ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 11/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
PAMA TRANS LTD, από τη Λευκωσία
Aιτητές
και
1. Υπουργόν Οικονομικών
2. ΄Εφορον Φ.Π.Α.
Καθ΄ων η αίτηση
-----------------
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 9 Οκτωβρίου 1998.
Για τους αιτητές: Π. Μιχαήλ για Παπαχαραλάμπους.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές πληροφόρησαν τον ΄Εφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ότι έπαυσαν να ασκούν οποιαδήποτε εμπορική δραστηριότητα από 1.12.95 και ζήτησαν τη διαγραφή τους από το Mητρώο ΦΠΑ. Λειτουργοί της Υπηρεσίας ΦΠΑ πραγματοποίησαν επίσκεψη ελέγχου και μεταξύ άλλων διαπιστώθηκε πως οι αιτητές δεν τηρούσαν λογαριασμούς ΦΠΑ και πως οι φορολογικές δηλώσεις που είχαν υποβάλει ήταν ελλιπείς.
Ο Έφορος έκρινε πως ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης των αιτητών επέβαλλε τον καθορισμό της 1.7.92 ως ημερομηνίας εγγραφής τους στο Μητρώο (αντί της 1.3.94) και ασκώντας την κρίση του, κατ΄εφαρμογή του άρθρου 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90), στις 26.11.96, προέβη στη βεβαίωση πρόσθετων φόρων ύψους £12.790.11 σεντ. Η προσφυγή αφορά στο κύρος αυτής της απόφασης.
Περιγράφεται ως η κύρια δραστηριότητα των αιτητών η ενοικίαση φορτηγών αυτοκινήτων στο εξωτερικό και το πρώτο ζήτημα αφορά στο ύψος των εσόδων της από τα ενοίκια. Το δεύτερο, που είναι όπως θα δούμε αλληλένδετο με το πρώτο, αφορά στις μεταβιβάσεις των φορτηγών αυτοκινήτων. Ο ΄Εφορος, με βάση το άρθρο 6(6) και (11) του Νόμου τις θεώρησε ως φορολογητέες και βεβαίωσε φόρο πάνω στην αξία τους κατά το χρόνο της πραγματοποίησης τους. Δεν έχουν εγερθεί ιδιαίτερα νομικά ζητήματα ούτε ως προς την έννοια των πιο πάνω άρθρων του Νόμου ούτε ως προς την εφαρμογή του άρθρου 23(13)(β) και (γ) αναφορικά με τον προσδιορισμό της αξίας των οχημάτων κατά τον ουσιώδη χρόνο. Βρίσκεται στο επίκεντρο της διαφοράς το κατά πόσο τα φορτηγά αυτοκίνητα αποτελούσαν πράγματι περιουσιακά στοιχεία των αιτητών.
Συνοψίζω τη θέση των αιτητών όπως την προώθησαν ενώπιόν μου. Οι αιτητές ήταν κάτοχοι αδειών για διεθνείς μεταφορές και, στην πραγματικότητα, είναι αυτές που εκμίσθωναν και όχι τα αυτοκίνητα. Τα έσοδά τους δεν υπερέβαιναν τις £100 ή τις £120 μηνιαίως για κάθε άδεια όπως δήλωναν και όσα άλλα φέρονταν ως εισπράξεις από τους ενοικιαστές δεν ήταν δικά τους. Τα αυτοκίνητα ανήκαν στους ενοικιαστές οι οποίοι όμως δεν είχαν άδειες για διεθνείς μεταφορές και οι πρόσθετες εισπράξεις ήταν ποσά που διοχέτευαν για λογαριασμό των ενοικιαστών προς εξόφληση δανείων που είχαν συνάψει σε σχέση με τα αυτοκίνητα. Ο ΄Εφορος παρανόμως θεώρησε ως έσοδά τους και αυτά τα ποσά. Ομοίως και σε σχέση με τις παραδόσεις των οχημάτων. Οι αιτητές ήταν μεν εγγεγραμμένοι ως ιδιοκτήτες των οχημάτων (στην περίπτωση του QJ 468 θα αναφερθώ ειδικά) και τα είχαν μεταβιβάσει σε άλλες επίσης οικογενειακές εταιρείες και στον υιό του Διευθυντή τους χωρίς αντιπαροχή αλλά, αφού δεν τους ανήκαν στην ουσία, δεν ήταν επιτρεπτή η θεώρηση των παραδόσεων ως φορολογητέων. Για να υποστηρίξουν αυτή την εκδοχή αναφέρθηκαν στον Φόρο Εισοδήματος που τους επιβαλλόταν, χωρίς όμως να προσκομίσουν οποιαδήποτε στοιχεία και επισύναψαν στη γραπτή τους αγόρευση φωτοαντίγραφα τριών ιδιωτικών, όπως τις χαρακτηρίζουν, συμφωνιών μεταξύ τους και κάποιων από τους ενοικιαστές. Σημειώνουν συναφώς οι καθ΄ων η αίτηση πως ήταν άλλες οι συμφωνίες που είχαν υποβάλει στον ΄Εφορο οι αιτητές και πως οι τωρινές, δυο από τις οποίες φαίνονται και ανυπόγραφες από τους ενοικιαστές, ουδέποτε τέθηκαν υπόψη του Εφόρου.
Πολύ πρόσφατα, στην υπόθεση Θεόδωρος Χριστοφής & Σία ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. ΑΕ 1812 - 11.6.98, η Ολομέλεια είχε την ευκαιρία να επαναλάβει πως
"η εγκυρότητα της διοικητικής πράξης κρίνεται με βάση τα γεγονότα που ήταν ενώπιον του Εφόρου κατά το χρόνο λήψης της απόφασης".
Από την άλλη, το ενδεχόμενο πλάνης δεν θεμελειώνεται με απλούς ισχυρισμούς στην αγόρευση. Ουδέποτε οι αιτητές προώθησαν ενώπιον του Εφόρου την εκδοχή που προβάλλουν τώρα. Είχαν επαφές με λειτουργούς του Εφόρου και πρόβαλαν απόψεις σε σχέση με επιμέρους θέματα, όχι όμως όσα ισχυρίστηκαν ενώπιόν μου. Τα δε στοιχεία που οι ίδιοι υπέβαλαν (οι γραπτές συμφωνίες που κατέθεσαν, οι αποδείξεις πληρωμής και οι επιστολές τους) σαφώς τους εμφανίζουν ως τους ιδιοκτήτες των οχημάτων. Τα οχήματα ήταν, που όπως σημείωσα, εγγεγραμμένα στο όνομά τους, παρουσιάστηκαν και από τους ίδιους τους αιτητές ως περιουσιακά τους στοιχεία (βλ. ειδικά τις επιστολές ημερομηνίας 26.4.93 και 27.12.95) και δεν υπάρχει κανένα απολύτως περιθώριο για έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης πάνω σε άλλη πραγματική ή ενδεχόμενη βάση. Στις ίδιες τις γραπτές συμφωνίες που υποβλήθηκαν επεξηγείται πως ήταν οι ενοικιαστές που είχαν δανειοδοτήσει τους αιτητές για την αγορά των οχημάτων και πως από το συνολικό ποσό του ενοικίου που είχε συμφωνηθεί θα αφαιρείτο ένα μέρος, έναντι του δανείου. Εξ ου και η κριθείσα ως ανακρίβεια στη δήλωση ως προς τα έσοδά τους. Εμφάνιζαν ως ενοίκιο το ποσό που απέμενε μετά την αφαίρεση του μέρους που αντιστοιχούσε στη δόση έναντι του δανείου ενώ, όπως ευλόγως θεώρησε ο ΄Εφορος, η αξία επί της οποίας θα έπρεπε να επιβληθεί ο φόρος δεν μπορούσε παρά να είναι το σύνολο της αντιπαροχής. Δεν διαπιστώνεται σφάλμα στην κρίση που οδήγησε στη βεβαίωση πρόσθετου φόρου με αναφορά στα ενοίκια.
Το αυτοκίνητο QZ468 δεν ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα των αιτητών αλλά κρίθηκε πως αποτελούσε περιουσιακό της στοιχείο. Το είχαν αγοράσει προς £7,000 πλέον £560 ΦΠΑ, το ποσό του φόρου πιστώθηκε προς όφελος των αιτητών και κρίθηκε πως εισέπρατταν και σε σχέση προς αυτό ενοίκια, τα οποία απέκρυψαν. Το ζήτημα της εγγραφής του αυτοκινήτου αφέθηκε να ρυθμιστεί μετά την πλήρη εξόφληση του τιμήματος. Η αμφισβήτηση των αιτητών ενώπιον του Εφόρου αφορούσε στα γεγονότα. Αρνήθηκαν ότι αγόρασαν τα αυτοκίνητα οι ίδιοι και υποστήριξαν πως το γεγονός ότι το τιμολόγιο ως προς την αγορά του εκδόθηκε στο όνομα τους δεν άλλαζε την πραγματικότητα. Το αυτοκίνητο ανήκε σε κάποιο κ. Νανόπουλο από το Βόλο, ο οποίος και το εκμεταλλευόταν. Ζητήθηκε τότε από το Διευθυντή των αιτητών να προσκομίσει στοιχεία. Ιδιαίτερα τη μερίδα των βιβλίων τους σε σχέση με κάποιο κ. Ντ. Κωνσταντίνου Διευθυντή της εταιρείας Golden Trans Ltd, ιδιοκτήτριας τότε του QJ468. O κ. Ντ. Κωνσταντίνου είχε πληροφορήσει τον ΄Εφορο πως ήταν στους αιτητές που πώλησε το αυτοκίνητο, εξήγησε τον ιδιαίτερο τρόπο πληρωμής του τιμήματος που είχε συμφωνηθεί και κρίθηκε απαραίτητο, ενόψει του αντίθετου ισχυρισμού των αιτητών, η προσκόμιση των βιβλίων τους. Καταγράφει ο Λειτουργός πως ο Διευθυντής των αιτητών υποσχέθηκε να του υποβάλει τα στοιχεία, πως δεν το έκαμε ως την ημερομηνία που καθορίστηκε, πως τον υπενθύμισε και πως του απάντησε "δεν έχω τίποτε να σου στείλω, όπου θέλεις πήγαινε". Με αυτά τα δεδομένα ο ΄Εφορος απέρριψε την εκδοχή των αιτητών και βεβαίωσε φόρο με γνώμονα την αξία του αυτοκινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Οι αιτητές θέτουν μόνο ένα θέμα. Το ίδιο που έθεσαν και ενώπιον του Εφόρου. Ισχυρίζονται πως δεν είχαν σχέση με το αυτοκίνητο εκείνο και πως ο πραγματικός του αγοραστής ήταν ο κ. Νανόπουλος. Δεν υπάρχει περιθώριο για παρέμβαση προς ανατροπή της κρίσης του Εφόρου ως προς τα πραγματικά γεγονότα. ΄Ηταν ευθύνη των αιτητών να προσκομίσουν τα στοιχεία που τους ζητήθηκαν ή όσα άλλα νόμιζαν για να στοιχειοθετήσουν την εκδοχή τους. Παρέλειψαν να το κάμουν και δεν μπορούν τώρα να παραπονούνται για πλημμελή έρευνα. (βλ. "Oκαπι" Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 48, Θεόδωρος Χριστοφή & Σία (ανωτέρω).
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας. Αντίθετα προς την εισήγηση των αιτητών η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη και δεν διαπιστώνεται πλάνη ή ελλιπής έρευνα. Ο παράλληλος ισχυρισμός για "καταστρεπτική" φορολογία ήταν συναρτημένος προς τους ισχυρισμούς των αιτητών όπως τους πρόβαλαν ενώπιόν μου, και στερείται υπόβαθρου. Η φορολογία αφορά σε παροχή υπηρεσιών και παράδοση περιουσιακών στοιχείων που ήταν εύλογα επιτρεπτό να θεωρηθεί ότι καλύπτονται από τα άρθρα του Νόμου που εξειδικεύθηκαν.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ
/ΜΣι.