ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 654/97
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
PUNTING TRANSPORTS LTD.
Αιτητώ ν
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Οικονομικών
2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Καθ'ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 29 Mαρτίου, 1999.Για τους αιτητές: Γ. Παπαθεοδώρου.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Κυριακίδου.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια Εταιρεία προσβάλλει την απόφαση του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με την οποία προέβη σε βεβαίωση οφειλόμενου απ΄ αυτή φόρου, αφού προηγούμενα απέρριψε ένστασή της. Το συνολικό ποσό, που αποτελεί το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης είναι £22.854,03 σεντ.
Η απόφαση λήφθηκε από τον Έφορο μετά από έρευνα την οποία διεξήγαγε επιτόπου λειτουργός του ΦΠΑ και κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν τηρούνταν βιβλία, αρχεία και στοιχεία για τις δραστηριότητες της Εταιρείας. Συγκεκριμένα διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:-
(α) Δεν τηρούσαν αρχείο που να περιέχει στοιχεία για την αναγνώριση των ταξί (περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας) που μίσθωναν με ή χωρίς αντιπαροχή σε τρίτο πρόσωπο όπως προνοείται από το άρθρο 39 του Ν. 246/90 και το περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (τήρηση βιβλίων, αρχείων και στοιχείων) Διάταγμα του 1992 (Κ.Δ.Π. 114/92).
(β) Δεν απέδωσαν φόρο εκροών ύψους £6.654,03 σεντ για παραχώρηση αστικών ταξί σε άλλο πρόσωπο χωρίς αντιπαροχή και για πώληση δύο αδειών χρήσης δύο αστικών ταξί και
(γ) Πιστώθηκαν με ποσό £16.200,= ως φόρο εισροών, χωρίς να παρέχεται δικαίωμα πίστωσης από τη νομοθεσία διότι τα έγγραφα που είχαν στην κατοχή τους δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 4(1) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φορολογικά Τιμολόγια) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 213/91).
Ο Έφορος έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που είχαν υποβληθεί από τους αιτητές για τις περιόδους από 1.1.1994 μέχρι 29.2.1996 ήσαν ελλειπείς. Ως εκ τούτου προέβηκε στη βεβαίωση του φόρου μετά από ενδελεχή έρευνα και χρησιμοποιώντας την κρίση του με βάση το άρθρο 34(1)(2) του Ν. 246/90 και ειδοποίησε τους αιτητές με σχετική επιστολή ημερ. 27.5.1997. Η επιστολή αυτή αναφέρει και τα εξής:-
"Αναφέρομαι στην επίσκεψη ελέγχου που ολοκληρώθηκε στις 18.12.96 και σας πληροφορώ ότι από την εξέταση των βιβλίων και αρχείων που τηρείτε για την περίοδο από 1.1.94 μέχρι 29.2.96 και τις εξηγήσεις που έδωσε ο πρώην διευθυντής σας κος Τ. Μαρκίδης και η υπεύθυνη για την συμπλήρωση των φορολογικών σας δηλώσεων, έχουν διαπιστωθεί τα ακόλουθα που επηρεάζουν τις φορολογικές σας υποθέσεις:-
1. Δεν τηρείτε πλήρη αρχεία και στοιχεία που απαιτούνται να τηρούνται δυνάμει του άρθρου 39 του Ν. 246/90 και του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διατάγματος του 1992. Συγκεκριμένα δεν υπάρχει αρχείο που να περιέχει επαρκή στοιχεία για αναγνώριση των ταξί που μισθώνατε με αντιπαροχή ή που παραχωρούσατε χωρίς αντιπαροχή σε άλλο πρόσωπο. Οι παραλείψεις αυτές κατέστησαν την επαλήθευση των φορολογικών σας δηλώσεων πρακτικά δύσκολη.
2. Παραλείψατε να αποδώσετε φόρο εκροών ύψους £6.654,03 για τις εξής φορολογητέες πράξεις:
° Παραχώρηση αστικών ταξί σε άλλο πρόσωπο, χωρίς αντιπαροχή, για να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς της δικής του επιχείρησης. Η διάθεση των εν λόγω περιουσιακών σας στοιχείων αποτελεί παροχή υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου 6(8) του Ν. 246/90 και με βάση το άρθρο 23(14)(β) του ιδίου Νόμου, η φορολογητέα αξία της είναι το κόστος των αγαθών. Ως κόστος θεωρείται η ετήσια απόσβεση με συντελεστή 20% επί της τιμής απόκτησης τους, η οποία υπολογίστηκε ότι ανέρχεται σε £49.842,00 και ο οφειλόμενος φόρος σε £3.987,36.
° Πώληση δύο αδειών οδικής χρήσης αστικών ταξί έναντι συνολικής αντιπαροχής £36.000,00 ο δε οφειλόμενος από εσάς φόρος ανέρχεται σε £2.666,67.
3. Δεν σας παρέχεται πίστωση του φόρου συνολικού ύψους £16.200,00 που σας χρέωσε η εταιρεία Diprose Ltd. για "διοικητικά έξοδα" σύμφωνα με τα τιμολόγια 138 και 156 ημερομηνίας 28.2.95 και 30.11.95 αντίστοιχα. Στα εν λόγω τιμολόγια δεν δίνεται επαρκής περιγραφή για αναγνώριση των υπηρεσιών που είχατε λάβει, ενώ σε σχετική ερώτηση ο πρώην διευθυντής σας κος Τ. Μαρκίδης δήλωσε ότι δεν υπήρχε καμιά γραπτή συμφωνία και δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε προφορικές εξηγήσεις. Η αδυναμία να παρέχετε κάθε διευκόλυνση για σκοπούς εξακρίβωσης των υπηρεσιών που λάβατε, κατέστησε αδύνατο να εξεταστεί πρώτο κατά πόσο πράγματι τέτοιες υπηρεσίες είχαν παρασχεθεί και δεύτερο χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της επιχείρησης που ασκείτε.
Ενόψει των πιο πάνω:
° το συνολικό ποσό των £22.854,03 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς δυνάμει του άρθρου 34(1) και (2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990.".
Για την πώληση των δύο αδειών οδικής χρήσης αστικών ταξί, ως αναφέρεται στην επιστολή του Εφόρου και για την επιβολή του φόρου των £2.666,67 σεντ ο δικηγόρος των αιτητών το κάνει παραδεκτό και αποσύρει την ένσταση του για το ποσό αυτό.
Δεν παρουσιάστηκαν λογαριασμοί Φ.Π.Α. για την περίοδο 1.1.94-29.2.96, ούτε αρχείο στο οποίο να εμφαίνονται λεπτομέρειες αναφορικά με τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας σε τρίτα πρόσωπα χωρίς αντιπαροχή, διάθεση η οποία, με βάση τα άρθρα 6(8) και 23(14)(β) του Ν. 246/90, είναι φορολογητέα με τεκμαρτό κόστος την ετήσια απόσβεση του αντικειμένου με συντελεεστή 20% επί της τιμής απόκτησής του. Κατά την έρευνα διαπιστώθηκε επίσης πως η πίστωση φόρου, συνολικού ύψους £16.200,= που χρέωσε η εταιρεία Diprose Ltd. την αιτήτρια για "διοικητικά έξοδα" δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή γιατί δεν υπήρξε επαλήθευση και αναγνώριση των υπηρεσιών αυτών. Ο δε διευθυντής της αιτήτριας δεν είχε παρουσιάσει καμιά σχετική συμφωνία μεταξύ της αιτήτριας και της Diprose Ltd., ούτε ήταν σε θέση να δώσει οποιεσδήποε προφορικές εξηγήσεις ως προς το πραγματικό περιεχόμενο των "διοικητικών" αυτών εξόδων.
Η δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση Εφόρου πρόβαλε για πρώτη φορά στη γραπτή της αγόρευση προδικαστική ένσταση ότι η απόφαση που προσβάλλεται στο αιτητικό Β της προσφυγής (το αιτητικό Α της προσφυγής αποσύρθηκε κατά την ακρόαση των διευκρινήσεων) δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Ισχυρίζεται ότι είναι βεβαιωτική της πρώτης απόφασης που εκφράζεται στην επιστολή της 27.5.97.
Είναι γνωστές οι αρχές που διέπουν το θέμα της προδικαστικής ένστασης και δεν θεωρώ αναγκαίο να τις επαναλάβω. Κατ΄ αρχήν το θέμα της εκτελεστότητας της πράξης είναι δυνατό να εξετασθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ακόμα και αυταπάγγελτα από το Δικαστήριο (Βλέπε μεταξύ άλλων: Δημοκρατία ν. Γ. Ματθαίου, Α.Ε. 832, ημερ. 12.7.90).
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι μόνο εκτελεστές διοικητικές πράξεις με τις οποίες δημιουργείται, τροποποιείται ή καταργείται μια νομική κατάσταση είναι προσβλητέες δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Οι βεβαιωτικές πράξεις δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα. (Βλέπε:
Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054, Demetriades Co. Ltd. v. Limassol Municipality (1987) 3 CLR 125 και Σταύρος Χρίστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου, Α.Ε. 2279, ημερ. 19.2.1999).Σύμφωνα με το άρθρο 52 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου η ένσταση εναντίον της απόφασης του Εφόρου υποβάλλεται εντός 30 ημερών στον Υπουργό που σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του ίδιου Νόμου είναι ο Υπουργός Οικονομικών. Το άρθρο 52 έχει ως εξής:-
"52.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να υποβάλει ένσταση στον Υπουργό για οποιαδήποτε απόφαση, διαταγή, ειδοποίηση η άλλη πράξη του Εφόρου, αναφορικά με τα θέματα που καθορίζονται στους κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου. Η ένσταση υποβάλλεται μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημερομηνία της κοινοποίησης στο πιο πάνω πρόσωπο της εν λόγω απόφασης, διαταγής, ειδοποίησης ή άλλης πράξης του Εφόρου:
Νοείται ότι ο Υπουργός δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε ένστασης εκτός εάν ο Έφορος βεβαιώσει ότι το πρόσωπο που υποβάλλει την ένσταση απέστειλε όλες τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου και κατέβαλε όλα τα ποσά που αναφέρονται σ΄ αυτές ως πληρωτέα από το ίδιο ή οποιοδήποτε ποσό που ο Διευθυντής καθόρισε ως πληρωτέο φόρο ή ότι κατέθεσε ανάλογη χρηματική παρακαταθήκη στον Έφορο.
(2) Ο Υπουργός εξετάζει την ένσταση και αποφασίζει, το αργότερο μέσα σε εξήντα ημέρες από την υποβολή της, κατά πόσο αυτή θα πρέπει να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί ή κατά πόσο η απόφαση, διαταγή, ειδοποίηση ή άλλη πράξη του Εφόρου εναντίον της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση πρέπει και σε ποιο βαθμό να τροποποιηθεί.".
Οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση στην απόφαση του Εφόρου στον ίδιο τον Έφορο και όχι στον Υπουργό Οικονομικών όπως προνοεί το σχετικό άρθρο του Νόμου.
Η ένσταση που λήφθηκε από τον Έφορο στις 13.6.97 αποτελεί στην πραγματικότητα διαμαρτυρία προς την απόφαση του χωρίς να παραθέτει οποιοδήποτε νέο στοιχείο το οποίο θα απαιτείτο να γίνει νέα έρευνα από τον Έφορο.
Ο Έφορος με επιστολή του προς τους αιτητές ημερ. 18.7.97 απέρριψε την ένσταση των αιτητών επιβεβαιώνοντας την προηγούμενη απόφασή του. Δεν φαίνεται να έκαμε νέα έρευνα αφού κανένα νέο στοιχείο που εχρειάζετο έρευνας δεν παρουσίασαν οι αιτητές. Η απόφαση του αυτή είναι καθαρά βεβαιωτική της προηγούμενης πράξης και ως τέτοια δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. (Βλέπε:
Pieris v. Republic (πιο πάνω) και Demetriades Co. Ltd. v. Limassol Municipality (πιο πάνω)).Αλλά και πέραν των πιο πάνω ο σχετικός νόμος δεν προβλέπει για ένσταση που υποβάλλεται στον Έφορο ΦΠΑ. Η προβλεπόμενη από το Νόμο ένσταση υποβάλλεται μόνο στον Υπουργό Οικονομικών.
Για τους πιο πάνω λόγους η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και η προσφυγή κρίνεται ως απαράδεκτη. Επομένως, δεν κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με την ουσία της προσφυγής.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ