ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 9/98
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:-
Ανδρέα Χριστοδούλου, από την Πάφο
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Διοικητή Εθνικής Φρουράς
Καθ΄ ου η Αίτηση
_ _ _ _ _ _ _ _
29 Σεπτεμβρίου, 1998
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον Αιτητή: Κος. Σ. Οικονομίδης.
Για τον Καθ΄ ου η Αίτηση: Κος. Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας.
_ _ _ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής ζητά την ακόλουθη θεραπεία:-
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ΄ ου η αίτηση ημερ. 14-8-1997, που γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή στις 31-10-1997, με την οποία έκρινε τον Αιτητή ως ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος και τον τιμώρησε πειθαρχικά, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας."
Το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης είναι το ακόλουθο.
Ο αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας και φέρει το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη.
Από την ημερομηνία του διορισμού του στο Στρατό της Δημοκρατίας, αποσπάστηκε στην Εθνική Φρουρά.
Από τις 27/8/1993 μέχρι τις 8/12/1995 υπηρετούσε ως Διευθυντής της Διεύθυνσης Στρατονομίας (ΔΣΝ/ΓΕΕΦ).
Η ΔΣΝ/ΓΕΕΦ υπάγεται διοικητικά απευθείας στο Διοικητή της Εθνικής Φρουράς (ο Διοικητής).
Ενώ ο αιτητής υπηρετούσε στη ΔΣΝ/ΓΕΕΦ, τιμωρήθηκε πειθαρχικά από το Διοικητή με πενθήμερη κράτηση διότι:-
"Ως Δντής της ΔΣΝ/ΓΕΕΦ δεν λάβατε όλα τα απαραίτητα μέτρα και δεν ασκούσατε ουσιαστικό έλεγχο στις Δκσεις των Μονάδων σας, με αποτέλεσμα να μην εντοπισθούν έγκαιρα σοβαρής έκτασης περιστατικά κακοποίησης σε βάρος εννέα (9) Στρατονόμων που εκδηλώθηκαν εξακολουθητικά στο διάστημα Ιουνίου - Αυγούστου 95."
Εναντίον της απόφασης αυτής ο αιτητής καταχώρησε, μέσω του δικηγόρου του, την Προσφυγή Αρ. 955/95.
Η προσφυγή έγινε δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο (στις 19/2/1997) και η προσβληθείσα πράξη ακυρώθηκε για ανεπαρκή αιτιολογία.
Μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Διοικητής, με επιστολή του ημερ. 29/5/1997, κάλεσε τον αιτητή σε διοικητική απολογία. Η επιστολή είχε ως εξής:-
". . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
ΘΕΜΑ: Ποινές Αξιωματικών
1. Λαβών υπόψη το γεγονός ότι υπηρετήσατε το χρονικό διάστημα από 28 Αυγ. 93 μέχρι 14 Δεκ. 95 στην ΔΣΝ/ΓΕΕΦ ως Διευθυντής αυτής και την Μονάδα που υπηρετείτε τώρα (661ΤΠ του 11ουΣΠ)
σας καλώ
ως πειθαρχικός προϊστάμενος αυτών, σε διοικητική απολογία διότι ενώ υπηρετούσατε ως Δντής στην ΔΣΝ/ΓΕΕΦ υποπέσατε στο πιο κάτω πειθαρχικό παράπτωμα ήτοι:
«παραλείψατε να συμμορφωθείτε προς τις Γενικές Διαταγές του Διοικητού της Δύναμης (Κανονισμός 3 παράγραφος (19) (2) του Πειθαρχικού Κώδικα των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς) με τις οποίες εκαθορίζοντο ότι:
α. Π.Δ 0-20/91/ΓΕΕΦ/ΔΟΡ, άρθρο 35 παράγραφος 3 (β) «Ασκεί άμεσο έλεγχο και εποπτεία στις Μονάδες Στρατονομίας (ΛΣΝ, ΕΑΤ, ΚΕΣΝ) οι οποίες υπάγονται Διοικητικά σ΄ αυτόν».
β. ΠΔ 0-20/91/ΓΕΕΦ/ΔΟΡ, άρθρο 35, παράγραφος 3(θ) «Ενεργεί επιθεωρήσεις στις Μονάδες ΣΝ μετά από έγκριση του ΓΕΕΦ».
γ. Οι απόρρητες Κατευθύνσεις Κου Α/ΓΕΕΦ Ιουνίου 95
Συγκεκριμένα ενώ σύμφωνα με τα παραπάνω είχατε υποχρέωση να ασκείτε άμεσα έλεγχο και την εποπτεία του ΛΣΝ και του ΚΕΣΝ που ήταν μονάδες οργανικές σας να ενεργείτε επιθεωρήσεις σ΄ αυτές, και να πληροφορείστε τι συνέβαινε μέσα στα στρατόπεδα των Μονάδων σας ώστε να αποτρέπετε σοβαρά περιστατικά δεν πράξατε τούτο, με αποτέλεσμα στο διάστημα Ιουνίου -
Αυγούστου 95 να λάβουν χώρα εξακολουθητικά τόσο στο ΛΣΝ όσο και στο ΚΕΣΝ σοβαρής έκτασης περιστατικά ήτοι παλαιοί Στρατονόμοι να υποβάλλουν σε σωματικές και ψυχολογικές δοκιμασίες και κακοποιήσεις νεοσύλλεκτους Στρατονόμους, οι οποίες ελάμβαναν χώρα στους θαλάμους των οπλιτών, στα λουτρά, αποχωρητήρια, στην υπηρεσία των και αλλού». Τι απολογείσθε;. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ."
Ο αιτητής ετοίμασε τη διοικητική απολογία που του ζητήθηκε και την υπέβαλε ιεραρχικά στο Διοικητή. Είχε ως εξής:-
". . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
2. Απολογούμενος αναφέρω τα παρακάτω:
α. Δηλώ κατηγορηματικά ότι για όσο χρόνο διετέλεσα Δντής στη ΔΣΝ/ΓΕΕΦ, τηρούσα πιστά τις Γενικές Διαταγές του Διοικητή της Δύναμης, τόσο αυτές που αναφέροντο στην παράγραφο 3(β) του άρθρου 35 της ΠΔ. 0-20/91/ΓΕΕΦ/ΔΟΡ και οι οποίες καθόριζαν ότι ο Δντής της ΔΣΝ/ΓΕΕΦ "Ασκεί άμεσο έλεγχο και εποπτεία στις Μονάδες Στρατονομίας (ΛΣΝ, ΕΑΤ, ΚΕΣΝ οι οποίες υπάγονται διοικητικά σ΄ αυτόν", όσο και αυτές που αναφέροντο στην παράγραφο 3(θ) του άρθρου 35 της ίδιας ΠΔ. και οι οποίες καθόριζαν ότι ο Δντής της ΔΣΝ/ΓΕΕΦ "Ενεργεί επιθεωρήσεις στις Μονάδες ΣΝ μετά από έγκριση του ΓΕΕΦ "Ενεργεί επιθεωρήσεις στις Μονάδες ΣΝ μετά από έγκριση του ΓΕΕΦ", όσο, τέλος, και αυτές που αναφέροντο στις απόρρητες Κατευθύνσεις Κου Α/ΓΕΕΦ Ιουνίου 95.
β. Αν η Υπηρεσία πιστεύει ή έχει πληροφορίες ή καταγγελία ότι κατά συγκεκριμένη μέρα ή μέρες ή σε συγκεκριμένη περίπτωση ή περιπτώσεις παρέλειψαν να ασκήσω άμεσο έλεγχο και εποπτεία σε οποιαδήποτε Μονάδα ΣΝ ή να ενεργήσω επιθεώρηση σε οποιαδήποτε Μονάδα ΣΝ μετά από έγκριση του ΓΕΕΦ ή ότι δεν ενήργησα σύμφωνα με τις απόρρητες Κατευθύνσεις Κου Α/ΓΕΕΦ Ιουνίου 95, παρακαλώ να μου γνωσθούν οι συγκεκριμένες ενέργειες ή πράξεις ή παραλείψεις ή στάση ή συμπεριφορά μου κτλ. που συνιστούν την τέτοια παράλειψη, για να απαντήσω με συγκεκριμένα στοιχεία και γεγονότα.
γ. Είναι φανερό πως με το να μου καταλογίζεται ευθύνη ότι "δεν ασκούσα άμεσο έλεγχο και εποπτεία στις Μονάδες ΣΝ", χωρίς ταυτόχρονα να μου εξειδικεύονται και οι συγκεκριμένες ενέργειες ή πράξεις ή παραλείψεις ή στάση ή συμπεριφορά μου κτλ. που συνιστούν τη μη άσκηση άμεσου ελέγχου και εποπτείας στις Μονάδες ΣΝ, δεν μου παρέχεται η δυνατότητα να απαντήσω και να αντικρούσω με συγκεκριμένα στοιχεία και γεγονότα την τέτοια ευθύνη που μου καταλογίζεται. Είναι σαν να κατηγορούμαι για κλοπή, χωρίς να μου γνωρίζεται ούτε τι, ούτε πως, ούτε πότε έκλεψα.
δ. Θέλω στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι, το αν ασκούσα ή όχι άμεσο έλεγχο και εποπτεία στις Μονάδες ΣΝ ή αν ενεργούσα ή όχι επιθεωρήσεις στις Μονάδες ΣΝ μετά από έγκριση του ΓΕΕΦ ή αν ενεργούσα ή όχι σύμφωνα με τις απόρρητες Κατευθύνσεις Κου Α/ΓΕΕΦ Ιουνίου 95 είναι ένα θέμα, και το αν συνέβαιναν ή όχι περιστατικά κακοποίησης νεοσυλλέκτων ΣΝ από παλαιούς ΣΝ ή αν διαπιστώθηκαν ή όχι έγκαιρα τέτοια περιστατικά είναι άλλο θέμα. Και αυτό γιατί, παρά τη συνάφεια που έχουν τα δύο αυτά θέματα, δεν μπορεί κανένας να πει με βεβαιότητα ότι όσοι έλεγχοι και εποπτείες και επιθεωρήσεις και αν εγένοντο, δεν θα συνέβαιναν τέτοια περιστατικά ή θα διαπιστώνοντας έγκαιρα τέτοια περιστατικά.
ε. ΄Ενα τελευταίο που θα ήθελα να πω είναι ότι, όπως πιστεύω, εκείνο που στην πραγματικότητα συμβαίνει στην περίπτωσή μου, είναι ότι μου έχει προσαφθεί μια γενική και αόριστη κατηγορία και χωρίς να μου γνωρίζονται τα συγκεκριμένα στοιχεία και περιστατικά που την στοιχειοθετούν, μου ζητείται να παραθέσω εγώ στοιχεία που να την αντικρούουν, πράγμα καταφανώς αντίθετο
με το ισχύον στην Κύπρο Δίκαιο."
Μετά τη διοικητική απολογία του αιτητή ο Διοικητής, στις 14 Αυγούστου 1997, πήρε την προσβαλλόμενη απόφαση η οποία έχει ως ακολούθως:-
". . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
1. Αφού έλαβα υπόψη:
α. Το πόρισμα της διενεργηθείσας πρόχειρης εξέτασης
β. Το γεγονός ότι υπηρέτησε κατά το χρονικό διάστημα από 28 Αυγ. 93 μέχρι 14 Οκτ. 95 στην ΛΣΝ/ΓΕΕΦ ως Δντής αυτής
γ. Την επελθούσα μετάθεση του στο 661ΤΠ του 11ουΣΠ της ΙΙΜΠ τον Ανχη (ΠΖ) Χριστοδούλου Ανδρέα,
τ ι μ ω ρ ώ
ως πειθαρχικός προϊστάμενος αυτών με 5νθήμερο Κράτηση, διότι ενώ υπηρετούσε στην ΔΣΝ/ΓΕΕΦ ως Δντής, παράλειψε να συμμορφωθεί προς τις Γενικές Διαταγές του Διοικητού της Δύναμης (Κανονισμός 3 παράγραφος (19)(2) του Πειθαρχικού Κώδικα των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς) με τις οποίες εκαθορίζοντο ότι
:α. ΠΔ 0-20/91/ΓΕΕΦ/ΔΟΡ, άρθρο 35 παράγραφος 3(β) «Ασκεί άμεσο έλεγχο και εποπτεία στις μονάδες Στρατονομίας (ΛΣΝ, ΕΑΤ, ΚΕΣΝ) οι οποίες υπάγονται διοικητικά σ΄ αυτόν»
.β. ΠΔ 0-20/91/ΓΕΕΦ/ΔΟΡ, άρθρο 35 πράγραφος 3(θ) «Ενεργεί επιθεωρήσεις στις Μονάδες ΣΝ μετά από έγκριση του ΓΕΕΦ»
.γ. Οι απόρρητες κατευθύνσεις Κου Α/ΓΕΕΦ Ιουνίου 95.
Συγκεκριμένα ενώ σύμφωνα με τα παραπάνω είχε υποχρέωση να ασκεί άμεσο έλεγχο και εποπτεία του ΛΣΝ και ΚΕΣΝ που ήταν Μονάδες οργανικές του, να ενεργεί επιθεωρήσεις σ΄ αυτές και να πληροφορείται τι συνέβαινε μέσα στα στρατόπεδα των Μονάδων του ώστε να απέτρεπε σοβαρά περιστατικά δεν έπραξε τούτο, δηλ. από τότε που ανάλαβε ως Δντής της ΔΣΝ (28 Αυγ. 93) δεν ενήργησε καμία επιθεώρηση ενώ είχε υποχρέωση να ενεργεί τουλάχιστο μία επιθεώρηση ετησίως στο ΛΣΝ και το ΚΕΣΝ, πλην δύο επιθεωρήσεων για θέματα επιστρατεύσεως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που τηρούνται στο ΓΕΕΦ, μέχρι και την 14 Δεκ. 95, που παράδωσε αυτή, με αποτέλεσμα στο διάστημα Ιουνίου - Αυγούστου 1995 να λάβουν χώρα εξακολουθητικά τόσο στο ΛΣΝ όσο και στο ΚΕΣΝ σοβαρής έκτασης περιστατικά, ήτοι παλαιοί Στρατονόμοι να υποβάλλουν σε σωματικές και ψυχολογικές δοκιμασίες και κακοποιήσεις νεοσύλλεκτους Στρατονόμους, οι οποίες ελάμβαναν χώρα στους θαλάμους των οπλιτών, στα λουτρά, στα αποχωρητήρια, στην υπηρεσία των και αλλού.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ."
Εναντίον της απόφασης αυτής ο αιτητής προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ακυρώσεως:-
1. Ο καθ΄ ου η αίτηση παραβίασε το δεδικασμένο που πηγάζει από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 995/95 "Ανδρέα Χριστοδούλου vs Κυπριακής Δημοκρατίας", που δόθηκε στις 19/2/1997.
2. Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση λήφθηκε χωρίς οποιαδήποτε ή/και τη δέουσα, υπό τις περιστάσεις, έρευνα.
3. Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα.
4. Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση δεν έχει επαρκή ή/και νόμιμη αιτιολογία.
5. Ο καθ΄ ου η αίτηση ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως είναι η θέση του συνηγόρου του αιτητή ότι, εφόσον το εύρημα του Δικαστή στην ακυρωθείσα απόφαση την Προσφυγή Αρ. 995/95 ήταν ότι "από το φάκελο και ιδιαίτερα την έκθεση του Βοηθού επιτελάρχη τεκμήριο 5, δεν προκύπτουν απευθείας και άμεσα τα συγκεκριμένα στοιχεία επί των οποίων στηρίζονται οι διαπιστώσεις του καθ΄ ου η αίτηση", δηλαδή ότι ο αιτητής, ως Διευθυντής της ΔΣΝ/ΓΕΕΦ "δεν έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα και δεν ασκούσε ουσιαστικό έλεγχο στις Διοικήσεις των Μονάδων του", δεν μπορούσε ο καθ΄ ου η αίτηση να θεωρήσει ότι από την ίδια
αυτή έκθεση του Βοηθού Επιτελάρχη προέκυπταν απευθείας και άμεσα τα συγκεκριμένα στοιχεία πάνω στα οποία θα μπορούσε να στηρίξει τη διαπίστωσή του ότι ο αιτητής ως Διευθυντής της ΔΣΝ/ΓΕΕΦ "παρέλειψε να συμμορφωθεί προς τις Γενικές Διαταγές του Διοικητή της Δύναμης με τις οποίες καθορίζοντο ότι ασκεί άμεσο έλεγχο και εποπτεία στις μονάδες Στρατονομίας οι οποίες υπάγονται διοικητικά σ΄ αυτόν και ότι ενεργεί επιθεωρήσεις στις Μονάδες ΣΝ μετά από έγκριση του ΓΕΕΦ", γιατί στην ουσία πρόκειται για ένα και το αυτό πειθαρχικό παράπτωμα διατυπωμένο λεκτικά κατά διαφορετικό τρόπο. Υπέβαλε δε ότι ο Διοικητής, αντί να θεωρήσει το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου ως δεσμευτικό, όχι μόνο εκτίμησε το ζήτημα διαφορετικά, αλλά προχώρησε και στην έκδοση διοικητικής πράξης αντίθετης και/ή ασύμφωνης με αυτό.Αιτιολογώντας το τελικό του συμπέρασμα, ο Δικαστής που εξέδωσε την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 995/95 προέβη στο πιο κάτω εύρημα (σελ. 4 της απόφασης):-
"Εδώ δε γίνεται καμιά μνεία της συγκεκριμένης διάταξης των πειθαρχικών κανονισμών τους οποίους επικαλέστηκε συλλήβδην ο καθ΄ ου (βλ. τεκμ. 6 στο διοικητικό φάκελο). . . . Περαιτέρω από το φάκελο και ιδιαίτερα την έκθεση του βοηθού επιτελάρχη, τεκμ. 5, δεν προκύπτουν απευθείας και άμεσα τα συγκεκριμένα στοιχεία επί των οποίων στηρίζονται οι διαπιστώσεις του καθ΄ ου η αίτηση.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου το δεδικασμένο συνίσταται σε ότι καλύπτει η απόφανση είτε ρητά είτε ως αναπόφευκτο συμπέρασμα. Η δικαστική απόφανση δεν περιορίζεται σε μόνο το διατακτικό αλλά εκτείνεται και στην όποια διαπίστωση του Δικαστηρίου επί επίδικου θέματος, πραγματικού ή νομικού, στο βαθμό που απαιτείται για την κατάληξη την οποία εκφράζει το διατακτικό. (Βλ., μεταξύ άλλων,
Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 515/93, απόφαση ημερ. 19/1/1998, Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Α.Ε. 1913, απόφαση ημερ. 14/9/1998).Κατά την κρίση μου το εύρημα του Δικαστή στην Προσφυγή Αρ. 995/95 ότι από το φάκελο, ιδιαίτερα από την έκθεση του Βοηθού Επιτελάρχη, δεν προέκυπταν απ΄ ευθείας και άμεσα τα συγκεκριμένα στοιχεία επί των οποίων στηρίζονταν οι διαπιστώσεις του Διοικητή αποτελούσε "διαπίστωση επί πραγματικού επίδικου θέματος" αναγκαία για την κατάληξη την οποία εκφράζει το διατακτικό, δηλαδή την κατάληξη ότι η απόφαση του Διοικητή ήταν ακυρωτέα για ανεπαρκή αιτιολογία. ΄Ηταν, με άλλα λόγια, εύρημα λειτουργικό (operative finding). Αποτελούσε, επομένως, δικαστικό δεδικασμένο. Ο Διοικητής δεσμευόταν από το δεδικασμένο αυτό τόσο από την άποψη ότι δεν μπορούσε να προβεί σε διαφορετική εκτίμηση του ζητήματος που κρίθηκε όσο και από την άποψη ότι δεν μπορούσε να εκδώσει διοικητική πράξη αντίθετη και ή ασύμφωνη με αυτό. Ο Διοικητής, όμως, δε θεώρησε το εύρημα του Δικαστηρίου ως δεσμευτικό και, όχι μόνο εκτίμησε το ζήτημα διαφορετικά, αλλά προχώρησε και στην έκδοση διοικητικής πράξης αντίθετης ή και ασύμφωνης με αυτό. Συγκεκριμένα, αντίθετα με το εύρημα του Δικαστηρίου και το επακόλουθο δεδικασμένο, ο Διοικητής θεώρησε ότι, από την έκθεση του Βοηθού Επιτελάρχη, προέκυπταν απ΄ ευθείας και άμεσα τα συγκεκριμένα στοιχεία επί των οποίων μπορούσε να στηρίξει τις διαπιστώσεις του ότι ο αιτητής δεν έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα και δεν ασκούσε ουσιαστικό έλεγχο στις διοικήσεις των μονάδων του, βασιζόμενος δε, αποκλειστικά και μόνο, πάνω στις διαπιστώσεις αυτές τιμώρησε ξανά τον αιτητή. Το γεγονός ότι, στη νέα απόφαση του Διοικητή, χρησιμοποιείται διαφορετικό λεκτικό για τον προσδιορισμό του πειθαρχικού παραπτώματος δεν διαφοροποιεί τα πράγματα διότι, στην ουσία, το παράπτωμα που καταλογίζεται στον αιτητή είναι ακριβώς το ίδιο με εκείνο που είχε καταλογισθεί σε βάρος του με την απόφαση του Διοικητή που ακυρώθηκε με την Προσφυγή Αρ. 995/95. Ακύρωση που βασίστηκε, μεταξύ άλλων, και στη διαπίστωση του Δικαστηρίου για το ελλιπές των στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκαν οι διαπιστώσεις του Διοικητή. Είτε πούμε ότι ο αιτητής "δεν έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα και δεν ασκούσε ουσιαστικό έλεγχο στις διοικήσεις των μονάδων του" είτε πούμε ότι "παρέλειψε να συμμορφωθεί προς τις διαταγές να ασκεί άμεσο έλεγχο και εποπτεία στις μονάδες στρατονομίας και ενεργεί επιθεωρήσεις" εννοούμε ένα και το αυτό πράγμα διατυπωμένο κατά δύο διαφορετικούς τρόπους, δηλαδή, το πειθαρχικό παράπτωμα που προκύπτει από τη διαπίστωση, υπό το φως των ανά χείρας στοιχείων, παράλειψης ή αμέλειας του αιτητή να λάβει τα αναγκαία ή τα προβλεπόμενα προληπτικά μέτρα.
Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητή είναι ακυρωτέα επειδή λήφθηκε κατά παράβαση του δικαστικού δεδικασμένου στην Προσφυγή Αρ. 995/95. Τούτου δοθέντος, δεν θεωρώ σκόπιμο να προχωρήσω στην εξέταση των άλλων λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του ΄Αρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΜΝ