ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

< FONT FACE="Arial,Arial">ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

< FONT FACE="Arial,Arial">ΑΡ. 255/96 και 261/96.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

< FONT FACE="Arial,Arial">ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 255/96.

Μεταξύ:

Κυριάκου Ζ. Χριστοδουλίδη,

Αιτητή

και

Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

< FONT FACE="Arial,Arial">ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 261/96.

Μεταξύ:

Γεώργιου Κουφάρη,

Αιτητή

και

Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

 

29 Ιουνίου, 1998.

Για τους αιτητές και στις δύο προσφυγές: Α. Παπαχαραλάμπους.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Κ. Χ" Ιωάννου.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Α. Σ. Αγγελίδης.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Στρέφονται κατά της απόφασης ("η προσβαλλόμενη απόφαση") των καθ΄ ων η αίτηση ("η ΑΤΗΚ"), ημερ. 23.1.96, με την οποία ο Φώτιος Σαββίδης ("το Ε.Μ.") προάχθηκε στη θέση Βοηθού Γενικού Διευθυντή ("η επίδικη θέση").

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης.

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ, ημερ. 23.1.96. Στη διάρκεια της συνεδρίασης εκείνης ο Γενικός Διευθυντής της ΑΤΗΚ ανάφερε ότι η προς πλήρωση θέση δεν περιλαμβάνεται στους περί Προσωπικού της Αρχής Γενικούς Κανονισμούς αλλά προβλέπεται στο Συμπληρωματικό Προϋπολογισμό της Αρχής για το 1995. Ανάφερε, επίσης, ότι κατά την άποψη του οι υποψήφιοι για την προς πλήρωση θέση πρέπει να κατέχουν τα ακόλουθα προσόντα:

"1. Τα προσόντα του Ανωτάτου Τεχνικού Προσωπικού ή του Ανωτάτου

Οικονομικού Προσωπικού ή του Ανωτάτου Διοικητικού Προσωπικού

ή του Ανωτάτου Προσωπικού Εκμεταλλεύσεως ή του Ανωτάτου

Προσωπικού της Διευθύνσεως Προσωπικού, όπως καθορίζονται

στον Κανονισμό 8(1) (Α) των περί Προσωπικού της Αρχής Γενικών

Κανονισμών.

2. Να έχουν δεκαπενταετή ευρεία πείρα στις τηλεπικοινωνίες από την

όποια τρία έτη σε θέση διευθυντική."

Το Συμβούλιο της ΑΤΗΚ αποφάσισε να υιοθετήσει την πιο πάνω εισήγηση του Γενικού Διευθυντή όσον αφορά τα προσόντα και ζήτησε από το Γενικό Διευθυντή να υποβάλει την εισήγηση του για την πλήρωση της.

Παραθέτω την εισήγηση-σύσταση του Γενικού Διευθυντή:

"Ο Γενικός Διευθυντής, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες των περί Προσωπικού της Αρχής Γενικών Κανονισμών και την πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου, όσον αφορά τα ακαδημαϊκά πρόσοντα και την πείρα για τη θέση του Βοηθού Γενικού Διευθυντή, εξέφρασε την άποψη ότι οι μόνοι υποψήφιοι για τη θέση είναι οι ακόλουθοι, οι οποίοι βρίσκονται στο βαθμό του Διευθυντή:

1. Χριστόδουλος Δημητρίου (590)

2. Μιχαήλ Οικονομίδης (1826)

3. Φώτιος Σαββίδης (2333)

4. Χρίστος Τσιάππας (2540)

5. Κυριάκος Ζ. Χριστοδουλίδης (2864)

Περαιτέρω, ο Γενικός Διευθυντής ανάφερε ότι μελέτησε διεξοδικά το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των πιο πάνω υποψηφίων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής ή/και οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις ή/και τα ΄Εντυπα Αξιολογήσεως τους.

΄Υστερα από αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους, ο Γενικός Διευθυντής κατάληξε ότι οι πιο κάτω είναι οι επικρατέστεροι για πλήρωση της κενής θέσεως:

1. Χρίστος Τσιάππας (2540)

2. Φώτιος Σαββίδης (2333)

3. Κυριάκος Ζ. Χριστοδουλίδης (2864)

΄Υστερα από περαιτέρω μελέτη και στάθμιση όλων των δεδομένων για τον καθένα από τους τρεις πιο πάνω υποψηφίους και συγκεκριμένα των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών τους προσόντων, της απόδοσης και επίδοσης τους, της πείρας και των γνώσεών τους, σε συνδυασμό με την προσωπική του άποψη για τον καθένα από αυτούς, που μορφώθηκε από τη μακρά και συνεχή υπηρεσιακή και προσωπική σχέση μαζί τους, ο Γενικός Διευθυντής εξέφρασε την άποψη ότι ο καταλληλότερος για την πλήρωση της θέσεως είναι ο υποψήφιος Φώτιος Σαββίδης (2333), ο οποίος υπερέχει κατά ουσιαστικό τρόπο των υπολοίπων.

Ο πιο πάνω υπάλληλος είναι από κάθε άποψη άριστος υπάλληλος, διαθέτει τόσο τα προσόντα όσο και τις ικανότητες για επιτυχή ανταπόκριση στα καθήκοντα της θέσεως και έχει ευρεία γνώση όλων των λειτουργιών της Αρχής.

Είναι οξυδερκής και διορατικός, με αποδεδειγμένη ικανότητα στο στρατηγικό προγραμματισμό.

΄Εχει εξαιρετική κρίση, αναλυτική και συνθετική ικανότητα και είναι πολύ δημιουργικός.

Είναι θετικός, μεθοδικός, ευσυνείδητος και πολύ εργατικός. Είναι απόλυτα αφοσιωμένος στην Αρχή και έχει να επιδείξει μια αξιοζήλευτη προσφορά υπηρεσιών καθόλη την 23ετή υπηρεσία του, αφιερώνοντας σταθερά μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου του σε αυτή και μάλιστα με δική του πρωτοβουλία.

΄Εχει εξαιρετικές ικανότητες στις διαπροσωπικές σχέσεις, είναι πάντοτε συνεργάσιμος και παρουσιάζει εξαιρετική συνέπεια και σταθερότητα χαρακτήρα.

Διακρίνεται για την ωριμότητα του και έχει εξαιρετικές ηγετικές, διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες, οι οποίες, σε συνδυασμό με τις άριστες γνώσεις του για τις λειτουργίες και τις δραστηριότητες του Οργανισμού και την πίστη του στο ΄Οραμα του, τον καθιστούν απόλυτα ικανό και κατάλληλο για προαγωγή στη θέση του Βοηθού Γενικού Διευθυντή."

Αφού ο Γενικός Διευθυντης παράθεσε τις απόψεις του και την εισήγηση του αποχώρησε.

Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως ακολούθως:

"Το Συμβούλιο, αφού μελέτησε όλα τα δεδομένα για τους υποψηφίους και συγκεκριμένα τους προσωπικούς τους φακέλους, στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής ή/και οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις ή/και τα ΄Εντυπα Αξιολογήσεως τους και αφού άκουσε την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, έκρινε ότι καταλληλότερος υποψήφιος είναι ο Φώτιος Σαββίδης (2333), γι΄ αυτό και αποφάσισε την προαγωγή του στη θέση του Βοηθού Γενικού Διευθυντή από την 1ην Απριλίου, 1996, προς πλήρωση της κενής θέσεως.

Το Συμβούλιο έκρινε από τα ενώπιόν του στοιχεία ότι ο κ. Σαββίδης υπερέχει των υπόλοιπων υποψήφιων σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες και είναι ο ουσιαστικά καταλληλότερος για την προς πλήρωση θέση."

Πριν εξετάσω τους λόγους ακύρωσης θα πραγματευθώ την εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων της ΑΤΗΚ και του ενδιαφερόμενου μέρους ότι ο αιτητής Κουφάρης δεν έχει έννομο συμφέρον, δυνάμει του άρθρου 146.2 του Συντάγματος, να προωθήσει την παρούσα προσφυγή. Η εισήγηση έχει σαν έρεισμα τη θέση τους ότι δεν κατέχει το προσόν της "δεκαπενταετούς πείρας στις Τηλεπικοινωνίες από την οποία τα τρία έτη σε θέση διευθυντική".

Ο αιτητής Κουφάρης δεν έχει ισχυρισθεί ότι κατέχει τα πιο πάνω προσόντα. Η έλλειψη των προσόντων πράγματι αποστερεί τον αιτητή του εννόμου συμφέροντος που απαιτείται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος να ασκήσει προσφυγή κατά του κύρους της προσβαλλόμενης προαγωγής (Βλ. Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390). Για το λόγο αυτό η προσφυγή του αιτητή Κουφάρη πρέπει να απορριφθεί.

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου θα επιληφθώ και της ουσίας της προσφυγής του για να είναι καταγραμμένα τα σχετικά συμπεράσματα μου.

Λόγοι ακύρωσης.

Οι αιτητές υποστήριξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας. ΄Εχω παραθέσει το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σελ. 4). Εξέταση του αποκαλύπτει ότι το βάθρο αξιολόγησης των υποψηφίων ήταν οι υπηρεσιακές εκθέσεις-έντυπα αξιολόγησης και η εισήγηση-σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Σύμφωνα με το καταληκτικό μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης "το Συμβούλιο έκρινε από τα ενώπιον του στοιχεία ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει των υπόλοιπων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες και είναι ο ουσιαστικά καταλληλότερος για την προς πλήρωση θέση."

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο το πιο πάνω συμπέρασμα για υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου. Εξέταση των υπηρεσιακών εκθέσεων του αιτητή Χριστοδουλίδη και του ενδιαφερόμενου μέρους των ετών 1986-1995, οι οποίες τέθηκαν ενώπιον μου, υποστηρίζει πλήρως την πιο πάνω κατάληξη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ σε σχέση με τον αιτητή Χριστοδουλίδη και το ενδιαφερόμενο μέρος.

Περαιτέρω από την εξέταση των υπηρεσιακών εκθέσεων του αιτητή Κουφάρη των ετών 1991-1995, οι οποίες τέθηκαν ενώπιον μου, και του ενδιαφερόμενου μέρους προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει του αιτητή. Επομένως και στην περίπτωση του αιτητή Κουφάρη το συμπέρασμα της ΑΤΗΚ υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου.

Σύμφωνα με τον Καν. 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Τροποποιητικών) Γενικών Κανονισμών του 1982-1988, ο οποίος έχει εισαχθεί από τον Καν. 2 των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Τροποποιητικών) Γενικών Κανονισμών του 1989 "αι προς προαγωγήν κρίσεις διενεργούνται εν όψει της υπηρεσιακής επιδόσεως και αποδόσεως και της εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας εκάστου, ελεγχομένων εκ των στοιχείων του ατομικού του φακέλλου, εκ των φύλλων ποιότητος και των φύλλων προαγωγής αυτού, εν συνδυασμώ προς την προσωπικήν αντίληψην των Μελών της Αρχής περί του κρινομένου".

Στην Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.98 το ζήτημα της αιτιολογίας έχει τύχει της πιο κάτω προσέγγισης:

"Σειρά αποφάσεων της Νομολογίας μας σε πλήρη ταύτιση με την θέση της Ελληνικής Νομολογίας έχει τονίσει την ανάγκη για αιτιολογία των ατομικών διοικητικών πράξεων (Βλ. ανάμεσα σ΄ άλλα Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, 1079, J M C Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 301, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 183, 186, 187).

Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. 'Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μή εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν' (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω))."

 

Στην κρινόμενη περίπτωση η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, ανκαι λακωνική, παρέχει στο δικαστήριο τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της. Αυτά τα στοιχεία αναφέρονται στην απόδοση, επίδοση και ικανότητες των υποψηφίων, όπως αποκαλύπτονται μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Ο πιο πάνω Καν. 10(2) καθιστά την απόδοση και επίδοση όπως αυτές ελέγχονται "εκ των στοιχείων των φακέλλων" νόμιμο στοιχείο κρίσης.

Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει επαρκώς αιτιολογημένη, η δε αιτιολογία της είναι σύμφωνη προς τα στοιχεία του φακέλλου. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει.

΄Ενας άλλος λόγος ακύρωσης αναφερόταν στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Υποστηρίχθηκε ότι αυτή ήταν αναιτιολόγητη επειδή ο Διευθυντής την στήριξε στην "προσωπική του άποψη για τον καθένα από τους υποψηφίους" και στην "προσωπική σχέση μαζί τους". ΄Εχει εισάξει εξωγενή και υποκειμενικά στοιχεία κρίσης στη σύσταση και επομένως ο δικαστικός έλεγχος είναι αδύνατος.

Πρέπει πρώτα να παρατηρήσω ότι ο σχετικός κανονισμός - 10(5) - δεν προβλέπει για αιτιολογημένες συστάσεις. Εφόσο, όμως, ο Γενικός Διευθυντής έχει επιλέξει να δώσει αιτιολογία αυτή ελέγχεται δικαστικά (Βλ. Republic v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106, 112 και Παπαϊωάννου κ.α. (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, 721).

Ο Διευθυντής έχει πράγματι αναφερθεί στην προσωπική του άποψη που μορφώθηκε από τη μακρά και συνεχή υπηρεσιακή και προσωπική σχέση μαζί τους (Βλ. σελ. 3). Ωστόσο δεν έμεινε ως εκεί. Στη συνέχεια παράθεσε πιο ήταν το αποτέλεσμα της προσωπικής του άποψης και της υπηρεσιακής και προσωπικής σχέσης. Πρόσθετα "η αξιοποίηση και των προσωπικών γνώσεων του Διευθυντή είναι επιτρεπτή" (Βλ. Παπαϊωάννου, πιο πάνω). Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Σε σχέση με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή έχει, επίσης, υποστηριχθεί ότι αυτή τυγχάνει αναιτιολόγητη και για το λόγο ότι είναι ασύμφωνη προς τα στοιχεία του φακέλου. ΄Εχω ήδη διαπιστώσει ότι τα στοιχεία του φακέλου αποκαλύπτουν υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους. Επομένως η σύσταση και η αιτιολογία της συνάδουν προς τα στοιχεία του φακέλου.

Σχετικά με τη σύσταση έχει επίσης προβληθεί η θέση ότι το λεκτικό που έχει χρησιμοποιήσει ο Γενικός Διευθυντής για το ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα υπόθεση είναι πανομοιότυπο με αυτό που είχε χρησιμοποιήσει στο πρακτικό 383/85 για το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους Τιμοθέου (Βλ. Προσφυγές 254/96 και 262/96). Αυτό, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, κλονίζει την αυθεντικότητα της σύστασης.

΄Εχω εξετάσει το κείμενο της σύστασης στις πιο πάνω προσφυγές. Δεν είναι εντελώς πανομοιότυπο. Το γεγονός ότι έχουν χρησιμοποιηθεί σε κάποιο βαθμό οι ίδιες φράσεις ή λέξεις δεν κλονίζει την αυθεντικότητα της σύστασης.

Τελικά πρέπει να επισημανθεί ότι οι αιτητές έχουν προσβάλει απόφαση που σχετίζεται με προαγωγές. Οσάκις το αρμόδιο όργανο επιλέγει ένα υποψήφιο στη βάση σύγκρισης του με άλλους, για να δικαιολογήσει την επιλογή του, δεν είναι ανάγκη να καταλήξει ότι υπερέχει έκδηλα των άλλων. Από την άλλη το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει για να παραμερίσει την απόφαση σε σχέση με μια τέτοια επιλογή εκτός εάν ικανοποιηθεί από τον αιτητή σε μια προσφυγή ότι ήταν ένας κατάλληλος υποψήφιος ο οποίος υπερείχε έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί, γιατί μόνο σε μια τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή για σκοπούς διορισμού ή προαγωγής θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει επομένως ενεργήσει "καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας" (Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 74, 85 - απόφαση της Ολομέλειας).

΄Οπως έχει νομολογηθεί η φράση "έκδηλη υπεροχή" σημαίνει την υπεροχή ενός μέρους. Για να ευσταθήσει τέτοιου είδους ισχυρισμός η υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσης που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (Βλ. Χ" Σάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76, 78).

Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση που σχετίζεται με προαγωγή αν σύμφωνα με το νόμο και τα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στο αρμόδιο όργανο (Βλ. Γεωργίου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 678, 687 - απόφαση της Ολομέλειας). Το βάρος απόδειξης της έκδηλης υπεροχής πέφτει πάνω στους ώμους των αιτητών. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι πρόκειται για διευθυντική θέση και, όπως έχει νομολογηθεί, σε τέτοια περίπτωση το αρμόδιο όργανο διαθέτει ευρύτατη διακριτική ευχέρεια (Βλ. Λαμπής ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 208).

΄Εχω εξετάσει την επίδικη απόφαση σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές. Κρίνω ότι οι αιτητές δεν με έχουν ικανοποιήσει ότι υπερέχουν έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους. Αντίθετα η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στο αρμόδιο όργανο με βάση το Νόμο και τα ενώπιον του στοιχεία. Δεν υπάρχει επομένως πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου για ακύρωση της.

Οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο