ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 609/97
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Pierre-Henri Γεωργιάδη, από τη Λευκωσία
Αιτητή
- και -
Εφόρου Φόρου Εισοδήματος
Καθ'ου η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 26 Φεβρουαρίου, 1999.Για τον αιτητή εμφανίζεται ο πληρεξούσιος αντιπρόσωπός του, Λεύκος Γεωργιάδης.
Για τον καθ΄ ου η αίτηση: Δ. Κούσιου (κα).
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσφυγή αυτή στρέφεται εναντίον της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (ο Έφορος) με την οποία επιβλήθηκε στον αιτητή για το φορολογικό έτος 1995 ως φόρος εισοδήματος το ποσό των £73,70 σεντ.
Η ουσία της προσφυγής αφορά την απόφαση του Εφόρου να μην παραχωρήσει στον αιτητή πίστωση £140,= που προβλεπόταν από την παράγραφο 8 του Τρίτου Παραρτήματος του άρθρου 34 των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων 1961-1995.
Το εισόδημα του αιτητή, ο οποίος είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού κατά τον ουσιώδη χρόνο, προερχόταν από ενοίκια.
Στις 7.3.96 ο αιτητής διά του αντιπροσώπου του κ. Λεύκου Γεωργιάδη, υπέβαλε δήλωση εισοδήματος για το φορολογικό έτος 1995.
Στις 14.4.97 ο Έφορος εξέδωσε αρχική ειδοποίηση επιβολής φορολογίας Φόρου Εισοδήματος με την οποία επέβαλε ως πληρωτέο φόρο το ποσό των £73,70 σεντ. Την ίδια ημέρα ο αντιπρόσωπος του αιτητή υπέβαλε ένσταση εναντίον της πιο πάνω φορολογίας με τον μόνο ισχυρισμό ότι ο Έφορος έπρεπε να παραχωρήσει πίστωση ύψους £140,= εφ΄ όσον το εισόδημα του αιτητή ήταν λιγότερο από το ποσό των £4.500,=.
Ο Έφορος μετά από εξέταση της ένστασης αποφάσισε να εμμείνει στην αρχική φορολογία και απέστειλε τελική ειδοποίηση επιβολής φορολογίας Φόρου Εισοδήματος για το 1995. Η τελική αυτή φορολογία συνοδεύετο από επιστολή ημερομηνίας 2.6.97 η οποία έχει ως ακολούθως:-
"Αναφέρομαι στην ένστασή σας κατά της φορολογίας του εισοδήματός σας για το φορολογικό έτος 1995, με την οποία ζητάτε να σας παραχωρηθεί η πίστωση των £140 για εισόδημα μέχρι £4.500 και σας πληροφορώ ότι το αίτημά σας δεν μπορεί να γίνει δεκτό διότι, σύμφωνα με τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο, άρθρο 34, παράρτημα τρίτο, στην περίπτωση φυσικού προσώπου το οποίο δεν διαμένει ή συνήθως δεν διαμένει στη Δημοκρατία, δεν χορηγούνται οι πιστώσεις οι οποίες προβλέπονται στο παράρτημα αυτό.
Σας εσωκλείω ειδοποίηση επιβολής φορολογίας και σε περίπτωση που θεωρείτε ότι αδικείσθε με την πιο πάνω απόφασή μου, μπορείτε να προσφύγετε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας, μέσα σε 75 μέρες από την ημερομηνία της ειδοποίησης.".
Από την επιστολή αυτή φαίνεται ότι ο Έφορος απέρριψε την ένσταση του αιτητή και δεν παραχώρησε την αιτούμενη πίστωση των £140,= εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 34, παράρτημα τρίτο, που αναφέρουν ότι στην περίπτωση φυσικού προσώπου το οποίο δεν διαμένει ή συνήθως δεν διαμένει στη Δημοκρατία δεν χορηγούνται οι πιστώσεις οι οποίες προβλέπονται σ΄ αυτό.
Η ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας για πρώτη φορά στη γραπτή της αγόρευση προβάλλει προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος γιατί δεν έχει θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να υποστηρίζει ύπαρξη οποιασδήποτε ζημίας ή βλάβης.
Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Ο αιτητής είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη πράξη του Εφόρου αφού η άρνηση του τελευταίου να παραχωρήσει την πίστωση που ζητούσε με την ένσταση του στην αρχική φορολογία καθιστούσε τον πληρωτέο φόρο υψηλότερο. Υπήρχε κατά συνέπεια ζημία για τον αιτητή γιατί αν γινόταν δεκτή η ένσταση του ο πληρωτέος φόρος εισοδήματος θα ήταν χαμηλότερος.
Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ο αιτητής στην προσφυγή του προβάλλει 13 λόγους ακυρότητας της επίδικης πράξης.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τον αιτητή, ο οποίος αργότερα αποσύρθηκε λόγω διαφωνιών που προέκυψαν μεταξύ τους στο στάδιο των οδηγιών για την καταχώρηση απαντητικής αγόρευσης, στη γραπτή του αγόρευση, δεν αναπτύσσει τους 12 από τους 13 λόγους ακυρότητας. Μπορώ έτσι να οδηγηθώ στο συμπέρασμα ότι αυτοί έχουν εγκαταληφθεί. Εξάλλου ούτε στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της Δημοκρατίας ούτε στη γραπτή απαντητική αγόρευση αλλά ούτε και στις προφορικές διευκρινήσεις έχει αναπτυχθεί οποιοσδήποε άλλος λόγος ακυρώσεως εκτός από το λόγο αρ. 10 της προσφυγής που έχει ως ακολούθως:-
"10. Περαιτέρω και άνευ βλάβης των ανωτέρω η sub judice διοικητική πράξη και/ή απόφαση και οι πρόνοιες του άρθρου 34 του Νόμου, παράρτημα τρίτον, παράγραφος (8), αντίκεινται προς την αρχή της ισότητας και ειδικότερα το άρθρο 28 του Συντάγματος, καθ΄ όσον συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος πολιτών της Δημοκρατίας οι οποίοι δε διαμένουν ή συνήθως δεν διαμένουν στη Δημοκρατία".
Τόσο στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή όσο και στην απαντητική αγόρευση που καταχώρησε εκ μέρους του αιτητή ο πληρεξούσιος αντιπρόσωπός του όσο και στις διευκρινήσεις προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι οι πρόνοιες της επιφύλαξης της παραγράφου 8 του τρίτου παραρτήματος του άρθρου 34 είναι αντισυνταγματικές γιατί προσκρούουν στα Άρθρα 24.1 και 28 του Συντάγματος.
Με το Παράρτημα Τρίτο του άρθρου 34 του Νόμου χορηγούνται προσωπικές πιστώσεις σε φυσικά πρόσωπα τα οποία κατατάσσονται σε κατηγορίες που χρήζουν διαφορετικής φορολογικής αντιμετώπισης από την Πολιτεία. Ειδικότερα με την παράγραφο 8 του Τρίτου Παραρτήματος προνοείται ότι:-
"(8) Στην περίπτωση φυσικού προσώπου παραχωρείται πίστωση έναντι του καταβλητέου από αυτό φόρου όπως αναφέρεται πιο κάτω:
Συνολικό εισόδημα: £
Μέχρι £4500,00 140,00
Πάνω από £4500,00 μέχρι £6000,00 100,00".
Η επιφύλαξη όμως του άρθρου 34 αναφέρει τα εξής:-
"Νοείται περαιτέρω ότι στην περίπτωση φυσικού προσώπου το οποίο δε διαμένει ή συνήθως δε διαμένει στη Δημοκρατία δεν χορηγούνται οι Πιστώσεις οι οποίες προβλέπονται στο Παράρτημα αυτό.".
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω επιφύλαξη του άρθρου 34 είναι αντίθετη με την αρχή της ισότητας όπως προστατεύεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει:-
"Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως.".
Σύμφωνα με την εισήγηση του αιτητή, με βάση το Άρθρο 28.1 δεν επιτρέπεται καμιά διάκριση σε βάρος κυπρίων πολιτών που δεν διαμένουν στη Δημοκρατία. Το όλο σύστημα των προσωπικών πιστώσεων του περί Εισπράξεως του Φόρου Εισοδήματος Νόμου στο Παράρτημα Τρίτο έχει σκοπό, κατά τον αιτητή, μέσω της φορολογικής διαβάθμισης του εισοδήματος εκάστου, να αμβλύνει κοινωνικές διαφορές, να ανακουφίσει τους πολίτες με χαμηλά εισοδήματα και σε τελευταία ανάλυση να πραγματώσει στο μέτρο του δυνατού, συνθήκες κοινωνικές δικαιοσύνης. Με την επιφύλαξη του άρθρου 34 ανατρέπεται, εισηγείται ο αιτητής, ο πιο πάνω σκοπός δημιουργώντας δυσμενή διάκριση σε βάρος των κυπρίων πολιτών που δεν διαμένουν στη Δημοκρατία. Και καταλήγει ότι η αρχή της ισότητας σε συνδιασμό με το Άρθρο 24.1 του Συντάγματος δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε διαφοροποίηση με το κριτήριο της διαμονής ή όχι στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία ο νόμος θεωρείται κατά τεκμήριο συνταγματικός εκτός εάν η αντισυνταγματικότητά του αποδεικτεί από το διάδικο που την αμφισβητεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Βλέπε: ΡΙΚ κ.ά. ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 ΑΑΔ 159 και Δημοκρατία ν. Χ"Ιωάννου κ.ά. (1994) 3 ΑΑΔ 401). Είναι επίσης νομολογημένο ότι η σκοπιμότητα και σοφία των προνοιών του Νόμου εκφεύγει του συνταγματικού ελέγχου (Βλέπε Καραγιώργης (πιο πάνω) και Βουλή των Αντιπροσώπων ν. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Αναφορά αρ. 3 (1994) 3 ΑΑΔ 93).
Με αναφορά επίσης στη νομολογία η εξουσία της Πολιτείας να ταξινομεί για λόγους φορολογίας τους πολίτες είναι ευρείας έκτασης (Βλέπε: Loizos Xydias v. Republic (1976) 3 ΑΑΔ 303, Kissonerga Development v. Republic (1982) 3 ΑΑΔ 462).
Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα της ισότητας μεταξύ ομοίων περιπτώσεων. Στην πρόσφατη υπόθεση Ζωή Νικολαΐδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2148 ημερ. 19.1.99 αναφέρονται από τον Πική, Π. τα εξής, σελίδες 5-6:-
"Η ισότητα όπως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28.1 του Συντάγμτος, νοηματοδοτείται από την Αριστοτελική έννοια της ισότητας, που έχει ως γνώμονα την ουσιαστική ομοιογένεια ή ανομοιογένεια ατόμων ή πραγμάτων. Αποκλείεται η διάκριση μεταξύ ομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου και η εξομοίωση των ανομοιογενών ή ετερογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου - (βλ., μεταξύ άλλων Republic (Ministry of Finance) v. Nishan Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294. Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928, 940, 941. Χριστοδουλίδης και άλλοι ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 448, 15/11/90. Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119, 129-133. ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, 192-193. Πρ. Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 611. ΚΑΝΙΚΑ HOTELS LTD. και άλλοι ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας, Α.Ε. 1491, 17/1/97).
Δε χωρεί, για τους σκοπούς της ισότητας, αριθμητική ισοπέδωση. Η ομοιογένεια ή η ανομοιογένεια, ανάλογα με την περίπτωση, πρέπει να είναι ουσιαστική, ώστε να δικαιολογείται η όμοια μεταχείριση ή η διάκριση μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου.".
Στην παρούσα υπόθεση χωρεί εύλογη διαφοροποίηση αφού ενυπάρχει ουσιαστική ανομοιογένεια μεταξύ των φορολογουμένων. Εκείνων που έχουν τη μόνιμη διαμονή τους στη Δημοκρατία και εκείνων που έχουν τη μόνιμη διαμονή τους στο εξωτερικό. Η ειδοποιός αυτή διαφορά καθιστά αδύνατη την εξομοίωσή τους. Είναι, κατά συνέπεια, εύλογη η διάκριση που επιχειρεί ο νόμος με την επιφύλαξη του άρθρου 34.
Τελικά ο αιτητής δεν απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η επιφύλαξη του άρθρου 34 του σχετικού νόμου έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα και η επίδικη πράξη επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ