ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 4 ΑΑΔ 1081

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Υπόθεση Αρ. 53/97

Μεταξύ

Αρχής Λιμένων Κύπρου

Αιτήτριας

και

Δήμου Λάρνακας

Καθ΄ ου η Αίτηση

--------------------

Υπόθεση Αρ. 54/97

Μεταξύ:

Αρχής Λιμένων Κύπρου

Αιτήτριας

και

Δήμου Λάρνακας

Καθ΄ ου η Αίτηση

-------------

30 Νοεμβρίου, 1998.

Για την Αιτήτρια και στις δύο Προσφυγές: κ. Ελευθερίου για κ. Τ.

Παπαδόπουλο

Για τον Καθ΄ ου η Αίτηση: κ. Γ. Νικολαϊδης

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με τις παρούσες προσφυγές η Αιτήτρια-Αρχή Λιμένων Κύπρου προσβάλλει την απόφαση του Καθ΄ ου η Αίτηση-Δήμου Λάρνακας ημερομ. 6.11.1996, με την οποία επιβλήθηκε ή/και απαιτήθηκε φόρος ακίνητης περιουσίας για την ακίνητη περιουσία της Αρχής στη Λάρνακα, για το ποσό των Λ.Κ.254.05 για κάθε ένα από τα έτη 1995 και 1996, πλέον Λ.Κ.45,73, πρόσθετη επιβάρυνση για το έτος 1996.

Η Αρχή Λιμένων Κύπρου, είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ασκεί δραστηριότητα και εξουσία δυνάμει του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1973 (Ν.38/73), όπως τροποποιήθηκε, και των βάσει τούτου εκδοθέντων Κανονισμών του 1982.

Σκοπός της Αρχής είναι η διαχείριση και εκμετάλλευση των λιμανιών στη Δημοκρατία, καθώς επίσης και μεταξύ άλλων η απόκτηση, αγορά και διαχείριση ακίνητης ιδιοκτησίας.

Ο Καθ΄ ου η Αίτηση Δήμος, με επιστολή του ημερομ. 6.11.1996, επέβαλε στην Αρχή την πιο πάνω φορολογία για τα έτη 1995 και 1996. H Αρχή, με επιστολή της ημερομ. 15.1.1997, την αμφισβήτησε, πλην όμως την κατέβαλε με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της.

Εναντίον των πιο πάνω φορολογιών καταχωρίθηκαν οι παρούσες προσφυγές. Οι λόγοι ακυρότητας που προβάλλονται είναι οι ακόλουθοι:

(1) Η προσβαλλόμενη πράξη ή/και απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 29 του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1973, όπως τροποποιήθηκε.

(2) Η Αιτήτρια δεν υπόκειται σε φορολογία γιατί ενεργεί ως αντιπρόσωπος του κράτους - in consimili casu - στη διαχείριση των λιμανιών.

(3) Η προσβαλλόμενη πράξη ή/και απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος.

(4) Η επίδικη απόφαση είναι προϊόν νομικής και/ή πραγματικής πλάνης, αφού η Αιτήτρια ασκεί κρατική εξουσία και ως τέτοια απαλλάσσεται της καταβολής φόρου ή/και η προσβαλλόμενη πράξη ή/και απόφαση βρίσκεται σε αντίθεση με τη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως καθορίστηκε στις υποθέσεις Cyprus Ports Authority v. Republic (1983) 3 CLR, p. 385 και Republic v. Cyprus Ports Authority (1986) 3 CLR, p. 117.

(5) Η προσβαλλόμενη πράξη ή/και αποφάση είναι πεπλανημένη, αναιτιολόγητη και αόριστη και λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση της χρηστής διοίκησης.

Προτού υπεισέλθω στην ουσία των προσφυγών αυτών, θα ασχοληθώ με το θέμα της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης, δεδομένου ότι το θέμα τούτο υποβλήθηκε από το Δήμο Λάρνακας.

Είναι ισχυρισμός του δικηγόρου του Καθ΄ ου η Αίτηση ότι η ειδοποίηση ημερομ. 6.11.1996, της οποίας η νομιμότητα προσβάλλεται, στερείται εκτελεστότητας γιατί είναι ειδοποίηση του λογιστηρίου του Δήμου προς την Αρχή, με την οποία ζητήθηκε απλώς η καταβολή του τέλους και δεν είναι η απόφαση επιβολής τούτου. Η απόφαση αυτή, αναφέρει, λήφθηκε την 20.1.1994, αρ. πρακτικού 692, η οποία επισυνάπτεται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του Καθ΄ ου η Αίτηση σαν παράρτημα (Α) και έχει ως ακολούθως:

"ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΡ. ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ 962 ΗΜΕΡ. 20.1.1994

ΘΕΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ 1994, 1995 ΚΑΙ 1996

Το Δημοτικό Συμβούλιο αφού έλαβε γνώση σχετικής επιστολής της ΄Ενωσης Δήμων Κύπρου με αρ. φακ. 18/84/2 ημερ. 11/1/94 για το πιο πάνω θέμα, αποφασίζει ομόφωνα, συμφωνώντας με την περιεχομένη στην αναφερόμενη επιστολή εισήγηση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΄Ενωσης Δήμων Κύπρου, όπως ο συντελεστής του δημοτικού τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας για τα έτη 1994, 1995 και 1996, καθορισθεί στο 0.50% πάνω στην εκτιμημένη αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας που προέκυψε από τη γενική εκτίμηση που έγινε με βάση το άρθρο 69 του Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή - Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου (τιμές 1.1.1980).

Νοείται ότι το δημοτικό τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας θα εισπράττεται από το Δήμο όπως και κατά το 1993."

Προς υποστήριξη της εισήγησής του, ο δικηγόρος του Καθ΄ ου η Αίτηση, βασίζεται στην απόφαση στην Προσφυγή αρ. 784/95, Αρχή Λιμένων Κύπρου v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας, ημερομ. 27.2.1997.

΄Εχω την άποψη ότι η ως άνω απόφαση διαφοροποιείται. Στις παρούσες υποθέσεις η επιστολή της 6.11.1996 συνιστά, όπως ορθά εισηγήθηκε ο δικηγόρος της Αρχής, ατομική πράξη, η οποία είναι και η μόνη που περιήλθε στη γνώση της Αιτήτριας και είναι η μόνη που εμπεριέχει τα στοιχεία εκείνα που την καθιστούν ικανή για προσβολή και όχι η απόφαση της 20.1.94 που προαναφέρθηκε. Επομένως ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστότητας δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Προχωρώντας στην ουσία των προσφυγών, θα ασχοληθώ πρώτα με τον πρώτο λόγο ακυρότητας που υποβλήθηκε. Είναι η εισήγηση της Αρχής ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 29 του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμο του 1973 (Ν.38/73), με βάση τον οποίο καθορίζεται ρητά η απαλλαγή της Αιτήτριας από την καταβολή οποιουδήποτε φόρου τοπικής αρχής (πλην των υπό του Υπουργικού Συμβουλίου εγκεκριμένων).

Ο Καθ΄ ου η Αίτηση Δήμος, ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια δεν απαλλάσσεται από την καταβολή της φορολογίας ακίνητης περιουσίας, καθότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 135 του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν.111/85) κανένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν απαλλάσσεται από την καταβολή των φόρων που επιβάλλονται από το Δήμο δυνάμει του πιο πάνω Νόμου.

Η Αιτήτρια εισηγείται ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι αβάσιμος καθότι ο περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμος (Ν.38/73), αποτελεί ειδικό νόμο και υπερισχύει του περί Δήμων Νόμου, ο οποίος είναι γενικός νόμος.

Η σχέση μεταξύ ειδικού και γενικού νόμου έχει εξεταστεί ευρέως από τη νομολογία. Σύμφωνα με την αρχή "Generalia specialibus non derοgant", οι ειδικοί νόμοι δεν ανακαλούνται, ούτε αντικαθίστανται από τους γενικούς. Η γενική αυτή αρχή ακολουθείται ούτως ώστε να διασωθούν οι ειδικοί νόμοι και να αποφευχθεί η περίπτωση σιωπηρής αντικατάστασης νόμου, η οποία δεν γίνεται αποδεκτή.

Το άρθρο 29(γ) του Νόμου 38/73 έχει ως πιο κάτω:

"29.- Ο Οργανισμός απαλλάττεται της καταβολής-

(α) .................................................... ....

(β) .................................................. .......

(γ) παντός φόρου τοπικής αρχής, πλην των υπό του Υπουργικού Συμβουλίου εγκεκριμένων τοιούτων".

Το άρθρο 74 του Νόμου 111/85 Περί Δήμων έχει ως πιο κάτω:

"74. Το συμβούλιον οιουδήποτε δήμου κέκτηται εξουσίαν όπως επιβάλλη, δι΄ εγγράφου κεκυρωμένου διά της σφραγίδος του δήμου εν σχέσει προς άπασαν την ακίνητον ιδιοκτησίαν την κειμένην εντός των δημοτικών ορίων της περιοχής εντός της οποίας τούτο ασκεί τας αρμοδιότητάς του, επί των ιδιοκτητών της τοιαύτης ακινήτου ιδιοκτησίας, ετήσιον φόρον καλούμενον "δημοτικόν τέλος ακινήτου ιδιοκτησίας", αι εισπράξεις του οποίου κατατίθενται εις το δημοτικόν ταμείον."

Το άρθρο 135 του ιδίου πιο πάνω Νόμου προβλέπει τα πιο κάτω:

"135. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ουδέν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη εξαιρουμένης της Κυβερνήσεως, απαλλάττεται της υποχρεώσεως καταβολής οιωνδήποτε φόρων, δικαιωμάτων, τελών, διαπυλίων ή επιβαρύνσεων πληρωτέων δυνάμει του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε δημοτικών κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού."

Ο Νόμος 38/73 δεν είναι ειδικός νόμος, προνοεί περί καθιδρύσεως του Οργανισμού Λιμένων Κύπρου, ο οποίος διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται τα λιμάνια της Δημοκρατίας και ανάμεσα σε άλλα περιλαμβάνει και το άρθρο 29, το οποίο προνοεί για την απαλλαγή του Οργανισμού από τη φορολογία και τα τέλη χαρτοσήμου.

Είμαι της γνώμης ότι η αρχή "Generalia specialibus non derοgant" δεν εφαρμόζεται στην υπό εξέταση υπόθεση.

Στην υπόθεση Ioannis Georghiou Hinis v. The Police (1963) 1 CLR 14, στη σελ. 26 διαβάζουμε τα εξής σχετικά:

"But it is impossible to construe absolute contradictions and, if the provisions of a later Act are so inconsistent with, or repugnant to, those of an earlier Act that the two cannot stand together, the earlier stands impliedly repealed by the later (see Maxwell on "Interpretation of Statutes", 10th edition, pages 160-1). As Bramwell, L.J. said in Garnett v. Bradley (1877) 2 Ex. D. 349, at pages 351-1:

"That rule (that subsequent laws repeal prior ones to the contrary) is subject to a qualification excellently, as it seems to me, expressed by Sir P.B. Maxwell, in his book on the interpretation of statutes. He says, at p. 157, under the heading ΄Generalia specialibus non derogant΄, ΄Ιt is but a particular application of the general presumption against an intention to alter the law beyond the immediate scope of the statute to say that a general Act is to be construed as not repealing a particular one be mere implication. A general later law does not abrogate an earlier special one. It is presumed to have only general cases in view, and not particular cases, which have been already provided for by a special or local Act, or what is the same thing, by custom. Having already given its attention to the particular subject, and provided for it, the legislature is reasonably presumed not to intend to alter that special provision by a subsequent general enactment, unless it manifests that intention in explicit language΄."

And Lord Hophouse, delivering the Judgment of the Privy Council, in Barker v. Edger (1898) A.C. 748 at page 754 said:

"The general maxim is, ΄Generalia specialibus non derogant΄. When the legislature has given its atention to a separtate subject, and made provision for it, the presumption is that a subsequent general enactment is not intended to interfere with the special provision unless it manifests that intention very clearly. Each enactment must be construed in that respect according to its own subject-matter and its own terms."

΄Εχω την άποψη ότι εφαρμογή έχει ο κανόνας ότι ο τελευταίος Νόμος (Ν.111/85) έχει καταργήσει τον προηγούμενο (Ν.38/73). Για τον κανόνα αυτό η θέση της νομολογίας έχει ως πιο κάτω:

Στην Π.Ε. 7768 Εύρηκα Λτδ., v. Unilever Plc (1994) 1 ΑΑΔ, στη σελ. 130 ο Κωνσταντινίδης, Δ. εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου ανάφερε τα ακόλουθα;-

"Ο κανόνας είναι πως θεωρείται ότι μεταγενέστερος Νόμος κατάργησε σιωπηρά προηγούμενο μόνο αν προκύπτει καθαρά ότι είναι τόσο αντιφατικός ή ασυμβίβαστος προς αυτόν, ώστε να είναι αδύνατο να συνυπάρχουν. Βλ., μεταξύ άλλων, Attorney-General v. Pouris and Others (1979) 2 CLR 15, Vassiliko Cement Works v. The Republic (1983) 3 CLR 719, Louca and Another v. Republic (1984) 2 CLR 386). Δεν έχει καταδειχθεί τέτοιο ασυμβίβαστο και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως το Κεφ. 269 δεν καταργήθηκε σιωπηρά."

Στην Αίτηση Αρ. 170/94, Χρίστου v. Αργύρη (1994) 1 ΑΑΔ, στις σελ. 756-757 ο Παπαδόπουλος, Δ. ανέφερε:

"Σαν ερμηνευτικό θέμα αρχής τα Δικαστήρια είναι απρόθυμα να συμπεράνουν σιωπηρή κατάργηση προηγούμενου Νόμου, εκτός αν τα δύο νομοθετήματα είναι τόσο αντίθετα μεταξύ τους που να μην μπορεί να δοθεί εφαρμογή και στα δύο την ίδια στιγμή. (Βλέπε Graies on Statute Law, 7η ΄Εκδοση, σελ. 366-367)."

Για το ίδιο θέμα ο Κωνσταντινίδης, Δ. εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2377, Δημοκρατία v. Ι. Ιωάννη Αγαθαγγέλου και άλλου, απόφαση ημερομ. 30.5.1997, στη σελ. 4 αναφέρει τα ακόλουθα:-

"Μπορεί, βέβαια, ένας νόμος να καταργηθεί σιωπηρά. ΄Οπως, όμως, τονίζεται σταθερά από τη νομολογία, είναι απρόθυμα τα Δικαστήρια να συμπεράνουν τέτοια κατάργηση. Ιδίως όταν το νομοθέτημα που φέρεται να έχει καταργηθεί σιωπηρά είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, όπως πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι το άρθρο 48. Το τεκμήριο είναι πως όποτε ο νομοθέτης θέλει να καταργήσει νόμο το λέγει ρητά. Εξυπακουομένως δε μόνο αν καθαρά ο μεταγενέστερος νόμος δεν είναι δυνατό να συμβιβαστεί προς τον προγενέστερο ώστε να μπορούν να συνυπάρχουν."

Τα δύο νομοθετήματα, αρ. 29 του Ν.38/73 και αρ. 135 του Ν.111/85, είναι τόσο αντίθετα μεταξύ τους που δεν μπορεί να δοθεί εφαρμογή και στα δύο την ίδια στιγμή, έτσι θεωρείται ότι ο μεταγενέστερος νόμος κατάργησε σιωπηρά τον προηγούμενο.

΄Αρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Νόμος 111/85 θεωρείται ότι σιωπηρώς κατάργησε τον προηγούμενο Ν.38/73 και ως εκ τούτου καλώς εφαρμόστηκαν τα άρθρα 74 και 135 του Ν.111/85 και δεν απαλλάγηκε η Αρχή από την καταβολή φόρου ακίνητης περιουσίας από τον Καθ΄ ου η Αίτηση Δήμο.

΄Ολοι οι άλλοι λόγοι ακυρότητας, πλην ενός που αναφέρω στη συνέχεια, που υποβλήθηκαν και σχετίζονται με τα όσα προαναφέρθηκαν, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.

Η Αρχή όμως πρέπει να επιτύχει γιατί η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι ασαφής και αόριστη, αφού αναφέρει μόνο το είδος της φορολογίας την οποία η Αιτήτρια καλείται να πληρώσει για την περιοχή Λάρνακας, χωρίς καμιά απολύτως αναφορά για ποια ακίνητα επιβλήθηκε και ποια είναι η εκτιμημένη αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας.

Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας η οποία δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία των φακέλων, γιατί δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία στο φάκελο και έτσι το Δικαστήριο αδυνατεί να ελέγξει αν η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή (βλ. Δημοκρατία v. Χατζηγεωργίου (1994) 3 ΑΑΔ 574, στις σελ. 581-582, Δημοκρατία v. Στ. Φιλιππίδη, Α.Ε. 862, 863, ημερομ. 14.2.1989, Γεώργιος Κ. Γεωργίου v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 819, ημερομ. 17.3.1989).

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος του Καθ΄ ου η Αίτηση Δήμου.

 

 

Γ. Χρυσοστομής,

Δ.

/Χ.Θ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο