ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 456/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Μιχαλάκη Γεωργίου

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

1. Γενικού Λογιστή

2. Αρχηγού Αστυνομίας

Καθών η αίτηση

-------------------

Ημερομηνία: 28 Απριλίου, 1998

Για τον αιτητή: Μ. Τριανταφυλλίδης

Για τους καθών η αίτηση: Ε. Ρωσσίδου - Παπακυριακού

--------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής αφυπηρέτησε από την Αστυνομική Δύναμη Κύπρου στις 3/4/96. Με την έξοδο του από την υπηρεσία τού χορηγήθηκε ετήσια σύνταξη £2.468,12 και εφάπαξ χρηματικό ποσό £6.509,15. Τη σχετική απόφαση τού κοινοποίησε ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας (καθού η αίτηση 1) με επιστολή του ημερ. 16/3/96, στην οποία επισυνάφθηκαν και οι σχετικοί υπολογισμοί. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία αυτά δε θεωρήθηκε ως συντάξιμη η περίοδος από 1/8/73 μέχρι 15/7/74 και 1/2/80 μέχρι 8/12/93. Ο αιτητής είχε απολυθεί από την Αστυνομία κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 12.546 ημερ. 30/7/73 και 18.767 ημερ. 31/1/80 αντίστοιχα.

Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι κατά τo χρόνο αποπομπής του αιτητή, το Υπουργικό Συμβούλιο του παραχώρησε σύνταξη για την υπηρεσία του μέχρι 1/2/80. Αλλά διακόπηκε, μετά την επαναπρόσληψη του στις 9/12/93, για όση περίοδο έπαιρνε το μισθό της θέσης του. Ακολούθησε η αφυπηρέτηση του, όπως είπα στην αρχή, τον Απρίλιο του 1996, που ήταν πρόωρη, αλλά εκούσια.

Η τελική σύνταξη υπολογίστηκε με βάση το μισθό του αιτητή κατα το χρόνο της αποχώρησης του. και το σύνολο της υπηρεσίας του, με εξαίρεση την παραπάνω περίοδο ολικής διάρκειας 15 σχεδόν ετών. Είναι αυτό το μέρος της απόφασης συνταξιοδότησης του, που αμφισβητεί ο αιτητής με την κρινόμενη προσφυγή του. Ας σημειωθεί, χάριν της πληρότητας των γεγονότων που αφορούν την υπόθεση, ότι παράλληλα με τη σύνταξη, χορηγήθηκε και φιλοδώρημα στον αιτητή, από το οποίο αφαιρέθηκε το αντίστοιχο ποσό που του καταβλήθηκε όταν είχε απολυθεί την 1/2/80.

Θα αναφερθώ πρώτα στα επιχειρήματα των καθών. Παρατηρώ ότι η ουσία της υπόθεσης του αιτητή αναπτύσσεται στην απαντητική του αγόρευση. Η στήριξη της επίδικης απόφασης από τη Δημοκρατία έχει δύο πόλους. Πρώτον, τον Καν. 15(3) του Μέρους IV των Regulations for the Granting of Pensions, Gratuities and Other Allowances to Officers, που περιέχει τους κανόνες υπολογισμού της συντάξιμης υπηρεσίας και που ρητά εξαιρεί από αυτή κάθε περίοδο κατά την οποίαν ο υπάλληλος βρισκόταν εκτός υπηρεσίας:

"No period during which the officer was not in public service shall be taken into account as qualifying service or as pensionable service."

Οι παραπάνω κανονισμοί είχαν θεσπισθεί κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρ. 3 του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311, όπως τροποποιήθηκε.

Ο άλλος πόλος είναι το άρθρ. 7Δ του παραπάνω νόμου, που προστέθηκε στον κορμό της παραπάνω νομοθεσίας με το άρθρ. 2 του τροποποιητικού νόμου με αρ. 17(1)/94. Περιέχει ειδική πρόβλεψη για τις περιπτώσεις των υπαλλήλων που επαναπροσλήφθηκαν στην κρατική υπηρεσία (περιλαμβανόμενης της Αστυνομικής Δύναμης), οι οποίοι είχαν αποπεφθεί, όπως ισχυρίστηκε η Δημοκρατία, με βάση τις διατάξεις του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης υπό των περί Ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασις) Νόμων του 1977 έως 1988 Νόμου.

Ουσιαστικά προβλέπεται η διακοπή του συνταξιοδοτικού δεσμού ενός υπαλλήλου για όσο χρονικό διάστημα βρισκόταν εκτός υπηρεσίας. Συγκεκριμένα το άρθρο 7Δ όριζε ότι:

"Aνεξάρτητα από το τι διαλαμβάνεται στο βασικό νόμο ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμο, σε περίπτωση επαναπρόσληψης στην κρατική υπηρεσία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο απολύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης υπό των περί Ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασις) Νόμων του 1977 έως 1988 Νόμου, η χρονική περίοδος κατά την οποία το πρόσωπο αυτό διατελούσε εκτός υπηρεσίας δε θα λογίζεται για σκοπούς σύνταξης ή καθορισμού της διάρκειας προϋπηρεσίας ή αρχαιότητας ή για σκοπούς καταβολής οποιουδήποτε άλλου ωφελήματος ή αποζημίωσης."

Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι τόσον οι παραπάνω Κανονισμοί Συντάξεων του άρθρ. 3 όσο και το άρθρ. 7Δ καταργήθηκαν με τον περί Συντάξεων Νόμο του 1997 [(ν. 97(1)/97]. Οι καταργήσεις της προϊσχύσασας νομοθεσίας εκτίθενται στον Πίνακα του άρθρ. 50. Η νέα νομοθεσία ενοποίησε και εκσυγχρόνισε το δίκαιο των συντάξεων. Παρενθετικά, οι παραπάνω πρόνοιες (Καν. 15(3) και άρθρ. 7Δ) ενσωματώθηκαν κατ' ουσίαν στο νέο κώδικα (βλέπε άρθρ. 13(2) και 14(η) αντίστοιχα).

Η βασική αντίληψη, που διαπνέει την εισήγηση του αιτητή, είναι ότι η απόλυση του δεν είχε ως έρεισμα τη νομοθεσία που επικαλείται η Δημοκρατία, αλλά τα άρθρ. 6 και 7 του Κεφ. 311. Τελικά, όμως, κρίθηκε από την Ολομέλεια ότι οι πρόνοιες αυτές δε συνιστούσαν έγκυρο έρεισμα για την απόταξη μελών της Αστυνομικής Δύναμης. Η αναφορά είναι στην απόφαση στις Α.Ε. 941 και 944 Νεόφυτος Παπαγεωργίου & Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ 10/4/90. Η αυθεντία αυτή αποτέλεσε την αιτιολογική σκέψη της νεώτερης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 22/4/93, όπως σημειώνει η Ολομέλεια στην υπόθεση Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (αρ. 4) (1994) 3 Α.Α.Δ. 167, 176. Η επάνοδος και του αιτητή στη Δύναμη οφείλεται στη νέα προσέγγιση που είχε εγκαινιάσει η Παπαγεωργίου, ανωτέρω, η οποία αποτέλεσε το υπόβαθρο της απόφασης της 22/4/93.

Η σκέψη του Δικαστηρίου, κατά την ίδια εισήγηση, στην υπόθεση Christodoulides & Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1297, ότι οι διατάξεις του άρθρ. 5 του ν. 57/78 παρείχαν, εν πάση περιπτώσει, διαζευκτική ή επιπρόσθετη βάση για την απομάκρυνση του αιτητή δεν μπορεί να τύχουν εφαρμογής. Ο λόγος, όπως διατυπώνεται στην απάντηση του αιτητή, είναι ότι "παραμένει αναλλοίωτο το γεγονός ότι οι υπηρεσίες του (αιτητή) τερματίστηκαν βάσει της περί Συντάξεων Νομοθεσίας, και το γεγονός τούτο δεν καταργήθηκε ή αλλοιώθηκε με την επιπρόσθετη εναλλακτική νομική βάση του τερματισμού των υπηρεσιών του Αιτητή, και άλλων, που αναφέρθηκε στην υπόθεση Χριστοδουλίδης".

H κατακλείδα της παραπάνω επιχειρηματολογίας είναι ότι δεν υπάρχει νόμιμο κώλυμα για συνυπολογισμό των δύο επίμαχων περιόδων, που ο αιτητής δεν υπηρετούσε, στον καθορισμό των ωφελημάτων του.

Αναπτύχθηκε και ένα τελευταίο επιχείρημα στην περίπτωση που το δικαστήριο δεχθεί πως το άρθρ. 7Δ αποκλείει, για την κρίσιμη περίοδο, την αναγνώριση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στον αιτητή. Παρά τη Γνωμάτευση της Ολομέλειας (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (αρ. 3) (1994) 3 Α.Α.Δ. 93), στην οποία κρίθηκε πως οι πρόνοιες του άρθρ. 7Δ δεν προσκρούουν στο Σύνταγμα, ο κ. Μ. Τριανταφυλλίδης επέμεινε πως όντως αντίκεινται σε ορισμένες άλλες διατάξεις του, οι οποίες δεν τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου στην υπόθεση εκείνη.

Συγκεκριμένα ο συνήγορος υπέβαλε ότι το άρθρ. 7Δ παραβιάζει (1) το άρθρ. 23 του Συντάγματος επειδή αποστερεί τον αιτητή, με τη μείωση των ωφελημάτων του που συνεπάγεται, περιουσίας. (2) το άρθρ. 28 επειδή προκαλεί δυσμενή διάκριση σε βάρος του αιτητή. όπως το θέτει ο κ. Τριανταφυλλίδης ο αιτητής "στερείται της ίδιας μεταχείρισης όπως όλοι οι άλλοι αστυφύλακες, ένεκα Νόμου του οποίου σκοπός ήταν να μη τύχουν τέτοιας μεταχείρισης εκείνοι των οποίων οι υπηρεσίες τερματίστηκαν κατά την περίοδο 1980 έως 1993, και οι οποίοι επαναπροσλήφθηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με ημερομηνία 22/4/93". (3) τα άρθρα. 19 και 30.2 του Συντάγματος διότι το 7Δ, όπως πάλιν το θέτει ο συνήγορος, "αποτελεί έμμεσο τρόπο τιμωρίας του Αιτητή για τα πολιτικά του φρονήματα ή/και την πολιτική του συμπεριφορά και η τιμωρία αυτή επιβλήθηκε χωρίς να δικαστεί και να καταδικαστεί ποτέ ο Αιτητής για οποιοδήποτε σχετικό αδίκημα.......". και (4) το άρθρ. 8 του Συντάγματος.

Όπως επεσήμανε και η δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκείνο που επιζητεί ο αιτητής είναι την αναθεώρηση της παλαιάς απόφασης αποπομπής του από τις τάξεις της Αστυνομίας στην κρινόμενη προσφυγή, που έχει ως έρεισμα την απόφαση για τη σύνταξη και το φιλοδώρημα του, που τού κοινοποιήθηκε στις 16/3/96. Αυτό δεν είναι νομικά εφικτό. Θα ήταν αντίθετο με την καλά εμπεδωμένη νομολογιακή αρχή, η οποία δεν επιτρέπει, σε μια τέτοια περίπτωση, παρεμπίπτοντα έλεγχο άλλων διοικητικών πράξεων, οι οποίες δεν προσβλήθηκαν χωριστά και έγκαιρα με αίτηση ακυρώσεως. Η ειδοποιός διαφορά με την Παπαγεωργίου είναι ότι στην υπόθεση εκείνη οι αιτητές κινήθηκαν για θεραπεία άμεσα με ad hoc αίτηση ακυρώσεως. Και μόνο για το λόγο αυτό η προσφυγή είναι απορριπτέα.

Το αίτημα όμως είναι καταδικασμένο σε αποτυχία και για λόγους ουσίας. Το άρθρ. 7Δ εμποδίζει [(πέρα από τον καν. 15(3)] τη συμπερίληψη ως συντάξιμης υπηρεσίας και του χρόνου που ο αιτητής δεν υπηρετούσε. Ο περί Συντάξεων (Τροποποιητικός) (αρ. 2) Νόμος του 1993, που πρόσθεσε το 7Δ (βλέπε σελ. 126), ήταν μεταξύ των νομοθετημάτων για τα οποία αποφάνθηκε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη σελ. 102 της Γνωμάτευσης της πλειοψηφίας (αρ. 3), υπογραμμίζεται ότι:

"Ο κάθε ένας από τους τρεις νόμους ορίζει ότι η χρονική περίοδος κατά την οποία ο επαναπροσλαμβανόμενος διατελούσε εκτός υπηρεσίας, ".......δε θα λογίζεται για σκοπούς σύνταξης ή καθορισμού της διάρκειας προϋπηρεσίας ή αρχαιότητας ή για σκοπούς καταβολής οποιουδήποτε άλλου ωφελήματος ή αποζημίωσης".

Το ενδεχόμενο επαναπρόσληψης ατόμων απολυθέντων βάσει των προνοιών της καθοριζόμενης νομοθεσίας (Ν57/78, όπως τροποποιήθηκε), αποτελεί το υπόβαθρο και των τριών νόμων που έχουν κοινό σκοπό τη θεσμοθέτηση κανόνα ο οποίος να αποκλείει την παροχή οποιασδήποτε σύνταξης ή άλλου ωφελήματος σ' αυτούς για όσο χρόνο διατελούσαν εκτός υπηρεσίας."

Ενώ αργότερα (σελ. 106) διακηρύσσεται η αρμονία του νόμου με τις συνταγματικές διατάξεις:

"ΑΝΑΦΟΡΕΣ 2/93, 3/93 και 4/93: Οι νόμοι που αποτελούν το αντικείμενο των τριών Αναφορών, δεν έρχονται σε αντίθεση με οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη, ούτε προσκρούουν στην αρχή της διάκρισης των Εξουσιών."

Στην ίδια σελίδα επαναλαμβάνεται ότι το αντικείμενο των Αναφορών "δεν αντιβαίνει οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος". Στη γνωμάτευση της μειοψηφίας, γίνεται ρητή μνεία ότι ο νόμος δεν προσκρούει στις διατάξεις του άρθρ. 23.

Από προσεκτική ανάγνωση της Γνωμάτευσης προκύπτει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, που περιέλαβε στη σύνθεση όλα τα μέλη του, είχε το ευεργέτημα πλήρους συζήτησης. Δεν πρόκειτα για απόφαση που λήφθηκε sub silentio. Πότε επηρεάζεται η δεσμευτικότητα αυθεντίας λόγω της αρχής sub silentio συζητεί ο Salmond "Jurisprudence" 12η έκδοση, (1966) σελ. 153 και επ.

Θα ήθελα περαιτέρω να παρατηρήσω πως, εν πάση περιπτώσει, δε διαφάνηκε - και κατά μείζονα λόγο δε θεμελιώθηκε - κατά ποίον τρόπον το άρθρ. 7Δ αντίκειται λ.χ. στο άρθρ. 8 που απαγορεύει τα βασανιστήρια ή την ταπεινωτική τιμωρία. Ή το άρθρ. 19 που κατοχυρώνει την ελευθερία του λόγου ή του φρονήματος.

Το τελευταίο σxόλιο, που κρίνεται απαραίτητο, αφορά τη διάσταση που εκδηλώθηκε, φαινομενικά όπως θα καταδειχθεί, αναφορικά με τις παραπάνω αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου με βάση τις οποίες παύθηκε ο αιτητής. Είναι γεγονός ότι από το κείμενο τους, που ζήτησα να κατατεθεί, προκύπτει ότι στηρίχθηκαν στον περί Συντάξεων Νόμο, Κεφ. 311 και ιδιαίτερα τα άρθρ. 6 και 7. Ωστόσο το Υπουργικό Συμβούλιο, με βάση το ν. 57/78, με τον οποίον παραπέφθηκε και η υπόθεση του αιτητή, είχε εξουσία "να προβή εις τερματισμόν της υπηρεσίας του υπαλλήλου διά λόγους δημοσίου συμφέροντος ή την αναγκαστικήν αφυπηρέτησιν του υπαλλήλου βάσει της κειμένης νομοθεσίας ..................". Συνεπώς οι απολύσεις, με βάση το Κεφ. 311, ως "της κειμένης νομοθεσίας", ήταν στο επίκεντρο του ν. 57/78 και σε τελική ανάλυση του άρθρ. 7Δ που προστέθηκε με το νόμο του 1994, ο οποίος κρίθηκε συνταγματικός.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Με έξοδα.

 

 

Σ. Νικήτας, Δ.

 

 

 

/Κασ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο