ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1998) 4 ΑΑΔ 341

8 Μαΐου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.            ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ

   ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

2.            ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 150/97)

 

Aστυνομική Δύναμη Kύπρου ― Aνώτεροι Aξιωματικοί ―�Yπερωριακή εργασία ―�Tο ζήτημα κατά πόσο δικαιούνται υπερωριακού επιδόματος ή ελευθέρου χρόνου έναντι υπερωριακής εργασίας οι ανώτεροι αξιωματικοί όπως και οι λοιποί αστυνομικοί ― Eρμηνεία του Kαν. 17 των περί Aστυνομίας (Γενικών) Kανονισμών του 1989 (K.Δ.Π. 51/89).

Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική πράξη ― Eκτελεστότητα ― Θετική υπέρ της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης κρίση στην εξετασθείσα υπόθεση απόρριψης αιτήματος για αποζημιώση υπερωριακής εργασίας εκ μέρους ανώτερου αξιωματικού της Aστυνομίας ― Πλήρης διάκριση από περιπτώσεις πληροφοριακών πράξεων που ενημερώνουν για μελλοντικές ενδεχόμενες αποφάσεις ― Περιστάσεις.

Συνταγματικό Δίκαιο ― H απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας ― Άρθρο 10 του Συντάγματος ―�Iσχυρισμός περί συνδρομής περίπτωσης αναγκαστικής εργασίας ανώτερου αξιωματικού της Aστυνομίας επειδή δεν αμοίβεται υπερωριακώς απερρίφθη ― Oμοίως εκρίθη ότι δεν παραβιάζεται ούτε η ισονομία εκ του ότι κατώτεροι αστυνομικοί δικαιούνται υπερωριακού επιδόματος, ούτε πλήττεται η επαγγελματική των ελευθερία.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Yiangou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 27.

Προσφυγή.

Προσφυγή κατά της απόρριψης αιτήματος του αιτητή για καταβολή επιδόματος για πρόσθετη προσφορά εργασίας.

Α. Λυκούργου για Τ. Παπαδόπουλο, για τον Aιτητή.

Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKHTAΣ, Δ.:�Η υπόθεση αφορά την υπερωριακή απασχόληση Ανώτερου Αξιωματικού της Αστυνομίας. Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε, ο όρος "Ανώτερος Αξιωματικός" σημαίνει "κάθε μέλος της Δύναμης βαθμού Αστυνόμου Β΄ και ανώτερου". Το ερώτημα είναι κατά πόσον οι αξιωματικοί αυτοί δικαιούνται επιδόματος για επιπρόσθετη προσφορά εργασίας. Δεν υπάρχουν αμφισβητήσεις για τους αξιωματικούς ή τους άνδρες των κατώτερων βαθμίδων. Τους παρέχεται υπερωριακό επίδομα ή ανάλογος χρόνος ανάπαυσης, όπως στην περίπτωση των μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας [βλέπε Καν. 17(3)(α) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89)].

Η Δημοκρατία έχει την άποψη, σε αντίθεση με τον προσφυγόντα, που, κατά τον κρίσιμο χρόνο, κατείχε θέση Αστυνόμου Α, ότι οι ανώτεροι αξιωματικοί της Αστυνομίας εξαιρούνται του ευεργετήματος. Και ότι αυτό είναι απόρροια των διατάξεων του Καν. 17(2)(γ)(i) του παραπάνω Κανονισμού που ορίζει ότι:

"17(2)(γ) Η παράγραφος (2)(α) του παρόντα Κανονισμού δεν ισχύει για μέλος της Δύναμης:

 (i) το οποίο είναι Ανώτερος Αξιωματικός, ή

(ii) ......................................................................................................."

Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι ο Καν. 17 (2)(α) καθορίζει το κανονικό ωράριο υπηρεσίας των μελών της Αστυνομικής Δύναμης σε 6 ώρες την ημέρα και 42 ώρες σε εβδομαδιαία βάση.  Η παράγραφος (δ) του ίδιου κανονισμού προνοεί ότι κάθε μέλος της Δύναμης θα εκτελεί υπηρεσία που δεν είναι μικρότερη των 42 ωρών την εβδομάδα. Την παράγραφο συμπληρώνει η πρόταση "Ανώτεροι Αξιωματικοί θα έχουν 24ωρη ευθύνη".

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι από 10/8/96 μέχρι 15/11/96 εργάστηκε υπερωριακά για χρονικά διαστήματα συμποσούμενα σε 134 ώρες (λεπτομέρειες αναγράφονται στο Έντυπο "Αστυνομία 198", που αποτελεί μέρος του Παραρτήματος Β στην προσφυγή). Στις 26/11/96 ο αιτητής αποτάθηκε στον Αρχηγό της Αστυνομίας ζητώντας να του παραχωρηθεί ελεύθερος χρόνος "ανάλογος χρόνος εκτός υπηρεσίας", όπως το έθεσε στην εν λόγω επιστολή του.  Στήριξε το αίτημα στον Καν. 17(3)(α) και στην παράγραφο 2(δ), στην οποία έδωσε τη δική του ερμηνεία.

Η απορριπτική απάντηση, ημερ. 19/12/96, η οποία και προσβάλλεται δε δέχεται ότι η παράγραφος 3(α) εφαρμόζεται στην περίπτωση ανώτερων αξιωματικών, όπως ήταν ο αιτητής. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας (καθού η αίτηση 2) επικαλείται, στη συνέχεια, τις παραγράφους 2(γ)(i) και 2(δ) του Καν. 17 για να υποδείξει ότι δεν είναι νομικά εφικτή η χορήγηση ελεύθερου χρόνου στον αιτητή.

Η Δημοκρατία εισηγείται ότι η προσφυγή είναι απορριπτέα.  Προβάλλει ότι η παραπάνω απάντηση του Αρχηγού της Αστυνομίας, ημερ. 19/12/96, δεν περιέχει απόφαση εκτελεστού χαρακτήρα.  Μόνο στην περίπτωση που πραγματικά είχε ληφθεί απόφαση να μην υπολογισθούν οι υπερωρίες, που θα μπορούσε να αποδείξει ο αιτητής, στο χρόνο συσσωρευμένης άδειας του, για σκοπούς αφυπηρέτησης, σύμφωνα με τον Καν. 19, ή να μην του παραχωρηθεί αποζημίωση για τέτοια απασχόληση, θα είχε έρεισμα η κρινόμενη προσφυγή.

Έχω την άποψη ότι η παραπάνω απόφαση έχει όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία εκτελεστότητας, που την καθιστούν αυτοτελώς προσβλητή.  Είχε ήδη με την επιστολή, ημερ. 19/12/96, κριθεί η τύχη του αιτήματος με άμεσες επιπτώσεις υλικής φύσεως. Δεν προκύπτει από τον Καν. 19 ή άλλη διάταξη ότι η αφυπηρέτηση ήταν προϋπόθεση της απόφασης. Το δικαίωμα σε ελεύθερο χρόνο ή ανάλογη αποζημίωση, αν το επιτρέπει φυσικά ο νόμος για ανώτερους αξιωματούς, ήταν άμεσης εφαρμογής.

Ο αιτητής δε ζήτησε να πληροφορηθεί απλώς τη νομική θέση του θέματος, όπως στην ουσία συνέβηκε στην υπόθεση Αnna Yiangou ν. The Republic (1987) 3 C.L.R. 27. Η εφεσείουσα ζήτησε να μάθει τα δικαιώματα της ως επαναπατριζόμενη Κύπρια, στην περίπτωση που θα έφερνε στην Κύπρο όχημα που είχε στο εξωτερικό. Το δικαστήριο έκρινε πως η σχετική αρνητική απάντηση της διοίκησης δεν ήταν πράξη εκτελεστή λόγω του πληροφοριακού της χαρακτήρα. Το σχετικό Διάταγμα, που παραχωρούσε το ευεργέτημα, έθετε ως προϋπόθεση άσκησης του δικαιώματος, την εισαγωγή οχήματος μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την  άφιξη του δικαιούχου στην Κύπρο. Η εκδήλωση απλής πρόθεσης δεν ήταν αρκετή για να οδηγήσει σε εκτελεστή απόφαση.

Στην υπό κρίση υπόθεση είχαν αποκρυσταλλωθεί όλες οι προϋποθέσεις. Το ζήτημα ρυθμίστηκε μονομερώς και εξουσιαστικώς. Η απάντηση των καθών περιέχει οριστική απόρριψη του αιτήματος. Και συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Η άλλη προδικαστική ένσταση, που αφορά το εκπρόθεσμο της προσφυγής δεν προωθήθηκε. Παρά ταύτα εξέτασα το θέμα. Δε βρίσκω να ευσταθεί. Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 25/2/97 εντός της προθεσμίας των 75 ημερών.

Η επίλυση των δύο αυτών θεμάτων αφήνει το έδαφος ελεύθερο για την εξέταση της ουσίας. Το πρώτο επιχείρημα ακυρότητας έχει ερμηνευτικό υπόβαθρο και περιεχόμενο. Υποστηρίχθηκε συναφώς ότι το ωράριο εργασίας των ανώτερων αξιωματικών είναι, σε χρονική διάρκεια, ίσο με εκείνο των ιεραρχικά κατώτερων. Η αναφορά σε 24ωρη ευθύνη σημαίνει μόνο ότι η υποχρέωση των πρώτων για εκτέλεση των αστυνομικών τους καθηκόντων εκτείνεται σε ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Δε συνάγεται από το κείμενο του κανονισμού ευθύνη για προσφορά υπερωριακής εργασίας χωρίς αποδοχές ή ανταλλάγματα. Το σωστό νόημα είναι ότι οι ανώτεροι αξιωματικοί έχουν τη δυνατότητα διαμόρφωσης του καθημερινού ωραρίου, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, χωρίς όμως να αλλάζει η εβδομαδιαία περίοδος απασχόλησης, που καθορίζεται στις  42 ώρες.

Το επιχείρημα προωθείται και καταλήγει με κάποια διαφοροποίηση ως εξής:

"Οι Ανώτεροι Αξιωματικοί της δυνάμεως έχουν ευθύνη, δηλαδή είναι υπεύθυνοι και έχουν υποχρέωση να λογοδοτήσουν για τις πράξεις των ιδίων και των υφισταμένων τους, κατά την άσκηση των νομίμων καθηκόντων τους επί 24ώρου βάσεως.  Εν αντιθέσει προς τα μέλη της Δυνάμεως κατωτέρου βαθμού, των οποίων και ο βαθμός και το εν γένει υπηρεσιακό status δικαιολογούν ευθύνη μειωμένη σε περιεχόμενο και σε διάρκεια."

Η προτεινόμενη ερμηνεία δε βρίσκει κανένα έγκυρο και νόμιμο έρεισμα. Ιδιαίτερα η ερμηνευτική πρόταση για ευχέρεια ελεύθερης διαμόρφωσης του ωραρίου αποτελεί αντινομία προς κάθε έννοια άσκησης αστυνομικών καθηκόντων. Πέραν τούτου, κείται εκτός των ορίων της γλωσσικής διατύπωσης των παραπάνω κανόνων, που συνιστούν το νομοθετικό πλαίσιο της υπόθεσης. Ο Καν. 17(2)(α) καθορίζει την κανονική ημερήσια απασχόληση σε 6 ώρες και την εβδομάδιαία σε 42 ώρες. Η παράγραφος 2(γ)(i) εξαιρεί από το ωράριο αυτό τους ανώτερους αξιωματικούς. Ρητά ορίζει ότι:

"(γ) Η παράγραφος 2(α) του παρόντα Κανονισμού δεν ισχύει για μέλος της Δύναμης:

(i) Το οποίο είναι Ανώτερος Αξιωματικός, ή

(ii)          .................................................................................................."

Το λεκτικό είναι τόσο καθαρό που δεν ανακύπτει η ανάγκη ερμηνείας με τη χρήση των σχετικών κανόνων για τη νοηματοδότηση του.

Ο Καν. 17(3)(α) δεν προσβλήθηκε μόνο για πλανερή ερμηνεία. Βάλλεται και από συνταγματική σκοπιά.  Είναι η εισήγηση του αιτητή ότι στο βαθμό που ο κανονισμός περιορίζει την αποζημίωση, υπό μορφή επιδόματος ή χορήγησης άδειας απουσίας, μόνο στους αστυφύλακες και τους κατώτερους αξιωματικούς, βρίσκεται σε αντίθεση με ορισμένες συνταγματικές διατάξεις. Πρώτον, οι επίμαχες ρυθμίσεις προσκρούουν στο άρθρo 25 του Συντάγματος γιατί δεν αφορούν τα προσόντα που απαιτούνται για την άσκηση του επαγγέλματος ούτε καλύπτονται από τους άλλους περιορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Ιδιαίτερα, παραβιάζουν το άρθρo 28 γιατί η αποστέρηση του ωφελήματος συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος των ανώτερων αξιωματικών. Και, τρίτον, υπό τις συνθήκες αυτές η άνευ απολαβών υπερωριακή εργασία συνιστά εκτέλεση αναγκαστικής εργασίας, που ρητά απαγορεύει το άρθρ. 10 του Συντάγματος.

Η τελευταία πρόταση θα με απασχολήσει πρώτα. Την αναγκαστική εργασία απαγορεύουν επίσης οι διεθνείς συμβάσεις εργασίας. Μια απ' αυτές (σύμβαση με αρ. 29 του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας) παρέχει τον εξής ορισμό:

"All work or service which is exacted from any person under the menace of any penalty and for which the said person has not offered himself voluntarily."

Oι Harris, Boyle και Warbrick πραγματεύονται το θέμα της αναγκαστικής εργασίας στο σύγγραμμα τους "Law of the European Convention on Human Rights" στις σελ. 92 μέχρι 96. Σημειώνουν ότι η λέξη "κυρωση" (penalty) δεν αναφέρεται κατ' ανάγκη σε ποινική κύρωση. Επίσης ότι ο παραπάνω ορισμός αποτελεί μόνο σημείο εκκίνησης και σε καμιά περίπτωση δεν πρεπει να παραγνωρίζεται η δυναμική της σύμβασης.

Έτσι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες κρίθηκε (από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή την Επιτροπή) πως εργασία που παρέχεται χωρίς αμοιβή δεν αποτελεί καταναγκαστική εργασία, όταν παραμένει αρκετός χρόνος στον ενδιαφερόμενο για την εκτέλεση άλλης αμοιβόμενης εργασίας.  Βλέπε σχόλιο στη σελ. 93 του παραπάνω συγγράμματος και ιδιαίτερα εκείνο που αφορά υπόθεση του δικαστηρίου εκείνου:

"...... the burden imposed upon the applicant, involving in particular work without remuneration, was not such as to leave him without sufficient time for paid work."

Παραπέμπω επίσης στο Συνταγματικό Δίκαιο του Π. Δ. Δαγτόγλου, "Ατομικά Δικαιώματα" Τόμος Β΄, παράγραφος 1113, σελ. 828.

Η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει στην απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας δοθέντος ότι ο αιτητής κατείχε ηγετική θέση στην Αστυνομία. Ήταν μισθολογικά τοποθετημένος στην κλίμακα Α 14, που είναι από τις ψηλότερες στην ιεραρχία.

Αναφορικά με τα δύο άλλα άρθρα, παρατηρώ ότι ο αιτητής δεν εμποδίζεται στην επιλογή και άσκηση επαγγέλματος, που είναι ο πυρήνας του δικαιώματος, το οποίο προστατεύει το άρθρο 25. Οι διατάξεις του δεν έχουν άμεση σχέση με την περίπτωση. Περαιτέρω κρίνω ότι δε θεμελιώθηκε παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας εφόσον οι ανώτεροι αξιωματικοί και οι κατώτεροι αξιωματικοί δεν τελούν υπό τις ίδιες μισθολογικές ή άλλες συνθήκες. Με αποτέλεσμα η διαφοροποίηση να είναι συνταγματικά ανεκτή.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Με έξοδα.

H�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο