ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 4 ΑΑΔ 238

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 50/95

Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:-

Ιωσήφ Παγιάτα από τη Λευκωσία

Αιτητή

και

Αρχής Λιμένων Κύπρου

Καθ΄ ης η Αίτηση

_ _ _ _ _ _ _ _

20 Μαρτίου, 1998

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για τον Αιτητή: Κος. Ι. Νικολάου.

Για τους Καθ΄ ων η Αίτηση: Κα. Αλ. Λυκούργου.

_ _ _ _ _ _ _ _

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, Γενικός Διευθυντής της Αρχής Λιμένων Κύπρου (η Αρχή). Με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 5/8/1994 υπέβαλε αίτημα προς την καθ΄ ης η αίτηση για μισθολογική αξιολόγηση και αναδιάρθρωση της θέσεως του Γενικού Διευθυντή της Αρχής κατά τρόπο που να ευνοείται από πλευράς αποδοχών και άλλων ωφελημάτων. Η καθ΄ ης η αίτηση, αφού εξέτασε το αίτημα, απεφάσισε να μην το εγκρίνει και ενημέρωσε σχετικά τους δικηγόρους του αιτητή με επιστολή της ημερομηνίας 11/11/1994.

Αντικείμενο της προσφυγής είναι ακριβώς αυτή η απόφαση.

Η καθ΄ης η αίτηση έχει προβάλει την προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη εφ΄ όσον δεν στοχεύει οποιαδήποτε εκτελεστή διοικητική απόφαση ή παράλειψη, με την έννοια του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά απόφαση που συνδέεται με την προώθηση της ψήφισης νομοθεσίας, δηλαδή απόφαση που ανάγεται στην, υπό ευρεία έννοια, κανονιστική αρμοδιότητα της καθ΄ ης η αίτηση.

Είναι πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι για να μπορεί μία απόφαση, πράξη ή παράλειψη να προσβληθεί με προσφυγή, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, πρέπει να προέρχεται από όργανο, αρχή ή πρόσωπο που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Το κριτήριο για τη διαπίστωσή του προσβλητού είναι όχι μόνον τυπικό (κριτήριο προέλευσης) αλλά και ουσιαστκό (κριτήριο περιεχομένου). Δεν μπορούν, επομένως, να προσβληθούν με προσφυγή πράξεις εκτελεστικής εξουσίας με νομοθετικό, όμως, περιεχόμενο, όπως είναι οι κανονιστικές πράξεις (βλ. π.χ. Police and Theodoros Nicola Hondrou 3 R.S.C.C. 82, Lanitis Farm Ltd. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 124, Dhali Hogs v. Republic (1984) 3 C.L.R. 905), ούτε πράξεις της δικαστικής εξουσίας, όπως μια δικαστική απόφαση (Modestos Savva Pitsillos v. Elias Aristodemou (1969) 3 C.L.R. 226) ή, ακόμα, πράξεις στενά συνυφασμένες με την άσκηση της δικαστικής εξουσίας, όπως η προαγωγή δικαστή (Antonis Kourris v. The Supreme Council of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390). Το ίδιο ισχύει και για τις πράξεις της νομοθετικής εξουσίας, τον τυπικό νόμο, αλλά και για τις πράξεις που συνδέονται με την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, όπως είναι οι ενέργειες του Υπουργικού Συμβουλίου που σχετίζονται με την προπαρασκευή ή την προώθηση νομοθεσίας όπως, για παράδειγμα, η υποβολή ή μη υποβολή ενός νομοσχεδίου στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση (βλ., μεταξύ άλλων, George S. Papaphilippou and The Republic (Council of Ministers) 1 R.S.C.C. 62, Demetrios Philippou and Others v. Republic (Council of Ministers and Another) (1973) C.L.R. 123, Mavrommatis and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1006).

Σύμφωνα με το εδάφιο 2 του άρθρου 19 των Περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμων 1973 έως 1993, αναγιγνωσκόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4 των ιδίων Νόμων και το άρθρο 3 των Περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ψήφισις Προϋπολογισμών) Νόμων 1987 έως 1991, όλα τα θέματα που συνδέονται με τη βαθμολογική και μισθολογική διάρθρωση των οργανικών θέσεων στην Αρχή, συμπεριλαμβανομένης της θέσεως του Γενικού Διευθυντή, εντάσσονται στον τακτικό προϋπολογισμό της Αρχής, ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Η κάθε απόφαση της Αρχής πάνω σε αυτά τα θέματα παίρνει σάρκα και οστά μόνον εφ΄ όσον εγκριθεί, σε πρώτο στάδιο, από το Υπουργικό Συμβούλιο και, στη συνέχεια, ψηφισθεί σε νόμο από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Με άλλα λόγια, στο θέμα της μισθολογικής αναβάθμισης των θέσεων, ο ρόλος της Αρχής περιορίζεται στη λήψη της σχετικής απόφασης και την υποβολή της ανάλογης εισήγησης για έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο και, τελικά, ψήφιση σε νόμο από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Οι συνέπειες της απόφασης και, κατ΄ ακολουθία, της εισήγησης της Αρχής, όπως και οι συνέπειες του Νόμου, αν τελικά η εισήγηση απολήξει σε νόμο, είναι απρόσωπες, αντικειμενικές, και γενικής εφαρμογής. Στο μέτρο δε που έχουν σχέση με τη θέση του Γενικού Διευθυντή και τα ωφελήματά του, αφορούν τον εκάστοτε γενικό διευθυντή και όχι ειδικά τον κάτοχο της θέσης κατά το συγκεκριμένο χρόνο. Η μη προώθηση νομοθεσίας για την αύξηση της μισθοδοσίας του Γενικού Διευθυντή με αναδρομική ισχύ από 1/1/1980, όπως ζήτησε ο αιτητής, δημιουργεί απλώς μία γενική κατάσταση πραγμάτων, απρόσωπη και αντικειμενική. Δεν εξατομικεύεται στον αιτητή ώστε να μπορεί να αντιμετωπισθεί ως άρνηση ή παράλειψη της Αρχής να ικανοποιήσει αίτημά του, τέτοια που να μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή βάσει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη για το λόγο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ή παράλειψη της καθ΄ ης η αίτηση συνδέεται με την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας και, επομένως, σύμφωνα με τα πιο πάνω, εκφεύγει του ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ο αιτητής να καταβάλει τα έξοδα.

 

 

Ρ. Γαβριηλίδης,

Δ.

/ΜΝ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο