ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 711
10 Σεπτεμβρίου, 1998
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΟΪΖΟΣ ΚΑΖΑΜΙΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 182/94)
Eπιστημονικό Tεχνικό Eπιμελητήριο Kύπρου ― Tοπογράφοι ―�Eγγραφή στον ειδικό κατάλογο τοπογράφων εξ επαγγέλματος ― Προϋποθέσεις ― Tο Άρθρο 25 του N. 224/90 όπως τροποποιήθηκε ―�Eρμηνεία ―�Eρμηνεία της λέξης "προσωπικά" στην παράγραφο 1B(γ) ―�Δεν αποκλείει τους εργοδοτουμένους ―�Θεμελίωση.
Eρμηνεία ― Eρμηνεία νόμου ― Tα όρια που τίθενται από τη γραμματική διατύπωση του κειμένου του νόμου.
O αιτητής προσέφυγε κατά της απόρριψης του αιτήματός του για εγγραφή στον ειδικό κατάλογο εξ επαγγέλματος τοπογράφων του ETEK. Ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην επίδικη απόφαση ήταν η διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν ασκούσε κατά την κρίσιμη κατά νόμον περίοδο το επάγγελμα του τοπογράφου αυτοτελώς, αλλά ως υπάλληλος τεχνικής εταιρείας.
Tο Aνώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Όπως ουσιαστικά αποφάνθηκε στη Λοΐζος Kυπριανού v. Aρχής Tηλεπικοινωνιών, Υπόθ. Αρ. 672/96, ημερ. 29.5.98, θεωρήσεις για τη βούληση του νομοθέτη δεν μπορούν να τίθενται πάνω από τη λεκτική διατύπωση του κειμένου του νόμου, όταν δεν προκύπτουν γλωσσικές ασάφειες και η έννοια φαίνεται να είνια μονοσήμαντη. Eπαναλαμβάνεται η κρίσιμη φράση της διάταξης "ασκεί με καλή πίστη και προσωπικά στην Δημοκρατία επάγγελμα στον κλάδο ....". H πρώτη παρατήρηση είναι πως δεν δικαιολογείται από την επίμαχη λέξη "προσωπικά" και τα συγκείμενα της οποιασδήποτε συσχετισμός αναφορικά με τον τρόπο άσκησης του επαγγέλματος. Δεν μπορεί η ερμηνεία να φθάσει ίσαμε το σημείο να περιλάβει σημασίες που κατάδηλα παραλείπονται από το λεκτικό της διάταξης.
2. "Προσωπικά" έχει το νόημα της προσωπικής ευθύνης διεκπεραίωσης της εργασίας χωρίς σύμπραξη ή συνεργασία τρίτων. Για να διασφαλιστεί η προϋπόθεση αυτή ο νομοθέτης επέλεξε και έθεσε τη λέξη "καλοπιστία" που δεν μπορεί παρά να εννοεί χωρίς δόλο. Aν η αληθινή επιδίωξη και βούληση του ήταν η διάκριση που εφαρμόστηκε ανάμεσα στο ελεύθερο επάγγελμα και τους υπαλλήλους εταιρειών ή γενικά τους εργοδοτούμενους, ο νομοθέτης δεν θα είχε δυσκολία να προσθέσει το επίθετο "ελεύθερο" μπροστά από τη λέξη επάγγελμα. Ή να μεταδώσει την πρόθεσή του με άλλη κατάλληλη διατύπωση.
3. Tο επιχείρημα ότι σκοπός του νόμου ήταν η προστασία των ελεύθερων επαγγελμάτων που βρίσκονταν σε ενεργό δράση κατά τη ψήφιση του νόμου δεν έχει στέρεη βάση. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί κατά πόσο ο νομοθέτης θα δημιουργούσε δυσκολίες στους άλλους για να συνεχίσουν ως υπάλληλοι ή θα τους αποστερούσε ολότελα τέτοιο δικαίωμα παρόλον που, κατά βάση, ήταν στην ίδια μοίρα. Σημασία μπορεί να έχει μόνο το απαραίτητο γνωσιολογικό στοιχείο, που ασφαλώς έχει αρμοδιότητα να κρίνει το Eπιμελητήριο προς διασφάλιση του ψηλού επιπέδου κάθε τεχνικού επαγγέλματος χάρη του κοινωνικού συνόλου.
4. Yπάρχει και κρίση για το θέμα των γνώσεων του αιτητή, αλλά εν όψει την νομικής πλάνης που εμφιλοχώρησε στην απόφαση, πρέπει να ακυρωθεί στην ολότητά της.
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Γεωργίου v. ΕΔΥ (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127,
Kυπριανού v. ΑΤΗΚ, Υπ. Aρ. 672/96, ημερ. 29/5/98.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόρριψη της αίτησης του αιτητή για εγγραφή στον ειδικό κατάλογο των εξ επαγγέλματος τοπογράφων του Eπιστημονικού Tεχνικού Eπιμελητηρίου Kύπρου.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Aιτητή.
Ν. Παπαευσταθίου για Τ. Παπαδόπουλο, για το Kαθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση, συνοδευόμενη από στοιχεία που αφορούν τα προσόντα του, για εγγραφή στον ειδικό κατάλογο των εξ επαγγέλματος τοπογράφων, που τηρεί το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (εφεξής Ε.Τ.Ε.Κ. ή καθ' ου ή απλά Επιμελητήριο). Ο καταρτισμός (α) μητρώου μελών και (β) μητρώου μελών "κατά κλάδο μηχανικής επιστήμης και κατ' υποδιαίρεση των κλάδων μηχανικής επιστήμης" προβλέφθηκε από το άρθρο 6 του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμο του 1990 (Ν. 224/90 όπως τροποποιήθηκε). Η εγγραφή σε τέτοιο μητρώο αποτελεί προϋπόθεση άσκησης επαγγέλματος σε οποιοδήποτε κλάδο, όπως προσδιορίζεται από τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2, στον οποίο περιλήφθηκαν και οι τοπογράφοι. H άλλη απαραίτητη προϋπόθεση είναι η λήψη άδειας, που είναι ετήσια (βλ. άρθρο 25).
Η συμπερίληψη στον ειδικό κατάλογο, που, όπως έχει λεχθεί, καλύπτει και τους τεχνικούς της τοπογραφίας, είναι δυνατή μόνο εφόσον ικανοποιούνται οι όροι που έθεσε το άρθρο 25, όπως τροποποιήθηκε μεταξύ άλλων, από τους Νόμους 106(1)/92 και 53(1)/93. Πρέπει να έχουμε υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 106(1)/92 που τροποποίησε ως εξής εκείνες του άρθρου 25:
2. Το άρθρο 25 του βασικού νόμου τροποποιείται ως ακολούθως:
(α) Με την προσθήκη αμέσως μετά το εδάφιο (1) αυτού των ακολούθων εδαφίων:
(1Α) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(1Β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, κάθε πρόσωπο δικαιούται να πάρει άδεια από το Επιμελητήριο για να ασκεί επάγγελμα στον κλάδο επιμέτρησης ή στον κλάδο εκτίμησης γης ή στον κλάδο τοπογραφίας, αν το Επιμελητήριο πεισθεί ότι -
(α) Έχει τα προσόντα που αναφέρονται στις παραγράφους (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7·
(β) έχει επαρκείς γνώσεις στον κλάδο επιμέτρησης ή στον κλάδο εκτίμησης γης ή στον κλάδο τοπογραφίας, ανάλογα με την περίπτωση·
(γ) κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ασκεί με καλή πίστη και προσωπικά στη Δημοκρατία επάγγελμα στον κλάδο επιμέτρησης ή στον κλάδο εκτίμησης γης ή στον κλάδο τοπογραφίας:
Νοείται ότι πρόσωπο που κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ασκεί με καλή πίστη και προσωπικά επάγγελμα στους ίδιους πιο πάνω κλάδους και εργάστηκε υπό υπεύθυνη καθ' ύλην ιδιότητα στη δημόσια υπηρεσία ή σε άλλο νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου και τα κύριά του καθήκοντα υπάγονταν κατά περίπτωση, όταν βρισκόταν στην υπηρεσία, στους κλάδους επιμέτρησης ή εκτίμησης γης ή τοπογραφίας, αλλά κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου δε διατηρεί την ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου ή του υπαλλήλου ημικρατικού οργανισμού έχει το ίδιο δικαίωμα που προβλέπεται στο εδάφιο (1Β) του παρόντος άρθρου· και
(δ) εργάστηκε, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (γ), σε οποιαδήποτε πριν από τη 10η Ιουνίου 1991 περίοδο, για τρία τουλάχιστο χρόνια, ανεξάρτητα από το αν αυτά ήταν ή όχι συνεχή.
Για να ολοκληρωθεί το πλαίσιο που δημιούργησε το άρθρο 25, θα μπορούσε να ειπωθεί πως με την παράγραφο (1Α) έγινε πρόβλεψη πως οι δημόσιοι υπάλληλοι, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του νόμου, θα μπορούν να προβαίνουν σε εκτιμήσεις γης μέσα στον κύκλο των καθηκόντων τους. Ενώ η παράγραφος (1Γ) έθεσε χρονικά όρια για τον οριστικό καταρτισμό του ειδικού καταλόγου. Αναφορικά με το καθεστώς των εγγραφομένων στον κατάλογο η διάταξη ορίζει πως θα χαρακτηρίζονται, για τη συγκεκριμένη μας περίπτωση, ως τοπογράφοι εξ επαγγέλματος.
Η προπαρασκευή του ειδικού καταλόγου ανατέθηκε από το Γενικό Συμβούλιο στην Επιτροπή Καταρτισμού του καταλόγου αυτού (Ε.Κ.). Συστάθηκε κατ' επίκληση των προνοιών του άρθρου 18, που έχει πλαγιότιτλο τη λέξη "Επιτροπές". Ονομάστηκε έτσι προφανώς από το έργο που είχε να επιτελέσει. Με έρεισμα τις ίδιες διατάξεις [(πιο συγκεκριμένα του άρθρου 18(3)] καθιδρύθηκε η Συμβουλευτική Επιτροπή Καταρτισμού (Σ.Ε.Κ.), από πρόσωπα που ήταν μεν μέλη του Επιμελητηρίου, δεν ανήκαν όμως όλα στο Γενικό Συμβούλιο, για τη διεξαγωγή εξετάσεων.
Ο αιτητής είχε προηγουμένως συνυποβάλει με τα δικαιολογητικά και έγγραφη βεβαίωση από την εργοληπτική εταιρεία Medcon Construction Ltd., πως βρισκόταν στην υπηρεσία της από 1.2.85 (μέχρι 6.4.93 ημερομηνία της βεβαίωσης). Είχε επίσης συμπήξει, στις 25.2.92, εταιρεία με την επωνυμία Τεχνικές και Χωρομετρικές Εργασίες Λ. Καζαμίας Λτδ. Αυτό ισχυρίστηκε ο δικηγόρος του στην αγόρευση του, αλλά δεν υπάρχει άλλο στοιχείο για την εταιρεία ή αν είχε οποιαδήποτε δραστηριότητα. Ο αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη και γραπτή εξέταση. Του ζητήθηκε ακόμη να προσαγάγει στοιχεία, τα οποία προσδιορίζονται στην πρόσκληση που του στάληκε και αφορούσαν την επαγγελματική εργασία του και θα μπορούσαν να πείσουν το Επιμελητήριο πως πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου.
Ωστόσο ο αιτητής δεν κρίθηκε κατάλληλος για εγγραφή. Την 21.2.94 ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου του έγραψε ότι το Επιμελητήριο διαπίστωσε ότι δεν:
"Ικανοποιείτε τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας ήτοι του άρθρου 25(1Β) (β) (δ) και ως εκ τούτου, με λύπη του σας πληροφορεί ότι αδυνατεί να σας εγγράψει στον Ειδικό Κατάλογο των εξ επαγγέλματος Τοπογράφων".
Η γνωστοποίηση απηχούσε την απόφαση της Ε.Κ. που σημείωσε για την υποψηφιότητα του αιτητή:
"Δεν ασκούσε προσωπικά το επάγγελμα τρία τουλάχιστον χρόνια πριν την 10.6.91. Περιορισμένες γνώσεις".
Η προσπάθεια του αιτητή να πείσει το Επιμελητήριο να αναθεωρήσει την παραπάνω απόφαση του απέτυχε (βλ. επιστολή του καθ' ου ημερομηνίας 29.3.94). Παρόμοια προσπάθεια επαναλήφθηκε ενόσω εκκρεμούσε η διαδικασία χωρίς εντούτοις αποτέλεσμα. Διευκρινίζεται ότι σε άλλες υποθέσεις, που ήταν επίσης ενώπιόν μου, ύστερα από αναβολές που δόθηκαν κοινή συναινέσει, υπήρξε θετικό για τους αιτητές αποτέλεσμα. Η παρούσα όμως και 4 άλλες υποθέσεις δεν επιλύθηκαν. Ας σημειωθεί πως οι προσπάθειες των δικηγόρων να διατυπώσουν κοινά σημεία σε μία διαδικασία συνένωσης των προσφυγών δεν καρποφόρησε και στις 5 εναπομείνασες υποθέσεις η ακρόαση προχώρησε σε ολοκλήρωση χωριστά.
Έχει εγερθεί προδικαστικό θέμα, που αφορά το έννομο συμφέρον του αιτητή να καταθέσει την προσφυγή. Στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι ο αιτητής δεν είχε τα υπό του νόμου προβλεφθέντα προσόντα εγγραφής στον ειδικό κατάλογο. Κατά τη γνώμη μου η ένσταση δεν ευσταθεί εν όψει της απόφασης μου (αλλά και άλλων αποφάσεων) στη Δαυΐδ Γεωργίου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127, ότι:
"Από τη στιγμή που αμφισβητείται σοβαρά, όπως στην προκείμενη περίπτωση, η εκτίμηση της διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα, η οποία και καθίσταται επίδικο θέμα, ο αιτητής δε χάνει το έννομο του συμφέρον να επιδιώξει αναθεώρηση της."
Υπάρχει και δεύτερο επιχείρημα, που άπτεται του ιδίου θέματος. Στην ουσία του είναι ότι δεν υφίσταται έννομο συμφέρον του αιτητή να πλήξει τη γνωστοποίηση του καταλόγου ονομάτων ημερ. 17.2.94, που συνιστούσε τον ειδικό κατάλογο, στον οποίο δεν ήταν καταχωρημένο το όνομα του αιτητή. Αυτός θα μπορούσε να στραφεί μόνο κατά της ειδοποίησης ημερ. 21.2.94, στην οποία ήδη έχω αναφερθεί και η οποία περιείχε την απορριπτική απόφαση. Δεν βρίσκω να ευσταθεί ο συλλογισμός. Είναι γεγονός ότι ο αιτητής προσβάλλει τη γνωστοποίηση με τα ονόματα των εγκριθέντων, στην οποία δεν περιλαμβάνεται ο ίδιος. Παρατηρώ ότι το δικαίωμα προσφυγής δεν συνδέεται με τον τρόπο ανακοίνωσης του αποτελέσματος. Σημασία έχει η γνώση της απόφασης. Και η έγκαιρη προσβολή της.
Ο κ. Αγγελίδης αμφισβήτησε τη νομιμότητα κάθε διαδικαστικού διαβήματος και ενδιάμεσης απόφασης του Επιμελητηρίου, που οδήγησε στην επίδικη απόφαση: τη σύνθεση της Ε.Κ. και της Σ.Ε.Κ., τον ρόλο και τις ενέργειες του Προέδρου του Επιμελητηρίου, κ.λ.π. Δεν θα χρειαστεί προς το παρόν να παρακολουθήσουμε περισσότερο την πορεία των γεγονότων παρά μόνο να σημειώσουμε πως υπάρχει ένα ερμηνευτικό σημείο, αποφασιστική σημασίας, που δεσπόζει των άλλων και πρέπει να τύχει άμεσα της προσοχής μας.
Οι παραγράφοι (γ) και (δ) του άρθρου 25(1Β) περιέχουν τους όρους για εγγραφή των προσώπων που δεν διέθεταν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ισότιμο τίτλο σπουδών. Οι διάδικοι διατύπωσαν, όπως αναμενόταν, αντίθετες θέσεις. Το Ε.Τ.Ε.Κ. προβλημάτισε σοβαρά η αληθινή ερμηνεία των νομοθετικών διατάξεων. Ζήτησε νομική συμβουλή. Ο πρώτος δικηγόρος στον οποίο αποτάθηκε είχε ουσιαστικά αντίθετη γνώμη από το δικηγόρο που χειρίστηκε την υπόθεση στο Δικαστήριο και που είχε δώσει δύο γνωματεύσεις, που ακολούθησε το Επιμελητήριο καταλήγοντας στην επίδικη απόφαση.
Τελικά το Επιμελητήριο υιοθέτησε και εφάρμοσε την άποψη ότι η λέξη "προσωπικά", που απαντάται στο άρθρο 25 (1Β)(γ), έχει περιοριστικό χαρακτήρα. Περιλαμβάνει τους αυτοεργοδοτούμενους τεχνικούς. Αποκλείει υποψήφιους που είχαν, όπως ο αιτητής, την ιδιότητα του υπαλλήλου. Ας σημειωθεί εν παρόδω ότι ο τρόπος που είναι αιτιολογημένη η απορριπτική απάντηση δεν αφήνει αμφιβολία πως αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος αποκλεισμού του αιτητή. Κατά το δικηγόρο του καθ' ου πρόθεση του νομοθέτη, όπως μπορεί να συναχθεί και από την ολότητα των προνοιών του νομοθετήματος, το οποίο ανέλυσε, δεν ήταν να καλύψει υπαλλήλους εταρειών, αλλά τις περιπτώσεις των ελεύθερων επαγγελματιών, που λόγω της θέσπισης του νόμου δεν μπορούσαν να συνεχίσουν την άσκηση επαγγέλματος.
Η αντίπαλη θέση είναι πως η προσέγγιση αυτή ήταν λανθασμένη. Με αποτέλεσμα το Επιμελητήριο να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο. Ο πυρήνας της αντίληψης αυτής για το νόμο είναι η άποψη πως δεν αποκλείεται να είναι ένας τοπογράφος και ως εργοδοτούμενος, αρκεί να έχει ο ίδιος προσωπικά την ευθύνη των μελετών του, χωρίς παρεμβολή από τρίτον ή τρίτους.
Όπως ουσιαστικά αποφανθήκαμε στην Λοΐζος Κυπριανού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών, Υπ. Αρ. 672/96, ημερ. 29.5.98, θεωρήσεις για τη βούληση του νομοθέτη δεν μπορούν να τίθενται πάνω από τη λεκτική διατύπωση του κειμένου του νόμου, όταν δεν προκύπτουν γλωσσικές ασάφειες και η έννοια φαίνεται να είναι μονοσήμαντη. Επαναλαμβάνουμε την κρίσιμη φράση της διάταξης "ασκεί με καλή πίστη και προσωπικά στη Δημοκρατία επάγγελμα στον κλάδο . . . .". Η πρώτη μου παρατήρηση είναι πως δεν δικαιολογείται από την επίμαχη λέξη "προσωπικά" και τα συγκείμενα της οποιοσδήποτε συσχετισμός αναφορικά με τον τρόπο άσκησης του επαγγέλματος. Δεν μπορεί η ερμηνεία να φθάσει ίσαμε το σημείο να περιλάβει σημασίες που κατάδηλα παραλείπονται από το λεκτικό της διάταξης.
"Προσωπικά" έχει το νόημα της προσωπικής ευθύνης διεκπεραίωσης της εργασίας χωρίς σύμπραξη ή συνεργασία τρίτων. Για να διασφαλιστεί η προϋπόθεση αυτή ο νομοθέτης επέλεξε και έθεσε τη λέξη "καλόπιστα" που δεν μπορεί παρά να εννοεί χωρίς δόλο. Αν η αληθινή επιδιώξη και βούληση του ήταν η διάκριση που εφαρμόστηκε ανάμεσα στο ελεύθερο επάγγελμα και τους υπαλλήλους εταιρειών ή γενικά τους εργοδοτούμενους, ο νομοθέτης δεν θα είχε δυσκολία να προσθέσει το επίθετο "ελεύθερο" μπροστά από τη λέξη επάγγελμα. Ή να μεταδώσει την πρόθεση του με άλλη κατάλληλη διατύπωση.
Τέλος, το επιχείρημα ότι σκοπός του νόμου ήταν η προστασία των ελεύθερων επαγγελματιών που βρίσκονταν σε ενεργό δράση κατά τη ψήφιση του νόμου δεν έχει, πιστεύω, στέρεη βάση. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί κατά πόσο ο νομοθέτης θα δημιουργούσε δυσκολίες στους άλλους για να συνεχίσουν ως υπάλληλοι ή θα τους αποστερούσε ολότελα τέτοιο δικαίωμα παρόλον που, κατά βάση, ήταν στην ίδια μοίρα. Σημασία μπορεί να έχει μόνο το απαραίτητο γνωσιολογικό στοιχείο, που ασφαλώς έχει αρμοδιότητα να κρίνει το Επιμελητήριο προς διασφάλιση του ψηλού επιπέδου κάθε τεχνικού επαγγέλματος χάρη του κοινωνικού συνόλου.
Θυμίζω πως υπάρχει και κρίση για το θέμα των γνώσεων του αιτητή, αλλά εν όψει της νομικής πλάνης που εμφιλοχώρησε στην απόφαση έχω την άποψη πως πρέπει να ακυρωθεί και δια του παρόντος ακυρώνεται στην ολότητα της σύμφωνα με το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Επιδικάζω £200 έξοδα σε βάρος του καθ' ου.
H�προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.