ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 4 ΑΑΔ 960

5 Νοεμβρίου, 1998

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 20, 24, 28 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 779/97)

 

Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Η έκπτωση για τέκνο άνω των 16 ετών που είναι φοιτητής (Τρίτο Παράρτημα της παραγράφου 1 του Άρθρου 34 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου (1961-1992) ― Ερμηνεία ― Γραμματική ερμηνεία ― Η ερμηνεία της διάταξης ευχερής και σαφής ― Ο Νόμος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσκοπούσε στη φορολογική ελάφρυνση προσώπου, το οποίο δεν έχει τέκνο που σπουδάζει, αλλά σπουδάζει ο ίδιος.

Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Συνοπτική αλλά επαρκής αιτιολογία ― Συμπλήρωσή της από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αντισυνταγματικότητα νόμου ― Πρέπει να αναγράφεται στα δικόγραφα και να εξειδικεύεται.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρα 20.1, 24.1 και 28.1 ― Δεν παραβιάζονται από το Άρθρο 34(1) Τρίτο Παράρτημα του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου (1961-1992).

Ο αιτητής προσέβαλε τη φορολογία του για το έτος 1992, επειδή δεν του παραχωρήθηκε η έκπτωση λόγω σπουδάζοντος τέκνου άνω των 16 ετών. Ο αιτητής διεκδικούσε την εν λόγω έκπτωση επειδή ο ίδιος σπούδαζε.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Eίναι βασική αρχή του Δικαίου ότι σκοπός της ερμηνείας των Νόμων είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη μέσα από το κείμενο του Νόμου. Οι κανόνες ερμηνείας των νόμων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, καθιερώνουν τη γραμματική ερμηνεία. Οι νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, εκτός εάν αυτό βρίσκεται σε αντίθεση ή ασυμφωνία με οποιαδήποτε ρητή πρόθεση ή δηλωμένο σκοπό του νόμου ή εάν το νόημα αυτό θα οδηγούσε σε παράλογο αποτέλεσμα.

2. Στην παρούσα υπόθεση είναι φανερό ότι πρόθεση του νομοθέτη είναι η παροχή πίστωσης σε φυσικό πρόσωπο που είναι γονέας παιδιού τουλάχιστο 16 χρόνων και που και που αποδεδειγμένα φοιτά σε σχολείο, κολλέγιο ή πανεπιστήμιο ή άλλο αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα εκτός της Δημοκρατίας. Η πρόθεση του νομοθέτη εξάγεται αβίαστα από τη γραμματική διατύπωση του Άρθρου 34. Πρόθεσή του ήταν παράσχει την πίστωση μόνο στο γονέα παιδού που σπουδάζει και όχι στον ίδιο το γονέα ή μη που ο ίδιος τυγχάνει να είναι σπουδαστής. Σκοπός του νομοθέτη είναι η ελέφρυνση των οικονομικών βαρών του γονέα που έχει παιδί ή παιδιά που φοιτούν σε σχολείο, κολλέγιο ή πανεπιστήμιο και όχι η οικονομική ελάφρυνση κάθε φυσικού προσώπου που το ίδιο τυγχάνει να σπουδάζει. Καμιά άλλη ερμηνεία δεν μπορεί να δοθεί στο Άρθρο 34 και κατά συνέπεια ο ισχυρισμός του αιτητή ότι, υπήρξε, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, πλάνη περί το νόμο, δεν ευσταθεί.

    Βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου και της νομολογίας μας είναι ότι κάθε διοικητική απόφαση πρέπει να αιτολογείται με επάρχεια και σαφήνεια, να περιέχεται στη διοικητική απόφαση ή να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Είναι δε αναγκαία για την πληροφόρηση του διοικουμένου και για να είναι εφικτός και ευχερής ο δικαστικός έλεγχος.

    Είναι γεγονός ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι συνοπτική. Μία συνοπτική αιτιολογία δεν είναι πάντοτε ανεπαρκής, νοουμένου ότι το συμπέρασμα συνάδει με τα γεγονότα που περιέχονταν στο φάκελο της υπόθεσης.

    Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι απερρίφθη η ένστασή του γιατί «δεν δικαιούστε την πίστωση των £500 σύμφωνα με το παράρτημα Τρίτο (Επιφύλαξη του Άρθρου 34) για προσωπικές πιστώσεις».

          Από το φάκελο της υπόθεσης και ιδιαίτερα τη γραπτή ένσταση του αιτητή προς τον Έφορο είναι πασιφανές ότι δεν διεκδικούσε την πίστωση ως γονέας που έχει παιδί που σπουδάζει αλλά τη διεκδικούσε προσωπικά γιατί ήταν σπουδαστής ο ίδιος. Το τελικό συμπέρασμα, επομένως, του Εφόρου συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου. Κατά συνέπεια και η πληροφόρηση του αιτητή είναι επαρκής και ο δικαστικός έλεγχος της απόφασης δυνατός και ευχερής. Η αιτιολογία της απόφασης είναι επαρκής, συμπληρώνεται δε από τα στοιχεία των φακέλων.

4. Οι θέσεις αυτές του αιτητή για αντισυνταγματικότητα, είτε του σχετικού Νόμου, είτε της απόφασης, δεν μπορούν να εξετασθούν γιατί δεν περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής, ούτε εξειδικεύονται επαρκώς.

    Ανεξάρτητα από την πιο πάνω διαπίστωση, οι λόγοι αυτοί ακυρότητας δεν ευσταθούν. Ούτε ο Νόμος, ούτε η επίδικη απόφαση είναι δυνατό να λεχθεί ότι παραβιάζει οποιαδήποτε συνταγματική αρχή όπως ισχυρίζεται ο αιτητής. Ούτε μπορεί να λεχθεί ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας έναντι του Νόμου και της Διοίκησης. Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις πολιτών της ίδιας νομικής και πραγματικής κατάστασης. Στην παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να εξισωθεί ο γονέας που έχει παιδιά που σπουδάζουν με την περίπτωση φυσικού προσώπου που δεν είναι γονέας.

Η προσφυγή απορίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

JMC Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 294,

Δημοκρατία κ.ά. v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,

Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196,

Βασιλείου v. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275.

Προσφυγή.

Mε την προσφυγή προσβάλλεται η επιβολή φορολογίας στον αιτητή για το 1992 και η άρνηση του Eφόρου Φόρου Eισοδήματος να του παραχωρήσει πίστωση εκ £500 που ο αιτητής ισχυρίζετο ότι δικαιούται ως φοιτητής.

Ε. Παπαδημητρίου, για τον Aιτητή.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

KPONIΔHΣ, Δ.:�Ο αιτητής είναι υπάλληλος του Δήμου Λατσιών και κατά τον επίδικο χρόνο (1992) είχε ετήσιο εισόδημα £5.652. Κατά τον ίδιο επίδικο χρόνο ο αιτητής φοιτούσε επίσης στη Νομική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Την 7.5.1997 ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος απέστειλε προς τον αιτητή ειδοποίηση επιβολής φορολογίας για το έτος 1992. Ο αιτητής στις 16.5.1997 υπέβαλε ένσταση στην πιο πάνω φορολογία. Διαμαρτύρετο για την παράλειψη του Εφόρου να του παραχωρήσει πίστωση εκ £500, όντας ο ίδιος φοιτητής, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (IV) της παραγράφου 1(α) του Τρίτου Παραρτήματος, άρθρο 34 των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων 1961-1992.

Με επιστολή του, ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος, ημερομηνίας 11.7.1997 απέρριψε την ένσταση του αιτητή με το αιτιολογικό ότι δεν δικαιούται στη ζητούμενη πίστωση με βάση τις νομοθετικές διατάξεις τις οποίες και παραθέτει. Συνάμα απέστειλε στον αιτητή και τελική ειδοποίηση επιβολής φορολογίας.

Εναντίον αυτής της απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή. Προβάλλει δε ως νομικούς λόγους την πλάνη περί το νόμο, την έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης και την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι η διοικητική απόφαση παραβιάζει τα Άρθρα 20, 24 και 28 του Συντάγματος.

Το Τρίτο Παράρτημα της παραγράφου 1 του άρθρου 34 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου (1961-1992) έχει ως εξής:-

"1(α) Στην περίπτωση οποιουδήποτε φυσικού προσώπου το οποίο αποδεικνύει με τρόπο που ικανοποιεί τον Έφορο ότι έχει παιδί ή παιδιά τα οποία βρίσκονται στη ζωή οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους παρέχονται οι πιο κάτω πιστώσεις:-

..............................................................................................................

(IV) για κάθε παιδί το οποίο συμπλήρωσε το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του κατά την έναρξη του φορολογικού έτους και το οποίο φοιτά τακτικά σε σχολείο, κολλέγιο, πανεπιστήμιο ή άλλο αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα εκτός της Δημοκρατίας και εφόσον το παιδί αυτό έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις πριν να αρχίσει η φοίτησή του ή έτυχε αναστολής κατάταξης στην Εθνική Φρουρά. 

       Νοείται ότι δεν παραχωρείται πίστωση εκτός αν το παιδί εξασφαλίσει εγγραφή φοιτητή από το Υπουργείο Παιδείας της Δημοκρατίας.".

Είναι βασική αρχή του Δικαίου ότι σκοπός της ερμηνείας των Νόμων είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη μέσα από το κείμενο του Νόμου. Οι κανόνες ερμηνείας των νόμων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, καθιερώνουν τη γραμματική ερμηνεία. Οι νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, εκτός εάν αυτό βρίσκεται σε αντίθεση ή ασυμφωνία με οποιαδήποτε ρητή πρόθεση ή δηλωμένο σκοπό του νόμου ή εάν το νόημα αυτό θα οδηγούσε σε παράλογο αποτέλεσμα. (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 A.Α.Δ. 2452, Southfields Ind. Ltd. v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59, Halsbury's Laws of England, Tέταρτη Έκδοση, Τόμος 44, παράγρ. 863-873).

Στην παρούσα υπόθεση είναι φανερό ότι πρόθεση του νομοθέτη είναι η παροχή πίστωσης σε φυσικό πρόσωπο που είναι γονέας παιδιού τουλάχιστο 16 χρόνων και που αποδεδειγμένα φοιτά σε σχολείο, κολλέγιο ή πανεπιστήμιο ή άλλο αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα εκτός της Δημοκρατίας. Η πρόθεση του νομοθέτη εξάγεται αβίαστα από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 34.  Πρόθεση του ήταν να παράσχει την πίστωση μόνο στο γονέα παιδιού που σπουδάζει και όχι στον ίδιο το γονέα ή μη που ο ίδιος τυγχάνει να είναι σπουδαστής. Σκοπός του νομοθέτη είναι η ελάφρυνση των οικονομικών βαρών του γονέα που έχει παιδί ή παιδιά που φοιτούν σε σχολείο, κολλέγιο ή πανεπιστήμιο και όχι η οικονομική ελάφρυνση κάθε φυσικού προσώπου που το ίδιο τυγχάνει να σπουδάζει. Καμιά άλλη ερμηνεία δεν μπορεί να δοθεί στο άρθρο 34 και κατά συνέπεια ο ισχυρισμός του αιτητή ότι, υπήρξε, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, πλάνη περί το νόμο, δεν ευσταθεί.

Προβάλλεται επίσης, ως λόγος ακύρωσης, ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Στην κοινοποίηση προς τον αιτητή της επίδικης απόφασης με επιστολή, ημερ. 11.7.97, ο Έφορος απορρίπτοντας το αίτημα αναφέρει ότι σύμφωνα με το νόμο (παραθέτοντας και τη σχετική πρόνοια του νόμου) δεν δικαιούται την πίστωση των £500 που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 34.

Βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου και της νομολογίας μας είναι ότι κάθε διοικητική απόφαση πρέπει να αιτιολογείται με επάρκεια και σαφήνεια, να περιέχεται στη διοικητική απόφαση ή να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Είναι δε αναγκαία για την πληροφόρηση του διοικουμένου και για να είναι εφικτός και ευχερής ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε: JMC Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 294).

Είναι γεγονός ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι συνοπτική. Μια συνοπτική αιτιολογία δεν είναι πάντοτε ανεπαρκής, νοουμένου ότι το συμπέρασμα συνάδει με τα γεγονότα που περιέχονταν στο φάκελο της υπόθεσης (Βλέπε: Σπηλιωτοπούλου "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", Έκτη Έκδοση, σελ. 67).

Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι απερρίφθη η ένσταση του γιατί "δεν δικαιούστε την πίστωση των £500 σύμφωνα με το Παράρτημα Τρίτο (Επιφύλαξη του άρθρου 34) για προσωπικές πιστώσεις.".

Από το φάκελο της υπόθεσης και ιδιαίτερα τη γραπτή ένσταση του αιτητή προς τον Έφορο είναι πασιφανές ότι δεν διεκδικούσε την πίστωση ως γονέας που έχει παιδί που σπουδάζει αλλά τη διεκδικούσε προσωπικά γιατί ήταν σπουδαστής ο ίδιος.  Το τελικό συμπέρασμα, επομένως, του Εφόρου συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου. Κατά συνέπεια και η πληροφόρηση του αιτητή είναι επαρκής και ο δικαστικός έλεγχος της απόφασης δυνατός και ευχερής. Θεωρώ ότι η αιτιολογία της απόφασης είναι επαρκής, συμπληρώνεται δε από τα στοιχεία των φακέλων.

Περαιτέρω, ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η επίδικη απόφαση προσβάλλει την αρχή της ισότητας που καθιερώνεται στα Άρθρα 28.1 και 24.1 του Συντάγματος. Επίσης, ισχυρίζεται ότι παραβιάζεται ακόμα και το Άρθρο 20.1 του Συντάγματος.

Οι λόγοι αυτοί ακυρότητας της επίδικης απόφασης δεν υποβάλλονται στο δικόγραφο της προσφυγής ούτε αναπτύσσονται ή εξειδικεύονται επαρκώς στην αγόρευση του αιτητή. Ο μόνος λόγος για την αντισυνταγματικότητα που προβάλλεται στην προσφυγή έχει ως εξής:-

"2. Η παράλειψη του καθ' ου η αίτηση αντιβαίνει το Σύνταγμα Άρθρα 20, 24 και 28 και στο Νόμο και/ή είναι αντίθετη προς το πνεύμα και το σκοπό που επιβάλλει η νομοθετική ή άλλη ρύθμιση του Νόμου.".

Με την προσφυγή όμως δεν προσβάλλεται καμιά παράλειψη του Εφόρου παρά μόνο η θετική ενέργεια του να απορρίψει την ένσταση του αιτητή και να επιβάλει τη φορολογία. Αν αντιλαμβάνομαι καλώς, η παράλειψη που υπονοεί ο αιτητής είναι η άρνηση του Εφόρου να δεχθεί τη δική του θέση που προβάλλεται στην ένσταση του κατά της φορολογίας. Είναι όμως καθιερωμένη αρχή ότι η παράλειψη μπορεί να προσβληθεί με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος μόνο αν ο Νόμος επιβάλλει στην αρμοδία αρχή οφειλόμενη ενέργεια. Δεν είναι η περίπτωση αυτή στην παρούσα προσφυγή.

Οι θέσεις αυτές του αιτητή για αντισυνταγματικότητα είτε του σχετικού Νόμου, είτε της απόφασης δεν μπορούν να εξετασθούν γιατί δεν περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής, ούτε εξειδικεύονται επαρκώς (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Κουκκουρή, Σαφειρίδης ν. Κουκκουρή και Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275).

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω διαπίστωση, οι λόγοι αυτοί ακυρότητας δεν ευσταθούν. Ούτε ο Νόμος ούτε η επίδικη απόφαση είναι δυνατό να λεχθεί ότι παραβιάζει οποιαδήποτε συνταγματική αρχή όπως ισχυρίζεται ο αιτητής. Ούτε μπορεί να λεχθεί ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας έναντι του Νόμου και της Διοίκησης. Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις πολιτών της ίδιας νομικής και πραγματικής κατάστασης. Στην παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να εξισωθεί ο γονέας που έχει παιδιά που σπουδάζουν με την περίπτωση φυσικού προσώπου που δεν είναι γονέας.

Τελικά κανένας λόγος ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής με την προσφυγή ευσταθεί.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της.

H�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο