ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 792/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Βασίλειου Βασιλείου από τη Λευκωσία
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Διοικητή Εθνικής Φρουράς
Καθού η αίτηση
-----------------
Ημερομηνία:
29 Σεπτεμβρίου, 1998Για τον αιτητή: Σ. Οικονομίδης
Για τον καθού η αίτηση: Α. Χριστοφόρου
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής είναι ταγματάρχης του Στρατού. Κατέχει το βαθμό αυτό από το Δεκέμβριο του 1994. Μεταξύ Αυγούστου 1994 και Αυγούστου 1995 υπηρετούσε σαν υποδιοικητής στο 281 Tάγμα Πεζικού (Τ.Π.). Στις 26/6/95, ενόσω ήταν υποδιοικητής της μονάδας εκείνης, τιμωρήθηκε πειθαρχικά με 5θήμερη κράτηση. Για το λόγο ότι απομακρύνθηκε από τη μονάδα του χωρίς άδεια του άμεσα προϊστάμενου διοικητή του. Η ποινή ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε: βλ. προσφ. αρ. 691/95 Βασίλειος Βασιλείου ν. Δημοκρατίας ημερ. 18/9/96. Ο αιτητής στο μεταξύ μετατέθηκε σε δύο διαφορετικές μονάδες. Πρώτα στις 12/8/95 (256 Τ.Π.) και στις 23/7/96 (213 Τ.Π.).
Μετά την ακυρωτική απόφαση ο καθού η αίτηση Διοικητής της Εθνικής Φρουράς διέταξε τη διενέργεια πρόχειρης διοικητικής εξέτασης για το ίδιο ζήτημα, που τελικα απέληξε στην καταδίκη του αιτητή από τον ίδιο τον καθού. Τον έκρινε ένοχο του παραπτώματος της απομάκρυνσης από μονάδα χωρίς έγκριση, για το οποίο τού επέβαλε 4ήμερη κράτηση. Η απόφαση αυτή είναι και το αντικείμενο της κρινόμενης προσφυγής.
Ο κύριος λόγος, που ο δικηγόρος του αιτητή έχει προβάλει και αναπτύξει σε πολυσέλιδη γραπτή του αγόρευση, ακύρωσης της πράξης είναι η έλλειψη αρμοδιότητας του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς να παρέμβει και επανακρίνει ο ίδιος την υπόθεση. Ο κ. Οικονομίδης στήριξε την εισήγηση του στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς [(δυνάμει του άρθρ. 23(2)(δ) των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων], τη σχετική νομολογία και στο παρακάτω απόσπασμα από το "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων" ανατύπωση 1982 του Μ. Δ. Στασινόπουλου στη σελ. 180:
"3) Ιεραρχική υποκατάστασις. Η εκ του ιεραρχικού ελέγχου προκύπτουσα κατά τα άνω συμμετοχή του προϊσταμένου εις την αρμοδιότητα του υφισταμένου δεν παρέχει εις τον προϊστάμενον και δικαίωμα, όπως επιχειρήση απ' ευθείας την εις την αρμοδιότητα του υφισταμένου ανατεθειμένην υπό του νόμου πράξιν, διότι τούτο θα απετέλει παράβασιν του νόμου τούτου.
Η αντίληψις ότι ο ιεραρχικός προϊστάμενος δύναται να επιχειρή αφ' εαυτού την εις την αρμοδιότητα του υφισταμένου ανατεθειμένην υπό του νόμου πράξιν, ως συγκεντρών κατά τεκμήριον μείζονας εγγυήσεις υπέρ της ορθής του νόμου εφαρμογής αντίκειται εις την έννοιαν του καταμερισμού των διοικητικών έργων μεταξύ των διοικητικών οργάνων, καταμερισμού, δικαιολογουμένου εκ της τοπικής εξοικειώσεως και της ειδικής καταρτίσεως των κατ' ιδίαν διοικητικών οργάνων, εφ' ών κυρίως βασίζεται η έννοια της διοικητικής αποκεντρώσεως."
Ξεκινούμε από τη βασική αρχή ότι η επανάκριση μετά από δικαστική ακυρωτική απόφαση έχει ως πλαίσιο το πραγματικό και νομοθετικό καθεστώς του χρόνου έκδοσης της διοικητικής πράξης που ακυρώθηκε: βλ. Α.Ε. 1913 Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης ημερ. 14/9/98.
Οι παράγραφοι 6(1) και (2) των προμνησθέντων κανονισμών αποτελούν τη μόνη σχετική δικαιοδοτική διάταξη, που διέπει το κρινόμενο ζήτημα. Ορίζει ότι:
"6(1) Εις πάσαν περίπτωσιν καθ' ην υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός εξ ων φαίνεται ότι μέλος τι δυνατόν να διέπραξε παράπτωμά τι, το όλον ζήτημα θα αναφέρηται εις τον διοικούντα αξιωματικόν του τοιούτου μέλους.
(2) Ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας....."
"Διοικών αξιωματικός" σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη της παραγράφου 5(1) είναι ο διοικητής της μονάδας στην οποία ανήκει το ενδιαφερόμενο μέρος. Είναι φανερό από την απλή ανάγνωση της παραπάνω διάταξης ότι την πειθαρχική αρμοδιότητα στο προκείμενο έχει ο διοικητής της μονάδας, που υπηρετεί ο παραβάτης και όχι ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς. Ας σημειωθεί ότι η επιφύλαξη της παραγράφου 6, η οποία αναφέρει:
"Νοείται ότι εφόσον κρίνη ανεπαρκή την ποινή ην έχει εξουσίαν να επιβάλη συμφώνως προς την δικαιοδοσίαν αυτού παραπέμπει την υπόθεσιν εις τον αμέσως ανώτερον διοικητήν όπως επιληφθή της υποθέσεως."
δεν εφαρμόζεται δεδομένου ότι ο άμεσος προϊστάμενος του αιτητή δεν έκρινε ότι η περίπτωση εξέρχεται των ορίων της αρμοδιότητος του. Δεν προέβη σε παραπομπή.
Παρατηρείται συγχρόνως παραβίαση της παραπάνω νομολογιακής αρχής γιατί η επανεξέταση δεν έγινε σύμφωνα με το νομοθετικό καθεστώς το οποίο διείπε την παλαιά πράξη. Σε τρεις περιπτώσεις το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε, υπό όμοιες συνθήκες, την πειθαρχική ποινή που επέβαλε απευθείας ο Διοικητής της Εθνικής Φρουράς: βλ. προσ. αρ. 780/96 Θεοδοσία Συμιλλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 19/12/97, προσφ. αρ. 609/96 Ανδρέας Σάντης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 22/12/97 και προσφ. 37/97 Κωνσταντίνος Χρυσήλιου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 23/12/97. Η παραπάνω περικοπή από το Στασινόπουλο "Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων", επίσης παρέχει έρεισμα στο συμπέρασμα μου.
Επισημαίνεται ότι ο κ. Χριστοφόρου δεν υποστήριξε την απόφαση της διοίκησης. Είναι επαινετή η στάση του και συντείνει στη δημιουργία των ορθών παραδόσεων που πρέπει να διέπουν τη συμπεριφορά των νομικών συμβούλων του δημοσίου ενώπιον των δικαστηρίων.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Με έξοδα.
Σ. Νικήτας, Δ.
/Κασ