ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1998) 4 ΑΑΔ 173

27 Φεβρουαρίου, 1998

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΝΙΚΟΣ Ζ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 859/96)

 

Eκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ―�Aύξηση μονάδων από την E.E.Y. με βάση το Άρθρο 35B(10)(β) της εκπαιδευτικής νομοθεσίας ― Aρχές που διέπουν την άσκηση της σχετικής εξουσίας της E.E.Y. ― Eιδικά η ανάγκη αιτιολόγησης της αύξησης ―�Δεν αρκεί να δηλωθεί ο αριθμός μονάδων που αποδίδεται για κάθε σκοπό (συνέντευξη - υπηρεσιακά στοιχεία) αλλά και να εξηγηθεί η συγκεκριμμένη κατανομή τους.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ―�Λόγοι ακυρώσεως ―�Έλλειψη αιτιολογίας της αύξησης μονάδων Εκπαιδευτικών από την E.E.Y. σε διαδικασία προαγωγής.

O αιτητής προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου σε Bοηθό Διευθυντή Σχολείων Mέσης Γενικής Eκπαίδευσης.

Tο Aνώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Για να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος θα πρέπει το Δικαστήριο να μπορεί να παρακολουθήσει το συλλογισμό που ακολουθήθηκε. Στην υπόθεση Κώστας Κυριακίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει ποιος από τους τρεις παράγοντες (συνέντευξη, προσωπικός φάκελλος και εμπιστευτική έκθεση) και σε ποιο βαθμό ο καθένας από αυτούς επηρέασε την κρίση της Επιτροπής για να καταλήξει στο συγκεκριμένο αριθμό που προστέθηκε στον κάθε υποψήφιο, με αποτέλεσμα η απόφαση της Επιτροπής να ακυρωθεί λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Το καθήκον αυτό στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή το εξετέλεσε γιατί καθόρισε τους βαθμούς που απέδωσε στην εντύπωση από τη συνέντευξη (4 από 5) και τους βαθμούς στο περιεχόμενο των φακέλων (1 βαθμός). Θα πρέπει να λεχθεί επίσης ότι η αιτιολογία της εντύπωσης που οι υποψήφιοι έκαμαν κατά τη συνέντευξη είναι επαρκής.

Εκείνο που ελλείπει είναι η εξήγηση του γιατί η Επιτροπή επέλεξε να αποδώσει τα 4/5 των μονάδων που εδικαιούτο στην εντύπωση που οι υποψήφιοι έκαναν κατά την προσωπική συνέντευξη και το 1/5 μόνο στα άλλα δύο στοιχεία που αναφέρονται στο νόμο. Ούτε σ' αυτή την περίπτωση είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, αφού το Δικαστήριο δεν μπορεί και πάλι να παρακολουθήσει το συλλογισμό.

Η Επιτροπή έχει διακριτική ευχέρεια να αυξήσει τις μονάδες λαμβάνοντας υπ' όψη τα κριτήρια που αναφέρονται στο σχετικό άρθρο, αλλά θα πρέπει να αιτιολογήσει τόσο τον καταμερισμό που δίδεται στους συγκεκριμένους υποψήφιους, αλλά και το συλλογισμό με τον οποίο κατέληξε στον καταμερισμό των συγκεκριμένων μονάδων στα διάφορα κριτήρια. Δεν είναι δηλαδή αρκετή η αιτιολόγηση των μονάδων που δόθηκαν στους υποψήφιους για τα συγκεκριμένα κριτήρια. Θα πρέπει να αιτιολογείται και ο καταμερισμός. Στην παρούσα περίπτωση θα πρέπει να αιτιολογηθεί γιατί η Επιτροπή αποφάσισε να δώσει 4 μονάδες στη συνέντευξη και μόνο 1 μονάδα στα υπόλοιπα δύο κριτήρια.

Θα πρέπει εν πάση δε περιπτώσει να σημειωθεί ότι η αιτιολογία που δίδεται για την επιπλέον μονάδα φαίνεται να είναι και ανακριβής, αφού το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έχει αποπερατώσει ακόμα τη διδακτορική του διατριβή, όπως αναφέρεται στην αιτιολογία. Επίσης το Δικαστήριο θα χαρακτήριζε την αναφορά στη "συμβολή στην ανάπτυξη του μαθήματος" χωρίς κάποια τεκμηρίωση ως γενικολογία.

Η ανάγκη ακριβούς και λεπτομερούς αιτιολογίας καθίσταται παραπάνω από εμφανής σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου, όπως στην υπόθεση Κυριακίδης, ανωτέρω, και στην υπόθεση Πιπερίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134 οι υποψήφιοι συγκέντρωσαν άνω των 200 βαθμών και κρίθηκαν τελικά με διαφορά μερικών δεκαδικών της μονάδας.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Μεταξάς και Άλλη v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4055,

Κυριακίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298,

Πιπερίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση της Eπιτροπής Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας, για την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Bοηθού Διευθυντή Σχολείων Mέσης Γενικής Eκπαίδευσης αντί του αιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Aιτητή.

Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Kαθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAΪΔHΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία προήγαγαν το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, ειδικότητα Εμποριολόγου. 

Η θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.  Υποβλήθηκαν εννιά συνολικά αιτήσεις συμπεριλαμβανομένων αυτών του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους. H Συμβουλευτική Επιτροπή που συστήθηκε έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε πρόσθετα προσόντα (Postgraduate Diploma του Wolverhampton Polytechnic) και γι' αυτό αποφάσισε να του προσθέσει 2 μονάδες. Ο κατάλογος των προτεινομένων για προαγωγή που κατάρτισε η Συμβουλευτική Επιτροπή περιλάμβανε τρεις υποψήφιους, μεταξύ των οποίων τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο αιτητής είχε συγκεντρώσει συνολικά 201,78 μονάδες και το ενδιαφερόμενο μέρος 198,83. Μετά την εξέταση των ενστάσεων η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής αναφερόμενη ως "η Επιτροπή"), προέβη στην κατάρτιση του τελικού καταλόγου των υποψηφίων, σύμφωνα με τον οποίο ο αιτητής προηγείτο του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η Επιτροπή στη συνέχεια αποφάσισε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35Β (9) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, Ν.65/87, όπως τροποποιήθηκε, να καλέσει τους τρεις υποψήφιους του τελικού καταλόγου σε προσωπική συνέντευξη. Για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις η Επιτροπή έθεσε πέντε κριτήρια.

Στις 17.9.1996 η Επιτροπή δέχτηκε στην παρουσία του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης τους υποψήφιους σε προσωπική συνέντευξη. Μετά την αποχώρησή του η Επιτροπή προχώρησε στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις και απέδωσε στον αιτητή το γενικό χαρακτηρισμό "καλά +" και στο ενδιαφερόμενο μέρος το χαρακτηρισμό "εξαίρετος".

Ακολούθως η Επιτροπή, ως αποτέλεσμα της εκτίμησης της απόδοσής τους στην προσωπική συνέντευξη, αποφάσισε να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων. Στον μεν αιτητή έδωσε 1,5 μονάδες με αποτέλεσμα το σύνολο των μονάδων του να ανέλθει στις 203,28 και στο ενδιαφερόμενο μέρος 4 μονάδες με αντίστοιχο σύνολο 202,83.

Στη συνέχεια η Επιτροπή αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλλους και τους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων αποφάσισε να αυξήσει ξανά τις μονάδες των υποψηφίων. Σύμφωνα με το πρακτικό η αύξηση των μονάδων αντανακλά την κρίση της Επιτροπής όσον αφορά στοιχεία και δραστηριότητες πέραν των όσων είχαν υπολογιστεί κατά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων και είχαν σχέση με τη συνεχή προσπάθεια επιμόρφωσής τους, την ανάπτυξη δραστηριοτήτων σε ποικίλους τομείς ή προσόντα για τα οποία δεν παραχωρήθηκαν μονάδες πρόσθετων προσόντων.

Έτσι με την αιτιολογία "για συνεχή προσπάθεια επιμόρφωσης (έχει αποπερατώσει διδακτορική διατριβή) και συμβολή στην ανάπτυξη του μαθήματος" αύξησε κατά 1 μονάδα τις μονάδες του ενδιαφερόμενου μέρους. Σύμφωνα με το ίδιο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων των υπόλοιπων υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, δεν δικαιολογούσαν την αύξηση των μονάδων τους, γιατί στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύονται όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους. 

Σαν αποτέλεσμα οι μονάδες του αιτητή παρέμειναν στις 203,28 ενώ του ενδιαφερόμενου μέρους αυξήθηκαν στις 203,83. Με βάση την πιο πάνω βαθμολογία η Επιτροπή προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση από 18.9.1996.

Ο αιτητής εγείρει δύο βασικά ισχυρισμούς αξιώνοντας ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Πρώτον ότι υπερέχει σε αρχαιότητα και δεύτερο ότι παράνομα και αναιτιολόγητα η Επιτροπή αύξησε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 35Β (10) (β) τις μονάδες του ενδιαφερόμενου μέρους.

Σύμφωνα με τον αιτητή οι μονάδες που δόθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους υπολογίστηκαν υπό καθεστώς πλάνης. Το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε  9 χρόνια και 8 μήνες υπηρεσίας, αντί 16 χρόνια και 10 μήνες που αναφέρει η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή θα έπρεπε στο ενδιαφερόμενο μέρος να αποδοθούν 192,83 μονάδες και όχι 198,83 όπως αναγράφεται στο σχετικό πίνακα.

Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Όπως φαίνεται από τον προσωπικό φάκελο του ενδιαφερόμενου μέρους η προϋπηρεσία του νόμιμα ελήφθη υπ' όψη σύμφωνα με το άρθρο 35Β (4) (γ) του νόμου. Στη σελ.1 του προσωπικού του φακέλλου φαίνεται αναλυτικά ο υπολογισμός της προϋπηρεσίας του ως καθηγητή με σύμβαση σε δημόσια σχολεία μέχρι την 11.9.1985, υπηρεσία που συνοψίζεται σε 5 χρόνια και 11 μήνες. Από τις 11.9.1985 μέχρι 2.8.1996 που ήταν η τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων για τη θέση, ο αιτητής υπηρέτησε ακόμη 10 χρόνια και 11 μήνες, επομένως ορθά υπολογίστηκε η αρχαιότητά του σε 16 χρόνια και 10 μήνες.

Πέραν των πιο πάνω θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αιτητής δεν υπέβαλε οποιανδήποτε ένσταση κατά των μονάδων αρχαιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους όπως υπολογίστηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και αναρτίθηκαν στο Υπουργείο Παιδείας με βάση το άρθρο 35Β (6) και (7). Από τη διατύπωση του άρθρου 35Β (6), (7) και (8) φαίνεται ότι η Επιτροπή καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, αφού εξετάσει και αποφασίσει επί των ενστάσεων που κάθε επηρεαζόμενος εκπαιδευτικός λειτουργός υποβάλλει στην Επιτροπή μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την ημερομηνία ανάρτησης του καταλόγου, ζητώντας την αναθεώρησή του με γραπτή ένσταση. (Βλέπε επίσης Κωνσταντίνος Μεταξάς και Άλλη ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4055). Έτσι ο πρώτος ισχυρισμός του αιτητή θα πρέπει να απορριφθεί.

Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η Επιτροπή παράνομα και αναιτιολόγητα προσέδωσε για την εντύπωση που αποκόμισε από τη  συνέντευξη, από τις 5 συνολικά μονάδες που είχε με βάση το νόμο δικαίωμα, 4 στο ενδιαφερόμενο μέρος και 1,5 στον αιτητή.  Σύμφωνα με το άρθρο 35Β (10) (β) μετά το τέλος των προσωπικών  συνεντεύξεων η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων, λαμβάνοντας υπ' όψη τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο που καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) τις οποίες μπορεί να αυξήσει μέχρι 5 με αιτιολογημένη απόφασή της η οποία θα στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων. 

Στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή ασκώντας το δικαίωμα που της δίδει ο νόμος αποφάσισε να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ως αποτέλεσμα της εκτίμησης της απόδοσής τους αποδίδοντας 4 μονάδες στο ενδιαφερόμενο μέρος και 1,5 στον αιτητή. Στη συνέχεια αφού μελέτησε τους φακέλους αποφάσισε να αποδώσει ακόμα 1 μονάδα στο ενδιαφερόμενο μέρος με την αιτιολογία που αναφέραμε και πιο πάνω, ενώ αποφάσισε ότι για τους άλλους υποψήφιους δεν ήταν δικαιολογημένη η αύξηση των μονάδων τους γιατί στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύονταν όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλλους.

Για να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος θα πρέπει το Δικαστήριο να μπορεί να παρακολουθήσει το συλλογισμό που ακολουθήθηκε. Στην υπόθεση Κώστας Κυριακίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει ποιος από τους τρεις παράγοντες (συνέντευξη, προσωπικός φάκελος και εμπιστευτική έκθεση) και σε ποιο βαθμό ο καθένας από αυτούς επηρέασε την κρίση της Επιτροπής για να καταλήξει στο συγκεκριμένο αριθμό που προστέθηκε στον κάθε υποψήφιο, με αποτέλεσμα η απόφαση της Επιτροπής να ακυρωθεί λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Το καθήκον αυτό στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή το εξετέλεσε γιατί καθόρισε τους βαθμούς που απέδωσε στην εντύπωση από τη συνέντευξη (4 από 5) και τους βαθμούς στο περιεχόμενο των φακέλων (1 βαθμός). Θα πρέπει να λεχθεί επίσης ότι η αιτιολογία της εντύπωσης που οι υποψήφιοι έκαμαν κατά τη συνέντευξη είναι επαρκής.

Εκείνο που ελλείπει είναι η εξήγηση του γιατί η Επιτροπή επέλεξε να αποδώσει τα 4/5 των μονάδων που εδικαιούτο στην εντύπωση που οι υποψήφιοι έκαναν κατά την προσωπική συνέντευξη και το 1/5 μόνο στα άλλα δύο στοιχεία που αναφέρονται στο νόμο. Ούτε σ' αυτή την περίπτωση είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, αφού το Δικαστήριο δεν μπορεί και πάλι να παρακολουθήσει το συλλογισμό.

Η Επιτροπή έχει διακριτική ευχέρεια να αυξήσει τις 5 μονάδες λαμβάνοντας υπ' όψη τα κριτήρια που αναφέρονται στο σχετικό άρθρο, αλλά θα πρέπει να αιτιολογήσει τόσο τον καταμερισμό που δίδεται στους συγκεκριμένους υποψήφιους, αλλά και το συλλογισμό με τον οποίο κατέληξε στον καταμερισμό των συγκεκριμένων μονάδων στα διάφορα κριτήρια. Δεν είναι δηλαδή αρκετή η αιτιολόγηση των μονάδων που δόθηκαν στους υποψήφιους για τα συγκεκριμένα κριτήρια. Θα πρέπει να αιτιολογείται και ο καταμερισμός. Στην παρούσα περίπτωση θα πρέπει να αιτιολογηθεί γιατί η Επιτροπή αποφάσισε να δώσει 4 μονάδες στη συνέντευξη και μόνο 1 μονάδα στα υπόλοιπα δύο κριτήρια.

θα πρέπει εν πάση δε περιπτώσει να σημειωθεί ότι η αιτιολογία που δίδεται για την επιπλέον μονάδα φαίνεται να είναι και ανακριβής, αφού το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έχει αποπερατώσει ακόμα τη διδακτορική του διατριβή, όπως αναφέρεται στην αιτιολογία.  Επίσης θα χαρακτήριζα την αναφορά στη "συμβολή στην ανάπτυξη του μαθήματος" χωρίς κάποια τεκμηρίωση ως γενικολογία.

Η ανάγκη ακριβούς και λεπτομερούς αιτιολογίας καθίσταται παραπάνω από εμφανής σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου, όπως στην υπόθεση Κυριακίδης, ανωτέρω, και στην υπόθεση Πιπερίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, οι υποψήφιοι συγκέντρωσαν άνω των 200 βαθμών και κρίθηκαν τελικά με διαφορά μερικών δεκαδικών της μονάδας.

Με βάση τα πιο πάνω βρίσκω ότι η προσφυγή του αιτητή θα πρέπει να επιτύχει και συνεπώς η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ' ων η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο