ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1029/96
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Πραξιτέλη Βογαζιανού
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργου Εσωτερικών
2. Λειτουργού Εγγραφής, Φ/δι
Υπουργείου Εσωτερικών
Κα θ'ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 3 Δεκεμβρίου, 1998.Για τον αιτητή: Λ. Ελευθερίου για Τ. Παπαδόπουλο.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ζητά την ακόλουθη θεραπεία:-
"Α. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση η οποία περιέχεται σε επιστολή τους προς τον Αιτητή ημερ. 9/12/1996 και με την οποία αυτοί απέρριψαν το αίτημα του Αιτητή για απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.".
Ο αιτητής υπέβαλε την 1.7.96 αίτηση για να του εκδοθεί προσφυγική ταυτότητα με τα νέα κριτήρια τα οποία καθορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό 42.465 ημερομηνίας 19.4.95. Προς τούτο επεσύναψε στην αίτηση του διάφορα πιστοποιητικά και βεβαιώσεις από διάφορα πρόσωπα προς υποστήριξη της αίτησής του.
Η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε στις 9.12.96. Η σχετική κοινοποίηση προς τον αιτητή έχει ως ακολούθως:-
"Η αίτηση σας που υποβλήθηκε στο Γραφείο μας γι΄ απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 42465 και ημερομηνία 19.4.95, μελετήθηκε προσεκτικά και αποφασίστηκε ν΄ απορριφθεί.
2. Η πιο πάνω απόφαση βασίζεται στο γεγονός ότι μετά την αξιολόγηση όλων των στοιχείων που έχετε υποβάλει και αυτών που προέκυψαν από την έρευνα του Γραφείου μας, δεν αποδείχτηκε ο ισχυρισμός σας ότι κατά το χρόνο της εισβολής η μόνιμη κατοικία σας ήταν στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματος σας αλλά το σπίτι σας ή/και γενικά η περιουσία σας ήταν στα κατεχόμενα.".
Προβάλλονται από τον αιτητή τέσσερις λόγοι ακύρωσης. Πρώτον, ότι η απόφαση αντίκειται προς την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Δεύτερον, ότι η αρμοδία αρχή παρέλειψε να διεξαγάγει δέουσα έρευνα. Τρίτον, ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Τέταρτον, ότι αντίκειται στις αρχές της ισότητας, της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.
Σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου υπ΄ αριθμό 42.465 ημερομηνίας 19.4.95 εγκρίθηκε η επέκταση του όρου "εκτοπισθείς" ώστε να περιλάβει και τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 10 και 11 της Πρότασης του Υπουργού Εσωτερικών.
Οι παράγραφοι 10 και 11 έχουν ως εξής:-
"10. Σύμφωνα με τα ανωτέρω το Υπουργείο Εσωτερικών προτείνει την επέκταση του όρου Εκτοπισθείς ώστε να περιλάβει και τα εξής πρόσωπα:
α. πρόσωπα τα οποία πριν και μέχρι την εισβολή είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματος τους αλλά το σπίτι τους ή/και γενικά η περιουσία τους ήταν στις κατεχόμενες περιοχές.
β. πρόσωπα τα οποία πριν και μέχρι την εισβολή είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στο εξωτερικό λόγω υποχρέωσης που απέρρεε από μόνιμο ή με σύμβαση διορισμό που τους προσφέρθηκε ενόσω διέμεναν στην Κύπρο και εφόσον δεν ήταν μετανάστες.
11. Τα κύρια κριτήρια για κατάταξη αιτητών στον πιο πάνω ορισμό είναι:-
α. Η καταγωγή των αιτητών.
β. Η κατοχή κατοικίας ή άλλης ακίνητης ιδιοκτησίας ή άλλης περιουσίας τόσον στα κατεχόμενα όσον και στις ελεύθερες περιοχές.
γ. Αν ήταν υποχρεωμένοι οι αιτητές να διαμένουν εκεί ένεκα του επαγγέλματος τους.
δ. Η χρονική διάρκεια της διαμονής στις ελεύθερες περιοχές (μικρή ή μεγάλη).
ε. Ο χώρος που διέμεναν (κατοικία με πλήρη επίπλωση ή πρόχειρο κατάλυμα).
στ. Η απόσταση του τόπου εργασίας και διαμονής από τον τόπο καταγωγής.
ζ. Που διατηρούσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα.
η. Η συχνότης των επισκέψεων στον τόπο καταγωγής.
θ. Η χρησιμοποίηση του χώρου διαμονής σε διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες (εγκατάσταση προσωπικού τηλεφώνου, εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, η πληρωμή διαφόρων φορολογιών).
ι. Η προσπάθεια επιστροφής στον τόπο καταγωγής (αιτήσεις για μετάθεση).
κ. Η κατοχή προσφυγικής ταυτότητας από τους γονείς.".
Ένας από τους λόγους ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής είναι η παράλειψη της αρμοδίας αρχής να προβεί στη δέουσα έρευνα.
Σύμφωνα με τη νομολογία η παράλειψη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας αποτελεί από μόνη της λόγο ακυρώσεως. Η σχετική απόφαση καθίσταται το προϊόν πλημμελούς άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας και ακυρώνεται επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το νόμο και καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Ματθαίου, Α.Ε.832, ημερ. 12.7.90).
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης φαίνεται ότι οι αιτιάσεις του αιτητή ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα ευσταθούν. Σε σημείωμα του λειτουργού που ερεύνησε το θέμα (Κ. 60-62) αφού αναφέρονται απλά τα γεγονότα και όσα ισχυρίζεται ο αιτητής στην αίτηση του και με απλή αναφορά στα σχετικά έγγραφα και βεβαιώσεις που επισύναψε σ΄ αυτή καταλήγει ως εξής:-
"Σύμφωνα με τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο αιτητής κατάγεται από το Μαζωτό και η β΄ σύζυγός του από την Πάνω Ζώδια. Παντρεύτηκαν στην Πάνω Ζώδια το 1971. Ο αιτητής και η σύζυγός του εργάζονταν σε ασφαλιστικές εταιρείες πριν την εισβολή στη Λευκωσία και διέμεναν σε ιδιόκτητο σπίτι στη Λευκωσία το οποίο δεν είχε μεταβιβαστεί στ΄ όνομα του ή στο όνομα της συζύγου του μέχρι τις 16.8.74 και κάποτε διέμεναν στην Πάνω Ζώδια, όπως ισχυρίζονται. Στην Πάνω Ζώδια ο πενθερός του του είχε τάξει σπίτι μέσω προικοσύμφωνου. Στις ελεύθερες περιοχές ο αιτητής ήταν ιδιοκτήτης κτηματικής περιουσίας πριν από την εισβολή. Κατά τη γνώμη μου ο αιτητής δεν καλύπτεται από τα νέα κριτήρια για να θεωρηθεί εκτοπισμένος και εισηγούμαι όπως η αίτησή του απορριφθεί.".
Στο σημείωμα αυτό ο αρμόδιος λειτουργός εγγραφής απλά συμφώνησε με την πιο πάνω πρόταση χωρίς καμιά περαιτέρω έρευνα ή αιτιολογία.
Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει καθορίσει τα πιο πάνω 11 κριτήρια για την κατάταξη αιτητών εντός της εννοίας του όρου "εκτοπισθείς" για τη διευκόλυνση της Διοίκησης. Η υιοθέτηση των κριτηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο δημιουργεί για τη Διοίκηση την υποχρέωση διεξαγωγής δέουσας έρευνας για να διαπιστωθεί ποιά από αυτά ικανοποιεί ένας αιτητής.
Στην παρούσα περίπτωση είναι προφανές από το φάκελο της Διοίκησης ότι δεν έχει διερευνηθεί καθόλου κατά πόσο ο αιτητής ικανοποιούσε ή όχι αρκετά από τα κριτήρια αυτά. Δε θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ σε κάθε ένα από τα κριτήρια αυτά. Από το διοικητικό φάκελο και τα αποσπάσματα που παρέθεσα πιο πάνω είναι πρόδηλο ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα πριν την επίδικη απόφαση (Βλέπε: Σταύρος Φιλιππίδης ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθ. αρ. 711/96, ημερ. 27.5.97 του Καλλή, Δ., με το περιεχόμενο της οποίας συμφωνώ).
Ακολουθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.
Οι αιτιάσεις του αιτητή στον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης για έλλειψη αιτιολογίας στην επίδικη απόφαση ευσταθούν επίσης.
Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η αιτιολογία της διοικητικής πράξης αποτελεί ουσιώδη τύπο, εκεί που επιβάλλεται από το Νόμο ή κατά γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου από τη φύση της πράξης. Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης ή απόφασης αποτελεί η έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωσή της. Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλέπε: Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 ΑΑΔ 476).
Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη απόφαση δεν προβαίνει σε καμιά αναφορά σε ένα έκαστο των 11 κριτηρίων της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Δεν υποδεικνύει ποιές είναι οι απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουν τα κριτήρια και ποιές απ΄ αυτές συνηγορούν υπέρ της απόρριψης ή της έγκρισης του αιτήματος. Αναφέρει αόριστα ότι δεν αποδείχθηκε ο σχετικός ισχυρισμός του αιτητή. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο οποίος δεν κάμνει αναφορά σε ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία. Η αιτιολογία είναι αόριστη και ασαφής και καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. Δεν είναι, επομένως, νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Επομένως, η επίδικη πράξη πρέπει ν΄ ακυρωθεί, πρόσθετα, και λόγω έλλειψης αιτιολογίας.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ