ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 595/96
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 28, 29 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Food Preserving & Canning Industries Ltd
Aιτητρίας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων
Καθού η αίτηση
-----------------------
Ημερομηνία:
29 Ιανουαρίου, 1999Για την αιτήτρια: Ι. Λοϊζίδου
Για τον καθού η αίτηση: Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και έχει εγγραφεί στο μητρώο εταιρειών από το 1952. Κατά την περίοδο που αφορά την υπόθεση είχε κεφάλαιο £60.000 αποτελούμενο από ισάριθμες μετοχές της £1.00 η καθεμιά. Κύρια δραστηριότητα της ήταν η παραγωγή και διάθεση ειδών ζαχαροπλαστικής. Δεν αμφισβητείται ωστόσο ότι μεταξύ των σκοπών της εταιρείας (άρθρ. 2 του καταστατικού) περιλαμβάνονται η αγορά και πώληση ακινήτων. Όπως νομολογήθηκε όλοι οι σκοποί σε καταστατικό εταιρείας, που είναι συγκροτημένη υπό τη μορφή αυτή, είναι ίσης σημασίας και αποτελούν το πλαίσιο της λειτουργίας της : βλ. απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ. (1991)3 Α.Α.Δ. 398.
Το δεσπόζον γεγονός στην κρινόμενη περίπτωση είναι ότι το 1970 ο ένας εκ των δύο διευθυντών της εταιρείας, που είχε μεγάλη εμπειρία στο διαχωρισμό, διαχείριση και διάθεση οικοπέδων, πώλησε στην αιτήτρια 61 οικόπεδα αντί συνολικού ποσού £77.479. Όπως προκύπτει από έκθεση των γεγονότων στο διοικητικό φάκελο (ερ. 17), που δεν αντικρούστηκε, η αιτήτρια πώλησε αρκετά από αυτά. Το κέρδος έχει υπαχθεί στο φόρο εισοδήματος σύμφωνα με τους υποβληθέντες λογαριασμούς. Φαίνεται πως είναι αμοιβαία αποδεκτό γεγονός ότι το 1979 η αιτήτρια πώλησε στην Τράπεζα Κύπρου, για εξόφληση χρεών της προς την Τράπεζα, αριθμό οικοπέδων τα οποία της είχε υποθηκεύσει. Δεν αμφισβητείται πως η Τράπεζα αξίωσε πιεστικά την τακτοποίηση των οφειλών της αιτήτριας.
Ο Έφορος θεώρησε εμπορικό το κέρδος που πραγματοποίησε η αιτήτρια από τη δοσοληψία αυτή και τη φορολόγησε με φόρο εισοδήματος και έκτακτη εισφορά. Προηγουμένως απέρριψε την ένσταση της αιτήτριας ότι αυτό ήταν κεφαλαιουχικής φύσεως και ότι υπόκειται μόνο σε φόρο κεφαλαιουχικών κερδών. Οι λόγοι για τους οποίους ο Έφορος πήρε την επίδικη απόφαση εκτίθενται στην επιστολή του ημερ. 6/5/96 που συνόδευσε τις φορολογίες. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το ουσιαστικό απόσπασμα:
"2.
Κέρδος από πώληση οικοπέδωνΤο κέρδος από την πώληση οικοπέδων το 1979, υπάγεται σε φορολογία στο Νόμο Φόρου Εισοδήματος, για τους εξής λόγους:-
(α) Τα οικόπεδα αποκτήθηκαν δι' αγοράς από τον διευθυντή.
(β) Ο διευθυντής κ. Ο. Ιωακείμ, είχε κάνει αρκετές πράξεις πωλήσεων γης και διαχωρισμών οικοπέδων και ήταν πολύ καλός γνώστης του θέματος.
(γ) Τα εν λόγω οικόπεδα ευρίσκοντο στα αποθέματα της επιχείρησης, δηλαδή στο κυκλοφορούν ενεργητικό και ήταν διαθέσιμα προς πώληση.
(δ) Το έτος 1970, που αποκτήθηκαν τα οικόπεδα αυξήθηκαν τα δάνεια της εταιρείας και ζητούνται από τότε οι τόκοι ως έξοδα της επιχείρησης, δηλαδή τα διεκδικήσατε σαν έξοδα για απόκτηση εισοδήματος που φορολογείται στον νόμο περί Φόρου Εισοδήματος.
(ε) Η εταιρεία προέβη και στο παρελθόν σε άλλες πωλήσεις οικοπέδων, τα οποία είχαν αποκτηθεί ταυτόχρονα με τα υπό συζήτηση οικόπεδα το 1970. Όλες οι προηγούμενες πωλήσεις οικοπέδων είχαν φορολογηθεί στο Νόμο Φόρου Εισοδήματος με βάση την δική σας δήλωση και σύμφωνα με τους λογαριασμούς που εσείς υποβάλατε.
(στ) Η χρονική περίοδος της ιδιοκτησίας των οικοπέδων ήταν εννέα χρόνια. Λαμβάνοντας υπ' όψη το γεγονός ότι το 1970 αγοράσθηκαν 61 οικόπεδα και μέχρι το 1979 πωλήθηκαν σταδιακά τα 60, το χρονικό διάστημα των εννέα ετών δεν μπορεί να θεωρηθεί μεγάλο.
(ζ) Μεταξύ των σκοπών ιδρύσεως της εταιρείας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 του Καταστατικού της, ήτο και η αγορά και πώληση ακίνητης περιουσίας.
(η) Το γεγονός ότι η πώληση των αποθεμάτων αυτών της εταιρείας επεβλήθη από την Τράπεζα, δεν αποτελεί δικαιολογία απαλλαγής του κέρδους από την φορολογία στο Νόμο περί Φόρου Εισοδήματος."
H δικηγόρος της αιτήτριας πρόβαλε δύο λόγους για ακύρωση των φορολογιών: (1) ότι οι ιδιαίτερες συνθήκες διάθεσης, δηλαδή, οι πιέσεις που άσκησε η Τράπεζα για διευθέτηση των υποχρεώσεων της αιτήτριας, που υπαγόρευσαν την αγοραπωλησία, αφαιρούν από αυτήν κάθε στοιχείο εμπορίας. Άλλωστε, κατά την ίδια εισήγηση, η εμπορική γραμμή της αιτήτριας ήταν η ζαχαροπλαστική και όχι η ανάμειξη της σε διάθεση ή ανάπτυξη ακίνητης ιδιοκτησίας. Το κέρδος που επιτεύχθηκε δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος και έκτακτη εισφορά, αλλά σε φόρο κεφαλαιουχικών κερδών. (2) ο Έφορος εμποδιζόταν να αυξήσει μεταγενέστερα, με βάση τα ίδια γεγονότα, την αρχική φορολογία.
Υπάρχουν διαμορφωμένα από τη νομολογία τα κριτήρια διάκρισης εμπορίας και επένδυσης. Με μιά μακρά σειρά δικαστικών αποφάσεων, μεταξύ των οποίων και πολλές της Ολομέλειας, έχουν διευκρινιστεί οι βασικές πτυχές τους: Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346, Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ. (ανωτέρω), Colakides Development Co. Ltd. v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 239, 247-249, Α.Ε. 2096 Στέλιος Γκαράνης ν. Δημοκρατίας ημερ. 13/1/98 και Α.Ε. 1656 Φανής Κυριάκου ν. Δημοκρατίας ημερ. 16/7/98.
Στην πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Α.Ε. 2090 Κτηματική Εταιρεία Α. Χ"Σάββα Λτδ. ν. Δημοκρατίας ημερ. 18/12/97, επαναλαμβάνονται, σε μια ουσιαστικά παράγραφο, περιεκτικά, οι κύριοι παράγοντες που καθοδηγούν την κρίση του δικαστηρίου στο επίμαχο ζήτημα:
"Μερικά από τα κριτήρια που αναφέρονται στη νομολογία μας ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να διαπιστωθεί αν μια συγκεκριμένη πράξη συνιστά εμπορία γης ή κεφαλαιουχική επένδυση, είναι το αντικείμενο της περιουσίας, η χρονική περίοδος της ιδιοκτησίας, η συχνότητα παρομοίων πράξεων, η συμπληρωματική εργασία που γίνεται σχετικά με την περιουσία που πωλείται, οι περιστάσεις που υπαγόρευσαν την πώληση, το κίνητρο, η μέθοδος χρηματοδότησης, η γνώση του ιδιοκτήτη (έχει σημασία κατά πόσο την πράξη αυτή την κάμνει κάποιος ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με το επάγγελμα ή μια εταιρεία που ιδρύθηκε για το σκοπό αυτό), ο τρόπος απόκτησης και το πως χρησιμοποιήθηκε το προϊόν της πώλησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Λέρνη (ανωτέρω), στη σελ. 357).
Τα κριτήρια αυτά είναι αντικειμενικά (Βλ. Δρουσιώτης ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 15), δεν είναι εξαντλητικά και κανένα από μόνο του δεν είναι καθοριστικό. Κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της γεγονότα και περιστατικά."
Η αγορά το 1970 ενός τόσο μεγάλου αριθμού οικοπέδων από εταιρεία, όπως η αιτήτρια, της οποίας πεδίο δράσης ήταν η ζαχαροπλαστική προδίνει, από την αρχή, την πρόθεση της να εμπορευθεί (Βλ. απόφαση αγγλικού εφετείου στην υπόθεση
Taylor v. Good (1974) 1 All E.R. 1137, αναφορικά με το θέμα της πρόθεσης). Εξάλλου ήταν μια επιχειρηματική δραστηριότητα που κάλυπτε το καταστατικό.Είναι γεγονός πως δεν έγιναν βελτιώσεις, αλλά τα οικόπεδα δεν είναι το είδος περιουσίας που τις χρειάζεται. Η πρόθεση αναδύεται με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο και από τις ενέργειες που ακολούθησαν. Πολλά οικόπεδα πωλήθηκαν σε διάφορες ημερομηνίες κατά την περίοδο 1972 και 1973. Το κέρδος που πραγματώθηκε φορολογήθηκε με φόρο εισοδήματος σύμφωνα με τους λογαριασμούς που υποβλήθηκαν. Η εταιρεία θεωρούσε τα οικόπεδα ως μέρος των αποθεμάτων της. Η προσωπική δραστηριότητα του διευθυντή στον τομέα των αγοραπωλησιών ακινήτων ασφαλώς δεν επηρεάζει την εταιρεία, που αποτελεί ξεχωριστή νομική οντότητα. Η μόνη σημασία είναι ότι ο διευθυντής της εταιρείας, που ενεργούσε για λογαριασμό της, κατά τη διάθεση των οικοπέδων, ήταν έμπειρος στον τομέα αυτό. Μπορεί να λεχθεί ότι η εταιρεία διατήρησε την ιδιοκτησία των οικοπέδων για αρκετό χρόνο, περίπου 9 χρόνια. Όμως δεν πρέπει να λησμονείται ότι κατά την περίοδο αυτή διατέθηκαν 60 από τα 61 οικόπεδα. Δε νομίζω να χρειάζεται περισσότερη ανάλυση ή σχολιασμός για να πεισθεί ένας πως η απόφαση του Εφόρου, ενόψει των δεδομένων που απαριθμούνται σ' αυτήν, μπορούσε να ήταν διαφορετική. Τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα δεν ευσταθούν.
Το ιστορικό των φορολογιών, όπως καταγράφεται στην ένσταση, κατοπτρίζεται πιστά στα έγγραφα του διοικητικού φακέλου. Δε χρειάζεται να το επαναλάβω εξολοκλήρου για να εξετάσω το δεύτερο σημείο. Η αιτήτρια στις 31/1/86 ενέστη στις αναθεωρημένες φορολογίες που της είχαν αποσταλεί. Ο Έφορος, στη συνεχεια, στις 6/4/94 ζήτησε στοιχεία σχετικά με τη διάθεση των οικοπέδων αυτών. Η αιτήτρια απάντησε με επιστολή των λογιστών της. Την 1/7/94 ο Έφορος κοινοποίησε την πρόθεση του να τροποποιήσει τους λογαριασμούς και επισύναψε σχετικό πίνακα. Ο Έφορος προχώρησε στο τελικό στάδιο καταλογισμού του φόρου και εξήγησε την απόφαση του στη συνοδευτική επιστολή ημερ. 6/5/96.
Το ζήτημα διέπεται από το άρθρ. 20(5) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 το οποίο προνοεί ότι:
"(5) Οσάκις παν φορολογηθέν πρόσωπον, το οποίον ενέστη εις την επιβληθείσαν εις αυτό φορολογίαν, δεν συμφωνεί μετά του Διευθυντού ως προς το ποσόν επί του οποίου υπόκειται εις φορολογίαν, ο Διευθυντής χωρεί εις καθορισμόν του ποσού του αντικειμένου φόρου του ενισταμένου προσώπου βάσει της διαθεσίμου αυτώ μαρτυρίας και πληροφορεί καταλλήλως το
Νοείται ότι ουδέν των εν τω παρόντι Νόμω διαλαμβανομένων λογίζεται ως κωλύον τον Διευθυντήν να καθορίση το ποσόν του αντικειμένου φόρου του ενισταμένου προσώπου εις ποσόν μεγαλύτερον της υπό ένστασιν φορολογίας εάν κατόπιν εξετάσεως της ενστάσεως φανή ότι δικαιολογείται τοιαύτη αύξησις."
Προκύπτει από την παραπάνω διάταξη, ιδιαίτερα το μέρος της επιφύλαξης που υπογραμμίζεται, ότι ο Έφορος ενήργησε στο πλαίσιο των εξουσιών του όταν επέβαλε ψηλότερη φορολογία.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται σε βάρος της αιτήτριας. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Σ. Νικήτας, Δ.
/ΚΑΣ