ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 1071
27 Νοεμβρίου, 1998
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Yπόθεση Αρ. 614/96)
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΟΝΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Yπόθεση Αρ. 615/96)
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,
Aιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 614/96, 615/96)
Διοικητικό Δίκαιο ― Προαγωγές ― Ουσιώδης χρόνος κρίσεων των απαιτουμένων προσόντων και κριτηρίων προς προαγωγή ― Εσφαλμένος καθορισμός του ουσιώδους χρόνου στην κριθείσα περίπτωση ― Το σφάλμα δεν είχε πρακτικές συνέπειες ― Περιστάσεις.
Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Συμπλήρωσή της από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ― Προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να χωρήσει η συμπλήρωση.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Τα προσόντα δεν αποτελούν αυτοτελές κριτήριο ― Περιστάσεις της νομιμότητας με την οποία αξιοποιήθηκαν τα περί προαγωγής κριτήρια στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Έννομο συμφέρον ― Ειδικά το έννομο συμφέρον προσβολής της αναδρομικότητας προαγωγής.
Οι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σε Υποτομεάρχες (Υπηρεσίες πληροφορικής - Ανάπτυξης Συστημάτων Πληροφορικής) αλλά και την αναδρομικότητα που έλαβε η εν λόγω προαγωγή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Η θέση των αιτητών ότι εσφαλμένα ήταν που το Συμβούλιο της Αρχής καθόρισε ως το χρονικό σημείο κρίσης την 16 Ιανουαρίου, 1996, είναι ορθή. Όμως, το ζήτημα δεν μπορούσε να έχει εδώ παρά μόνο θεωρητική σημασία, αφού καθώς προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά, λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία τα οποία υπήρχαν σε σχέση με τους υποψηφίους κατά τον ενεστώτα σε κάθε στάδιο της διαδικασίας χρόνο, ενώ σε ό,τι αφορά το νομικό καθεστώς, δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφοροποίηση μεταξύ της 16 Ιανουαρίου, 1996 και του μεταγενέστερου χρόνου. Ο καθορισμός της 16 Ιανουαρίου, 1996, ως της σχετικής ημερομηνίας δεν επέδρασε με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία η οποία ακολούθησε για την πλήρωση των θέσεων.
2. Οι διοικητικοί φάκελοι στους οποίους παραπέμπουν τα πρακτικά αναφορικά με τα όσα λήφθηκαν υπόψη στο κάθε στάδιο της διαδικασίας, συνθέτουν τα αναγκαία αιτιολογικά ερείσματα χωρίς να αφήνουν περιθώρια για άλλους συνδυασμούς ή καταλήξεις, όπως ακριβώς ορίζει η νομολογία.
3. Θα ήταν άσκοπη η ενασχόληση με λεπτομερή σύγκριση των αντίστοιχων ακαδημαϊκών προσόντων πέραν εκείνων που προβλέπονται για τις θέσεις ως απαιτούμενα και ως πλεονέκτημα. Η σημασία τους, ενταγμένη στο κριτήριο της καταλληλότητας - εφόσον τα προσόντα δεν αποτελούν, σύμφωνα με τους κανονισμούς, αυτοτελές κριτήριο - δε θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να αντισταθμίσει την καλύτερη εικόνα που παρουσίαζαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στις υπηρεσιακές εκθέσεις από άποψη αξίας, ήτοι, στην επίδοση και απόδοση. Το ότι υπάρχουν στις υπηρεσιακές εκθέσεις διάφορες παρατηρήσεις ευνοϊκές και για τους αιτητές - όπως υπάρχουν για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα - δεν μεταβάλλει τη γενική εικόνα υπεροχής των ενδιαφερομένων προσώπων. Οι γενικού χαρακτηρισμοί, ως διαπιστώσεις, στους οποίους προέβη το Συμβούλιο της Αρχής αναφορικά με τους αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη υποστηρίζονται από το σύνολο των αντίστοιχων για τον καθένα υπηρεσιακών εκθέσεων.
4. Οι αιτητές θα διατηρούσαν έννομο συμφέρον προσβολής της αναδρομικότητας της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών, μόνο εφόσον επηρεαζόταν η υπηρεσιακή τους κατάσταση είτε από άποψη καθορισμού αρχαιότητας που θα επιδρούσε ακολούθως στην ανέλιξή τους, είτε από άποψη ιεραρχίας που θα καθόριζε τη σχέση τους με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ως μη προαχθέντες, το συμφέρον τους δεν ήταν παρά μόνο γενικό, ως προς το τί θα έπρεπε να αποτελεί την τάξη πραγμάτων.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
AΤΗΚ ν. Σιαπιτή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 450,
Δημοκρατία ν. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153,
Κολοκασίδου ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 4801,
Κυπριανού ν. ΑΤΗΚ (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 355,
Λύωνας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038,
Κουφτερού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2774,
Αλβάνη ν. ΑΤΗΚ (1994) 4 Α.Α.Δ. 717,
Τηλλυρίδη κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1996) 4 Α.Α.Δ. 3262,
Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134,
Κυπριανού ν. ΑTHK (Aρ. 2) (1998) 3 Α.Α.Δ. 804,
Παπακυριακού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 65.
Προσφυγές.
Συνεκδικαζόμενες προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται ο διορισμός των ενδιαφερόμενων μερών στη θέση Yποτομεάρχη (Yπηρεσίες Πληροφορικής-Aνάπτυξης Συστημάτων Πληροφορικής) από 1.4.1996.
Κ. Κνώφου, για τους Aιτητές.
Κ. Χ''Ιωάννου, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKOΛAOY, Δ.:�Το Συμβούλιο της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, σε συνεδρία ημερομηνίας 16 Ιανουαρίου 1996, αποφάσισε για την πλήρωση κενών θέσεων για τις οποίες γινόταν πρόνοια στο συμπληρωματικό προϋπολογισμό του έτους 1995. Ενδιαφέρουν εδώ τρεις θέσεις Υποτομεάρχη (Υπηρεσίες Πληροφορικής - Ανάπτυξης Συστημάτων Πληροφορικής). Αποτελούσε μέρος της απόφασης ότι η πλήρωση θα γινόταν με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς εκείνης της ημερομηνίας. Επακόλουθα άρχισε η διαδικασία που προβλέπεται στους περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικούς Κανονισμούς του 1990 όπως τροποποιήθηκαν. Οι αιτητές συγκαταλέγονταν ανάμεσα στους υποψηφίους. Εν τέλει, με απόφαση του Συμβουλίου της Αρχής, ημερομηνίας 7 Μαΐου 1996, επιλέγηκαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα για προαγωγή με ισχύ αναδρομικά από 1 Απριλίου 1996. Η απόφαση της Αρχής γνωστοποιήθηκε με εγκύκλιο ημερομηνίας 8 Μαΐου 1996.
Με τις προσφυγές τους οι αιτητές ζητούν ως θεραπεία:
"Α. Δήλωση του Δικαστήριου ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε προς όλο το προσωπικό με την εγκύκλιο ημερομηνίας 8/5/1996 να προάξει και ή διορίσει τα ενδιαφερόμενα μέρη Κυριάκο Δ. Λουκά, Ανδρέα Ονησιφόρου και Μιχαλάκη Πίριλλο στην θέση Υποτομεάρχη (Υπηρεσίες Πληροφορικής - Ανάπτυξης Συστημάτων Πληροφορικής) από 1/4/1996 είναι άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Καθ' ης η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε προς όλο το προσωπικό με την εγκύκλιο ημερομηνίας 8/5/1996 να προάξει και/ή διορίσει τα ενδιαφερόμενα μέρη Κυριάκο Δ. Λουκά, Ανδρέα Ονησιφόρου και Μιχαλάκη Πίριλλο στην θέση Υποτομεάρχη (Υπηρεσίες Πληροφορικής - Ανάπτυξη Συστημάτων Πληροφορικής) κατά προτίμηση και ή αντί του Αιτητού είναι άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα."
Μου φαίνεται ότι με το πρώτο μέρος του αιτητικού προσβάλλεται η απόφαση της Αρχής όχι μόνο ως προς την επιλογή των ενδιαφερόμενων προσώπων αντί των αιτητών αλλά και το στοιχείο που αφορά στην αναδρομικότητα της προαγωγής ενώ με το δεύτερο μέρος του αιτητικού προσβάλλεται μόνο η επιλογή χωρίς αναφορά προς το χρόνο ισχύος της. Η σημασία αυτής της επισήμανσης έγκειται στη δικονομική δυνατότητα διαχωρισμού που κατ' ακολουθίαν παρέχει τη δυνατότητα ακύρωσης του μέρους της απόφασης που αφορά στην αναδρομικότητα εάν επικυρωθεί το μέρος της απόφασης που αφορά στην επιλογή για προαγωγή: βλ. την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Σιαπιτή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 450.
Τις υποψηφιότητες τις εξέτασε σε πρώτο στάδιο το Συμβούλιο Προσωπικού σε συνεδρία ημερ. 22 Απριλίου 1996. Κατέληξε ότι από τους εμφανιζόμενους ως υποψηφίους μόνο επτά κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα. Σημείωσε επίσης ότι όλοι κατείχαν και το προβλεπόμενο πλεονέκτημα. Επρόκειτο στην περίπτωση όλων για υπαλλήλους που προσλήφθηκαν στις 3 Μαΐου 1989 στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β΄ και προάχθηκαν στις 3 Μαΐου 1992 στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Α΄(Προσωπικό Πληροφορικής) (Αναλυτών/Σχεδιαστών Συστημάτων Πληροφορικής). Εν συνεχεία το Συμβούλιο Προσωπικού προέβη σε μελέτη "των βαθμολογιών, των παρατηρήσεων και των συστάσεων των Προϊσταμένων, στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις από το 1985 μέχρι και το 1995 που είναι ταξινομημένες στον προσωπικό φάκελο των επτά πιο πάνω υποψηφίων .....". Τέλος, το Συμβούλιο Προσωπικού "αφού έλαβε υπόψη στο σύνολο τους τα κριτήρια που καθιερώνει ο Κανονισμός 10(7), όπως έχει τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 163/90 - 13/7/90, όλα τα ενώπιον του στοιχεία, την παράγραφο 4(1)(γ) του Σχεδίου Υπηρεσίας, τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων τους στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις από το 1985 μέχρι και το 1995, καθώς και το περιεχόμενο του προσωπικού τους φακέλου" ομόφωνα συμβούλευσε την Αρχή να προάξει στις υπό πλήρωση θέσεις τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με επιλαχόντα τον αιτητή στην προσφυγή 614/96. Ας σημειωθεί ότι η παράγραφος 4(1)(γ) του σχεδίου υπηρεσίας αφορούσε στο πλεονέκτημα. Ο Καν. 10(7) στον οποίο έγινε αναφορά, θέτει τα κριτήρια για προαγωγή ως εξής:
"Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.
Η Αρχή διατηρεί το δικαίωμα κατά τις κρίσεις για προαγωγή να αποφασίζει κάθε φορά να καλεί ή να μην καλεί σε συνέντευξη τους υποψηφίους για προαγωγή σε συγκεκριμένη θέση ή θέσεις:
Νοείται ότι, στην περίπτωση που η Αρχή αποφασίζει να καλέσει τους υποψηφίους για προαγωγή σε συνέντευξη, η κρίση θα διενεργείται σε συνδυασμό και με την προσωπική εντύπωση που αποκόμισαν για τους υποψηφίους τα μέλη της Αρχής."
Ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής στον οποίο εν συνεχεία παραπέμφθηκε το θέμα προέβη, καθώς ανέφερεται σε σχετικό πρακτικό ημερ. 2 Μαΐου 1996, σε "διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων για τους υποψηφίους υπαλλήλους και συγκεκριμένα των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού και των προσωπικών τους φακέλων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής τους ή/και οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις ή/και τα Έντυπα Αξιολογήσεως τους". Κατέληξε ότι η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ήταν "σωστή και δικαιολογημένη" και γι' αυτό εισηγήθηκε και εκείνος την προαγωγή των ενδιαφερόμενων προσώπων. Εξήγησε σχετικά ότι κατά την άποψη του τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπερείχαν των υπολοίπων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες και ήταν οι καταλληλότεροι για προαγωγή στη θέση.
Το Συμβούλιο της Αρχής επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης των θέσεων σε συνεδρία ημερ. 7 Μαΐου 1996 κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Αφού προέβη σε ανασκόπηση του γενικότερου πλαισίου, προχώρησε επί του έργου με τον τρόπο που εκτίθεται στο ακόλουθο μέρος του σχετικού πρακτικού:
"Το Συμβούλιο, αφού μελέτησε διεξοδικά όλα τα ενώπιον του στοιχεία και συγκεκριμένα τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψήφιων υπαλλήλων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής τους και/ή οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις και/ή τα Έντυπα Αξιολογήσεώς τους, διαπίστωσε τα ακόλουθα για τον καθένα από αυτούς:
............................................................................................................
Ο υποψήφιος Μιχαλάκης Π. Πίριλλος (7335) κρίνεται ως εξαιρετικός υπάλληλος, ευσυνείδητος και εργατικός.
Ο υποψήφιος Μενέλαος Κονιώτης (6736) κρίνεται ως πολύ καλός και εργατικός υπάλληλος.
Ο υποψήφιος Ανδρέας Ονησιφόρου (1839) κρίνεται ως εξαιρετικός υπάλληλος, εργατικός και ευσυνείδητος.
Ο υποψήφιος Στέλιος Σαββίδης (2446) κρίνεται ως καλός και ευσυνείδητος υπάλληλος.
Ο υποψήφιος Κυριάκος Δ. Λουκά (7012) κρίνεται ως εξαιρετικός υπάλληλος, εργατικός και ευσυνείδητος.
..............................................................................................................
Το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι οι πιο πάνω υποψήφιοι κατέχουν το πλεονέκτημα της παραγράφου 4(1)(γ) του Σχεδίου Υπηρεσίας του Υποτομεάρχη Ανάπτυξης Συστημάτων Πληροφορικής.
Το Συμβούλιο, αφού προχώρησε σε περαιτέρω αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων μεταξύ τους, με βάση τα ακαδημαϊκά και τα επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοση τους, καθώς και την καταλληλότητα τους για τις προς πλήρωση θέσεις, έκρινε ότι οι Μιχαλάκης Πίριλλος (7335), Ανδρέας Ονησιφόρου (1839) και Κυριάκος Λ. Λουκά (7012) είναι οι καταλληλότεροι για τις θέσεις του Υποτομεάρχη στις Υπηρεσίες Πληροφορικής - Ανάπτυξη Συστημάτων Πληροφορικής, γι' αυτό και αποφάσισε την προαγωγή τους στο βαθμό του Υποτομεάρχη στις Υπηρεσίες Πληροφορικής - Ανάπτυξη Συστημάτων Πληροφορικής προς πλήρωση των τριών κενών θέσεων.
Η προαγωγή των πιο πάνω θα ισχύει από την 1ην Απριλίου, 1996."
Επισημαίνω ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κρίθηκαν εξαίρετοι, ο αιτητής Μενέλαος Κονιώτης ως πολύ καλός και ο αιτητής Στέλιος Σαββίδης ως καλός.
Αναφορικά με την επιλογή των ενδιαφερόμενων προσώπων, οι αιτητές προέβαλαν ότι (α) η απόφαση του Συμβουλίου της Αρχής για την εξέταση του θέματος πλήρωσης των θέσεων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς της 16 Ιανουαρίου 1996 ήταν εσφαλμένη με αποτέλεσμα να οδηγεί σε ακυρότητα τη διαδικασία που ακολούθησε. (β) οι υπηρεσιακές εκθέσεις για τά έτη 1993, 1994 και 1995 ετοιμάστηκαν κατά παράβαση του άρθρου 3(1) του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Αξιολόγηση, Ελευθερία Έκφρασης Γνώμης και Πολιτικά Δικαιώματα Υπαλλήλων) Νόμου του 1990 (Ν. 155/90) που προέβλεπε την ετοιμασία τους στη βάση κανονισμού που θα εκδιδόταν και ότι εν πάση περιπτώσει οι υπηρεσιακές εκθέσεις στην προκείμενη περίπτωση ετοιμάστηκαν με μεγάλη καθυστέρηση και ήταν ως εκ τούτου παράνομες. (γ) η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και εν τέλει η απόφαση του Συμβουλίου της Αρχής στερούντο αιτιολογίας. Έπειτα, αναφορικά με το ζήτημα της αναδρομικότητας, οι αιτητές υποστήριξαν ότι δεν μπορούσε να προσδοθεί στις προαγωγές αναδρομικότητα εφόσον δεν την προέβλεπε ο νόμος και ούτε επρόκειτο για περίπτωση επανεξέτασης. Εισηγήθηκαν δε ότι διατηρούσαν εν προκειμένω έννομο συμφέρον να προσβάλουν την αναδρομικότητα ανεξάρτητα από την έκβαση σε σχέση με την επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων για προαγωγή στις θέσεις.
Η θέση των αιτητών ότι εσφαλμένα ήταν που το Συμβούλιο της Αρχής καθόρισε ως το χρονικό σημείο κρίσης τη 16 Ιανουαρίου 1996 είναι ορθή. Δεν αναφέρομαι στα απαραίτητα προσόντα για προαγωγή, αλλά στα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης των υποψηφίων: βλ. Δημοκρατία ν. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153. Όπως όμως υπέδειξε ο συνήγορος της Αρχής, το ζήτημα δεν μπορούσε να έχει εδώ παρά μόνο θεωρητική σημασία αφού, καθώς προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά, λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία τα οποία υπήρχαν σε σχέση με τους υποψηφίους κατά τον ενεστώτα σε κάθε στάδιο της διαδικασίας χρόνο, ενώ σε ό,τι αφορά το νομικό καθεστώς δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφοροποίηση μεταξύ της 16 Ιανουαρίου 1996 και του μεταγενέστερου χρόνου. Ο καθορισμός λοιπόν της 16 Ιανουαρίου 1996 ως της σχετικής ημερομηνίας δεν επέδρασε με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία η οποία ακολούθησε για την πλήρωση των θέσεων: βλ. την απόφαση Μερόπη Κολοκασίδου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 4801.
Σχετικά με το νομικό καθεστώς ετοιμασίας των υπηρεσιακών εκθέσεων - με όποια ονομασία και αν περιγράφονται - η Ολομέλεια απεφάνθη στην Κυπριανού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 355, ότι το άρθρο 3 του Ν. 155/90 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και επομένως αυτή η πτυχή δεν χρειάζεται να απασχολήσει περισσότερο.
Αναφορικά με την ετοιμασία των εν λόγω εκθέσεων, προβλέπεται στους Κανονισμούς της Αρχής ότι συντάσσονται ετησίως σύμφωνα με όσα ήθελε ορίσει με απόφαση του το Διοικητικό Συμβούλιο. Στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε όντως καθυστέρηση στην ετοιμασία των υπηρεσιακών εκθέσεων για τα έτη 1993 και 1994. Ετοιμάστηκαν και οι δύο στις 9 Μαρτίου 1995. Στη Λύωνα ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, η Ολομέλεια, εξετάζοντας παρόμοιο ζήτημα, κατέληξε ότι εκεί δεν αποτελούσε ουσιώδη παρατυπία αφού επρόκειτο για μικρή καθυστέρηση και όταν ετοιμάστηκαν οι εκθέσεις δεν είχε αρχίσει ακόμη η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων. Πιο πρόσφατα, θεωρήθηκε πρωτόδικα στην Κουφτερού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2774, ότι ορθά ήταν που η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, με βάση τη διακριτική της ευχέρεια, δεν έλαβε υπόψη εκθέσεις που είχαν ετοιμαστεί με πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Κι αυτό διότι η τέτοια καθυστέρηση καθιστούσε ανασφαλείς τις εκτιμήσεις στις εκθέσεις. Αντίθετη όμως φαίνεται να ήταν η προσέγγιση στις πρωτόδικες Αλβάνη ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1994) 4 Α.Α.Δ. 717 και Τηλλυρίδη κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1996) 4 Α.Α.Δ. 3262. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να συζητήσω αυτό το θέμα για να καταλήξω οριστικά ποιά μπορεί να είναι η σημασία της όποιας καθυστέρησης και ο τρόπος αντιμετώπισης της. Διότι στην προκείμενη περίπτωση, ακόμα και αν αγνοηθούν οι δύο υπηρεσιακές εκθέσεις για τις οποίες έγινε λόγος, η αντίστοιχη εικόνα για τους υποψηφίους παρέμενε ακριβώς η ιδία. Και δεν θα μπορούσε να επιδράσει στο αποτέλεσμα.
Ως προς το ζήτημα της αιτιολογίας, δεν συμμερίζομαι την άποψη των αιτητών περί της ανυπαρξίας αιτιολογίας. Διευκρινίζω πάντως ότι σε σχέση με τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή δεν απαιτείται από τους σχετικούς κανονισμούς αιτιολόγηση. Ωστόσο, μια και θεωρώ ότι υπάρχει και αφού υπάρχει ελέγχεται, θα εξετάσω το ζήτημα σε σχέση και με αυτές τις προπαρασκευαστικές διεργασίες υπό το πρίσμα νομιμότητας της δοθείσας αιτιολογίας. Οι διοικητικοί φάκελοι στους οποίους παραπέμπουν τα πρακτικά αναφορικά με τα όσα λήφθηκαν υπόψη στο κάθε στάδιο της διαδικασίας, συνθέτουν τα αναγκαία αιτιολογικά ερείσματα χωρίς να αφήνουν περιθώρια για άλλους συνδυασμούς ή καταλήξεις, όπως ακριβώς ορίζει η νομολογία. Καθώς εξήγησε η Ολομέλεια στην Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, στη σελ. 142:
" ...... για να είναι οι Φάκελοι και οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις παραδεκτή πηγή εντοπισμού αιτιολογίας, η αιτιολογία πρέπει να προκύπτει αναντίλεκτα από το περιεχόμενό τους. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής μόρφωση δικής του γνώμης. Ανατρέχουμε, όποτε είναι επιτρεπτό, στους φακέλους στην προσπάθεια αναζήτησης του συλλογισμού της διοίκησης."
Προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπερέχουν σε αξία είτε ληφθούν είτε δεν ληφθούν υπόψη οι εκθέσεις για τα έτη 1993 και 1994. Οι αιτητές δεν το αμφισβήτησαν αυτό. Πρότειναν ωστόσο ότι οι ίδιοι υπερτερούσαν σε προσόντα τα οποία το Συμβούλιο της Αρχής παραγνώρισε. Θα ήταν άσκοπη όμως η ενασχόληση με λεπτομερή σύγκριση των αντίστοιχων ακαδημαϊκών προσόντων πέραν εκείνων που προβλέπονται για τις θέσεις ως απαιτούμενα και ως πλεονέκτημα. Η σημασία τους, ενταγμένη στο κριτήριο της καταλληλότητας - εφόσον τα προσόντα δεν αποτελούν, σύμφωνα με τους κανονισμούς, αυτοτελές κριτήριο - δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να αντισταθμίσει την καλύτερη εικόνα που παρουσίαζαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στις υπηρεσιακές εκθέσεις από άποψη αξίας, ήτοι, στην επίδοση και απόδοση. Το ότι υπάρχουν στις υπηρεσιακές εκθέσεις διάφορες παρατηρήσεις ευνοϊκές και για τους αιτητές - όπως υπάρχουν για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα - δεν μεταβάλλει τη γενική εικόνα υπεροχής των ενδιαφερόμενων προσώπων. Οι γενικοί χαρακτηρισμοί, ως διαπιστώσεις, στους οποίους προέβη το Συμβούλιο της Αρχής αναφορικά με τους αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη και τους οποίους ήδη παρέθεσα, υποστηρίζονται από το σύνολο των αντίστοιχων για τον καθένα υπηρεσιακών εκθέσεων: βλ. τη δεύτερη απόφαση της Ολομέλειας στην Κυπριανού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Αρ. 2) (1998) 3 Α.Α.Δ. 804.
Έχοντας καταλήξει ότι η επιλογή των ενδιαφερόμενων προσώπων ήταν νόμιμη, απομένει να εξετάσω τώρα το ζήτημα της αναδρομικότητας της προαγωγής τους. Η αναδρομικότητα καθορίστηκε με βάση την αντίληψη της Αρχής ότι την εξουσιοδοτούσε ο περί Προϋπολογισμού της Αρχής Νόμος του 1995 ο οποίος προνοούσε για την αντίστοιχη οικονομική δαπάνη. Οι αιτητές υποστήριξαν ότι ο περί Προϋπολογισμού Νόμος απλώς παρείχε την οικονομική δυνατότητα για προγενέστερη πλήρωση των θέσεων αλλά δεν παρείχε στοχευμένα εξουσιοδότηση για αναδρομική προαγωγή. Αναπτύχθηκε επ' αυτού του ζητήματος εκτενής επιχειρηματολογία και από τις δύο πλευρές με αναφορά σε συγκρουόμενη νομολογία. Θεωρώ, ωστόσο, πως είναι αχρείαστο να επεκταθώ ενόψει της κατάληξης στην οποία άγομαι αναφορικά με το ζήτημα εννόμου συμφέροντος η εξέταση του οποίου προηγείται.
Οι αιτητές θα διατηρούσαν έννομο συμφέρον προσβολής της αναδρομικότητας μόνο εφόσον επηρεαζόταν η υπηρεσιακή τους κατάσταση είτε από άποψη καθορισμού αρχαιότητας που θα επιδρούσε ακολούθως στην ανέλιξη τους, είτε από άποψη ιεραρχίας που θα καθόριζε τη σχέση τους με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ως μη προαχθέντες, το συμφέρον τους δεν ήταν "παρά μόνο γενικό ως προς το τί θα έπρεπε να αποτελεί την τάξη πραγμάτων": βλ. σχετικά την απόφαση της Ολομέλειας στην Παπακυριακού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 65.
Οι προσφυγές αποτυγχάνουν. Και απορρίπτονται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Oι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.