ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 967
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 381/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1. Δρ. Νέαρχου-Μαρκου Αγαθαγγέλου, από τη Λεμεσό
2. Δρ. Κώστα Πατσαλίδη, από τη Λεμεσό
3. Δρ. Νίκου Χριστοφόρου, από τη Λεμεσό
Aιτητών
και
1. Συμβουλίου Ιατρικού Σώματος, από τη Λευκωσία
2. Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών, από τη Λευκωσία
Καθ΄ων η αίτηση
......................
6 Νοεμβρίου 1998
Για τους αιτητές: Κ. Κακουλλή για Κακογιάννη
Για τους καθ΄ων η αίτηση 2: Μ. Κυπριανού.
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές είναι εγγεγραμμένοι ιατροί σύμφωνα με τον περί Εγγραφής Ιατρών Νόμο, Κεφ. 250 και η προσφυγή τους αφορά στην καταδίκη και στην ποινή προστίμου που τους επιβλήθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών για πειθαρχικά παραπτώματα που κρίθηκε ότι διέπραξαν.
Οι αιτητές συνήψαν συμβάσεις με τα Ταμεία Ιατροφαρμακευτικής Περίθαλψης της εταιρείας ΚΕΟ και, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν ένοχοι πειθαρχικών παραπτωμάτων αφού παρέβησαν τους Κανονισμούς 24 και 56 των περι Ιατρικής Επαγγελματικής Δεοντολογίας Κανονισμών του 1991 (ΚΔΠ 100/91).
Αναπτύχθηκε σειρά επιχειρημάτων, υποστηρίχθηκε πως οι πιο πάνω κανονισμοί είναι ultra vires ή σε τελική ανάλυση αντισυνταγματικοί αλλά θα είναι πρόκριμα για την εξέταση αυτών των ζητημάτων η διαπίστωση πως πράγματι οι αιτητές παρέβησαν τους κανονισμούς και σε τέτοια περίπτωση πως αυτή η παράβαση συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο υπέκειντο σε πειθαρχική δίωξη.
Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 24
Ο Κανονισμός 24 προβλέπει ως εξής:¨
"Πριν από κάθε σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης, η οποία αφορά την εξάσκηση του επαγγέλματός του, ο ιατρός υποχρεώνεται να την υποβάλει προς την Επιτροπή του οικείου Ιατρικού Συλλόγου για να εξετασθεί κατά πόσο έχουν ληφθεί υπόψη η αξιοπρέπεια, το κύρος και τα συμφέροντα του ιατρικού επαγγέλματος."
Η σχετική κατηγορία ήταν η ακόλουθη:
"Δεν υποβάλατε έγκαιρα και προ της υπογραφής τη σύμβαση σας για παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς τα μέλη του Ταμείου Ιατροφαρμακευτικής Περίθαλψης τη ΚΕΟ και όταν την υπεβάλατε εκ των υστέρων τον Οκτώβριο του 1994 και ενώ απερρίφθην από την Επιτροπή του ιατρικού συλλόγου Λεμεσού συνεχίσατε να παρέχετε υπηρεσίες προς τα μέλη της ΚΕΟ κατά παράβαση του ΄Αρθρου 24 των Κανονισμών Ιατρικής Επαγγελματικής Δεοντολογίας του 1991".
Είναι σαφές πως οι αιτητές δεν υπέβαλαν τις συμβάσεις στην Επιτροπή πριν από τη σύναψή τους και το κεντρικό θέμα είναι αν κατά το Νόμο υπέκειντο σε πειθαρχική δίωξη για τέτοια παράβαση. Η κατηγορία, όπως είδαμε, αναφέρεται και σε άλλα. Στο γεγονός δηλαδή ότι οι συμβάσεις όταν υποβλήθηκαν εκ των υστέρων "απορρίφθηκαν". Επίσης στην παρα πέρα στάση των αιτητών οι οποίοι συνέχισαν να παρέχουν υπηρεσίες προς τα μέλη της ΚΕΟ. Αυτά είναι εκδήλως άσχετα. Δεν καλύπτονται από τις πρόνοιες του Κανονισμού 24 που αποτέλεσε το μόνο έρεισμα της κατηγορίας. Ο Κανονισμός 24 αφορά μόνο στην παράλειψη υποβολής των συμβάσεων.
Το άρθρο 4(1) του περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμεία Συντάξεων) Νόμου του 1967 (Ν. 16/67 όπως τροποποιήθηκε, ειδικά από το Ν. 50/87), (ο Νόμος), καθορίζει πότε ιατρός υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη. Ενδιαφέρει εδώ μόνο η παράγραφος (β). Η παράγραφος (α) αναφέρεται σε καταδίκη από Δικαστήριο για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα και η παράγραφος (γ) σε εγγραφή ιατρού με ψευδείς ή δόλιες παραστάσεις. Επίσης δεν αφορά στην περίπτωση η επιφύλαξη στην παράγραφο (β). Αναφέρεται σε παράβαση του άρθρου 22 του Κεφ. 250 που γενικά απαγορεύει τη διαφήμιση ή άγρα πελατών. Παραθέτω το ουσιώδες μέρος του άρθρου 4(1):
"Ιατρός υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη
.................................. .................................................. ...............
(β) εάν επέδειξεν κατά την άσκησιν του επαγγέλματός του διαγωγήν επονείδιστον ή ασυμβίβαστον προς το ιατρικόν επάγγελμα".
Πειθαρχική δίωξη για λόγους άλλους από τους προβλεπόμενους από το Νόμο δεν είναι νοητή και η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το κατα πόσο η παράλειψη των αιτητών εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 4(1)(β).
Δεν μπορεί να υπάρξει αντιγνωμία, και δεν εκδηλώθηκε τέτοια, ως προς τα ποιά είναι τα συστατικά που πρέπει να συνυπάρχουν. Χρειάζεται διαγωγή όπως η περιγραφόμενη που να επιδείχθηκε κατά την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος.
Κατά το άρθρο 13(4) του Νόμου,
"πας ιατρός, όστις παραβαίνει ή δεν τηρεί Κανονισμούς εκδοθέντες συμφώνως τω παρόντι νόμω θεωρείται ένοχος ασυμβιβάστου προς το ιατρικό επάγγελμα διαγωγής".
Αποτελεί την πρώτη εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου πως, ενόψει του άρθρου 13(4), οι αιτητές υπέκειντο σε πειθαρχική δίωξη δυνάμει του άρθρου 4(1). Διαζευκτικά, εισηγείται πως η επονείδιστη ή ανάρμοστη προς το ιατρικό επάγγελμα διαγωγή επιδείχθηκε πράγματι κατά την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος. Κατά την άποψή του, προκύπτει "άνευ ετέρου ότι κατά την άσκηση του επαγγέλματος συνήψαν οι αιτητές τις επίδικες συμβάσεις...". Και εμφανίζει τους αιτητές να λειτούργησαν "σαν έμποροι και όχι σαν γιατροί παραβλάπτοντας τα συμφέροντα του κλάδου..."
Στην υπόθεση Κωνσταντίνος Λαουτάρης ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Οδοντιάτρων Προσφυγή 432/92 ημερομηνίας 30.6.92 εξέτασα παρόμοιο ζήτημα σε σχέση με τις όμοιες διατάξεις του Ν. 29/88 και επικαλέστηκε την απόφαση στην υπόθεση εκείνη η ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών. Σημειώνω πως, παρά την πρώτη του θέση όπως την παρέθεσα, αναφέρεται στην ίδια απόφαση και ο κ. Κυπριανού αλλά μόνο για να τη διακρίνει ως προς τα γεγονότα. Διάβασα ξανά την απόφαση εκείνη και εξακολουθώ να νομίζω πως είναι ορθή. Θα μεταφέρω την ουσία της με αναφορά πλέον στις διατάξεις του Ν. 16/67.
Το άρθρο 4(1) του Ν. 16/67 στην αρχική του μορφή πρόβλεπε πως διαγωγή
μεταξύ άλλων, ασυμβίβαστη προς το ιατρικό επάγγελμα επέσυρε, χωρίς άλλο, πειθαρχικές κυρώσεις. Ταυτόχρονα, το άρθρο 13(4) θεωρούσε, όπως είδαμε, πως η παράβαση κάποιου από τους κανονισμούς είναι συμπεριφορά ασυμβίβαστη προς το ιατρικό επάγγελμα.
Με την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 50/87 δεν αρκεί πλέον τέτοια διαγωγή. Θα πρέπει, για να υπόκειται ο ιατρός σε πειθαρχική δίωξη, να επιδείχθηκε κατά την άσκηση του επαγγέλματός του. Η συνύπαρξη αυτής της προϋπόθεσης, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.
Στην υπόθεση Λαουτάρης (ανωτέρω) έκρινα πως η ενέργεια του οδοντιάτρου να εγκαταλείψει την αίθουσα όταν το πειθαρχικό συμβούλιο αρνήθηκε να του επιτρέψει να προβάλει προδικαστικές ενστάσεις πριν από την απαγγελία των κατηγοριών, ενώ συνιστούσε παράβαση των κανονισμών, ήταν εντελώς ασύνδετη με ό,τι θα μπορούσε να συσχετισθεί προς
την άσκηση του επαγγέλματός του και, συνεπώς, δεν υπέκειτο σε πειθαρχική δίωξη γι΄αυτή.Oι αιτητές, με παράλληλη αναφορά και στις υποθέσεις
Mc Eniff v. Gen. Dental Council (1980) 1 W.L.R. 328 που αναφέρθηκε στην υπόθεση In Re X.Y. An Advocate (1981) 1 CLR 401 και Felix v. General Dental Council (1960) 2 All E.R. 391, εισηγήθηκαν πως σε κάθε περίπτωση δεν στοιχειοθετήθηκε συμπεριφορά κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους. Την αντίθετη άποψη την έχω συνοψίσει. Προσθέτουν οι καθ΄ων η αίτηση την αναφορά στην Felix (ανωτέρω), κατά την εξέταση της έννοιας της φράσης "infamous conduct in a professional respect", σε πράξεις σε σχέση με το επάγγελμα, δηλαδη αναφορικά είτε με τους ασθενείς του ιατρού είτε με τους συναδέλφους του.Στην υπόθεση Λαουτάρη αναφέρθηκα στη διαφορά των νομοθετικών διατάξεων που ισχύουν στην Αγγλία και στην Κύπρο και δεν προτίθεμαι να επεκταθώ. Σε καμιά περίπτωση δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι έχουμε εδώ διαγωγή κατά την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος. Δεν εξετάζουμε, όπως φαίνεται να αντιλαμβάνονται οι καθ΄ων η αίτηση 2, το περιεχόμενο των συμβάσεων που συνάφθηκαν ή τις πράξεις που αυτές συνεπάγονται. Κατά τον Κανονισμό 24 και κατά το κατηγορητήριο, στην έκταση που αυτό αντιστοιχούσε σ΄αυτό τον κανονισμό, η παράβαση συνίστατο στη μή υποβολή των συμβάσεων στην Επιτροπή πριν από την υπογραφή τους.
Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 56
Ο Κανονισμός 56 προβλέπει ως εξής:
"Ο ιατρός οφείλει να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις που νόμιμα έχουν ληφθεί από τον οικείο ή τον Παγκύπριο ιατρικό Σύλλογο και να εκπληρώνει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα του προς αυτούς."
Η σχετική κατηγορία ήταν η ακόλουθη:
"Δεν συμμορφωθήκατε με την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Ιατρικού Συλλόγου Λεμεσού της 24.11.93 και της απόφασης της Επιτροπής του ιδίου Συλλογου της 30.3.94 και συνεχίσατε να εξυπηρετήτε τα μέλη του Ταμείου της ΚΕΟ με ειδικούς όρους κατά παράβαση του ΄Αρθρου 56 των Κανονισμών ιατρικής Επαγγελματικής Δεοντολογίας του 1991 (Ο Περί Ιατρών Νόμοι του 1967 και 1970, Κανονισμοί δυνάμει του ΄Αρθρου 13 (1)Β)."
Στο πλαίσιο της πτυχής των επιχειρημάτων που τώρα εξετάζουμε ήταν η πρώτη εισήγηση των αιτητών πως οι αποφάσεις στις οποίες δεν συμμορφώθηκαν, ήταν παράνομες. Με αποτέλεσμα να μή στοιχειοθετείται παράβαση του Κανονισμού 56. ΄Ηταν η ουσία των αποφάσεων στις οποίες αναφέρεται η κατηγορία πως θα έπρεπε να σταματήσουν οι αιτητές να εξυπηρετούν τα μέλη των Ταμείων της ΚΕΟ με βάση τις συμβάσεις που συνήψαν. Αποφασίστηκε παράλληλα να κληθούν, και πράγματι κλήθηκαν, οι ιατροί να μποϋκοτάρουν τα προϊόντα της ΚΕΟ.
Οι αιτητές και η ΚΕΟ καταχώρησαν καταγγελία στην Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού. Θέμα της καταγγελίας ήταν οι αποφάσεις που είχαν ληφθεί και το κύρος τους. Καταγγελία στην ίδια Επιτροπή καταχώρισε και ο Ιατρικός Σύλλογος Λεμεσού με θέμα τη στάση των αιτητών και της ΚΕΟ, για να την εγκαταλείψει όμως στη συνέχεια.
Η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού άκουσε τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν από τους ενδιαφερομένους και αναφέρθηκε σε έκταση στα πραγματικά δεδομένα και στο περιεχόμενο των συμβάσεων που είχαν συναφθεί και των αποφάσεων που λήφθηκαν. Κατέληξε πως με τις αποφάσεις αυτές στοιχειοθετήθηκε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης του Ιατρικού Συλλόγου Λεμεσού κατά παράβαση του περι Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989 (Ν. 207/89). Αποφάσισε, συνεπώς, να συστήσει στον Ιατρικό Σύλλογο Λεμεσού "όπως μή προβαίνει σε ενέργειες εκτός των νενομισμένων αρμοδιοτήτων του και οι οποίες αντίκεινται στον περι Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμο 207/89". Ως προς δε την καταγγελία της ΚΕΟ, διέταξε την ανάκληση του "μποϋκοταρίσματος" των προϊόντων της.
Δεν προσβλήθηκε η απόφαση της Επιτροπής και θα ανέμενε κάποιος πως με αυτή την εξέλιξη θα τερματιζόταν και η διαδικασία πειθαρχικής δίωξης των αιτητών, που είχε ήδη τροχιοδρομηθεί. Εν πάση περιπτώσει, αυτό είχε συστήσει ο Ερευνών Λειτουργός που είχε διοριστεί, με το απλό σκεπτικό πως ετίθετο θέμα αν οι αποφάσεις προς τις οποίες δεν συμμορφώθηκαν οι αιτητές, ήταν νόμιμες. Προς την ίδια κατεύθυνση ήταν και οι απόψεις του τότε δικηγόρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου. ΄Οπως σημείωσε, με αναφορά στην απόφαση της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, "τυχόν συνέχισις της πειθαρχικής διώξεως εναντίον των, δυνατόν να θεωρηθεί καταδίωξις..."
Επεκράτησε η αντίθετη άποψη του δικηγόρου του Ιατρικού Συλλόγου Λεμεσού. ΄Οπως είχε σημειώσει σε επιστολή του, ήταν επιτρεπτή η προώθηση της πειθαρχικής διαδικασίας για δυο λόγους. Η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού απέρριψε αξίωση των αιτητών για παρέμβαση της προς ανακοπή της πειθαρχικής δίωξης γιατί αυτή προωθείτο δυνάμει του Ν. 16/67 και κατέληξε στην απόφασή της, όπως σημείωσε, "με το φακό και μόνο του Νόμου αυτού", δηλαδή του Ν. 207/89. Αφήνοντας έτσι εντελώς ελεύθερο το πεδίο στο Πειθαρχικό Συμβούλιο να κρίνει τις πράξεις και τις ενέργειες των αιτητών με γνώμονα το Νόμο και τους Κανονισμούς που διέπουν τους ιατρούς.
Προωθήθηκε η πειθαρχική διαδικασία και στην καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε γίνεται αναφορά και στην αντίληψη ως προς τις επιπτώσεις από την απόφαση της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού. Θεωρήθηκε πως δεν απάλλασσε τους αιτητές "της υποχρέωσης τους να συμμορφώνονται με τους Κανονισμούς Ιατρικής Επαγγελματικής Δεοντολογίας του 1991". Τονίστηκε συναφώς το μέρος της απόφασης της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού πως "σκοπός και αρμοδιότητα" του Ιατρικού Συλλόγου είναι να ασκεί έλεγχο και πειθαρχική εξουσία επί των ιατρών σύμφωνα με το Ν. 16/67 και τους Κανονισμούς. Ενώ η Επιτροπή "ουδεμία αρμοδιότητα έχει να εφαρμόσει τους ως άνω Νόμους και Κανονισμούς".
Η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 8 του Ν. 207/89 και στην αρμοδιότητά της εμπίπτουν η διερεύνηση παραβάσεων των άρθρων 4 και 6, η έκδοση αποφάσεων επί καταγγελιών και αιτήσεων και η παροχή γνωμών κατά τα οριζόμενα στο Νόμο. Το άρθρο 4 του Νόμου απαγορεύει τις "περιοριστικές του εμπορίου συμπράξεις" και το άρθρο 6, που κρίθηκε ότι παραβιάστηκε, απαγορεύει την "καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης". Σύμφωνα με το άρθρο 22 του Νόμου η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού είναι αποκλειστικά αρμόδια για τη διαπίστωση παραβάσεων των άρθρων 4 και 6 και σε περίπτωση διαπίστωσης τους έχει εξουσίες, μεταξύ των οποίων η έκδοση διαταγής ή σύστασης όπως στην παρούσα περίπτωση αλλά και επιβολής προστίμου. Σύμφωνα με το άρθρο 32 όποιος εξακολουθεί να εφαρμόζει σύμπραξη απαγορευμένη ή να καταχράται τη δεσπόζουσα θέση του κατά παράβαση απόφασης της Επιτροπής που διατάσσει τερματισμό τους, διαπράττει ποινικό αδίκημα. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με το άρθρο 35, ο ζημιούμενος από πράξεις ή παραλείψεις κατά παράβαση των άρθρων 4 ή 6 του Νόμου έχει αγώγιμο δικαίωμα για τις ζημιές που υπέστη.
Η απόφαση της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού δεν προσεβλήθη και είναι κατά τεκμήριο νόμιμη. Παρεμβάλλω πως σε σειρά υποθέσεων αποφάσεις της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού αναθεωρήθηκαν ως εκτελεστές διοικητικές πράξεις. (Βλ. ενδεικτικά Κυπριακή Δημοκρατία ν. Καλαμάρι Εκδόσεις Λίμιτεδ κ.α. ΑΕ 1863 ημερομηνίας 28.11.97).
Οι αιτητές καταδικάστηκαν γιατί δεν συμμορφώθηκαν προς αποφάσεις τις οποίες κατά τεκμήριο αρμόδιο όργανο, έκρινε παράνομες. Μπορεί η πειθαρχική διαδικασία, ως αρμοδιότητα του Πειθαρχικού Συμβουλίου ρυθμιζόμενη από ειδικό νόμο, να μή είναι δυνατό να ανακοπεί από την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού αλλά δεν είναι αυτό το πραγματικό θέμα. Για την έκδοση καταδικαστικής απόφασης για παράβαση του Κανονισμού 56 χρειαζόταν μή συμμόρφωση προς νόμιμες αποφάσεις και εδώ αυτές είχαν κριθεί παράνομες. Δεν είναι δυνατό μια απόφαση να είναι την ίδια στιγμή νόμιμη και παράνομη. Ο Ν. 207/89 καθορίζει αρμοδιότητες και τρόπους ελέγχου της νομιμότητας δραστηριοτήτων. Είναι νόμος του κράτους και υπόκεινται σ΄αυτόν όλοι.
΄Εχει υποστηριχθεί από τους αιτητές πως ούτε και σε ό,τι αφορά στον Κανονισμό 56 έχουμε διαγωγή "κατά την άσκηση του επαγγέλματος". Μου φαίνεται ότι υπάρχει μια διαφορά εδώ αλλά, ενόψει της κατάληξης στην οποία έχω αχθεί, δεν προτίθεμαι να επεκταθώ σ΄αυτό ή στα άλλα που συζητήθηκαν.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ενέργησε κάτω από πλάνη ως προς το Νόμο και τα πράγματα. Στοιχειοθετούνται λόγοι ακυρότητας ως προς την παράβαση του Κανονισμού 24 επειδή η διαγωγή των αιτητών δεν επεδείχθη κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους και ως προς τον Κανονισμό 56 επειδή οι αποφάσεις προς τις οποίες δεν συμμορφώθηκαν, δεν ήταν νόμιμες. Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στο σύνολό της.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ
/ΜΣι.