και τις συστάσεις του αρμόδιου τμηματάρχη, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των λοιπών υποψηφίων και αποφάσισε να εισηγηθεί στο Δημοτικό Συμβούλιο την προαγωγή του στη θέση του Γραμματειακού Λειτουργού. Το Δημοτικό Συμβούλιο στις 26.9.1996 αφού εξέτασε όλα τα σχετικά στοιχεία, καθώς και την εισήγηση της Επιτροπής Προσωπικού, αποφάσισε όπως προάξει τον ΄Αριστο Αριστείδου, ενδιαφερόμενο μέρος 3, στη θέση, από την 1.3.1989.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει γιατί είναι τρωτή η σύσταση του Τμηματάρχη, ενώ η τελική απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο Τμηματάρχης εξέφρασε απλώς τη γνώμη του, χωρίς να αιτιολογήσει την επιλογή του, παρά μόνο με αοριστίες και χωρίς οποιανδήποτε αναφορά σε στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος.

Οι προαγωγές του προσωπικού του Δήμου Λευκωσίας ρυθμίζονται από τους περί Δημοτικής Υπηρεσίας Κανονισμούς του Δήμου Λευκωσίας του 1976, που δημοσιεύτηκαν στο Τρίτο Παράρτημα, Μέρος Ι, της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, ημερ. 14.1.1977 (ΚΔΠ 11/77). Ο Κανονισμός 26(2) εισάγει ως βάση για προαγωγή τα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας. Λαμβάνονται επίσης δεόντως υπ΄ όψιν οι περί των υποψηφίων εμπιστευτικές εκθέσεις και οι συστάσεις του Τμηματάρχη του Τμήματος στο οποίο βρίσκεται η κενή θέση (Κανονισμός 16(3)). Υποχρέωση προς αιτιολογημένη σύσταση του Τμηματάρχη, όπως προβλέπεται από το άρθρο 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, δεν υπάρχει (βλέπε σχετικά Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας Υποθ. Αρ. 850/90, ημερ. 15.5.1992 και Δημοκρατία ν. Βιολάρη κ.α. (1992) 3 Α.Α.Δ. 15, 19).

Αφού λοιπόν οι σχετικοί κανονισμοί δεν προνοούν ειδικά την αιτιολογημένη σύσταση του αρμόδιου Τμηματάρχη, η απλή σύσταση είναι ικανοποιητική. Η σύσταση τότε μόνο είναι τρωτή όταν δεν συνάδει με τα στοιχεία του φακέλλου (Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 288, 294. Βλέπε επίσης Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170, 175). Πέραν όμως τούτου από το σχετικό πρακτικό ημερ. 24.9.1996, φαίνεται ότι ο Τμηματάρχης εκτός του ότι συνέκρινε τους διάφορους υποψήφιους, στήριξε τη σύστασή του στις ενώπιόν του αξιολογήσεις, στις εμπιστευτικές εκθέσεις και τα προσόντα των υποψήφιων.

Στην παρούσα υπόθεση τίποτε δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η σύσταση του τμηματάρχη δεν συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι η τελική απόφαση στερείται αιτιολογίας, ενώ οι αποφάσεις της Επιτροπής και του Δημοτικού Συμβουλίου είναι πανομοιότυπες.

΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι κάθε διοικητικό όργανο έχει καθήκον αιτιολόγησης της διοικητικής απόφασης στην οποία καταλήγει. Η αιτιολογία αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη Διοίκηση στην απόφασή της, καθώς και παράθεση των κριτηρίων με βάση τα οποία ασκήθηκε η διακριτική της ευχέρεια. Τι είναι δέουσα αιτιολογία είναι θέμα βαθμού και εξαρτάται από τη φύση της συγκεκριμένης απόφασης. ΄Ομως η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλλου (βλέπε Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, 54).

Είναι αλήθεια ότι η αιτιολογία που δίδεται στην παρούσα υπόθεση είναι μάλλον συνοπτική. ΄Ομως είναι επαρκής. Αναφέρεται ότι το Δημοτικό Συμβούλιο, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιόν του στοιχεία και τις συστάσεις του αρμόδιου τμηματάρχη, έκρινε με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο για προαγωγή. Το ενδιαφερόμενο μέρος, πέραν της υπεροχής που παρουσιάζει στις εμπιστευτικές εκθέσεις, είχε υπέρ του και τη σύσταση του αρμόδιου Τμηματάρχη, η οποία, ας μη ξεχνούμε, αποτελεί σημαντικό στοιχείο προσδιορισμού της αξίας και συνιστά ξεχωριστό στοιχείο κρίσης (βλέπε Ηarris v. Republic, A.E. 699, ημερ. 27.1.1989 όπου αναφέρθηκε ότι ο προϊστάμενος του τμήματος είναι σε θέση να εκτιμήσει τις απαιτήσεις της θέσης που πρόκειται να πληρωθεί και τις ικανότητες του υποψήφιου να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης. Βλέπε επίσης και Ιωάννου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Δ.Δ. 390, 418). ΄Ετσι και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.

Η αιτήτρια ούτε απέδειξε, αλλά ούτε και ισχυρίστηκε ότι είχε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Στην πραγματικότητα δεν έδειξε ότι είχε καν υπεροχή.

Εν όψει όλων των πιο πάνω βρίσκω ότι η παρούσα προσφυγή είναι αβάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί. Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.

 

 

 

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο