ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 4 ΑΑΔ 532

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 756/97

874/97, 875/97, 876/97, 877/97, 878/97 και

879/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

SPORTSMAN BETTING COMPANY LTD.,

Αιτητών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργού Οικονομικών,

2. Γενικού Λογιστή,

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________________

6 Ιουλίου, 1998.

Για τους αιτητές σε όλες τις προσφυγές: Μ. Τριανταφυλλίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή (κα.), Δικηγόρος της

Δημοκρατίας Α΄ εκ μέρους του Γ-Ε.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Στρέφονται κατά διοικητικών πράξεων στις οποίες εγείρεται το ίδιο νομικό ζήτημα - η συνταγματικότητα του περί Συλλογικών Στοιχημάτων (Ρύθμιση και Φόρος) Νόμου του 1997 (Ν 75(1)/97).

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν τις προσφυγές.

Οι αιτητές κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν αποδέκτες συλλογικών στοιχημάτων. Σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ 4.8.97 και 16.9.97, οι καθ΄ ων η αίτηση είσπραξαν από τους αιτητές τα ποσά που αναφέρονται στις πιο πάνω προσφυγές τους "ως φόρο συλλογικών στοιχημάτων" δυνάμει του πιο πάνω άρθρου 8(2) του Νόμου 75(Ι)/97.

Οι προσφυγές στρέφονται κατά της πράξης των καθ΄ ων η αίτηση να εισπράξουν από τους αιτητές τα σχετικά ποσά. Διατείνονται ότι η πράξη είναι "άκυρη και εστερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος".

Το προκαταρκτικό ζήτημα.

Με τη γραπτή της αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση έχει εγείρει το εξής προκαταρκτικό ζήτημα:

Δυνάμει του άρθρου 8(2) του Ν 75(Ι)/97, ο αποδέκτης συλλογικών στοιχημάτων έχει τη δυνατότητα να επιβαρύνει και να εισπράξει από τους παίκτες το ποσό του φόρου. Στην πράξη, όλοι οι αποδέκτες συλλογικών στοιχημάτων, χρεώνουν τους πελάτες τους με ένα επιπρόσθετο ποσό που ισοδυναμεί με το 25% του ποσού που πληρώνεται για συμμετοχή στο στοίχημα. Την πρακτική αυτή την ακολουθούν και οι αιτητές, γεγονός που ασφαλώς δεν αμφισβητείται.

Κατά συνέπεια, οι αποδέκτες συλλογικών στοιχημάτων δεν είναι τα άτομα που καταβάλλουν το ποσό του φόρου αλλά αυτοί ενεργούν απλά ως εισπράκτορες της Δημοκρατίας. Το πρόσωπο που χρεώνεται με το ποσό του φόρου είναι ο παίκτης που συμμετέχει στο συλλογικό στοίχημα.

Ενόψει των πιο πάνω, οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την πράξη της επιβολής και της είσπραξης της σχετικής φορολογίας από τη Δημοκρατία.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τον ορισμό του "αποδέκτη συλλογικών στοιχημάτων" στο άρθρο 2 του Νόμου, αυτός διεξάγει την εργασία αποδοχής του στοιχήματος, όχι για δικό του λογαριασμό, αλλά "ως αντιπρόσωπος εταιρείας συλλογικών στοιχημάτων".

Σύμφωνα δε με το άρθρο 4(δ) του Νόμου, απαραίτητη προϋπόθεση για να εκδοθεί άδεια αποδέκτη σε οποιοδήποτε πρόσωπο είναι η προσκόμιση γραπτής συμφωνίας μεταξύ του ιδίου και της εταιρείας συλλογικών στοιχημάτων της οποίας είναι αντιπρόσωπος, στην οποία διαλαμβάνεται ρητά ότι "ο αποδέκτης συλλογικών στοιχημάτων αποδέχεται συλλογικά στοιχήματα ως αντιπρόσωπος και εκ μέρους και για λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας συλλογικών στοιχημάτων".

Συνεπώς ακόμα και στην θεωρητική περίπτωση που το ποσοστό του 25% δε χρεώνεται στον πελάτη, αυτό αποκόπτεται από τα έσοδα του αντιπροσωπευομένου (principal) του οποίου ο αποδέκτης είναι απλά αντιπρόσωπος (agent), διότι οποιαδήποτε ποσά εισπράττονται από τον αποδέκτη δεν εισπράττονται για δικό του λογαριασμό αλλά εκ μέρους κάποιου άλλου.

Επομένως ότι και να συμβαίνει, οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος καθότι αυτοί, σε καμιά περίπτωση καταβάλλουν οι ίδιοι το ποσό της επιβαλλόμενης φορολογίας.

Σε σχέση με το πιο πάνω προκαταρκτικό ζήτημα ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών ότι οι αιτητές δεν στερούνται έννομου συμφέροντος για τους πιο κάτω λόγους.

(1) Επειδή ο πληρωτέος φόρος επιβαρύνει τους πελάτες τους, οι οποίοι συμμετέχουν στα συλλογικά στοιχήματα, μειώνεται αισθητά ο όγκος εργασίας των αιτητών και κατ΄ ακολουθία το ποσό του κέρδους τους, διότι αποθαρρύνονται από το ύψος του φόρου εκείνοι οι οποίοι μετέχουν στα συλλογικά στοιχήματα να μετέχουν πιο συχνά σ΄ αυτά ή να μετέχουν με μεγαλύτερα ποσά.

(2) Λόγω της ψηλής φορολογίας ενθαρρύνεται το παράνομο στοίχημα, το οποίο ως εκ της φύσεως του είναι αφορολόγητο. Είναι δε καλώς γνωστό ότι το παράνομο στοίχημα αντιστρατεύεται το νόμιμο στοίχημα με την έννοια ότι μειώνεται έτσι ο όγκος εργασίας σε νόμιμα στοιχήματα.

΄Εχει γίνει δεκτό από τη νομολογία μας (Βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1425/29.2.96) ότι προσφυγή μπορεί να ασκηθεί και από πρόσωπο το οποίο δεν αφορά άμεσα η προσβαλλόμενη πράξη. Σε τέτοια περίπτωση "πρέπει πάντοτε να πιθανολογήσει έννομο συμφέρον" (Βλ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη έκδοση, 194, παραγ. 551). ΄Οπως το θέτει ο ευπαίδευτος συγγραφέας στις παραγ. 553 και 555:

"΄Οταν ο αιτών δεν είναι ο αποδέκτης της πράξεως, αλλά τρίτος, πρέπει να ισχυρισθεί ευλόγως ότι εντούτοις θίγονται δικά του συμφέροντα .... ΄Εννομο συμφέρον μπορεί όμως, να έχουν και τρίτοι, στους οποίους επεκτείνεται ή επιρρίπτεται το δυσμενές αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης πράξεως ... Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε σε διάφορες αποφάσεις του ότι αρκεί σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ του αποδέκτη και του τρίτου για να θεμελιωθεί το έννομο συμφέρον του τελευταίου. ΄Ετσι π.χ. δέχθηκε η νομολογία ότι η εταιρεία που κατέβαλε τέλη κομίστρων για λογαριασμό των πελατών της, έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την πράξη περί της σχετικής υποχρεώσεως."

Στην κρινόμενη περίπτωση είναι πρόδηλο, ενόψει των όσων αναφέρονται στο δικόγραφο των αιτητών και των προνοιών του πιο πάνω άρθρου 8(2) του Νόμου, ότι το δυσμενές αποτέλεσμα της πράξης επεκτείνεται και στους ίδιους τους αιτητές. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι ο όγκος της εργασίας των αιτητών μπορεί να επηρεασθεί από το ύψος της φορολογίας. Ακολουθεί πως οι αιτητές δεν στερούνται εννόμου συμφέροντος.

Η ουσία των προσφυγών.

΄Ηταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών ότι η διάταξη στο άρθρο 8(2) του Νόμου για την καταβολή υπό τύπο φόρου ποσοστού 25% πάνω στο συνολικό ποσό είναι "αντισυνταγματική ή/και παράνομη ή/και άκυρη" γιατί αντιβαίνει προς τα άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, και προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και προς το άρθρο 14 της εν λόγω Σύμβασης.

Αναπτύσσοντας περαιτέρω τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης υπέβαλε:

(1) Ο φόρος ύψους 25% δεν δικαιολογείται από οποιοδήποτε ιδιαίτερο δεδομένο σχετικά με την φύση των συλλογικών στοιχημάτων και υπό τις περιστάσεις είναι τόσο παράλογα δυσανάλογος ώστε να παραβιάζει την αρχή της "αναλογικότητας" που εμπεριέχεται και στο άρθρο 24 του Συντάγματος της Κύπρου και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το παράλογα δυσανάλογο ύψος του εν λόγω φόρου καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι στις χώρες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης το μεγαλύτερο ύψος αντιστοίχου φόρου δεν υπερβαίνει το 11% (στο Βέλγιο) και το 10% (στην Ιρλανδία), ενώ για τις υπόλοιπες χώρες είναι κάτω του 7%.

(2) Το ύψος του φόρου σε 25% καθορίστηκε με μοναδικό, εξωγενή και άσχετο γνώμονα την αύξηση των εσόδων τους Κράτους, όπως προκύπτει από Σημείωμα του Υπουργείου Οικονομικών προς την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων, όταν εσυζητείτο το νομοσχέδιο που αργότερα θεσπίστηκε ως ο Νόμος 75(Ι)/97.

(3) Ο καθορισμός του φόρου επί συλλογικών στοιχημάτων σε 25% παραβιάζει το άρθρο 24.4 του Συντάγματος διότι είναι "καταστρεπτικής ή/και απαγορευτικής φύσεως επειδή μειώνει σημαντικότατα τους πελάτες Αποδεκτών Συλλογικών Στοιχημάτων, όπως οι αιτητές, διότι αποθαρρύνει εκείνους οι οποίοι στοιχηματίζουν νόμιμα και καταβάλλουν τον φόρο, και ενθαρρύνει το παράνομο στοίχημα το οποίο αποφεύγει και τους Αποδέκτες και την καταβολή οποιουδήποτε φόρου".

(4) Επίσης παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης που διασφαλίζεται με τα άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος της Κύπρου, και το ΄Αρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διότι ο αντίστοιχος φόρος στοιχήματος που επιβάλλεται σε άλλα παρόμοια στοιχήματα, όπως τα ιπποδρομιακά στοιχήματα, δεν υπερβαίνει το 10% και δεν υπάρχει τίποτε που να διαφοροποιεί εύλογα τα συλλογικά στοιχήματα από άλλα στοιχήματα όπως τα ιπποδρομιακά, και που να δικαιολογεί λογικά, βάσει της φύσεως των συλλογικών στοιχημάτων, την επιβολή φόρου 25% επί των συλλογικών στοιχημάτων, όπως στις παρούσες περιπτώσεις.

Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξε:

(1) Οι λόγοι που προβάλλονται προς στοιχειοθέτηση του επιχειρήματος ότι η επίδικη φορολογία παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 24.4 του Συντάγματος δεν καταδείχνουν με οποιοδήποτε τρόπο την καταστρεπτική ή την απαγορευτική φύση της φορολογίας (Βλ. Δημοκρατία ν. Χ" Ιωάννου (1994) 3 Α.Α.Δ. 401, 422).

(2) Δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας. Ο σχετικός συνταγματικός κανόνας έχει την έννοια της ομοιόμορφης μεταχείρισης "παντών των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων". Η περίπτωση των ιπποδρομιακών στοιχημάτων αποτελεί περίπτωση εντελώς διαφορετική από την παρούσα επειδή ο περί Φορολογίας Ιπποδρομιακών Στοιχημάτων Νόμος του 1973 (Ν 48/73) αφορά μόνο ιπποδρομιακά στοιχήματα, δηλαδή, "συλλογικά στοιχήματα εδραζόμενα επί προγνωστικών επί των αποτελεσμάτων ιπποδρομιών διεξαγομένων κατά την αυτήν ημέραν εν τη Δημοκρατία". Αντίθετα ο Νόμος 75(Ι)/97, έχει εφαρμογή σε όλα τα είδη συλλογικών στοιχημάτων έστω και αν το αντικείμενο του στοιχήματος βρίσκεται εκτός Κύπρου. Σύμφωνα με τον ορισμό στο άρθρο 2 του Νόμου, συλλογικό στοίχημα σημαίνει οποιοδήποτε είδος στοιχήματος (π.χ. ποδοσφαιρικά στοιχήματα, διαγωνισμοί τραγουδιού τύπου Εurovision, διαγωνισμοί ομορφιάς, απονομή κινηματογραφικών βραβείων τύπου ΄Οσκαρ κλπ.).

Δικαστικός έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων.

Οι αρχές που διέπουν το πιο πάνω θέμα έχουν διατυπωθεί στη θεμελιακή υπόθεση The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, 654, 655. Τις παραθέτω:

- Αποτελεί κανόνα προληπτικής φύσης ότι καμιά νομοθετική πράξη δε θα

κηρύσσεται άκυρη εκτός αν πρόκειται για ξεκάθαρη περίπτωση ή εκτός

αν η πράξη είναι αντισυνταγματική πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

- Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των Νόμων και

όχι με τα κίνητρα τους, την πολιτική τους ή τη σοφία τους ή τη συμφωνία

τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, τις θεμελιακές αρχές

διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος.

- Ο κύριος κριτής της ανάγκης για τη θέσπιση ενός νόμου είναι η Νομοθετική

Εξουσία και υφίσταται κάθε δυνατό τεκμήριο υπέρ της εγκυρότητας του και

ανκαι το δικαστήριο μπορεί να έχει απόψεις ασυμβίβαστες με τη σοφία του

νόμου δε θα τον ακυρώσει εκτός αν πρόδηλα θεσπίσθηκε καθ΄ υπέρβαση της

νομοθετικής εξουσιοδότησης.

- Αποτελεί θεμελιώδη αρχή ότι αν τούτο είναι με οποιοδήποτε τρόπο δυνατό

τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν ένα νόμο με τέτοιο τρόπο έτσι που να συνάδει

με το Σύνταγμα.

- Η Δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται στην επίλυση αφηρημένων θεμάτων.

Τα δικαστήρια δεν συνηθίζουν να εξετάζουν ζητήματα συνταγματικής φύσης

εκτός αν αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο για να αποφασιστεί η υπόθεση.

- Τα δικαστήρια δεν διαμορφώνουν κανόνα συνταγματικού δικαίου ευρύτερο

από εκείνο που χρειάζεται από τα συγκεκριμένα γεγονότα στα οποία θα

εφαρμοστεί.

- Στις περιπτώσεις Νόμων όπου τμήματα τους είναι έγκυρα και άλλα τμήματα

τους άκυρα τα δικαστήρια διαχωρίζουν τα έγκυρα από τα άκυρα και απορρί-

πτουν τα άκυρα εκτός αν τέτοια τμήματα είναι περίπλοκα συνδεδεμένα.

Πρώτος λόγος ακύρωσης - Παραβίαση της αρχής της "αναλογικότητας" που εμπεριέχεται στο άρθρο 24.1 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

΄Εχει νομολογηθεί ότι το άρθρο 24.1 του Συντάγματος αποτελεί πτυχή της αρχής της ισότητας, που διασφαλίζεται από το άρθρο 28, στη σφαίρα της φορολογίας (Βλ. In re Hji Kyriacos, 5 RSCC 22, Kantara Shipping Ltd v. Republic (1969) 3 C.L.R. 95).

Υπό το φως αυτής της θεώρησης της Νομολογίας θα παραθέσω τη θέση της νομολογίας που σχετίζεται γενικά με την αρχή της ισότητας (΄Αρθρο 28 του Συντάγματος) και ειδικά με τη φορολογική ισότητα.

Στην Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας κ.α., Α.Ε. 1611/31.10.1996 γίνεται επισκόπηση των αρχών που διέπουν την αρχή της ισότητας. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

"Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος 'ίσοι ενώπιον του Νόμου' στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125).

Στη υπόθεση Δημοκρατία ν. Αρακιάν κ.α. (1972) 3 Α.Α.Δ. 294 είχαν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:

(1) Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση 'πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων' (Υπόθεση 1273/65 του Στ.Ε.).

(2) Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω άρθρο 28.1 - 'αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων' (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).

(3) 'Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ΄ όσον πρόκειται

περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν των διακανονισμώ αυτών' (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).

(4) Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται 'επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας' (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).

Στην Σεργίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. (Απόφαση Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ. Μικρομμάτης, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με την φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89, 29.8.89, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας)" (Βλ. επίσης "Συνταγματική Θεωρία και Πράξη" του Αριστόβουλου Μάνεση, σελ. 320).

Ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του "Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα", Τόμος Β, παραγ. 1352-53 και σε σχέση με τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των Νόμων παρατηρεί ότι η δέσμευση του Νομοθέτη από την αρχή της ισότητας δεν σημαίνει εξουσιοδότηση προς τα δικαστήρια να ελέγχουν αν και κατά πόσο ένας νόμος είναι "δίκαιος", "ορθός", "εύλογος" ή και "σκόπιμος". Δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει απόλυτη πραγματική ισότητα δεν απαιτεί ούτε το Σύνταγμα από τον Νομοθέτη μαθηματικά ίση μεταχείριση "ομοίων" περιπτώσεων, που θα ήταν άλλωστε λογικά ανέφικτη.

Στην Matsis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 245 (απόφαση της Ολομέλειας) έχει νομολογηθεί ότι η αρχή της ισότητας δεν προδιαγράφει άκαμπτη και απόλυτη ισότητα σε θέματα φορολογίας. Επιτρέπει στην διακριτική ευχέρεια και σοφία του Κράτους ευρεία ελευθερία δράσης. Ωστόσο η ταξινόμηση πρέπει να είναι εύλογη και όχι αυθαίρετη.

Ανάλογη προσέγγιση βρίσκουμε και στην Antoniades and Others v. Republic (1979) 3 C. L.R. 641, 655 (απόφαση της Ολομέλειας):

"... when the constitutionality of a law imposing taxation is attacked on the ground that it infringes the principle of equality, the legislative discretion is allowed a great latitude in view of the complexity of fiscal adjustment and that in taxation matters there is a broader power of classification by the legislation than in the exercise of legislative power in other fields. Moreover, absolute equality in taxation cannot be obtained, it is not required by the principle of equality and that in matters of taxation the State is allowed to pick and choose districts, objects, persons, methods and even rates of taxation."

Σε ελληνική μετάφραση:

"... οσάκις προσβάλλεται η συνταγματικότητα φορολογικού νόμου για το λόγο ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας η νομοθετική ευχέρεια διαθέτει ευρεία ελευθερία δράσης λόγω της πολυπλοκότητας των δημοσιονομικών ρυθμίσεων και ότι σε φορολογικά θέματα υπάρχει ευρύτερη εξουσία ταξινόμησης από την νομοθετική εξουσία παρά σε άλλους τομείς νομοθετικής αρμοδιότητας. Περαιτέρω δεν μπορεί να εξασφαλισθεί απόλυτη ισότητα στη φορολογία, δεν απαιτείται από την αρχή της ισότητας και ότι σε φορολογικά θέματα επιτρέπεται στην Πολιτεία να συλλέξει και επιλέξει τομείς, αντικείμενα, πρόσωπα, μεθόδους και ακόμη συντελεστές φορολογίας."

Κατ΄ εφαρμογή των πιο πάνω αρχών κρίθηκε ότι οι επίδικοι φορολογικοί νόμοι στις πιο κάτω υποθέσεις δεν παραβιάζουν τα άρθρα 24.1 και 28.1 του Συντάγματος: Ionides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 1, Skyfrost Co. Ltd v. Republic (1979) 3 C.L.R. 1, Xydias v. Republic (1976) 3 C. L.R. 303, Colocassides and Another v. Republic (1977) 3 C.L.R. 364, Singer Sewing Machine Co. v. Republic (1978) 3 C. L.R. 71 - Βλ. και την απόφαση της πλειοψηφίας στην πιο πάνω Αναφορά 2/89.

Ανάλογη είναι και η προσέγγιση της ελληνικής νομολογίας. Ο Ι. Δ. Σαρμάς στο βιβλίο του "Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας", σελ. 478-479 κάμνει αναφορά στους ουσιαστικούς περιορισμούς στην άσκηση της φορολογικής εξουσίας του Νομοθέτη που έχουν επιβληθεί νομολογιακά από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Αφορούν στα ακόλουθα στοιχεία της φορολογικής επιβάρυνσης:

"1ον. Στους στόχους που εξυπηρετούνται δι΄ αυτής.

2ον Στα αποτελέσματα που δυνατόν να προκύψουν εκ της φορολογικής

επιβαρύνσεως.

3ον Στον τρόπο κατανομής της φορολογικής επιβαρύνσεως μεταξύ των

φορολογούμενων."

Αναφορικά με το τρίτο στοιχείο ο ευπαίδευτος συγγραφέας σημειώνει στις σελ. 478-479:

"3ον. Η κατανομή αυτή, ως ήδη εξετέθη, διέπεται υπό της βασικής αρχής της καθολικότητος και ισότητος του φόρου που ανεπτύχθη κατά τα στοιχεία αυτής αναλυτικώς υπό της ΣτΕ 2113/1963. Η εν λόγω αρχή παρά την σπουδαιότητά της ωδήγησε σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις το Συμβούλιο της Επικρατείας στην αποδοχή της κρίσεως περί αντισυνταγματικότητος νομοθετικής διατάξεως λόγω συγκρούσεως προς αυτήν. Το Δικαστήριο κρίνει παγίως ότι η αρχή της ίσης, αναλόγως των δυνάμεων εκάστου, φορολογικής επιβαρύνσεως 'επιβάλλει την υπό του νομοθέτου ομοιόμορφον μεταχείρισιν των αυτών, από απόψεως φοροδοτικής ικανότητος, καταστάσεων. Και ναι μεν αι (...) συνταγματικαί διατάξεις δεν αποκλείουν εις τον κοινόν νομοθέτην, αλλ΄ αντιθέτως παρέχουν εις τούτον ευρείαν ευχέρειαν, να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείον φορολογικόν σύστημα, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεσιν ότι η σχετική ρύθμισις γίνεται επί τη βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων και ότι τυχόν θεσπιζομένη διάκρισις καθιερούται επί τη βάσει κριτηρίου, τελούντος εν συναφεία προς το ρυθμιζόμενον θέμα' (ΣτΕ Ολ 1154/1983). Η άποψη αυτή αφήνει ένα ευρύτατο περιθώριο δράσεως στον κοινό Νομοθέτη, όπως κατεδείχθη και υπό της ΣτΕ Ολ 4340/1983 στην οποία έγινε αποδεκτή η συνταγματικότης, εν όψει της αρχής της φορολογικής ισότητος, του θεσμοθετηθέντος υπό του ν. 820/1978 συστήματος προσδιορισμού του εισοδήματος δια χρήσεως αμαχήτων τεκμηρίων."

Ο Π. Δ. Δαγτόγλου (πιο πάνω), παραγ. 1415, προσεγγίζει το ζήτημα ως πιο κάτω:

"Η Φορολογική ισότητα

Κατά το άρθρο 4 παρ. 5, η συνεισφορά στα δημόσια βάρη γίνεται 'αδιακρίτως', χωρίς δηλαδή διακρίσεις, αλλά εξίσου. Η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει όμως την μαθηματική ισότητα. ΄Οπως ήδη προκύπτει από την επιταγή της φορολογικής δικαιοσύνης, την οποία επίσης περιέχει ('αναλόγως των δυνάμεων των', βλ. κατ.), δεν απαγορεύει οποιεσδήποτε, αλλά μόνο τις αυθαίρετες διακρίσεις. Αυθαίρετες είναι οι διακρίσεις, που δεν στηρίζονται κυρίως σε κριτήρια φορολογικής δικαιοσύνης ή γενικής και αντικειμενικής φορολογικής πολιτικής, αλλά

- είτε στηρίζονται σε απαγορευμένες από το Σύνταγμα διαφοροποιήσεις, π.χ. το φύλο, την φυλή, την γλώσσα, τις πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις.

- είτε επισυνάπτουν δυσμενείς έννομες συνέπειες σε πρόσωπα, ιδιότητες ή καταστάσεις που κατά το Σύνταγμα τελούν υπό την προστασία, μέριμνα ή ειδική φροντίδα του κράτους, π.χ. επιβάλλουν δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση στους εγγάμους έναντι των αγάμων.

- είτε έχουν χαριστικό ή καταπιεστικό χαρακτήρα εις όφελος ή εις βάρος ορισμένων προσώπων ή ομάδων. Στην πράξη όχι σπάνια είναι τα φορολογικά προνόμια, οι χαριστικές δηλαδή φορολογικές διατάξεις που παραβιάζουν απευθείας την φορολογική ισότητα του άρθρου 4 παρ. 5."

Ο ίδιος συγγραφέας ερμηνεύοντας παρόμοια διάταξη στο άρθρο 4(5) του Ελληνικού Συντάγματος υποδεικνύει (βλ. παραγ. 1410) ότι "η διάταξη αυτή έχει τριπλή σημασία: Πρώτον, επιβάλλει την εν γένει φορολογική υποχρέωση των Ελλήνων ('συνεισφέρουν εις τα δημόσια βάρη'). δεύτερον, διακηρύσσει την φορολογική ισότητα ('αδιακρίτως'). τρίτον, κατοχυρώνει την φορολογική δικαιοσύνη ('αναλόγως των δυνάμεων του')". Υποδεικνύει, επίσης, (βλ. παραγ. 1420) ότι: "Το Σύνταγμα επιβάλλει τη διαμόρφωση του φορολογικού συστήματος κατά τρόπο που να λαμβάνει υπ΄ όψη τις οικονομικές δυνάμεις κάθε φορολογούμενου. Το Σύνταγμα, όμως, δεν καθορίζει ούτε την διαμόρφωση των άμεσων ούτε την σημασία των έμμεσων φόρων, υπό τον όρον ότι η φορολογική δικαιοσύνη παραμένει ως ένας από τους σπουδαίους στόχους της φορολογικής πολιτικής. Οι παράγοντες που συγκαθορίζουν το προτιμητέο φορολογικό σύστημα είναι ποικίλοι, ανάλογα με τις συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, τους μεσοπρόθεσμους ή μακροπρόθεσμους πολιτικούς στόχους, την σημασία και προτεραιτότητα που δίνεται στους παράγοντες της αυξήσεως και ανακατανομής του εθνικού εισοδήματος και της αναπτύξεως της χώρας. Τους ανωτέρω παράγοντες μελετά η επιστήμη της δημόσιας οικονομικής, η δε Κυβέρνηση και η Βουλή προβαίνουν εκάστοτε στις σχετικές πολιτικές επιλογές και αποφάσεις. Το Σύνταγμα θέτει και εδώ μόνο το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ελεύθερα ο νομοθέτης".

Σύμφωνα με την ΣτΕ 2192/91:

"Ορίζοντας ο συνταγματικός νομοθέτης ότι 'οι ΄Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους' παρέχει ευρεία ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη, στον οποίο ανήκει κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, η επιβολή των φόρων, για την επιβολή εκ μέρους του κατάλληλου φορολογικού συστήματος".

Υπό το φως της θέσης της νομολογίας ότι το άρθρο 24.1 του Συντάγματος αποτελεί πτυχή της αρχής της ισότητας, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος, θεωρώ ότι κατά την ερμηνεία του άρθρου 24.1 του Συντάγματος τυγχάνουν εφαρμογής οι σχετικές με την ερμηνεία του άρθρου 28 του Συντάγματος αρχές σε φορολογικά θέματα. Λαμβάνω υπόψη ότι:

 

(1) Η αρχή της ισότητας δεν προδιαγράφει άκαμπτη και απόλυτη ισότητα σε

θέματα φορολογίας.

(2) Η νομοθετική εξουσία έχει ευρεία ευχέρεια να διαμορφώνει εκάστοτε το

οικείο φορολογικό σύστημα και ότι σε θέματα φορολογίας επιτρέπεται

στην Πολιτεία να συλλέξει και επιλέξει τομείς, αντικείμενα, πρόσωπα,

μεθόδους και ακόμη συντελεστές φορολογίας.

(3) ΄Οτι η αρχή της αναλογικότητας δεν απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση άλλα μόνο τις αυθαίρετες διακρίσεις.

(4) Η μελέτη και αξιολόγηση των παραγόντων που συγκαθορίζουν το

προτιμητέο φορολογικό σύστημα ανήκει στην επιστήμη της Δημόσιας

Οικονομικής, η δε εκτελεστική και νομοθετική εξουσία προβαίνουν

εκάστοτε στις σχετικές επιλογές και αποφάσεις ενώ το Σύνταγμα

(άρθρο 24.1) θέτει μόνο το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ελεύθερα

ο Νομοθέτης.

Κρίνω ότι η επίδικη φορολογία δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Αποτελεί έκφραση της ευρείας ευχέρειας που διαθέτει η Νομοθετική Εξουσία σε φορολογικά θέματα. Δεν αποτελεί αυθαίρετη διάκριση και δεν απαγορεύεται από το άρθρο 24.1 του Συντάγματος.

Θα προσθέσω ακόμη ότι πρόκειται για έμμεση φορολογία. Δεν επηρεάζει το σύνολο των φορολογουμένων αλλά μόνο μέρος του πληθυσμού. Εκείνους που επιλέγουν να στοιχηματούν. ΄Εχω, επομένως, την άποψη ότι στις περιπτώσεις τέτοιας φορολογίας η ευχέρεια της Νομοθετικής Εξουσίας είναι ευρύτερη από εκείνη που διαθέτει στις περιπτώσεις φορολογίας καθολικής εφαρμογής.

Σε σχέση με την εισήγηση που σχετίζεται με το ύψος του αντίστοιχου φόρου σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης παρατηρώ:

Ο καθορισμός του ύψους οποιασδήποτε φορολογίας αποτελεί έκφραση μιας πτυχής της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής ενός Κράτους. Κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης μιας τέτοιας πολιτικής είναι φυσικό να λαμβάνονται υπόψη τα οικονομικά και άλλα δεδομένα του συγκεκριμένου Κράτους. Το τι ακολουθείται ή υιοθετείται σε άλλες χώρες το οποίο ασφαλώς βασίζεται πάνω στα οικονομικά δεδομένα και τις αντιλήψεις περί οικονομικών και δημοσιονομικών ζητημάτων που επικρατούν σε εκείνες τις χώρες, δεν αποτελεί προηγούμενο για την Κυπριακή Δημοκρατία το οποίο να μπορεί να έχει οποιαδήποτε νομική δεσμευτική ή πειστική έστω αξία.

Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Καθορισμός του ύψους του φόρου με βάση εξωγενή και άσχετο γνώμονα.

Ο εξωγενής και άσχετος γνώμονας, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών, αποτελείται από σημείωμα του Υπουργείου Οικονομικών προς την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εσωτερικών ότι τυχόν μείωση φόρου συλλογικών στοιχημάτων θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στα έσοδα του κράτους. Στο ίδιο σημείωμα τονιζόταν ότι τα έσοδα από την σχετική φορολογία παραχωρούνται στον ΚΟΑ και στο Υπουργείο Παιδείας δια ενίσχυση του αθλητισμού με αναλογία 2:1.

Θεωρώ ότι το πιο πάνω σημείωμα απλώς αποτελεί εξήγηση μιας πτυχής της δημοσιονομικής πολιτικής του Κράτους και μια εκδήλωση διαφάνειας. Δεν αποτελεί καθόλου εξωγενή και άσχετο γνώμονα. Δεν υπάρχει τίποτε το επιλήψιμο όταν το Κράτος επιδιώκει μη μείωση των εσόδων του και όταν ενημερώνει τη νομοθετική εξουσία για τον τρόπο διάθεσης των εσόδων. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει.

Τρίτος λόγος ακύρωσης - Ο επίδικος φόρος είναι καταστρεπτικός ή απαγορευτικής φύσης και παραβιάζει το άρθρο 24.4 του Συντάγματος.

Το πότε μια φορολογία είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης έχει καθοριστεί στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χ" Ιωάννου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 401, 422:

"Η παράγραφος 4 απαγορεύει την επιβολή φόρου, τέλους ή εισφοράς οποιασδήποτε φύσης - εκτός των τελωνειακών δασμών - καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως.

Φόρος είναι καταστρεπτικής φύσεως, εάν είναι τόσο δυσανάλογος με τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου, ώστε να επιφέρει την οικονομική καταστροφή του, ή το αποτέλεσμά του να απολήγει, ουσιαστικά, στη στέρηση ή δήμευση της περιουσίας του.

Απαγορευτικής φύσεως είναι η φορολογία που χρησιμοποιείται για σκοπούς περιορισμού της άσκησης ορισμένου επαγγέλματος ή της διεξαγωγής ορισμένης εργασίας.

Η φορολογία, για να χαρακτηριστεί καταστρεπτικής φύσεως, πρέπει να είναι ιδιαίτερα επαχθής - (βλ. μεταξύ άλλων, Loizos Xydias v. Republic (Minister of Interior and Another) (1976) 3 C.L.R. 303, 304, 305)."

Στην Xydias (πιο πάνω) κρίθηκε ότι το απλό γεγονός ότι ο πληρωτέος φόρος είναι ψηλότερος από το καθαρό κέρδος το οποίο ο αιτητής πραγματοποιεί από την επιχείρηση σε σχέση με την οποία καταβάλλεται ο φόρος δεν καθιστά το νόμο ο οποίος επιβάλλει αυτό το φόρο καταστρεπτικής φύσης.

Δεν έχει τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου οποιοδήποτε στοιχείο ή οτιδήποτε άλλο το οποίο να θέτει τις περιπτώσεις των αιτητών εντός των προϋποθέσεων που προσδιορίζονται στην Χ" Ιωάννου (πιο πάνω). Γενικές αναφορές δεν είναι αρκετές. Τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να διατυπώνονται με λεπτομέρεια (Βλ. Γιασεμίδου ν. Δήμου Λευκωσίας, Α.Ε. 1611/31.10.96). Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών που έχουν τεθεί στον πιο πάνω λόγο ακύρωσης βαρύνει τους αιτητές και δεν το έχουν αποσείσει με οποιοδήποτε τρόπο. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέταρτος λόγος ακύρωσης - Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

΄Ερεισμα για τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης ήταν ότι το ποσοστό του φόρου το οποίο επιβάλλεται στα ιπποδρομιακά στοιχήματα δεν υπερβαίνει το 10%.

΄Οπως προκύπτει από το σχετικό ορισμό (βλ. άρθρο 2 του Νόμου 75(Ι)/97) ο όρος "συλλογικό στοίχημα" σημαίνει "οποιοδήποτε είδος στοιχήματος διενεργείται από αριθμό προσώπων που συμμετέχουν σε αυτό". Ενόψει του ορισμού είναι αναπόφευκτο ότι ο επίδικος Νόμος καλύπτει ένα ευρύτατο κύκλο στοιχημάτων περιλαμβανομένων και εκείνων που υποδεικνύονται στην αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση - ποδοσφαιρικά στοιχήματα, διαγωνισμοί τραγουδιού τύπου Eurovision, διαγωνισμοί ομορφιάς κλπ..

Ακολουθεί πως τα ιπποδρομιακά στοιχήματα δεν τελούν υπό τας αυτάς συνθήκας με τα στοιχήματα που δυνατόν να καλύπτονται από τον επίδικο Νόμο. Η όμοια μεταχείριση προϋποθέτει ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Στην κρινόμενη περίπτωση τα υπό ρύθμιση θέματα δεν είναι καθόλου όμοια. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Αναφορικά με την εισήγηση για παραβίαση του άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, παρατηρώ:

Το άρθρο 14 της Σύμβασης δεν τυγχάνει εφαρμογής στη σφαίρα των οικονομικών - όπως είναι εδώ η περίπτωση - και κοινωνικών θεμάτων (D.J. Harris, M.O. Boyle, C. Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, σελ. 486). Δεν υπάρχει επομένως πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 της Σύμβασης. Ωστόσο και στις περιπτώσεις που έχει εφαρμογή τα κριτήρια παραβίασης του είναι εκείνα που εφαρμόζονται από τη δική μας νομολογία σε σχέση με το άρθρο 28 του Συντάγματος (Βλ. D.J. Harris κλπ., πιο πάνω, σελ. 476). ΄Οπως έχει ήδη κριθεί δεν έχει σημειωθεί παραβίαση του άρθρου 28 του Συντάγματος.

Αναφορικά με την ισχυριζόμενη παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης παρατηρώ ότι σ΄ αυτό τούτο το άρθρο 1 προβλέπεται ότι οι πρόνοιες του δεν επηρεάζουν το δικαίωμα της Πολιτείας να θεσπίσει τους Νόμους που θεωρεί αναγκαίους για την διασφάλιση της πληρωμής φόρων ή άλλων εισφορών. Οι αιτητές οι οποίοι έχουν και το σχετικό βάρος απόδειξης της ισχυριζόμενης παραβίασης δεν έχουν εξηγήσει με ποιό τρόπο έχει συντελεσθεί τέτοια παραβίαση. Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση πρέπει να απορριφθεί.

 

 

 

 

 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι προσφυγές απορρίπτονται. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται στην ολότητά τους με έξοδα £400.-

 

 

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο