ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 4 ΑΑΔ 782

17 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΑΝΔΡΕΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Yπόθεση Aρ. 447/97)

 

Διοικητικό Δίκαιο ―  Πράξεις κυβερνήσεως ― Θεωρία και νομολογία περί της εννοίας των κυβερνητικών πράξεων ―�Tερματισμός υπηρεσιών Eπιτίμου Προξένου κρίθηκε ως κυβερνητική πράξη στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και διάκριση της περίπτωσης του διορισμού από αυτήν του τερματισμού σε θέση.

Δημόσιοι Yπάλληλοι ― Διπλωματικοί υπάλληλοι ― Tο ερώτημα κατά πόσο οι διορισμοί τους και οι συναφείς πράξεις εξαιρούνται του ακυρωτικού ελέγχου ― H περίπτωση ειδικά των Eπιτίμων Προξένων της Δημοκρατίας.

Aναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Πράξεις κυβερνήσεως ― Eκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου ―�Eπίτιμοι Πρόξενοι της Δημοκρατίας αφενός και διπλωματικοί υπάλληλοι εν γένει αφετέρου ― Kατά πόσο η υπηρεσιακή τους κατάσταση διαμορφώνεται διά κυβερνητικών πράξεων.

O αιτητής προσέφυγε κατά του τερματισμού της ιδιότητός του ως Eπιτίμου Προξένου στο Mπουρούντι.

Tο Aνώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Διατηρείται η άποψη ότι, ως ζήτημα αρχής, η απόφαση για διορισμό και η απόφαση για τερματισμό δεν κατατάσσονται απαραιτήτως στην ιδία κατηγορία. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι όπου ο διορισμός συνιστά Κυβερνητική πράξη το ίδιο αυτόματα θα πρέπει να συμβαίνει και για την περίπτωση τερματισμού. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ενώ ο διορισμός είναι το αποτέλεσμα άσκησης πολιτειακής εξουσίας η οποία δεν ελέγχεται δικαστικά, εντούτοις προβλέπονται για τον τερματισμό προϋποθέσεις και διαδικασία, είτε δυνάμει του Συντάγματος είτε δυνάμει νόμου. Σε μερικές δε από αυτές ο τερματισμός δεν μπορεί να επέλθει παρά μόνο ως αποτέλεσμα εκτελεστής διοικητικής απόφασης οπότε ελέγχεται στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. 

    Ο διορισμός Επίτιμου Πρόξενου δεν υπόκειται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία. Κι αυτό διότι είναι το αποτέλεσμα άσκησης πολιτειακής εξουσίας - όπως το ίδιο συμβαίνει με διορισμούς σε διάφορους άλλους τομείς - και όχι διοικητικής λειτουργίας που να απολήγει στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης. Όμως, καθώς αναφέρθηκε, το ζήτημα τερματισμού έχει τη δική του αυτοτέλεια. Χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα και την αποσύνδεση από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο διορισμός.

2. Στην προκείμενη περίπτωση επισημαίνεται η ανυπαρξία οποιασδήποτε πρόνοιας ρυθμιστικής της έλευσης τερματισμού. Υπενθυμίζεται εξ άλλου ότι με τον διορισμό δεν καθορίστηκε κάποιο ελάχιστο χρονικό διάστημα διατήρησης της προξενικής ιδιότητας. Δεν παρείχε ο διορισμός έρεισμα για οποιαδήποτε, σχετικά με αυτό, προσδοκία. Δεν παρείχε στον διορισθέντα δικαίωμα ή ίδιον συμφέρον να αναμένει - και λιγότερο βέβαια - να απαιτεί το ένα ή το άλλο. Οι επισημάνσεις αυτές, σε συνάρτηση με τον τρόπο δημιουργίας της ιδιότητας, αποδυναμώνουν κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, τη θέση που προώθησε ο αιτητής ότι ο Επίτιμος Πρόξενος επέχει θέση κρατικού ή δημοσίου υπαλλήλου. Δεν είναι λοιπόν διατεθειμένο το Δικαστήριο να ακολουθήσει στο ζήτημα τα εν αλλού κρατούντα και ιδιαίτερα την προσέγγιση του Σ.τ.Ε. στην 4164/1996. Το σκεπτικό στην εν λόγω απόφαση είχε κυρίως ως βάση τον Ν. 419/1976, Α΄ 221, Περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, οι πρόνοιες του οποίου, σε ό,τι εδώ ενδιαφέρει αναφορικά με την ιδιότητα Επίτιμων Πρόξενων, δεν φαίνεται να συνθέτουν κατάσταση που να είναι γενικά στη φύση της διαφορετική από την ισχύουσα στην Κύπρο. Το Δικαστήριο αδυνατεί όμως να ταυτιστώ με το εν λόγω σκεπτικό.  Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, ο Επίτιμος Πρόξενος δεν είναι από οποιαδήποτε άποψη υπάλληλος οποιουδήποτε είδους όσο βέβαια και αν υπόκειται σε οδηγίες στο έργο που επιτελεί. Είναι απλώς αντιπρόσωπος του αποστέλλοντος Κράτους. Έτσι είναι άλλωστε που περιγράφεται στο Άρθρο 50.1(Α)(α) του Συντάγματος. Το Δικαστήριο καταλήγει ότι, εν προκειμένω, η λύση της ιδιότητας Επίτιμου Πρόξενου έχει την ίδια ακριβώς υφή με τη δημιουργία της. Και στις δύο περιπτώσεις το ζήτημα είναι κατ' εξοχήν πολιτειακό, συναρτημένο άμεσα με την εξωτερική πολιτική της χώρας. Αποτελεί λοιπόν και ο τερματισμός πολιτειακή ή Κυβερνητική πράξη.

4. Ίσως μάλιστα εν τέλει η εν λόγω άμεση συνάρτηση με την εξωτερική πολιτική της χώρας να αποβαίνει κρίσιμη ανεξάρτητα από το πώς ταξινομείται η ιδιότητα προξενικού αντιπροσώπου. Όμως, το κατά πόσο στις περιπτώσεις υπαλλήλων - των υπηρετούντων στη Διπλωματική Υπηρεσία - ο διορισμός και ο τερματισμός υπηρεσίας τους σε θέση στο εξωτερικό ως διπλωματικών ή προξενικών αντιπροσώπων ή η ανάθεση σε αυτούς καθηκόντων ως ειδικών απεσταλμένων δικαιολογείται ή όχι διαφορετική αντίκρυση - είτε γενικά είτε, στην περίπτωση μόνο του τερματισμού, ανάλογα με τον λόγο για τον οποίο επέρχεται, δεν χρειάζεται να το εξετάσει. Θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει από τη νομολογία ότι τέτοιες περιπτώσεις υπάγονται στον αναθεωρητικό έλεγχο. Το ζήτημα όμως δεν συζητήθηκε ποτέ. Και ίσως να πρέπει να θεωρείται ανοικτό.

5. Ό,τι προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή αποτελεί, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, πράξη Κυβέρνησης και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Λοϊζίδης v. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση για τερματισμό των υπηρεσιών του αιτητή στη θέση του Eπίτιμου Πρόξενου της Δημοκρατίας στο Mπουρούντι από 2.4.1997.

Χρ. Κληρίδης, για τον Aιτητή.

Γ. Ερωτοκρίτου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAOY, Δ.:�Ο αιτητής διορίστηκε στις 25 Ιουνίου 1990 ως Επίτιμος Πρόξενος της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Μπουρούντι.  Και ανέλαβε τη θέση. Στις 2 Απριλίου 1997 επήλθε τερματισμός. Γνωστοποίηση περί τούτου του διαβιβάστηκε από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών με τηλεομοιότυπο ημερ. 4 Απριλίου 1997 το οποίο επαναλήφθηκε στις 15 Απριλίου 1997 όταν φάνηκε ότι το πρώτο δεν είχε φτάσει στον προορισμό του. Το ουσιαστικό περιεχόμενο είχε ως εξής:

"Πληροφορείσθε ότι η Κυπριακή Κυβέρνηση αποφάσισε να τερματίσει το διορισμό σας στη θέση του Επιτίμου Προξένου της Δημοκρατίας στο Μπουρούντι από τις 2 Απριλίου, 1997.

Σας διαβιβάζουμε τις ευχαριστίες μας για τις υπηρεσίες που προσφέρατε στην ομογένεια του Μπουρούντι και στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας σας ως Επίτιμος Πρόξενος της Δημοκρατίας στην Μπουντζιουμπούρα.

Παράκληση όπως μεριμνήσετε για να μας επιστραφούν όλα τα περιουσιακά στοιχεία του Προξενείου μέσω της Υπάτης Αρμοστείας της Δημοκρατίας στη Ναϊρόμπι."

Προκύπτει από τον σχετικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο πως η απόφαση για τον τερματισμό ήταν αποτέλεσμα πληροφοριών από τις οποίες η Κυπριακή Κυβέρνηση κατέληξε ότι από άποψης εξωτερικής πολιτικής καθίστατο μη ενδεδειγμένη πλέον η προξενική αντιπροσώπευση από τον αιτητή. 

Ο αιτητής επιχειρεί με την προσφυγή να προσβάλει το κύρος της απόφασης. Εκθέτει, προς υποστήριξη, σωρεία λόγων. Η Δημοκρατία προβάλλει, με προδικαστική ένσταση, ότι ο εν λόγω τερματισμός αποτελεί Κυβερνητική πράξη (acte de Gouvernement) και ως εκ τούτου μη υποκείμενη στον υπό του Άρθρου 146 του Συντάγματος προβλεπόμενο αναθεωρητικό έλεγχο. Αυτό είναι το τώρα υπό εξέταση ζήτημα.

Η συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι επειδή ο διορισμός του αιτητή εντασσόταν, δυνάμει του Άρθρου 54(β) του Συντάγματος, στις εξωτερικές υποθέσεις του Κράτους, όπως αυτές αναφέρονται στο Άρθρο 50.1(Α)(α) και αφορούσε σε πρόσωπο που δεν ανήκε στη διπλωματική υπηρεσία, ήτοι, σε μη δημόσιο υπάλληλο, το ζήτημα δεν αποτελούσε έκφανση διοικητικής λειτουργίας αλλά αναγόταν στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας. Ταύτισε δε, από την άποψη αυτής της κατάταξης, τον διορισμό με τον τερματισμό.

Ο συνήγορος του αιτητή, σε εκτενή και εμπεριστατωμένη αγόρευση  κάλυψε με ιστορική αναδρομή την περιοριστικά διαμορφωθείσα έννοια της acte de Gouvernement στη Γαλλία, την υιοθέτηση της ίδιας προσέγγισης στην Ελλάδα, και επεσήμανε ότι και στην Κύπρο, σε περιπτώσεις όπου απασχόλησε το ζήτημα, αντλήθηκε καθοδήγηση από τις αυθεντίες με τις οποίες καθοριζόταν η έννοια σε εκείνα τα συστήματα τα οποία, στην αναθεωρητική δικαιοδοσία, αποτέλεσαν πρότυπα και για το δικό μας.  Εισηγήθηκε ότι, όπως και στην Ελλάδα, "η απόφαση περί απολύσεως Επιτίμου Προξένου δεν υπάγεται στην έννοια των κυβερνητικών πράξεων" διότι:

"(α) .... δεν αφορά άμεσα τις διεθνείς σχέσεις της χώρας κατά την έννοια της νομολογίας ούτε εκδίδεται στο πλαίσιο συνάψεως διεθνούς συμβάσεως·

 (β) .... δεν εκδίδεται στο πλαίσιο της ασκήσεως κυβερνητικής λειτουργίας αλλά κατ' ενάσκηση διοικητικής λειτουργίας·

 (γ) .... άπτεται της υπηρεσιακής καταστάσεως εν ευρεία εννοία Κρατικού Υπαλλήλου του οποίου το καθεστώς θίγει άμεσα και κατά τρόπο εξατομηκευμένο."

Υπογράμμισε ότι σε σχέση με την εξουσία η οποία παρέχεται   στο Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του Άρθρου 54(β) του Συντάγματος για τις εξωτερικές υποθέσεις που ορίζονται στο Άρθρο 50.1(Α)(α) και στην οποία αναφέρεται ο περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας Νόμος του 1960 όπως τροποποιήθηκε (βλ. ιδιαίτερα τον Ν. 35/1966), δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των υπηρετούντων στη Διπλωματική Υπηρεσία - δημοσίων υπαλλήλων - και των μη. Συνεπώς, κατά τον συνήγορο, εφόσον για τους υπηρετούντες στη Διπλωματική Υπηρεσία αναγνωρίζεται δικαίωμα προσφυγής, όπως ενδεικτικά προκύπτει από τη Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, δεν δικαιολογείται η μη αναγνώριση του ιδίου δικαιώματος για τους μη υπηρετούντες - όπως στην περίπτωση Επίτιμου Πρόξενου - γιατί και στη μια περίπτωση και στην άλλη το έργο που επιτελείται είναι το ίδιο και στην ίδια έκταση είναι που μπορεί να λαμβάνονται υπόψη πολιτικές καταστάσεις ή επιπτώσεις.  Οι οποίες όμως, καθώς πρόσθεσε, δεν μεταβάλλουν τη φυσιογνωμία της πράξης ως διοικητικής. Κατέληξε λοιπόν ότι δεν μπορεί στη δεύτερη περίπτωση η πράξη να ταξινομείται ως Κυβερνητική ενώ δεν ταξινομείται έτσι στην πρώτη. Αναφορικά με αυτό παρέπεμψε σε νομολογία - μη Κυπριακή - σύμφωνα με την οποία ταυτίστηκαν, σε ό,τι αφορά τον αναθεωρητικό έλεγχο, οι άμισθοι (επίτιμοι) προξένοι με τους έμμισθους. Στην πρόσφατη απόφαση του Σ.τ.Ε. 4164/1996 που αφορούσε αίτηση Επίτιμου Πρόξενου για ακύρωση απόλυσης, λέχθηκαν σχετικά τα εξής:

"Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 3 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (Ν. 419/1976, Α΄ 221), οι Ελληνικές Προξενικές Αρχές που συνιστώνται σε πόλεις του Εξωτερικού διακρίνονται σε έμμισθες, που διευθύνονται από υπαλλήλους του Διπλωματικού Κλάδου και σε άμισθες, που διευθύνονται από υπαλλήλους τους οποίους ο νομοθέτης ονομάζει "Επιτίμους". Ανεξαρτήτως, όμως, της ονομασίας αυτής οι υπάλληλοι που διευθύνουν τις άμισθες Προξενικές Αρχές, ήτοι οι Επίτιμοι (Άμισθοι) Γενικοί Πρόξενοι, Πρόξενοι και Υποπρόξενοι (βλ. άρθρ. 39 παρ. 1 του ως άνω Οργανισμού) συνδέονται με το Ελληνικό Κράτος με άμεση υπηρεσιακή σχέση, δεδομένου ότι εκτελούν καθήκοντα όμοια προς αυτά των Εμμίσθων Γενικών Προξένων, Προξένων και Υποπροξένων (βλ. άρθρα 27-29 του ιδίου Οργανισμού) και τελούν, ομοίως προς αυτούς, υπό διοικητική ιεραρχία (βλ. ιδίως άρθρα 25 και 46 του Οργανισμού) και πειθαρχική εξουσία (βλ. άρθρα 113 επ. του Οργανισμού). Εξ άλλου, η υπηρεσιακή σχέση των υπαλλήλων, που διευθύνουν τις άμισθες Προξενικές Αρχές, με το Ελληνικό Κράτος ιδρύεται και λύεται με εκτελεστή διοικητική πράξη, ήτοι με Π.Δ/γμα περί διορισμού, του οποίου έπεται ορκωμοσία, και με Π.Δ/γμα περί απολύσεως αντιστοίχως (βλ. άρθρ. 39 παρ. 3 και 4 του Οργανισμού). Υπό τα δεδομένα αυτά οι Άμισθοι Γενικοί Πρόξενοι, Πρόξενοι και Υποπρόξενοι, μολονότι ονομάζονται από τον νομοθέτη "Επίτιμοι" και δεν μισθοδοτούνται από το Δημόσιο Ταμείο, ανήκουν σε ιδιότυπη κατηγορία κρατικών υπαλλήλων και έχουν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου. Την ιδιότητα δε αυτή του δημοσίου υπαλλήλου έχουν οι ως άνω είτε είναι έλληνες πολίτες, είτε είναι αλλοδαποί κατά τους ορισμούς του άρθρου 39 παρ. 1 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, που τελεί σε αρμονία με το άρθρο 4 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος."

Διατηρώ την άποψη ότι, ως ζήτημα αρχής, η απόφαση για διορισμό και η απόφαση για τερματισμό δεν κατατάσσονται απαραιτήτως στην ιδία κατηγορία. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι όπου ο διορισμός συνιστά Κυβερνητική πράξη το ίδιο αυτόματα θα πρέπει να συμβαίνει και για την περίπτωση τερματισμού. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ενώ ο διορισμός είναι το αποτέλεσμα άσκησης πολιτειακής εξουσίας η οποία δεν ελέγχεται δικαστικά, εντούτοις προβλέπονται για τον τερματισμό προϋποθέσεις και διαδικασία, είτε δυνάμει του Συντάγματος είτε δυνάμει νόμου. Σε μερικές δε από αυτές ο τερματισμός δεν μπορεί να επέλθει παρά μόνο ως αποτέλεσμα εκτελεστής διοικητικής απόφασης οπότε ελέγχεται στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. 

Θα έλεγα ότι ο διορισμός Επίτιμου Πρόξενου δεν υπόκειται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία. Κι αυτό διότι είναι το αποτέλεσμα άσκησης πολιτειακής εξουσίας - όπως το ίδιο συμβαίνει με διορισμούς σε διάφορους άλλους τομείς - και όχι διοικητικής λειτουργίας που να απολήγει στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης. Όμως, καθώς ανέφερα, το ζήτημα τερματισμού έχει τη δική του αυτοτέλεια. Χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα και την αποσύνδεση  από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο διορισμός.

Στην προκείμενη περίπτωση επισημαίνω την ανυπαρξία οποιασδήποτε πρόνοιας ρυθμιστικής της έλευσης τερματισμού. Υπενθυμίζω εξ άλλου ότι με τον διορισμό δεν καθορίστηκε κάποιο ελάχιστο χρονικό διάστημα διατήρησης της προξενικής ιδιότητας. Δεν παρείχε ο διορισμός έρεισμα για οποιαδήποτε, σχετικά με αυτό, προσδοκία. Δεν παρείχε στον διορισθέντα δικαίωμα ή ίδιον συμφέρον να αναμένει - και λιγότερο βέβαια - να απαιτεί το ένα ή το άλλο. Οι επισημάνσεις αυτές, σε συνάρτηση με τον τρόπο δημιουργίας της ιδιότητας, αποδυναμώνουν κατά τη γνώμη μου, τη θέση που προώθησε ο αιτητής ότι ο Επίτιμος Πρόξενος επέχει θέση κρατικού ή δημοσίου υπαλλήλου. Δεν είμαι λοιπόν διατεθειμένος να ακολουθήσω στο ζήτημα τα εν αλλού κρατούντα και ιδιαίτερα την προσέγγιση του Σ.τ.Ε. στην 4164/1996. Το σκεπτικό στην εν λόγω απόφαση είχε κυρίως ως βάση τον Ν. 419/1976, Α΄ 221, Περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, οι πρόνοιες του οποίου, σε ό,τι εδώ ενδιαφέρει αναφορικά με την ιδιότητα Επίτιμων Πρόξενων, δεν φαίνεται να συνθέτουν  κατάσταση που να είναι γενικά στη φύση της διαφορετική από την ισχύουσα στην Κύπρο.  Αδυνατώ όμως να ταυτιστώ με το εν λόγω σκεπτικό. Κατά τη γνώμη μου, ο Επίτιμος Πρόξενος δεν είναι από οποιαδήποτε άποψη υπάλληλος οποιουδήποτε είδους όσο βέβαια και αν υπόκειται σε οδηγίες στο έργο που επιτελεί. Είναι απλώς αντιπρόσωπος του αποστέλλοντος Κράτους. Έτσι είναι άλλωστε που περιγράφεται στο Άρθρο 50.1(Α)(α) του Συντάγματος. Καταλήγω ότι, εν προκειμένω, η λύση της ιδιότητας Επίτιμου Πρόξενου έχει την ίδια ακριβώς υφή με τη δημιουργία της. Και στις δύο περιπτώσεις το ζήτημα είναι κατ' εξοχήν πολιτειακό, συναρτημένο άμεσα με την εξωτερική πολιτική της χώρας. Αποτελεί λοιπόν και ο τερματισμός πολιτειακή ή Κυβερνητική πράξη.

Ίσως μάλιστα εν τέλει η εν λόγω άμεση συνάρτηση με την εξωτερική πολιτική της χώρας να αποβαίνει κρίσιμη ανεξάρτητα από το πώς ταξινομείται η ιδιότητα προξενικού αντιπροσώπου. Όμως,το κατά πόσο στις περιπτώσεις υπαλλήλων - των υπηρετούντων στη Διπλωματική Υπηρεσία - ο διορισμός και ο τερματισμός υπηρεσίας τους σε θέση στο εξωτερικό ως διπλωματικών ή προξενικών αντιπροσώπων ή η ανάθεση σε αυτούς καθηκόντων ως ειδικών απεσταλμένων δικαιολογείται ή όχι διαφορετική αντίκρυση - είτε γενικά είτε, στην περίπτωση μόνο του τερματισμού, ανάλογα με τον λόγο για τον οποίο επέρχεται, δεν χρειάζεται να το εξετάσω. Θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει από τη νομολογία - βλ. τη Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (ανωτέρω) - ότι τέτοιες περιπτώσεις υπάγονται στον αναθεωρητικό έλεγχο. Το ζήτημα όμως δεν συζητήθηκε ποτέ. Και ίσως να πρέπει να θεωρείται ανοικτό.

Ό,τι προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, πράξη Κυβέρνησης και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

H�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο