ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1002/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Γιαννάκη Λυσιώτη,

Αιτητή

και

1. Υπουργού Οικονομικών,

2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

17 Φεβρουαρίου, 1999.

Για τον αιτητή: Α. Ποιητής.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου (κα.), Δικηγόρος της

Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 7.11.97 με την οποία το συνολικό ποσό του φόρου ευρέθη ότι ανέρχεται σε £47.623,90 είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος."

 

 

 

 

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Ο αιτητής είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο Φ.Π.Α. πρόσωπο και έχει ως εμπορική δραστηριότητα επιχείρηση αγοράς και πώλησης μεταχειρισμένων φορτηγών αυτοκινήτων και εκσκαφέων στη Λάρνακα.

Το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Λάρνακας, ασκώντας τις εξουσίες του με βάση τις διατάξεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Ν 246/90), διενήργησε επισκέψεις ελέγχου στα υποστατικά του αιτητή, οι οποίες ολοκληρώθηκαν στις 20 Ιουνίου 1996. Κατά τις επισκέψεις εξετάστηκαν τα βιβλία και αρχεία που τηρούσε ο αιτητής και συγκεντρώθηκαν στοιχεία και πληροφορίες από χρηματοδοτικούς οργανισμούς και πελάτες του αιτητή. Από την εξέταση των βιβλίων και των αρχείων που τηρούσε ο αιτητής σε συνδυασμό με τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από χρηματοδοτικές εταιρείες και τις πληροφορίες που έδωσαν πελάτες του αιτητή, διαπιστώθηκε ότι αυτά περιείχαν παραλείψεις και σφάλματα. Ειδικότερα -

(α) ο αιτητής παρέλειψε να δηλώσει διάφορες πωλήσεις οχημάτων συνολικής

αξίας £815.458,00.

(β) από διάφορες πωλήσεις που πραγματοποίησε ο αιτητής, αποδόθηκε

φόρος εκροών επί αξίας μικρότερης από την τιμή της κάθε πώλησης,

με αποτέλεσμα να προκύψει υπόλοιπο οφειλόμενου φόρου συνολικού

ύψους £39.648,18. και

(γ) διαπιστώθηκε διαφορά μεταξύ του φόρου εκροών που δηλώθηκε στις

φορολογικές δηλώσεις του αιτητή και του φόρου εκροών που είχε

καταχωρηθεί στα βιβλία του.

(δ) ο αιτητής διεκδίκησε διάφορες πιστώσεις φόρου (ύψους £2.866) τις

οποίες δεν είχε δικαίωμα να διεκδικήσει με βάση το άρθρο 25(4) του

περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου.

(ε) ο αιτητής διεκδίκησε ως φόρο εκροών ποσό κατά £2.085 μικρότερο

από το ποσό που ανέφερε στις φορολογικές του δηλώσεις. και

(στ) ο αιτητής προέβει σε διορθώσεις στο λογαριασμό ΦΠΑ που τηρούσε με αποτέλεσμα να έχει προς πίστωση ποσό £2.650,14.

Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις, ο ΄Εφορος ΦΠΑ ("ο ΄Εφορος") έκρινες ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 34 του νόμου για να προβεί σε βεβαίωση του ποσού του οφειλόμενου από τον αιτητή φόρου για τις φορολογικές περιόδους από 1.7.1992 μέχρι 30.9.1995. Ενόψει τούτου, ετοίμασε τη σχετική βεβαίωση και ειδοποίησε τον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 20.6.1996. Σύμφωνα με τη βεβαίωση, ο αιτητής όφειλε να καταβάλει στον ΄Εφορο το ποσό των £49.471,90.

Ο αιτητής αμφισβήτησε την πιο πάνω βεβαίωση φόρου ημερ. 20.6.96. Με την επιστολή του προς τον ΄Εφορο ημερ. 5.7.96 έδωσε τη δική του εκδοχή σχετικά με τις πωλήσεις, αντικείμενο της πιο πάνω βεβαίωσης φόρου. Αμφισβήτησε τις ημερομηνίες πώλησης οι οποίες αναφέρονται στο Παράρτημα 1 της επιστολής ημερ. 20.6.96. Ισχυρίσθηκε ότι οι πωλήσεις έγιναν πριν την 1.7.92 η οποία είναι η επίδικη ημερομηνία. Ο αιτητής επανήλθε επί του θέματος με επιστολή του ημερ. 14.8.96. Επισύναψε επιστολή-βεβαίωση της Λαϊκής Τράπεζας ημερ. 31.7.96 σύμφωνα με την οποία:

(α) Αριθμοί Συμβολαίων - 10 - αφορούν επαναχρηματοδότηση των ιδίων

αντικειμένων στα ίδια πρόσωπα.

(β) Το σχετικό με το όχημα JD 133 συμβόλαιο "αφορά διευκολυντική χρηματοδότηση όπως ισχυρίζεται ο πελάτης".

(γ) Η ημερομηνία έκδοσης των τιμολογίων ή η ημερομηνία υπογραφής των

συμβολαίων από τους ενοικιαγοραστές δυνατό να είναι διαφορετικές

από την ημερομηνία που πληρώνουν τον πωλητή.

Ο ΄Εφορος απάντησε στις πιο πάνω επιστολές του αιτητή στις 15.1.97. Τον πληροφόρησε ότι οι διαφωνίες του είναι ατεκμηρίωτες και αόριστες και οι ισχυρισμοί του δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί αφού δεν συνοδεύονται από αποδεικτικά που να διαφοροποιούν την απόφαση του Εφόρου αναφορικά με τη βεβαίωση που του είχε γνωστοποιηθεί. Το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που έγινε αποδεκτό από τον ΄Εφορο ήταν η πιο πάνω επιστολή - βεβαίωση της Λαϊκής Τράπεζας - που αναφερόταν σε περιπτώσεις επαναχρηματοδότησης των ιδίων οχημάτων στα ίδια πρόσωπα. ΄Εγινε αποδεκτό ότι 9 από τα 10 οχήματα είχαν επαναχρηματοδοτηθεί. Για το λόγο αυτό το ποσό της βεβαίωσης αναθεωρήθηκε και μειώθηκε κατά £12.448,10. Δεν έγινε δεκτή η θέση του αιτητή σε σχέση με το όχημα με αρ. εγγραφής JD133 "γιατί το όχημα αυτό αφορά διευκολυντική χρηματοδότηση και δεν είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη για τη μείωση της βεβαίωσης φόρου". Σε σχέση με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι οι επίδικες πωλήσεις οχημάτων έγιναν πριν από την 1.7.92 η θέση του Εφόρου ήταν ως ακολούθως:

"΄Οσον αφορά τον ισχυρισμό σας ότι η ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου διαφέρει από την ημερομηνία πληρωμής, στην επιστολή της Λαϊκής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεων) αναφέρεται ότι αυτό μπορεί να συμβεί χωρίς να προσδιορίζεται ο αριθμός των ημερών. Από επιπρόσθετες διευκρινίσεις μας ανέφεραν ότι αυτό μπορεί και να μην συμβεί και ότι στις περιπτώσεις που συμβαίνει δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ημερών.

Σημειώνεται ότι στη δική σας περίπτωση η μικρότερη διαφορά που παρατηρείται είναι 17 ημέρες και 24 ημέρες ενώ όλες οι άλλες περιπτώσεις είναι πέραν του ενός μηνός. Ενόψει των πιο πάνω οι βεβαιώσεις (υπεύθυνες δηλώσεις) που παρουσιάσατε εκ των υστέρων δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

Εξάλλου εφόσον τα αυτοκίνητα μεταβιβάστηκαν μετά την 1η Ιουλίου 1992 το λογικό συμπέρασμα είναι πως πωλήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή.

Με βάση τα πιο πάνω το οφειλόμενο ποσό φόρου μειώνεται σε £37.023,80 (47.471,90 - 12.448,10) από 49.471,90 που σας είχε γνωστοποιηθεί με την επιστολή μας ημερομηνίας 20.6.96."

Μετά την αποστολή της πιο πάνω επιστολής του Εφόρου ημερ. 15.1.97 ακολούθησαν άλλες 8 συνολικά επιστολές του αιτητή από 21.1.1997 μέχρι 29.10.1997 με τις οποίες ζητούσε περαιτέρω αναθεώρηση της αρχικής βεβαίωσης φόρου, προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς και παραθέτοντας νέα στοιχεία.

Με την επιστολή του ημερ. 21.1.97, υπέδειξε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ήταν συγκεκριμένα και αληθή. Με τις επιστολές του ημερ. 5.3.97, 13.5.97, 10.6.97, 10.9.97, 29.10.97 προς τον ΄Εφορο, ο αιτητής επανέλαβε τις προηγούμενες θέσεις του και έδωσε και περαιτέρω στοιχεία για υποστήριξη τους. Ο ΄Εφορος απάντησε με την επιστολή του ημερ. 7.11.97. Δέχθηκε την θέση του αιτητή σε σχέση με το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής CAT 650 και μείωσε το ποσό της βεβαίωσης κατά £1948. Σε σχέση με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του αιτητή η θέση του Εφόρου ήταν ως εξής:

"Για τα υπόλοιπα αυτοκίνητα όπου έχουν παρουσιαστεί και επιστολές από τη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ με ημερομηνίες 23.9.97 και 15.10.97 εξακριβώθηκε μετά την παρουσίαση νέων στοιχείων και μελέτη αυτών ότι για κάθε συμβόλαιο ενοικιαγοράς αντιστοιχεί και μια νέα πράξη πώλησης. Επίσης διαπιστώθηκε ότι δεν χρησιμοποιούνται διαφορετικά συμβόλαια για τις επαναχρηματοδοτήσεις ή και διευκολύνσεις. Ενόψει των ανωτέρω η αμφισβήτηση σας για τη φορολογία αυτών απορρίπτεται. Επιπρόσθετα με βάση τα νέα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί η μείωση της βεβαίωσης φόρου ύψους £12.448,10 ημερομηνίας 15.1.97 αποσύρεται.

Με βάση τα πιο πάνω το συνολικό ποσό της βεβαίωσης φόρου ανέρχεται σε £47.523,90 (£37.023,80 + £12.448,10 - £1948,00) χωρίς να περιλαμβάνεται σε αυτό τόκος και επιπρόσθετη χρηματική επιβάρυνση."

Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή ημερ. 7.11.97.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή έχει προβάλει τους πιο κάτω λόγους ακύρωσης:

(1) Η προσβαλλόμενη πράξη ήταν αναιτιολόγητη.

(2) Οι διαφορές που ανακαλύφθησαν στις πωλήσεις ήταν απλώς επαναχρηματοδοτήσεις.

(3) Πέραν των ανωτέρω ορισμένες πράξεις του αιτητή "είχαν γίνει σε ημερο-

μηνία πριν την εφαρμογή του Φ.Π.Α.".

(4) Ο αιτητής παρουσίασε στον ΄Εφορο δικές του βεβαιώσεις και βεβαίωση από τρίτα πρόσωπα.

(5) Ο ΄Εφορος παρέλειψε να λάβει υπόψη του τα στοιχεία που είχε δώσει

ο αιτητής.

(6) Ο ΄Εφορος δεν έκαμε τη δέουσα έρευνα όπως είχε καθήκον να πράξει.

(7) Εσφαλμένα ο ΄Εφορος θεώρησε ότι είχε στην προκείμενη περίπτωση

εφαρμογή το άρθρο 34 του Νόμου 246/90.

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφόρου υποστήριξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν δεόντως αιτιολογημένη και η αιτιολογία της μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου. Υποστήριξε, επίσης, πως οι ισχυρισμοί (2) -(7) δεν αποτελούν επίδικο θέμα της προσφυγής. Οι ισχυρισμοί αυτοί εξετάσθηκαν και απορρίφθηκαν από τον ΄Εφορο με απόφαση του η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή ημερ. 15.1.97 η οποία δεν προσβλήθηκε ως αυτόνομη διοικητική πράξη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξετασθεί στην παρούσα διαδικασία.

Είναι αλήθεια ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί είχαν απορριφθεί με την απόφαση που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με την πιο πάνω επιστολή ημερ. 15.1.97. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην ένσταση του Εφόρου (παραγ. 7 και 8): "Στη συνεχεια ο αιτητής με οκτώ συνολικά επιστολές του από 21.1.1997 μέχρι 29.10.1997, ζητούσε επίμονα από τον ΄Εφορο περαιτέρω αναθεώρηση της αρχικής βεβαίωσης φόρου, προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς και παραθέτοντας νέα στοιχεία. Με βάση το περιεχόμενο των εν λόγω επιστολών, ο ΄Εφορος διενήργησε νέα έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσο οι ισχυρισμοί του αιτητή ήταν ορθοί. Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι μόνο ένας από τους ισχυρισμούς ευσταθούσε και αυτός αφορούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής CAT 650 σχετικά με το οποίο αναγράφηκε λανθασμένα το όνομα του αγοραστή. Ως εκ τούτου, ο ΄Εφορος προέβει σε νέα αναθεώρηση της αρχικής βεβαίωσης, μειώνοντας το ποσό του οφειλόμενου φόρου κατά £1948,00....".

Είναι, επομένως, σαφές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση - ημερ. 7.11.97 - λήφθηκε μετά από νέα έρευνα της υπόθεσης και αφού λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βεβαιωτική άλλης προηγούμενης απόφασης και δεν έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα.

Οι λόγοι που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση φαίνονται στο σημείωμα ημερ. 24.10.97 που ετοίμασε Λειτουργός της Υπηρεσίας Φ.Π.Α.. Το παραθέτω:

"Μετά από εξέταση της υπόθεσης και μελέτης των συμβολαίων που η Λαϊκή Χρηματοδοτήσεις χρησιμοποιεί για τις επαναχρηματοδοτήσεις και τις διευκολύνσεις κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το κάθε συμβόλαιο είναι και μια νέα πράξη πώλησης. Δεν χρησιμοποιούνται διαφορετικά συμβόλαια γι΄ αυτές τις πράξεις και οι όροι του συμβολαίου που χρησιμοποιείται είναι οι ίδιοι όροι όπως για οποιαδήποτε πράξη χρηματοδότησης. ΄Αρα δεν υπάρχει θέμα μείωσης της βεβαίωσης εκτός του σημείου 9 στο Ερ.7.

΄Οσον αφορά την προηγούμενη μείωση βεβαίωσης που έγινε με την αμφισβήτηση βεβαίωσης φόρου (15.1.97) αυτή έγινε με τα γεγονότα όπως είχαν παρουσιαστεί με την επιστολή/βεβαίωση της Λαϊκής Χρηματοδοτήσεις (ημ. 31.6.96). Με τα νέα δεδομένα και κατόπιν μελέτης των συμβολαίων που χρησιμοποιεί η Λαϊκή και των συζητήσεων που είχα τηλεφωνικώς με τον υπεύθυνο της Λαϊκής κ. Π. Μιχαήλ και με τα Κεντρικά Γραφεία της Υπηρεσίας καταλήγω στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να ακυρωθεί η πρώτη μείωση της βεβαίωσης που έγινε στις 15.1.97.

Θα σταλεί επίσης επιστολή στην Λαϊκή Χρηματοδοτήσεις ώστε να μας εφοδιάσει με αντίγραφα των συμβολαίων αυτών για να υπάρχει και στο αρχείο μας επιπρόσθετα από τις διαπιστώσεις που έγιναν είτε τηλεφωνικώς είτε με την εξέταση των συμβολαίων που εκδίδει γενικώς η Λαϊκή Χρηματοδοτήσεις."

Από το σημείωμα εκείνο φαίνεται ότι ο πιο πάνω Λειτουργός κατά τη λήψη της απόφασης του έλαβε υπόψη έκθεση άλλου Λειτουργού της Υπηρεσίας Φ.Π.Α., ημερ. 18.9.97. Η έκθεση εκείνη αποτελείται από 24 σημεία και 3 εισηγήσεις (βλ. Ερ. 2-9 στο φάκελο Τεκ. 2). Με το σημείωμα ημερ. 24.10.97 υιοθετήθηκε το σημείο 9 της έκθεσης. Στην έκθεση ημερ. 18.9.97 γίνεται εισήγηση όπως σε σχέση με αριθμό οχημάτων ζητηθεί από τον αιτητή να παρουσιάσει ορισμένα στοιχεία, όπως:

(α) Συμβόλαιο ενοικιαγοράς (σε σχέση με 7 οχήματα).

(β) Πιστοποίηση από Τράπεζα (σε σχέση με δύο οχήματα).

(γ) Ασφαλιστικά συμβόλαια.

Στην ίδια έκθεση σημειώνεται ότι είχε ζητηθεί από τον αιτητή να παρουσιάσει ασφαλιστικά συμβόλαια (βλ. επιστολές του Εφόρου ημερ. 22.4.97 και 27.6.97) αλλά δεν το έπραξε. Δεν υπάρχει όμως τίποτε στην έκθεση εκείνη σε σχέση με το κατά πόσο ζητήθηκε από τον αιτητή να παρουσιάσει συμβόλαια ενοικιαγοράς. Τονίζεται ότι σε σχέση με τα τελευταία ο ΄Εφορος ζήτησε από τη Λαϊκή Τράπεζα τα αντίγραφα των συμβολαίων ενοικιαγοράς για 4 οχήματα (βλ. επιστολή του Εφόρου ημερ. 3.11.97). ΄Ενα από τα οχήματα εκείνα είναι το όχημα με αρ. εγγραφής JC 022 για το οποίο στο σημείο (7) της έκθεσης ημερ. 18.9.97 αναφέρεται: "Να παρουσιάσει" - ο αιτητής - "το συμβόλαιο ενοικιαγοράς". Η Τράπεζα ανταποκρίθηκε και εφοδίασε τον ΄Εφορο με τα σχετικά συμβόλαια περιλαμβανομένου και του συμβολαίου που αφορούσε το πιο πάνω όχημα JC 022 (βλ. επιστολή της Τράπεζας 13.11.97). Ωστόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 24.10.97 και κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή ημερ. 7.11.97.

Από το ενώπιον μου υλικό διαπιστώνω:

(α) Με την έκθεση της 18.9.97 εγένετο εισήγηση για να ζητηθούν περαιτέρω

στοιχεία από τον αιτητή, δηλαδή εισήγηση για περαιτέρω έρευνα της

υπόθεσης.

(β) Η εισήγηση εκείνη υιοθετήθηκε μόνο σε σχέση με το όχημα JC 022.

(γ) Με τη προσβαλλόμενη απόφαση δεν σχολιάσθηκε η εισήγηση για

παρουσίαση περαιτέρω στοιχείων.

(δ) Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε πριν από τη λήψη των στοιχείων

που ζητήθηκαν σε σχέση με το όχημα JC 022 (βλ. παραγ. (β) πιο πάνω).

Αρχίζω με το λόγο ακύρωσης που σχετίζεται με την έλλειψη δέουσας έρευνας. Τα όσα αναφέρονται στις παραγ. (α), (β) και (δ), πιο πάνω, αποκαλύπτουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε πριν από τη συμπλήρωση της έρευνας που η ίδια η διοίκηση θεώρησε ότι ήταν αναγκαία και που η ιδια η διοίκηση είχε εγκαινιάσει. ΄Εχω περαιτέρω την άποψη πως η διερεύνηση των στοιχείων που αναφέρονται στην έκθεση ημερ. 18.9.97 ήταν αναγκαία για την νόμιμη λήψη της απόφασης. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς να είχε προηγηθεί η αναγκαία έρευνα και πριν από τη συμπλήρωση της έρευνας που η ίδια η διοίκηση είχε εγκαινιάσει. Σύμφωνα με τη νομολογία απόφαση η οποία λαμβάνεται στην απουσία της αναγκαίας έρευνας είναι το προϊόν πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας και είναι για το λόγο αυτό άκυρη γιατί αποτελεί απόφαση που είναι αντίθετη προς το Νόμο και καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Tourpeki v. Republic (1973) 3 C.L.R. 592, Xapolytos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703, Frangides and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90 και Paphitis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 300). Οι ίδιες αρχές ισχύουν και σε σχέση με αποφάσεις της διοίκησης που λαμβάνονται - όπως είναι και εδώ η περίπτωση - πριν από την συμπλήρωση της αναγκαίας έρευνας (Βλ. Hadjiyiorki v. Republic (1977) 3 C.L.R. 144 και Roditou v. Republic (1965) 3 C.L.R. 230).

 

΄Ελλειψη αιτιολογίας.

Στην Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.98 το θέμα της αιτιολογίας τέθηκε ως εξής:

"Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476)."

Στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται πως λήφθηκε υπόψη το περιεχόμενο συμβολαίων. Ωστόσο, όπως αναφέρεται πιο πάνω και καθώς φαίνεται από το φάκελο της διοίκησης, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ένας αριθμός συμβολαίων δεν βρίσκονταν ενώπιον της διοίκησης. Ακολουθεί πως η αιτιολογία της απόφασης δεν είναι σύμφωνη με τα στοιχεία του φακέλου. Για το λόγο αυτό είναι πλημμελής με αποτέλεσμα αυτή η πλημμέλεια να οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64, Iacovides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 212).

Παιρετέρω: Στην κρινόμενη περίπτωση η αιτιολογία, όπως αυτή διατυπώθηκε στο σώμα της πράξης που κοινοποιήθηκε στον αιτητή, δεν είναι πλήρης γιατί δεν αναφέρεται στα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από τη διοίκηση. Δεν παραθέτει με τη δέουσα και αναγκαία επάρκεια, σαφήνεια και πληρότητα τους λόγους απόρριψης των θέσεων του αιτητή οι οποίες ήταν κυρίως οι πιο κάτω: ΄Οτι ορισμένες πράξεις έλαβαν χώραν πριν από την επίδικη ημερομηνία και ότι ορισμένες πωλήσεις αφορούσαν χρηματοδοτήσεις. Ωστόσο, σύμφωνα με την νομολογία, όταν η αιτιολογία δεν αξιώνεται ρητά από το Νόμο, όπως είναι εδώ η περίπτωση, μπορεί να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου. Στην κρινόμενη περίπτωση τα κυρίαρχα στοιχεία του φακέλου είναι οι πιο πάνω εκθέσεις/σημειώματα ημερ. 18.9.97 και 24.10.97. ΄Οπως υποδεικνύεται πιο πάνω, στην έκθεση ημερ. 18.9.97, υπάρχει εισήγηση για να ζητηθούν περαιτέρω στοιχεία. Η έκθεση ημερ. 24.10.97 η οποία απετέλεσε το κύριο βάθρο για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης αγνόησε την απουσία των στοιχείων που έπρεπε να ζητηθούν με βάση την έκθεση της 18.9.97. Επομένως αντιμετωπίζουμε κατάσταση όπου υπάρχουν δύο αντίθετες γνωμοδοτήσεις και υιοθέτηση της μιας από τις δύο χωρίς αναφορά στους λόγους απόρριψης της μιας από τις δύο. Σε τέτοια περίπτωση η ληφθείσα απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη (Βλ. Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 3η έκδοση, παραγ. 642. Βλ. και Σαρμά "Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας", Β΄ έκδοση, σελ. 132: "Κατά την παγία νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 482/1996, 369/1978, 1704/1981) επί απλής γνωμοδοτήσεως το αποφασίζον όργανον δεν οφείλει μεν να συμμορφωθεί προς την γνωμοδότησιν ή επί πλειόνων γνωμοδοτήσεων προς ωρισμένην εκ τούτων, πλην υποχρεούται να αιτιολογήση την απόκλισιν του από της ληθείσης γνώμης και δη εφ΄ όσον η γνώμη αυτή προέρχεται εξ οργάνου συντεθειμένου εκ προσώπων, κεκτημένων ειδικάς γνώσεις και εμπειρίαν" - Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 188: "Ελλείπουσα αιτιολογία δεν δύναται να συμπληρωθεί εκ συγκρουόμενων προς άλληλα στοιχείων του φακέλου").

Ακολουθεί πως ο λόγος ακύρωσης που σχετίζεται με την έλλειψη αιτιολογίας πρέπει να πετύχει.

Σε σχέση με την αιτιολογία του μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης με το οποίο αποσύρθηκε η μείωση ("η επίδικη μείωση") της βεβαίωσης φόρου ύψους £12.448,10, ημερ. 15.1.97, προσθέτω τα πιο κάτω:

Οι λόγοι που οδήγησαν στην επίδικη μείωση φαίνονται αναλυτικά στην παραγ. 2 του σημειώματος ημερ. 24.10.97 (παρατίθεται στις σελ. 6-7) και έχουν προκύψει κυρίως από τα πιό κάτω:

(1) Από τη μελέτη των συμβολαίων που χρησιμοποιεί η Λαϊκή Τράπεζα.

(2) Από τις συζητήσεις που είχε τηλεφωνικώς ο συντάκτης του σημειώματος

με τον υπεύθυνο της Λαϊκής Τράπεζας.

(3) Από τις συζητήσεις που είχε ο εν λόγω συντάκτης με τα Κεντρικά

Γραφεία της Υπηρεσίας.

Στην κρινόμενη περίπτωση το περιεχόμενο των πιο πάνω συζητήσεων δεν είναι καταγραμμένο. Είναι εντελώς άγνωστο. Ωστόσο ήταν τα στοιχεία που περιέχονται σε εκείνες τις συζήτησεις που οδήγησαν στο σχετικό μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης.

Λόγω της απουσίας οποιονδήποτε στοιχείων που σχετίζονται με τις πιο πάνω συζητήσεις η αιτιολογία δεν παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. ΄Οπως έχει το ενώπιον μου υλικό δεν παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να αντιληφθεί "επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό" (Βλ. Φράγκου, πιο πάνω). Ακολουθεί πως το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης που σχετίζεται με την απόσυρση της επίδικης μείωσης της βεβαίωσης φόρου ύψους £12.448,10 τυγχάνει και για τον πιο πάνω πρόσθετο λόγο αναιτιολόγητο.

Εναπόκειται στη Διοίκηση κατά την επανεξέταση της υπόθεσης να προβεί στην αναγκαία υπό τις περιστάσεις έρευνα για τη σωστή διακρίβωση των γεγονότων και να αιτιολογήσει πλήρως την απόφαση της με τρόπο που να μην αφήνει αμφιβολίες.

 

 

 

 

Για τους πιο πάνω λόγους - έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας - η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα £300.

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο